Επιτέλους, σταμάτησε` - ησυχία` - μια απολύτρωση. Είναι όμορφα.
Κοίτα οι σκιές των φευγαλέων εντόμων πάνω στον τοίχο
αφήνουν ένα σταγονίδιο υγρασίας ή ένα μικρό κουδουνάκι
που ηχεί λίγο αργότερα. Πέρα, μια λάμψη -
μια παρατεταμένη υπόνοια, πορφυρή - η σελήνη,
μικρή , μονήρης πυρκαϊά πίσω απ' τα δέντρα, τα φουγάρα των σπιτιών
και τους ανεμοδείχτες,
καίγοντας τα μεγάλα αγκάθια και τις χτεσινές εφημερίδες,
αφήνοντας αυτή τη συγκατάνευση - δοξαστική σχεδόν -
της μη αναμονής, της μη ελπίδας, της αποδεγμένης ματαιότητας,
ως πέρα στην απτόητη ερημιά, ως την άκρη του δρόμου
με το φασματικό, μενεξεδένιο πέρασμα μιας γάτας.
Όταν βγαίνει η σελήνη, χαμηλώνουν τα σπίτια στην πεδιάδα κάτω,
τα καλαμπόκια τρίζουν απ' τ' αγιάζι ή απ' το νόμο της αύξησης,
τ' ασβεστωμένα δέντρα φέγγουνε στη βάση τους σα θερισμένες κολώνες
σ' έναν πόλεμο αθόρυβο, ενώ οι ταμπέλες των μικρομάγαζων
κρέμονται σαν χρησμοί επαληθευμένοι πάνω απ' τις κλεισμένες πόρτες.
Οι αγρότες θα κοιμηθούν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους
και τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ' τα κλαδιά
μες στον ύπνο τους
σα να μην προσπαθούν να κρατηθούν , σα να μην είναι τίποτα η προσπάθεια,
σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει -
ανάλαφρα - ανάλαφρα, σα νάχει εισδύσει ο ουρανός στα φτερά τους,
σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ' ένα λύχνο στο χέρι
κ' είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κ΄έξω στο ύπαιθρο ακούγονται
τα ζώα ν' αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.
Γιάννης Ρίτσος, Ορέστης, Τέταρτη διάσταση, Κέδρος 1990, 24η έκδοση
να γράψω αν μου αρέσει? φυσικά ναι
ΑπάντησηΔιαγραφή