Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ( Τα ρυάκια, η αγάπη, το ποτάμι)

Πάνε δύο χρόνια( σημ. ιστολογίου: το κείμενο γράφτηκε το 1992) από τον Νοέμβριο που μας άφησε ο Γιάννης Ρίτσος. Θυμάμαι την πλατεία, μπροστά από τη Μητρόπολη Αθηνών, γεμάτη κόσμο. Πλάι μου ήτανε η Λούλα Αναγνωστάκη, και μόλις βγάλανε το μαύρο φέρετρο κι ο κόσμος χειροκροτούσε και τραγουδούσε, εμείς οι δύο κλαίγαμε πικρά για το ξόδι του ποιητή, του τρυφερότερου Έλληνα. Εκείνη τη στιγμή νιώθω ένα αγκάλιασμα και ένα δυνατό φιλί στο πρόσωπό μου. Ήτανε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, που μας παρατηρούσε από μακριά και ήρθε να μας αγκαλιάσει. Τον Γιάννη Ρίτσο τον ήξερα πάντα. Δηλαδή όταν άρχισα να βλέπω και να αγγίζω τα σχήματα του κόσμου - τα ποιήματα, τις μυρωδιές, τη μουσική, τα δέντρα, τον αέρα, το φως, τους ανθρώπους. Άκουσα το όνομά του - πολύ μικρός - σαν κάτι το απαγορευμένο. Όμως εγώ ήθελα να μάθω, και μετά από λίγα χρόνια, κρυφά, ένας συμμαθητής μου μού διάβασε ένα ποίημα ( από αυτά που λένε στρατευμένα). Θέλω εδώ να πω ότι στο ποίημα ο ποιητής βάζει τις λέξεις με έναν τρόπο μοναδικό και τις περισσότερες φορές ανεπανάληπτο - και ας είναι οι πιο κοινές, που λέμε καθημερινά όλοι -, γιατί η πρακτική και η μεταφυσική πάνε μαζί, γιατί όλα τα παρασύρει το αίμα του ποιητή. Μετά, όλο τον φανταζόμουνα. Την εικόνα που δημιούργησα - ύψος, χαμόγελο, ζεστά μάτια, ωραία μύτη, μακριά δάχτυλα, στην άκρη τους πάντα ένα τσιγάρο, προσεχτικά ντυμένος, αγαπησιάρης, και εκείνη η φωνή η βυζαντινή. Πολλές φορές, αργότερα, μου ταίριαζε η φωνή του με του Βασίλη Τσιτσάνη. Μου τον περιέγραφε ( όλο γι' αυτόν μιλούσαμε) και ο συμμαθητής μου, ο συνθέτης Γιάννης Γλέζος, που ήτανε ανεψιός του. Τον πρωτοείδα, πού αλλού, στον Κέδρο, Πανεπιστημίου 44, μαζί με τη Νανά, να μιλάνε γελώντας, όλο χαρά και ζωντάνια.
Τον κοίταζα τόσο επίμονα, που έστριψε το κεφάλι και με χαιρέτησε. Εγώ είχα τέτοιο τρακ, που δεν μπορούσα να πω τη λέξη "χαίρεται". Το κατάλαβε και μου χαμογέλασε για να πάρω θάρρος. Πρέπει να ήτανε το 1964. Μετά, διάβασμα ποιημάτων του Ρίτσου. Ποιήματα που κομμάτια τους μάθαινα απέξω. Βάδιζα, σπούδαζα οικονομικά, φλέρταρα, αλλά το μυαλό μου εκεί, στα ποιήματα. Είναι άδικο να ξεχωρίσω τίτλους, κομμάτια και ενότητες. Όμως τώρα, μετά από τόσα χρόνια, θυμάμαι ότι ανέπνεα ελεύθερα, έτρεχα σε έναν ορίζοντα πολύχρωμο, και στα καθημερινά συμβάντα έδινα άλλα ονόματα. Ήταν ένα παιχνίδι που πολύ με βοήθησε στο γράψιμό μου. Εξάλλου η βοήθεια των παλαιότερων είναι: στην εκκίνηση, στην ατμόσφαιρα, στο μυστικό άγγιγμα, στις απότομες βροχές μέσα στο δωμάτιό σου, στο μέγιστο μάθημα της γλώσσας, και στις εικόνες που αναδύονται ολόσωμες μπροστά σου. Μετά έρχονται οι τεχνικές, οι ρυθμοί, η ποίηση της ποίησης, τα ανοίγματα των στίχων , το μήκος των ποιημάτων, οι συνθέσεις, το βαρύ κεφάλι, και η ξαγρύπνια πλάι σ' ένα μισοτελειωμένο ποίημα. Αυτά όλα και άλλα μου τα έδωσε απλόχερα ο Γιάννης Ρίτσος μόνο με δύο καλημέρες που ανταλλάξαμε. Μερικά χρόνια αργότερα (1968), στη Λαμία, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, στη γραμμή λοιπόν, με τα όπλα στους ώμους, ο Χριστόφορος Λιοντάκης και εγώ. Εκεί, ανάμεσα στα παραγγέλματα, στις φωνές, στη βία και στην κόπωση, ο Χριστόφορος ψιθύριζε ποιήματα του Καρυωτάκη και εγώ του Ρίτσου. Άλλη παλαιότερη εικόνα, σ' ένα πάρτυ. Ήμουνα με μία παρέα φοιτητών, έφηβος ο γράφων, γύρω στα δεκαεπτά, και άρχισαν οι μεγάλοι να τραγουδούν τον μελοποιημένο Επιτάφιο. Τέτοια ένταση κι επικοινωνία έχω να νιώσω πολλά χρόνια. Άρχισαν οι περιπέτειες της δικτατορίας. Αυτός ο άνθρωπος είχε περάσει τα πάνδεινα από τα νιάτα του. Να μνημονεύσω εδώ το ποίημα που του χάρισε η Μαρία Πολυδούρη, όταν γνωρίστηκαν στη Σωτηρία, άρρωστοι και οι δύο. Όμως ήτανε ο πιο δουλευταράς ποιητής. Ζωγράφιζε σε κουτιά τσιγάρων, σε πέτρες, σε ρίζες, παντού. Και πάντα έγραφε, έγραφε. Όταν γνωριστήκαμε καλά, πήγαινα σπίτι του. Τι σπίτι. Γεμάτο έργα, αντικείμενα, ποιήματα, ενθύμια, χειρονομίες, αγάπες, αυτό που λέμε μεγαλείο της καθημερινότητας. Και αυτός προσηνής, χαμογελαστός, έτοιμος να ακούσει, να βοηθήσει, να ακουμπήσει . Ο πεζογράφος Ανδρέας Φραγκιάς ( η πιο ευγενική μορφή στα Γράμματά μας), μου έλεγε για τη δύναμη του ανθρώπου και του καλλιτέχνη: στην Κατοχή ο ποιητής, άρρωστος με αιμοπτύσεις στο κρεβάτι, του διάβαζε συνέχεια ποιήματα και αποσπάσματα από ένα εκτενές μυθιστόρημα που χάθηκε στο στρόβιλο της καταστροφής. Επίσης, ο Ρίτσος είχε την " τύχη " να του κάψει βιβλία το καθεστώς Μεταξά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Την εποχή λοιπόν της δικτατορίας, μου έφερνε δίσκους Ρίτσου - Θεοδωράκη ο Δημήτρης Δανίκας, μέσα σε θήκες των Pink Floyd, από το Λονδίνο που σπούδαζε. Τότε ρωτούσαμε καθημερινά τη Νανά του Κέδρου για τον Ρίτσο, ήτανε ο άνθρωπός του. Όταν τον είδα μετά τις περιπέτειές του, ήταν πάντα ωραίος και νεανικός. Τίμιος με την ιδεολογία του, και καλλιτέχνης τίμιος. Όταν πέθανε ο Στρατής Τσίρκας, άρχισαν οι σκληροί κονδυλοφόροι του ΚΚΕ να γράφουνε άσχημα για τον συγγραφέα. Την ίδια εποχή, ο Κώστας Παπαγεωργίου κι εγώ κάναμε ένα αφιέρωμα στον Τσίρκα, στο περιοδικό Αντί. Ζήτησα ένα κείμενο από τον Ρίτσο και μου έδωσε ένα πολύ υπέρ του Τσίρκα, και αμέσως σταμάτησαν οι επιθέσεις των άλλων. Μέχρι το τέλος του διάβαζε, ενημερωνόταν. Ήξερε τους νέους, τους νεότερους , και ό,τι σκιρτούσε στην ποίηση, στην πεζογραφία, στη ζωγραφική, σε όλες τις τέχνες. Ο ίδιος είχε  μέσα του - όπως όλοι οι μεγάλοι - το παραδοσιακό, το μοντέρνο, το δημοτικό μέλος, ακολουθούσε την εποχή του, μεταμορφωνόταν, είχε χιλιάδες πρόσωπα: Ορέστης, Ελένη, Φιλοκτήτης, Χρυσόθεμις, Ισμήνη, Αριόστος, και στα ποιήματα μέσα το ίδιο: Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, Τα Επικαιρικά, Το μακρινό, Γραφή τυφλού, κ.α.
Εκείνη η βυζαντινή του γραφή παντού, σε κάθε χαρτί. Θα αναφέρω ένα βιβλίο του που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και με επηρέασε: Πέτρες Επαναλήψεις Κιγκλίδωμα. Μετά το 1974, τον έβλεπα συχνότερα στον Κέδρο και σπίτι του. Τα λέγαμε, με ρωτούσε για τα πάντα, και για τη ζωή μου, έτοιμος πάντα να βοηθήσει. Και όταν σου μιλούσε είχε πειθώ και επιδρούσε καταλυτικά στην ψυχολογία σου. Το τσιγάρο πάντα στα δάχτυλα, ποτέ τα δάχτυλά του δεν έμεναν χωρίς τσιγάρο. Έζησε, είδε τιμές και τιμές, και μεγάλες αγάπες. Γραφτήκανε πολλά βιβλία για τη δουλειά του. Θα αναφέρω ένα, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, τη Βιβλιογραφία Γιάννη Ρίτσου 1924 - 1989, της Νινέττας Μακρυνικόλα, που, ενώ είναι μια τέλεια βιβλιογραφία, στο βάθος είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία. Θυμάμαι όταν είχε βγάλει Το ρόπτρο, και τι χαρές έκανε όταν του χάρισα ένα ρόπτρο. Συνέχιζα να τον βλέπω και να τον ακούω στο τηλέφωνο. Πάντα με ρωτούσε για βιβλία νέων που είχε διαβάσει. Τον ενδιέφερε η ζωή, η καθημερινότητα, σε ίσα μερίδια με την ποίηση. Και εκείνη η υπέροχη γυναίκα του, η Φαλίτσα, που ήξερε τι πρόσωπο είχε πλάι της και τον πρόσεχε. Γιατρός η ίδια στη Σάμο, έδινε μαθήματα ανθρωπιάς και αυταπαρνήσεως. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, κι ο ποιητής αρρώστησε, απομονώθηκε, και σε μια εσωτερική ησυχία και με μία διακριτικότητα έφυγε από τη ζωή. Δεν τον είδα στη διάρκεια αυτής της στενωπού του τέλους, ούτε τον πήρα τηλέφωνο. Νέα μάθαινα από τη Μάρω, τη Νινέττα και την κόρη του Έρη. Μανιώδης καπνιστής, το πήγε το τσιγάρο μέχρι το τέλος της ζωής του. Όπως και τις πεποιθήσεις του και την ποίηση. Πιστός, ήρεμος, ονειροπαρμένος, ωραίος, και πάντα νέος. 
Μετά την κηδεία, γύρισα σπίτι και διάβασα την Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής, όπως έκανα έφηβος. Ο ποιητής ήδη είχε ταφεί στη Μονεμβασιά, εκείνη τη βυζαντινή γωνιά, και έγινε μύθος.

                   Αθήνα, Νοέμβριος 1992 - Μεταξοχώρι Αγιάς, Αύγουστος 1993



Γιάννης Κοντός, Τα ευγενή μέταλλα, Κέδρος, Αθήνα 1994

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου