Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Για τον Κώστα Στεργιόπουλο

Την Κυριακή έφυγε στα 90 του χρόνια ο καθηγητής , ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας Κώστας Στεργιόπουλος. Αν και δεν τον είχα καθηγητή , θυμάμαι τη μορφή του και τα καλά λόγια των συμφοιτητών μου στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. 
Ένα μικρό μέρος από την δημοσίευση της Χρύσας Σπυροπούλου στο ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση e - poema  παραθέτω παρακάτω στη μνήμη του:

 Κώστας Στεργιόπουλος :Στίχοι στον καθρέφτη με τις δύο όψεις 


Χαμηλών τόνων αλλά ουσιαστική είναι η ποίηση του Κώστα Στεργιόπουλου (Αθήνα, 1926), η παρουσία του οποίου στα γράμματα είναι πολυσχιδής: ποιητής, κριτικός, πεζογράφος αλλά και δάσκαλος. Δίδαξε στην Ιδιωτική Μέση Εκπαίδευση και αργότερα, πρώτα ως λέκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1966-1969), απ' όπου παύτηκε από τη δικτατορία, και έπειτα ως καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το 1986 αναγορεύτηκε ομότιμος καθηγητής. Οι διδασκαλίες του από το 1974 έως το 1984 άφησαν εποχή. Σαφής και σχολαστικός. Ευαίσθητος και στοχαστικός.

Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έγινε το 1943 με την ποιητική συλλογή Χινοπωρινά, αλλά και με δημοσιευμένα ποιήματα στο περιοδικό «Νέα Εστία».

Hδη στα πρώτα του ποιήματα της συλλογής Τα τοπία του φεγγαριού (1955), διακρίνονται οι καταβολές του στον συμβολισμό, από τον οποίο φαίνεται να απομακρύνεται, χωρίς όμως ποτέ να τον εγκαταλείπει τελείως, στην τρίτη του συλλογή Το χάραμα του μύθου (1963). Οι ποιητικές συλλογές του είναι οι ακόλουθες:

Τα τοπία του φεγγαριού (1955)
Η σκιά και το φως (1960)
Το χάραμα του μύθου (1963)
Ο κίνδυνος (1965, β' έκδοση συμπληρωμένη 1972)
Τα τοπία του ήλιου (1971)
Eκλειψη (1974)
Τα μισά του πλου (1979, β' έκδοση 1999)
Αλλαγή φωτισμού (1984, β' έκδοση 1999)
Ο ήλιος του μεσονυκτίου (1991, β' έκδοση 1999)
και Παλίρροια (1998).

Οι οκτώ πρώτες συλλογές έχουν συγκεντρωθεί σε δύο τόμους: Τα Ποιήματα Α' 1944-1965 (1988) και Τα Ποιήματα Β' 1965-1983 (1992). Επίσης συγκεντρώθηκαν σε μία έκδοση οι δύο τελευταίες συλλογές μαζί με την έως τότε ανέκδοτη Oσο είναι ακόμα καιρός καθώς και ένα επίμετρο με μεταφράσεις ποιημάτων, κυρίως από τα γαλλικά, στον τόμο Τα Ποιήματα Γ' 1983-2005 (2006).


Ο Στεργιόπουλος στις πρώτες συλλογές του συνδυάζει χαρακτηριστικά του αθηναϊκού συμβολισμού και του νεορομαντισμού, καθώς  με τις δύο αυτές τάσεις  ταιριάζουν οι ποιητικές διαθέσεις του: νοσταλγία για ό,τι χάθηκε ή τείνει να χαθεί, μελαγχολία και θλίψη για το άπιαστο και το ανέφικτο, όπως είναι ο έρωτας. Η συλλογή Τα τοπία του φεγγαριού αποτελούν το μεταίχμιο ανάμεσα στα συμβολιστικά και τα νεωτερικά ποιήματα του Στεργιόπουλου ...

Ο Άγνωστος

Στα σκοτεινά έγκατά μας κατοικεί
κάποιος που το κλειδί κρατάει της ύπαρξής μας,
χαμένος πάντα, μοναχός κι ανεξιχνίαστος,
με μνήμη πιο παλιά απ' τον κόσμο, φορτωμένος
με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις μας.

Θλιμμένος, περιπαιχτικός ή και χαρούμενος,
αόρατος μας κυβερνά:
δέχεται απ' έξω τον αντίχτυπο
και δίνει την απάντηση.
Τα παρελθόντα μας θυμίζει
και τα μέλλοντα μας προμηνά.

Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει ανυποψίαστους.
Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες εξορμήσεις,
εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει νυστάξει
κι είν' έτοιμος ν' αποδημήσει, αδιαφορώντας
για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια σχέδια.


Αιώνια επιστροφή

Του μεσοχείμωνου οι βουλές αλλάξανε.
Μέρες λαμπρές και νύχτες κρύες.
Και τώρα περιμένουμε την άνοιξη.
Κι όμως, ο ίδιος ουρανός, ο ίδιος ήλιος,
ο ίδιος άνεμος.

Αιώνια επιστροφή, αιώνια άνθηση.
Η ίδια κάθε φορά και νέα.
Αρχίζει, ξαναρχίζει, δεν τελειώνει
ποτέ και πουθενά.

Αλλάζει η γεύση του ανέμου, η όψη του ήλιου.
Αλλάζει η όψη τ' ουρανού, η γεύση του έρωτα.

Νύχτες βαθιές, κρυστάλλινες,
που βυθισμένη ακόμα η πλάση
σε ύπνο βαρύ κι ανόνειρο ανασαίνει,
που κατεβαίνουν οι άγγελοι κι ορχούνται σε κρυ-
  φες σπηλιές,
ενώ στη γη οι δαίμονες χτυπούν τα τύμπανα.


Ένα φεγγάρι στη Ρίβα

Βγήκες βρεγμένο από τα κύματα
και ξύπνησες τ’ ακίνητα νερά,
και ξάφνιασες τα ασάλευτα νερά.
Μη με κοιτάζεις έτσι. Σε φοβάμαι.

Βγήκες βρεγμένο τα μεσάνυχτα απ' το πέλαγος
και λάμπουνε και τρέμουν τα νερά,
-μια ίσια γραμμή που αστράφτει, τα νερά...

Αθόρυβα που λάμνεις κι ανεβαίνεις,
κόκκινο ασήμι φλωροκαπνισμένο,
άπλετο φως που απλώνεις κι ανεβαίνεις
μες στη βαθιά ησυχία τ' ουρανού!
...Και μπαίνεις απ’ τα μαύρα παραθύρια
στα γκρεμισμένα σπίτια του θανάτου,
και ψάχνεις για να βρεις αραχνιασμένο
τον ύπνο που κοιμήθηκε στα θάμνα,
σκόνη του ονείρου, χάος τ' ουρανού.

Ο άνεμος που σωπαίνει έχει φορέσει,
μυστηριακός, κι αυτός το φόρεμά σου,
κι εκεί, στα δυο βουνά, μες στην κοιλάδα, 
σταχτιά φαντάσματα έχουν βγει απ' την καταχνιά.
Μην πέφτεις πια χλομό σ' αυτούς τους τοίχους,
μη σπάζεις μ' αστραπές σ' αυτά τα τζάμια.
Στάσου μονάχα κι άκου αυτόν τον ήχο
στην ερημιά. Απ' το φως σου μια σταγόνα,
σα μέταλλο, άκου: στάζει μια σταγόνα
μες στ' ουρανού την άσπρη παγωνιά.

Τι με κοιτάζεις έτσι; Σε φοβάμαι.

Αφού το ξέρεις: δε θα σου ξεφύγω.


2 σχόλια :

  1. Πράγματι, πολύ σημαντική μορφή των γραμμάτων ο Στεργιόπουλος!
    Δεν έτυχε να διαβάσω ποιήματά του. Αυτά που επέλεξες είναι υπέροχα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σημαντική και σεμνή.
    Ευχαριστώ Άννα.
    Να' σαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή