Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση): …Και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα. Διαβάστηκε στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Κώστα Πουρναρά (Μπόση) στην Ανέζα Άρτας, το Σάββατο 23 Γενάρη 2016 (αναλυτικό φωτο-ρεπορτάζ ΕΔΩ). Την εκδήλωση διοργάνωσαν ο Σύλλογος Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας, ο Σύλλογος Γυναικών Αμβρακικού και το ηλεκτρονικό περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ.
Το κείμενο διάβασαν η γυμνάστρια Αναστασία Κουτσούκη και ο δάσκαλος Κώστας Πεπόνης, μέλοι του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Νομού Άρτας.
Στην καρδιά του χειμώνα, καταμεσής στην ολόγυμνη στέπα, φύτρωσε ένας μικρός συνοικισμός. Πεντακόσια – εξακόσια μέτρα δεξιότερα απ’ τη δημοσιά έφτιαξαν κάμποσα πρόχειρα σπιτάκια στην αράδα, μια λέσχη και δίπλα στο ποτάμι αποθήκες για τα τρόφιμα και τα εργαλεία.
Ο Σουλιώτης, μόλις σχόλασε, γύρισε στο δωμάτιο. Ξεντύθηκε και κρέμασε το παλτό και την κουκούλα στο καρφί πίσω απ’ την πόρτα. Πύρωσε ψωμί, όπως έκανε στο χωριό του, έστρωσε μια εφημερίδα στο τραπέζι, σπρώχνοντας κατά την πάντα μολύβια, τρίγωνα, διαβήτες… όλα τα σύνεργα της δουλειάς, πήρε κονσέρβα και τυρί και κάθισε να φάει.
Σαν απόφαγε, σκούπισε το τραπέζι, έριξε ξύλα στη σόμπα και, τραβώντας την καρέκλα, ακούμπησε τον αγκώνα στο παραθύρι. Ολόγυρα στέπα. Κατά το βοριά και τη δύση το μάτι δεν έβρισκε πουθενά εμπόδιο ν’ ακουμπήσει. Χανόταν στο άπειρο. Κατά την ανατολή περισσότερο και λιγότερο κατά το νοτιά, σκόνταφτε στα βουνά. Ο χιονιάς, που βάσταξε μια βδομάδα στις αρχές του μήνα, σκέπασε βουνά και κάμπους με χιόνι. Ακολούθησε νοτιάς, στα χαμηλά έλιωσαν τα χιόνια, έπεσαν βροχές δυνατές και γέμισε ο τόπος νερό και λάσπες. Ύστερα το έφερε μαΐστρο και πάγωσαν όλα.
Μα πιότερο σε πάγωνε η ερημιά και η γύμνια. Έβλεπες μόνο δυο δέντρα αναιμικά και λίγα καλάμια στην όχθη του ποταμιού, που έσκουζαν τη μοναξιά τους, καθώς τα έδερνε ο βοριάς. Τίποτε άλλο. Ούτε άνθρωποι ούτε ζώα ούτε πουλιά. Η μονοτονία σου έσφιγγε την καρδιά και θυμόσουν άθελα την πατρίδα και νοσταλγούσες. Να ήσουν εκεί… Ν’ ανέβαινες στ’ αγνάντια… Να κοίταζες ολόγυρα και να χόρταινε το μάτι σχήματα, χρώματα, εναλλαγή… Παντού, πέρα ως πέρα, βουνά, βουνά, βουνά ψηλά και χαμηλά, περήφανα, άγρια, ντυμένα και γυμνά. Πλαγιές απότομες, πλαγιές ομαλές και οι ασημένιες ελιές, τα πράσινα αμπέλια, τα πεύκα και τα κυπαρίσσια να ροβολάνε στην κατηφόρα ως κάτω στις ακρογιαλιές. Να περνούσες μέσα από ελάτια, βελανιδιές ή καστανιές το καταμεσήμερο του Αλωνάρη και να γέμιζαν τα στήθια σου απ’ τη σιωπή και το μεγαλείο του δάσους… Να ήταν απόβραδο και ν’ άκουγες τα πουλιά να κελαηδούν στις φυλλωσιές· τις βρυσούλες, τις ανάβρες και τα ρεματάκια να σιγοκουβεντιάζουν με το λόγγο και τις φτέρες· τα κοπάδια στα διάσελα και τις πολιάνες να λαλούν τα κυπριά και τα κουδούνια· τους σκύλους να γαβγίζουν· τα τσομπανόσκυλα να στέκονται κατάκορφα στα τσουγκάρια και να σφυρίζουν… Να γύριζες στα λιοτόπια και τα περβόλια, να έτρεχες στους χερσότοπους και στα λιβάδια την άνοιξη, που μοσχοβολάει ο τόπος λεμονιά κι αγράμπελη, ρίγανη, αγριοτριαντάφυλλο… Να ξάπλωνες δίπλα στο τζάκι, να τριζοβολούν τα κούτσουρα στη γωνιά και η χειμωνιάτικη νύχτα να φέρνει από μακριά τη βοή της μπόρας και το μουγκρητό της κατεβασιάς, που τρέχει με ορμή στις γκούρες… Να στεκόσουν σε μια ακτή και να ήταν μπουνάτσα – λάδι. Να έβλεπες τα νησιά να κοιμούνται στα γαλανά νερά, τα πρωινά να χαμογελούν στα πρώτα χάδια του ήλιου, και τα δειλινά να χάνονται μες στη γαλάζια καταχνιά. Να περπατούσες σε μια αμμουδιά, να σ’ έδερνε το κύμα και να ένιωθες την αρμύρα του νερού, τη μυρωδιά απ’ τα φύκη…
Κι όπως είσαι μακριά στην ξενιτιά, ξεχνάς όλες τις ασχήμιες του τόπου σου, και ντύνεις με χίλιες μορφιές τους γκρεμούς και τις σάρες και τις κατάξερες ράχες… Ξεχνάς και τις παλιές πίκρες και μέσα σου φουντώνει η λαχτάρα του γυρισμού.
Έριξε μια ματιά στη σκυθρωπή φύση, έβγαλε το μολύβι αργά απ’ την τσέπη, πήρε το διαβήτη και το υποδεκάμετρο κι έσκυψε στο σχεδιάγραμμα. «Πέντε δρόμοι παράλληλοι… τόσο φάρδος… Εδώ το θέατρο… στη γωνιά το σχολειό… Ένα πάρκο στο κέντρο…». Κουβέντιασε κάμποσα λεπτά με τον εαυτό του κι ύστερα τον τράβηξε κάποια άλλη σκέψη, έγειρε το κεφάλι στην πάντα και, καρφώνοντας το βλέμμα στους χρωματιστούς πασσάλους, που είχαν μπήξει για σημάδια, βυθίστηκε σε συλλογή: «Μέσα σε λίγα χρόνια η στέπα θα είναι αγνώριστη… Θα ντυθεί… θα στολιστεί… θα γεμίσει ο τόπος παλμό, κίνηση, ζωή…». Πλημμύρισε η ψυχή του απ’ τη γλυκιά συγκίνηση, που φέρνει το προμήνυμα της καινούργιας γέννας και κοίταξε ασυναίσθητα κατά το βοριά, μακριά, πιο πέρα απ’ τη μεγάλη πόλη, κατακεί που δεν ξεχώριζες παρά μόνο ένα κομμάτι ορίζοντα πιο σκοτεινό απ’ τ’ άλλα. Εκεί ακριβώς… Πριν δέκα χρόνια σαν εδώ ήταν και κει. Και σήμερα έχει πάνω από 60 χιλιάδες ψυχές. «Πόσο γρήγορα γεννιούνται και πόσο γρήγορα μεγαλώνουν οι πολιτείες σε τούτον τον τόπο!!».
Τράβηξε απ’ το πανωφόρι την τελευταία εφημερίδα. Ήταν τον καιρό που είχε παρθεί η απόφαση για τα ξεχερσώματα, κι όλη η Σοβιετική ένωση βρισκόταν σε συναγερμό. Συγκεντρώσεις, συνελεύσεις… λόγοι, συζητήσεις… στα εργοστάσια, στους δρόμους… «Χιλιάδες νέοι και νέες, έγραφε πάνω – πάνω με μεγάλα γράμματα, απαντώντας στην έκκληση του κόμματος και της κυβέρνησης, ετοιμάζονται… Οι πρώτες αποστολές έφυγαν κιόλας…». Ξάπλωσε στο κρεβάτι, ντυμένος, και κάρφωσε τα μάτια στο νταβάνι. «Αν το σκεφτεί κανένας!…»
Αναδημοσίευση από Ατέχνως
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου