Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Γκιακ

Γράφει η ofisofi // atexnos

“Το Κανούν είναι ένα σώμα αρχαίων νόμων και κανόνων εθιμικού δικαίου, οι οποίοι διείπαν τη ζωή των αλβανικών κοινοτήτων μέχρι και τα νεότερα χρόνια… Κεντρικό ρόλο στο Κανούν κατέχει ο όρος γκιακ (αίμα), ο οποίος έχει νομική υπόσταση. Μεταξύ άλλων, χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την «εκδίκηση του αίματος» (βεντέτα), την υποχρέωση για «εκδίκηση του αίματος», όπως επίσης και το «αίμα ως όρο που δηλώνει την νομική υπόσταση του ατόμου στο πλαίσιο της οικογένειας και της φατρίας. Σε περίπτωση φόνου, ακόμη και εξ αμελείας, η οικογένεια του θύματος έχει το δικαίωμα – και υποχρεούται – να ζητήσει δικαίωση για το «αίμα» του μέλους της, χύνοντας το «αίμα» του θύτη ή κάποιου άλλου αρσενικού μέλους της οικογένειας του…»

Οκτώ αφηγήσεις ανδρών και μία Παραλογή συνθέτουν τη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου «Γκιακ». Οκτώ άνδρες αφηγούνται μπροστά σ’ έναν αόρατο ακροατή τις ιστορίες τους.  Κοινά στοιχεία η θητεία τους στον μικρασιατικό πόλεμο και η  εκδίκηση για κάτι που διέπραξαν στο παρελθόν ή κάποιοι άλλοι διέπραξαν εναντίον τους ή μελών της οικογένειάς τους.  Τιμωροί και τιμωρούμενοι μέσα στη γραμμή του αίματος, στο γκιακ.

Όλα τα διηγήματα αποτελούν δυνατές και συνταρακτικές ιστορίες απλών ανθρώπων. Πολύ πρωτότυπος ο τρόπος που ο συγγραφέας εμπλέκει τη συμμετοχή τους στο μικρασιατικό μέτωπο και τη δένει με τις πράξεις εκδίκησης και αντεκδίκησης για γεγονότα που συνέβησαν πριν, συγχρόνως και μετά  τον πόλεμο.. Δεν έχει κάτι ηρωικό η συμπεριφορά τους. Σκληροί και ευαίσθητοι  συγχρόνως, δεισιδαίμονες και προληπτικοί αδυνατούν πολλές φορές να συμβιβάσουν τα συναισθήματα με τις πράξεις τους καθώς αυτές ορίζονται από τη γραμμή του αίματος.  Οι ίδιοι ομολογούν πράξεις πολύ σκληρές, βίαιες  και εξευτελιστικές που οδήγησαν ακόμη και στο θάνατο. Και αυτή η συμπεριφορά ήταν μέρος της εκδίκησης και των άγραφων νόμων που ρύθμισαν τη ζωή τους.

Μου έκανε εντύπωση πώς ένας τόσο νεαρός στην ηλικία συγγραφέας αποδίδει τόσο ζωντανά, τόσο παραστατικά την προφορικότητα του λόγου με τους ιδιωματισμούς  της ντοπιολαλιάς και της αρβανίτικης γλώσσας.

Όλα τα διηγήματα συγκινούν βαθύτατα με την αμεσότητα και το σκληρό  ρεαλισμό τους. Νιώθεις έναν κόμπο στο λαιμό διαβάζοντάς τα. Το κάθε ένα έχει και το δικό του σπαραγμό. Ενδεικτικά αναφέρω το Ντο τ’ α πρες κοτσσίδετε (= θα σου κόψω τις κοτσίδες) με  τίτλο δανεισμένο από ένα δημοφιλές αρβανίτικο ερωτικό τραγούδι συνδέεται με το βιασμό μιας κοπέλας και τη σκληρή τιμωρία του θύτη. Το μεταφυσικό Ταραραρούρα γεμάτο φόβο και δεισιδαιμονίες. Ξεχωριστό το Γυάλινο μάτι  για την τολμηρότητα και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων ανάμεσα  σε δυο άντρες συμπολεμιστές αλλά όχι άμοιρη της εποχής τους  η τύχη των ηρώων. Εκείνα όμως που με άγγιξαν ιδιαίτερα  είναι η Παραλογή και ο Νόκερ.

Η Παραλογή ακολουθεί τους κανόνες της δημώδους αφηγηματικής ποίησης και είναι εκπληκτικής ομορφιάς  η σύνθεσή της. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είναι επινόηση του συγγραφέα ή αυθεντική παραλογή. Ένας διάλογος ανάμεσα στο Χάρο και μια νέα κοπέλα, η οποία τολμά να αναμετρηθεί μαζί του σε μια εμπνευσμένη  πολύστιχη αφήγηση.

«- Γιατί είμ’ ο Χάρος λυγερή , του σκιώματος ο ρήσος.
Έτσι με θέλει ο Θεός, έτσι μ’ ορίζει η πλάση
το θρήνο να’χω μουσική, το κλάμα για τραγούδι
και νυχτοπούλια θλιβερά να μου κρατούν τα ίσια.
Τα δάκτυλα απ’ τους γέροντες σκαλίζω για ζουρνάδες
και των παιδιών τα κόκαλα βίτσα για το νταούλι.
Κι αμ βρω και νιο καλόθρεφτο τον πιάνω και τον γδέρνω
το δέρμ’ απλώνω νταγιρέ, τα δόντια κάνω σείστρο.
Σε κάστρο μαύρο κάθομαι που’ χει για τοίχους πλάκες
και στα περβόλια ολόγυρα φυτρώνουν ασφοδέλια.
Σ’ αυτή τη γη είμαι βασιλιάς, σ’ αυτά τα μέρη ρήγας
μ’ αυτά γελώ και χαίρουμαι, μ’ αυτά γλεντοκοπάω,
γιατί αγάπη δε γρικώ , συμπόνια δεν κατέχω
παρά όπου βλέπω ομορφιές περνώ και τις μαραίνω.
– Δυο φορές με γέλασες, Τρίτη χαρά δε θα’ χεις.
Μ’ άκου καλά τι θα σου πω και τι θα παραγγείλω.
Της χήρας πιάνει η ευχή, μα γω’ μαι διπλοχήρα
κι ό,τι κι αν πω το σέβουνται κι ο Θιος και οι διαβόλοι.
Το δώρο αν δεν έλαβα, το δώρο αν δεν παίρνω
μήτε κι εσένα τούτη η γης νεκρούς να σε φιλέψει
μον’ ξυπνητούς κι απέθαντους στα σπλάχνα να τους κρύβει.
Κι όσους οι χήρες χάνουνε τόσους κι εσύ να χάνεις
κι όσους οι μάνες κι αδερφοί, τόσους κι ο Κάτω Κόσμος.
Ούτε του Χάροντα χαρά ούτε και των ανθρώπων.
Γιατί όταν ήσουν νηστικός τον άντρα μ’ εδωκά σου
κι όταν νεράκι πόθησες σε πότησα στις χούφτες.
Μα συ’ σαι σαν τη μαύρη οχιά, σαν το κακό το φίδι
στον κόρφο ξεμαργώνεις το κι ύστερα σε δαγκάνει»

Ο Νόκερ έχει μια άγρια ομορφιά, μια τραχύτητα οδυνηρή, μια φοβερή μορφή εκδίκησης. Οι μορφές των ηρώων ξεδιπλώνονται αργά και η μαστορική αφήγηση αποκαλύπτει τα μυστικά τους.

«Εγώ ήμανε άμαθος, μου λέει ο Αργύρης, δέκα χρόνια πόλιεμο, είχα ξεχάσει καλά καλά πώς μιλάνε με τον κόσμο. Κι έτσ’ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό και κάθισα και τους τα είπα όλα. Με το νι και με το σίγμα. Ώρα πολλή τους έλεγα, πού είχα πάει, τι είχα κάνει, πόσους είχα σκοτώσει, πως είναι αλλιώς με την ξιφολόγχη κι αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς ο λιαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού, πώς ουρλιάζανε οι Βουλγάρες και πώς οι Τουρκάλες, πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος, πώς ακόμα και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα και δουν μαχαίρι, ακόμα ακόμα και για τον Τούρκο τους είπα, που σαν τον σκότωσα έσκυψα και του’ φαγα τη μύτη, γιατί μ’ είχε βαρέσει με μπαμπεσιά, και για το κορίτσ’ που ΄χα χαλάσει μπροστά στον πατέρα τ’ προτού τους πυροβολήσω και τους δυο στο κεφάλι. Όλα τους τα’ πα, κι άμα άφησα τίποτες απ’έξω ήταν που μπορεί να το λησμόνησα. Κι εκεί που όλοι τους πριν γελάγανε και πίνανε, ήρθαν και τους μαραθήκανε όλα. Όχι σα σε κηδεία. Σαν τη μάνα που βλέπει το παιδί της να το πατάει το κάρο μπρος στα μάτια της, έτσ’ ήταν όλοι τους. Η μάνα μ’ αρχίνησε κι έκλαιε. Δίπλα μ’. Στην πιατέλα άπλωνα το χέρι να πιάσω το κρέας κι ακούμπαγε ο αγκώνας μ’ στον ώμο της, τόσο κοντά μ’ καθότανε. Πάγωσα κι εγώ. Θύμωσα πιο πολύ. Αυτοί με ρωτήξανε, δικό μ’ ήταν το φταίξιμο; Σκώνομαι απάν’ και λέω θα βγω έξω να κάνω ένα τσιγάρο κι εκεί που είμαι στην τρακάδα και καπνίζω και κοιτάω να ξεφουσκώσω τη μάνητα που μ’ έπιανε απ’ το λιαιμό, έρχετ’ ο πατέρα μ’ από κοντά κι ουδέ να μ’ ακουμπήσει, μόνο στέκει στο ένα μέτρο και μου λέει, Αργύρη, πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’; Τότες σα να μ’ ακούμπησε ο Άγιος στον ώμο έγινε μέσα μου μ’ μπουνάτσα και γυρνάω και του λέω, γι’ αυτό είναι το αίμα , πατέρα. Για να χύνεται. Σύρε μέσα τώρα κι άσε με να καπνίσω στην ησυχία μ’.»

Το βιβλίο είναι ήδη στην έκτη έκδοση. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε το 1983 στη Μαλεσίνα της Λοκρίδας. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Η Αδελφότητα του Πυριτίου (Αρμός, 1998) και ο Τέταρτος Ιππότης (Κέδρος 2001)  και τη συλλογή διηγημάτων ΜεταΠοίηση (Κέδρος, 2012) που ήταν υποψήφια για το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας στη κατηγορία Διήγημα – Νουβέλα. Είναι υποψήφιος διδάκτορας  Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Δημοσθένης Παπαμάρκος, Γκιακ. Διηγήματα. Αντίποδες 2015, 6η έκδοση




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου