Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Η ιδιόχειρη συνέντευξη του Νίκου Μπελογιάννη

«…οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδας.»

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Στο διάστημα 30 Μάρτη – 2 Απρίλη 1975   ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε  σε συνέχειες τρία αφιερώματα στη δίκη και τις εκτελέσεις του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Τα κείμενα φέρουν την υπογραφή του δημοσιογράφου Σπύρου Δενδρινού. Από αυτά  παρουσιάζουμε το τρίτο κείμενό του (2 Απρίλη 1975) στο οποίο ο δημοσιογράφος αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο πήρε την ιδιόχειρη  συνέντευξη  του Νίκου  Μπελογιάννη  και τις αντιδράσεις του αμερικανού πρέσβη Πιουριφόι και της κυβέρνησης Πλαστήρα.

Ο Σπύρος Δενδρινός ήταν δημοσιογράφος της εφημερίδας «Προοδευτική Αλλαγή» και ήταν ο μοναδικός που κατόρθωσε να εξασφαλίσει αυτή τη συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του στις 9 Μάρτη 1952, αναδημοσιεύτηκε  σχεδόν σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου και αναμεταδόθηκε από όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Θέλησα, από επαγγελματική παρόρμηση και καθαρώς από δημοσιογραφική περιέργεια, νάχα μια συνέντευξη με το Μπελογιάννη. Να τούδινα την ευκαιρία και τις στήλες μιας εφημερίδας, να μιλήσει ο ίδιος. Αυτό ήταν και σκέψη όλων των συναδέλφων, δικών μας και ξένων. Το θέμα ήταν στην κορυφή του ενδιαφέροντος και μια ιδιόχειρη και ενυπόγραφη συνέντευξή του θάκανε πάταγο. Θάταν για μας, τους δημοσιογράφους, μια μεγάλη επιτυχία.

Καταλάβαινα όμως πως δεν ήταν κι’ από τα εύκολα. Πώς να πλησιάσεις έναν κατηγορούμενο με τόσο βαριά κατηγορία, που τον φύλαγαν τριπλές σειρές χωροφυλάκων και ο Επίτροπος είχε ζητήσει την εσχάτη των ποινών; Πώς να τον πλησιάσεις μέσα στην αίθουσα του Στρατοδικείου; Έβλεπα πως ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση.

Η ιδέα όμως αυτή, δεν ξεκολλούσε απ’ το μυαλό μου: Αποτραβήχτηκα από την αίθουσα του Στρατοδικείου, βγήκα έξω, τράβηξα στην εφημερίδα μου να ξεκουραστώ λίγο, να πάρω μια αναπνοή και να σκεφτώ. Μπαίνοντας στα γραφεία της « Προοδευτικής Αλλαγής», στο διάδρομο συναντιέμαι τυχαία, με τον ιδιοχτήτη και Διευθυντή της «Αλλαγής», δικηγόρο και πανεπιστημιακό καθηγητή ήδη, κ. Νίκο Παπαπολίτη. Χαιρετιστήκαμε.

– Σε θέλω, μου λέει, και μπήκαμε στο γραφείο του.

Στο γραφείο του ήταν κι’ ο αδερφός του, ο μακαρίτης Σάββας Παπαπολίτης, υπουργός τότε Εμπορίου, ο μετέπειτα αρχηγός της ΕΠΕΚ. Με κυττούσαν κι’ οι δυό κατάματα, χωρίς να βγάζουν άχνα. Σε μια στιγμή, σηκώνεται απότομα ο Νίκος Παπαπολίτης. Και μου λέει επί λέξει:

– Δενδρινέ, σε ξέρω ότι είσαι ικανότατος δημοσιογράφος! Δεν θ’ αξίζεις τίποτα όμως, αν δεν καταφέρεις να πάρεις μια συνέντευξη, ιδιόγραφη όμως, του Μπελογιάννη!

Αυτό ήταν!

– Κύριε Διευθυντά, του λέω, αυτό με βασανίζει και μένα!…Και όλους τους συναδέλφους…Πώς όμως;…

– Εδώ σε θέλω, μου λέει…

Από τη στιγμή εκείνη, το θέμα αυτό, μου έγινε έμμονη ιδέα!.Έκανα χίλιες – δυο σκέψεις. Βέβαια δεν σκέφθηκα καν ν’ αποτανθώ στις αρμόδιες αρχές. Και από επαγγελματική πείρα και εξ αντικειμένου, έβλεπα πως θ’ απογοητευόμουν…Εδώ, τι δεν έκαναν και τι προσπάθειες κατέβαλλαν, οι ξένοι συνάδελφοι και πόσες πόρτες δεν χτύπησαν γι’ αυτό το θέμα. Γι’ αυτό, κατέληξα σε μια άλλη απόφαση. Η μόνη που απόμενε. Να βάλω σε κίνηση τον… «παράνομο μηχανισμό», που χρησιμοποιεί ένας έμπειρος δημοσιογράφος, για να πετύχει το σκοπό του!

Άρχισα, λοιπόν, τη μεγάλη προσπάθεια. Έκανα τις παρατηρήσεις μου και διαπίστωσα πως μόνο στην τουαλέττα, θα μπορούσα να διακινδυνεύσω την …απόπειρα. Στην τουαλέττα, κατά τα διαλείμματα της δίκης, οδηγούντο ένας – ένας οι δικαζόμενοι με συνοδεία τριών χωροφυλάκων. Χωρίς χειροπέδες. Έκανα την «αυτοψία» μου! Ήταν τέσσερις( τουαλέττες) συνεχόμενες, που ο διαχωριστικός τους τοίχος, μεταξύ τους, ήταν το πολύ ενάμισυ μπόι. Δεν έφτανε, μέχρι επάνω στο ταβάνι. Κι’ έτσι αν ήσουν στη διπλανή , μπορούσες και να μιλήσεις και να δόσεις και κάτι. Κι’ άρχισα σε κάθε διάλειμμα, να …κλείνουμαι σε μια από τις τέσσερις…περιμένοντας μη φανεί ο Μπελογιάννης. Κάθε φορά άλλαζα τουαλέττα. Ήρθε μερικές φορές, αλλά δεν συνέπιπτε να μπει στις διπλανές, εκείνης που βρισκόμουν εγώ! Τη δεύτερη όμως μέρα, το απόγευμα, στάθηκα τυχερός.

Την είχα «στημένη» στη δεύτερη τουαλέττα κι’ ο Μπελογιάννης μπήκε στην πρώτη. Απ’ τους τρεις συνοδούς χωροφύλακες, οι δύο φρουρούσαν την είσοδο κι’ ο ένας μέσα, λίγο πέρα απ’ την πόρτα. Όλος ο χώρος φωτιζόταν με ένα, όλο κι’ όλο λαμπιόνι, που μόλις έβλεπες να περπατήσεις. Ανέβηκα αμέσως στις άκρες της « λεκάνης» και βεβαιώθηκα πως πραγματικά ήταν ο Μπελογιάννης. Δεν χάνω καιρό. Λέω: ή του ύψους ή του βάθους!

Μόλις ανέβηκα στη λεκάνη του αποχωρητηρίου, βλέπω στη διπλανή καμπίνα, πραγματικά τον Μπελογιάννη. Φαινότανε μόνο η μορφή του.

– Θέλω μια συνέντευξή σου Μπελογιάννη, του λέω γρήγορα – γρήγορα, με ψιθυριστά λόγια.

Ανασήκωσε το κεφάλι του, λίγο ξαφνιασμένος, μούρριξε μια γρήγορη ερευνητική ματιά, σαν νάθελε να κάνει «αναγνώριση» και στο κλάσμα του δευτερολέπτου «συνέλαβε» τη δημοσιογραφική μου προσπάθεια…

Ψημένος αυτός κομμουνιστής, που η παρανομία τόσα χρόνια, είχε ακονίσει το μυαλό του, που ήξερε όλους τους κανόνες του συνωμοτισμού, που κάτεχε όλη τη σοφία της παρανομίας, «μπήκε» αμέσως.

Περιμένοντας την απάντησή του κρεμασμένος στη λεκάνη, ένοιωσα ίλιγγο, σαν νάβλεπα μπροστά μου άβυσσο! Αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα της αγωνίας, μ’ έκαναν να ιδρώσω. Αμέσως όμως ακούω τη φωνή του, σαν άχνα:

– Για ποιαν εφημερίδα;

– Για την «Αλλαγή» του λέω.

– Αν μου υποσχεθείς, πως θα τη βάλεις όπως θα στη δώσω, ναι.

– Έχεις το λόγο μου, του απάντησα, χαμηλώνοντας ακόμα τη φωνή μου…

Στο μεταξύ ο χωροφύλακας, αυτός που ήτανε λίγο πιο πέρα από την πόρτα του αποχωρητηρίου, χαμπάρι δεν είχε πάρει.

– Και πώς θα μου τη δόσεις; τον ρώτησα.

– Με τον ίδιο τρόπο, μου απάντησε.

Αμέσως ο Μπελογιάννης βγήκε.

Σε ένα – δυο λεπτά βγήκα κι’ εγώ.

Η πρώτη φάση είχε σημειώσει απόλυτη επιτυχία. Έμεινε η δεύτερη και τελευταία. Ίσως η δυσκολότερη.

Όλη τη νύχτα συλλογιζόμουνα πώς θα τα καταφέρω τελικά…Θα την πάρω; Θα πάνε όλα καλά ως το τέλος; Ένα σωρό σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου. Βέβαια η πρώτη επιτυχία, μούχε δώσει θάρρος. Τι τα θέλεις όμως; Όλο και φοβόμουν πως κάπου θα σκοντάψω. Με την επανάληψη της δίκης, του άλλαζαν τη θέση. Ποτέ δεν τον άφηναν στην ίδια. Τη φορά αυτή τον είχα πιο μπροστά μου, πιο κοντά στα δημοσιογραφικά τραπέζια. Πολλές φορές άφηνα το γράψιμο των πρακτικών και τον κυττούσα. Ήθελα να με δει. Να βεβαιωθεί ότι ήμουν ένας από τους δημοσιογράφους, αν τούμενε καμιά αμφιβολία…Τον κυττούσα επίμονα και με σημασία. Σε κάποια στιγμή τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Ήμουν βέβαιος πως με κατάλαβε!

Από την επομένη, αρχίζει το δράμα μου. Μέχρι τις δύο το απομεσήμερο, το Στρατοδικείο έκανε δυο διαλείμματα. Δεν ήταν όμως σε τακτές ώρες. Ήμουν υποχρεωμένος να βγαίνω έξω κάθε τόσο…Την «έστηνα» απέναντι από τα ουρητήρια. Ο διάδρομος του Αρσακείου όπου περίμενα τη μεγάλη στιγμή, ήταν πάντα φίσκα από κόσμο, από δικηγόρους, διαδίκους, που όλοι τους τρέχανε για τις υποθέσεις τους, από γραφείο σε γραφείο, σαν αλαφιασμένες κόττες…Την είχα «στημένη», σαν τον κυνηγό στο καρτέρι…Μια τέτια αναμονή σου σπάει τα νεύρα. Η αναμονή είναι ευχάριστη, όταν ξέρεις ότι δεν περιμένεις άδικα. Μερικοί περαστικοί, με κυττούσαν, ολότελα τυχαία. Μα η …ένοχη φαντασία μου, μ’ έκανε να νομίζω, πως με αγριοκύτταζαν, σαν κάτι νάχαν υποψιαστεί. Έφερνα, διαρκώς ένα γύρω, βόλτες και το βλέμμα μου, δεν ξεκολλούσε απ’ τις τουαλέττες. Όπου σε μια στιγμή, βλέπω τους χωροφύλακες να παραμερίζουν τον κόσμο, για να περάσουν μαζί με τον Μπελογιάννη, με τις χειροπέδες. Σ’ όλους τους τις φορούσαν και τους  τις έβγαζαν, έξω από την πόρτα της τουαλέττας. Αμέσως ανασκουμπώθηκα, κι’ έφτασα πρώτος. Μπήκα στο δεύτερο. Δηλαδή το μεσαίο. Το πρώτο ήταν κατειλημμένο. Στο τρίτο, μπήκε σε λίγο ο Μπελογιάννης.

Μόλις άκουσα την πόρτα του να κλείνει, χωρίς να χάσω καιρό, του λέω αχνά.

– Εδώ είμαι.

Δεν πρόλαβα σχεδόν να τελειώσω τη λέξη μου, και βλέπω ένα χιλιοτυλιγμένο χαρτάκι, ίσαμε ένα μεγάλο κουκί, να αιωρείται και να πέφτει στην καμπίνα μου. Έσκυψα αμέσως, το πήρα και τόκρυψα στην τσέπη μου.

Μόλις ο Μπελογιάννης βγήκε, σε λίγο βγήκα κι’ εγώ. Είχα το χέρι μου, στην τσέπη μου και το κρατούσα σφιχτά λες κι’ είχα κάποιο πολύτιμο ακριβό πετράδι. Η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά. Έφυγα με αργά βήματα, παριστάνοντας τον αδιάφορο, μήπως και με υποψιαστεί κανένας… Βγήκα από την πόρτα της οδού Αρσάκη, πήρα ένα ταξί και τράβηξα κατ’ ευθείαν στο σπίτι μου. Δεν είχα εμπιστοσύνη να πάω πουθενά αλλού…Ώσπου να φτάσω, μου φάνηκε αιώνας…Όλη τη διαδρομή, το πολύτιμο χαρτάκι το κρατούσα σφιγμένο στο χέρι μου λες και κάποιος θα μου τόπαιρνε. Μόλις μπήκα μέσα, το άνοιξα, το ξεδίπλωσα σιγά – σιγά και με πολλή προσοχή. Μα οι δίπλες του ήταν ατελείωτες! Όταν το ξεδίπλωσα όλο, άρχισα με συγκίνηση να το διαβάζω. Γιατί εκείνη τη στιγμή ένοιωθα πως είχα κάνει μια μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία!

Παραθέτω εδώ τη συνέντευξή του:
«Οι οργανωταί αυτής της δίκης, ντόπιοι και ξένοι, κατέβαλλαν πρωτοφανείς προσπάθειες για να κατασυκοφαντήσουν τον αγώνα του ΚΚΕ, χωρίς να διστάσουν ούτε μπροστά στη διαστρέβλωση γνωστών κειμένων.

Απέναντι σ’ αυτές τις προσπάθειες εμείς βρεθήκαμε τελείως ανυπεράσπιστοι, γιατί μέσα στα απομονωτήρια της Ασφάλειας δεν μας δόθηκε καθόλου ο χρόνος και η δυνατότητα να μελετήσουμε και να συγκεντρώσουμε τα απαραίτητα για την υπεράσπισή μας στοιχεία.

Έτσι υποχρεωθήκαμε να παλαίψουμε κάτω από απαράδεχτα άνισους όρους. Αλλά παρ’ όλα αυτά αποδείχτηκε ότι το ΚΚΕ είναι κόμμα πατριωτικό με τίτλους εθνικούς, που κανένα άλλο κόμμα δεν έχει παρουσιάσει. Γιατί στο βωμό της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της Ελλάδος έχει προσφέρει φοβερές εκατόμβες.

Και αν δεν υπήρχαν σήμερα οι έμποροι και οι κάπηλοι του μίσους, η συμβολή του ΚΚΕ στην ειρήνευση του τόπου θα είχε εκτιμηθεί όχι μόνον από τους φίλους, αλλά και από τους τίμιους και καλόπιστους αντιπάλους μας.

Γι’ αυτό οι σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος δεν δολοφονούν εμάς. Δολοφονούν την ειρήνευση και την τιμή της Ελλάδας.

29.2.52

           ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ»

Τη διάβασα και τη ξαναδιάβασα. Φοβόμουν μήπως είχε τίποτα, που δεν θα μπορούσε να μπει. Γιατί αν επρόκειτο να «δουλέψει ψαλίδι», όπως λέμε στη δημοσιογραφική γλώσσα, δεν θα την έβαζα καθόλου. Τούχα δώσει το λόγο μου, πως θα μπει όπως θα την έγραφε: «Επί λέξει»!

Τώρα, γεμάτος χαρά για την επιτυχία μου, τράβηξα για την εφημερίδα μου. Σκεφτόμουν τη χαρά του διευθυντού μου, του κ. Παπαπολίτη, μόλις θα του την έδινα!

Στο δρόμο σκεφτόμουν, τι περίφημα θάταν αν είχα και μια φωτογραφία του Μπελογιάννη. Όχι μόνον του φυσικά. Κι’ εγώ δίπλα του την ώρα που μούγραφε τη συνέντευξη! Βέβαια, την παρατράβηξα τη φιλοδοξία μου…Θάταν δυνατό να εμφανίσεις το Μπελογιάννη, εκείνες τις στιγμές, να δίνει συνέντευξη με τέτιο πανηγυρικό τρόπο; Κι όμως, η σκέψη μου αυτή είχε τόσο κυριαρχήσει μέσα μου, που δεν μπορούσα να την εγκαταλείψω. Ο νους μου πήγε στην …παρανομία. Ναι, αλλά ήταν κάτι που δεν γινόταν! Σκέφθηκα αμέσως, πως θα μπορούσα να φτιάξω ένα τρυκ! Ένα τρυκ όμως, που να φαινόταν αληθινό, φυσικό. Έτσι, που αν δεν στόλεγαν πως ήταν τρυκ, να μη μπορείς να το αντιληφτείς. Ο νους μου αμέσως πήγε στο βετεράνο του φωτορεπορτάζ. Στο Μήτσο το Φωτεινόπουλο. Ήτανε, και ακόμα είναι, ο πρύτανις του φωτορεπορτάζ. Ήταν ο μόνιμος συνεργάτης μου στο ρεπορτάζ πολλά χρόνια. Από τους ικανότερους και δραστηριότερους. Μ’ είχε βγάλει ασπροπρόσωπο στις πιο δύσκολες αποστολές, στα πιο μεγάλα ρεπορτάζ. Τραβάω λοιπόν στο γραφείο του Φωτεινόπουλου. Στη στοά της «Πρωΐας», όπου βρίσκεται ακόμη και σήμερα.

– Το και το, του λέω, Μήτσο!

– Γίνεται, μου λέει, αρκεί νάχω μια φωτογραφία σου, που να μου διευκολύνει το τρυκ.

Κατεβάζει αμέσως κάτι φακέλλους, με πολλές φωτογραφίες. Τις ψάχνει και σε μια στιγμή σταματάει χαμογελαστός σε μία.

– Αυτή, μου λέει, είναι ό,τι μας χρειάζεται!

Ο Μήτσος διατηρούσε φάκελλο με δικές μου φωτογραφίες απ’ τα αναρίθμητα ρεπορτάζ, στα οποία αυτός ήταν ο σημαντικότερος συντελεστής της κάθε επιτυχίας μου.

– Αυτή είναι, μου λέει, περίφημη.

Πράγματι, ήταν περίφημη. Ήταν μια φωτογραφία, την ώρα που έπαιρνα συνέντευξη – δεν βάζει ο νους σας ποιανής – της Τασούλας Πετρακογιώργη, στην Κρήτη…Της Τασούλας, πούχε λίγο πριν συνταράξει το Πανελλήνιο τότε η απαγωγή της απ’ τον Κώστα Κεφαλογιάννη! Την έκοψε, πήρε και μια πρόσφατη φωτογραφία του Μπελογιάννη από τη δίκη, που φαινόταν στο εδώλιο, την ώρα που κάτι σημείωνε, τις ταίριαξε κι’ έκανε ένα αριστουργηματικό « μοντάζ»!…Την τύπωσε και σε λίγο μου παρουσιάζει ένα τέλειο φωτογραφικό τρυκ, όπως άλλωστε βλέπετε. Πού να φανταζόμουν πως η φωτογραφία αυτή και η συνέντευξη του Μπελογιάννη, κυρίως όμως η φωτογραφία αυτή, θα ξεσήκωνε την επομένη τόσο θόρυβο!

Τόσο χαλασμό κόσμου!

Αναστατώθηκε ο Αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόι, ο ατλαντικός αρχιστράτηγος Αϊζενχάουερ, που εκείνες τις μέρες βρισκόταν στην Αθήνα, μαζί με τον αρχηγό της Νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, τον Αμερικανό ναύαρχο Κάρνεϋ, η κυβέρνηση ολόκληρη, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας, ο αντιπρόεδρος Σοφοκλής Βενιζέλος, όλες οι αρχές, η Ασφάλεια, το Στρατο δικείο…Άσε οι ξένοι δημοσιογράφοι, που χάλασαν, στην κυριολεξία, κι’ αυτοί τον κόσμο και οι συνάδελφοί μου! Με το δίκιο τους. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!

Το τι επακολούθησε, απ’ τα χαράματα, μόλις κυκλοφόρησε η εφημερίδα, με τη συνέντευξη και τη φωτογραφία, δε λέγεται!…

Θα σας δώσω μια πιστή περιγραφή των όσων διαδραματίστηκαν τότε, που μούβγαλαν «ξυνή» τη χαρά μου, από την επιτυχία μου αυτή.

Η συνέντευξη με τη φωτογραφία δημοσιεύτηκε την ίδια Κυριακή, 9 του Μάρτη, του 1952, στην «Αλλαγή». Η εφημερίδα έγινε ανάρπαστη! Δεν προλάβαινε να τυπώνει φύλλα. Το βράδυ, στις 10, πουλιότανε στα περίπτερα της Ομονοίας σε δεκαπλάσια τιμή από την κανονική. Δεν υπήρχε, πλέον, στα περίπτερα ούτε μία για δείγμα!

Ο Αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόι, στις 9 το πρωί, ζήτησε να επικοινωνήσει στο τηλέφωνο με τον πρωθυπουργό. Ο πρωθυπουργός Πλαστήρας, που δεν είχε διαβάσει ακόμα τις πρωινές εφημερίδες, αιφνιδιάστηκε κυριολεκτικά, μόλις άκουσε την οργισμένη φωνή του Πιουριφόι να διαμαρτύρεται μ’ ένα τρόπο ανεπίτρεπτο προς ένα, αν μη τι άλλο, ηλικιωμένο άνθρωπο, που τον ξύπνησε πρωί – πρωί, τον πρωθυπουργό της χώρας!

Ο Πλαστήρας τον διαβεβαίωσε πως δεν είχε ιδέα του πράγματος! Άλλωστε, του είπε, δεν έχω διαβάσει ακόμα πρωινά φύλλα…

Τον ησύχασε πως, μόλις κατατοπισθεί, θα τον ενημέρωνε για τις απόψεις της Κυβέρνησης!

Ο Πλαστήρας, αφού διάβασε τη συνέντευξη κι’ είδε και τη φωτογραφία, κατατοπίστηκε από τον κ. Παπαπολίτη, τον διευθυντή κι’ ιδιοκτήτη της εφημερίδας, που καθησύχασε τον πρωθυπουργό, πως δεν έχει γίνει τίποτε, που να δικαιολογεί την οργή και την παρέμβαση του κ. πρεσβευτή(!!!).

Και αμέσως ο Πλαστήρας επήρε στο τηλέφωνο τον Πιουριφόι στον οποίο εξήγησε ότι δεν βλέπει να υπάρχει θέμα. Ο Πιουριφόι, που ήταν άριστα κατατοπισμένος από τις υπηρεσίες του περί του ατόμου μου, αξίωσε να απολυθώ αμέσως από το υπουργείο Εξωτερικών ( το Γραφείο Τύπου), στο οποίο ήμουν τότε επί συμβάσει υπάλληλος.

Πρωί – πρωί την επομένη, ημέρα Δευτέρα, καταφθάνει στο σπίτι μου ένας κλητήρας του υπουργείου Εξωτερικών και μου επέδωσε την απόλυσή μου από τη θέση μου, την οποία υπόγραφε ο υπουργός Ανδρέας Ιωσήφ. ( Η Διεύθυνση Τύπου υπαγόταν στο υπουργείο Εξωτερικών , τότε, μετά την κατάργηση του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού). Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, χωρίς να το κατορθώσω.

Στο μεταξύ, επήγα στον πρωθυπουργό Πλαστήρα, που με ειδοποίησαν πως με ζητούσε επειγόντως.

– Τι μπελά μου άναψες, βρε παιδί μου, μου λέγει μόλις με αντίκρυσε!

– Κύριε Πρόεδρε, με συγχωρείτε, του λέω, αλλά δεν βλέπω γιατί σας άναψα μπελά!

ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ: Μα δεν τους ξέρεις, μου λέει εκνευρισμένος, αυτούς! Αφορμή ζητάνε να μας δημιουργούν ζητήματα!

– Μα για ποιο λόγο, κ. Πρόεδρε; τον ξαναρωτάω με υψωμένη κι εγώ τη φωνή μου. Γιατί πραγματικά δεν έβλεπα πού υπήρχε το θέμα, που να δικαιολογεί την οργή και την αγανάκτηση του Πιουριφόι.

– Να, έτσι! μου απαντά με οργή, ενώ πραγματικά έτρεμε σύγκορμος. Δεν μπορούν , συνέχισε, να καταλάβουν ( οι Αμερικάνοι) πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση να δίνει άδεια σ’ένα δημοσιογράφο, να παίρνει συνέντευξη και να φωτογραφίζεται μ’ ένα «κατάσκοπο»(!).

– Μα αυτά που λέει στη συνέντευξή του ο Μπελογιάννης, δεν είπε περίπου τα ίδια στην απολογία του κ. Πρόεδρε;

– Άλλο η απολογία, μου απαντά και άλλο μία πανηγυρική συνέντευξη. Και μάλιστα, μου προσθέτει, σε μία εφημερίδα που μετέχει, σχεδόν, στην κυβέρνηση!

Όπως κατάλαβα, ο Πλαστήρας είχε την εντύπωση πως με τις «πλάτες» του αδελφού του διευθυντού μου, του Σάββα Παπαπολίτη, που ήταν τότε υπουργός Εμπορίου , θα πήρα τη συνέντευξη.

– Μα δεν μούδοσε η κυβέρνηση καμμιά άδεια, κ. Πρόεδρε!

Του εξήγησα πώς την πήρα τη συνέντευξη, του εξήγησα πως ήταν μια ολότελα δική μου, επαγγελματική υπόθεση, χωρίς η κυβέρνηση να έχει καμμιά ανάμιξη. Ακόμα του εξήγησα πως η φωτογραφία ήταν τρυκ.

– Μα δεν είναι δυνατόν, μου λέει, απορώντας, η φωτογραφία αυτή να είναι τρυκ!

– Μάλιστα κ.Πρόεδρε, είναι τρυκ! Είναι δυνατόν να έπαιρνα αυτή τη φωτογραφία μέσα στην αίθουσα του στρατοδικείου; Και συνέχισα: Αυτοί, στην πατρίδα τους επιτρέπουν σε κοινούς εγκληματίες και σε θηριώδεις γκάγκστερς, να δίνουν συνεντεύξεις και να ποζάρουν σαν ήρωες, σ’ όλες τις εφημερίδες τους!

– Άσε, μου λέει, τι κάνουν αυτοί στην πατρίδα τους! Εδώ είναι άλλο θέμα. Είναι σκοπιμότητες…Δεν μπορείτε να το καταλάβετε; Εδώ αγωνίζομαι να σώσω τα κεφάλια τους (εννοούσε τα κεφάλια του Μπελογιάννη και του άλλου), να μην έχουμε άλλα αίματα!…Δεν αντέχει άλλο ο τόπος. Μη μου δημιουργείτε, λοιπόν, ζητήματα.

– Μα κ. Πρόεδρε…Με συγχωρείτε, του λέω. Η συνέντευξη αυτή δεν λέει τίποτα που να πειράζει τους Αμερικανούς…Αντίθετα, τους βοηθάει στην πολιτική τους. Δεν λέει πως η Ελλάδα πρέπει να γίνει αληθινή δημοκρατία. Αφού , επιτρέπει σ’ ένα ίσως μελλοθάνατο να φωτογραφίζεται και να δίνει συνεντεύξεις, αυτό δεν θα πει πως είμαστε χώρα δημοκρατική;

– Άντε, πήγαινε, μου λέει κουρασμένος πια, βρέστον τον Πιουριφόι να του ανοίξεις το κεφάλι, να του τα βάλεις μέσα!

Πραγματικά, επήγα στην πρεσβεία. Έδωσα την κάρτα μου στο διευθυντή του Γραφείου Τύπου. Μετά από δεκάλεπτη αναμονή, ένας ξερακιανός Αμερικανός, που ήταν ο δεύτερος Γραμματέας της πρεσβείας, με πλησίασε και μ’ ένα στυγνό και αυστηρό ύφος, με έβαλε στο γραφείο του κ. πρεσβευτή. Από το ύφος του κατάλαβα πως ήθελε να με δει. Λες και με περίμενε.

Ο Διευθυντής Τύπου ήξερε σχεδόν θαυμάσια ελληνικά και του μετέφραζε τα λόγια μου, ενώ όρθιος στεκόταν ο γραμματέας και ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου.

Αμέσως μου πρόσφερε τσιγάρο. Ένα « Πόλμαν». Ο ίδιος δεν κάπνισε. Ο γραμματέας έσπευσε να μου το ανάψει.

– Πώς έγινε αυτό; με ρωτάει αμέσως μετά.

– Ποιο; τον ρώτησα.

– Μπελογιάννης, μου λέει…

– Δεν καταλαβαίνω, του λέω, γιατί αυτός ο θόρυβος…Εγώ είμαι επαγγελματίας δημοσιογράφος κι έκανα τη δουλιά μου, όπως την έβλεπα, από τη δική μου σκοπιά, τη σκοπιά της επικαιρότητας. Έπειτα η φωτογραφία…

Δεν με άφησε να τελειώσω τη φράση μου και με ρώτησε κοφτά:

– Δεν σας βοήθησε σ’ αυτό η κυβέρνηση;

– Καθόλου, του απάντησα. Έκανα, όπως θάκαναν οι δημοσιογράφοι στη χώρα σας…

– Γιες!…μου απαντάει, ενώ έξυνε το κεφάλι του, με συλλογή…

Εκείνη τη στιγμή τον ειδοποίησαν, πως σε λίγο έρχεται στην πρεσβεία ο ατλαντικός αρχιστράτηγος. Έκοψε απότομα την κουβέντα, με παράτησε, μου λέει καλά, ευχαριστώ.

Έφυγα, με την πεποίθηση πως η υπόθεση θάπαιρνε τέλος.

Την επομένη το πρωί , πήγα στον Πλαστήρα να τον ενημερώσω.

Είδα στο σπίτι του πολύ κόσμο να πηγαινοέρχεται και τους υπουργούς του να καταφθάνουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον…Επίσης και γιατρούς. Ο Πλαστήρας αρρώστησε βαριά. Κατά το επίσημο ανακοινωθέν που εκδόθηκε αργότερα, είχε προσβληθεί « από ημιπληγία του αριστερού ημιμορίου του σώματος, με επέκταση των ημιπληγικών φαινομένων μέχρι των κάτω άκρων…»

Και οι γιατροί συνέστησαν πλήρη αποχή από τα προεδρικά του καθήκοντα, επί τρίμηνο. Από κείνη την ώρα, ο Βενιζέλος θα τον αναπληρούσε στα προεδρικά του καθήκοντα…

Η αρρώστεια του ήταν ίσως μοιραία. Αν ο Πλαστήρας δεν «αχρηστευόταν» εκείνες τις μέρες, πιθανόν δεν θα γινόταν η εκτέλεση, αν και οι Αμερικανοί επέμεναν. Η αρρώστεια του έγινε αφορμή να σταματήσει και το θέμα της συνέντευξής μου από την πλευρά του Πιουριφόι…

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου