Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Μεσολόγγι: εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο


Επιμέλεια: ofisofi // atexnos

Ο συγγραφέας Δημήτρης Φωτιάδης «δεν είναι ιστορικός, με την αυστηρή επιστημονική έννοια του όρου, ούτε πρωτότυπος ερευνητής. Υπηρετεί ένα μεικτό, αλλά καθ’ όλα νόμιμο είδος, ανάμεσα στην ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία, με έκτυπα τα εκλαϊκευτικά χαρακτηριστικά και τον έντονο πολιτικό προβληματισμό. Από τις «τεχνικές» της ιστοριογραφίας, κρατά την επιστημονική οργάνωση των έργων του, με την παράθεση πλούσιας βιβλιογραφίας (εκδομένης πάντως και όχι προερχόμενης από ανέκδοτες πηγές), τις υποσημειώσεις, το γλωσσάρι, τα παροράματα. Δεν αυθαιρετεί, όσον αφορά την έκθεση των γεγονότων, αλλά ο λόγος του είναι πάντα τεκμηριωμένος, με βάση τις παρατιθέμενες πηγές. Από τη λογοτεχνία, κρατά τον πλούσιο αφηγηματικό λόγο και τη δομή του μυθιστορήματος. Το προσωπικό του γλωσσικό ιδίωμα ακροβατεί, με ενδιαφέροντα αισθητικά αποτελέσματα, ανάμεσα στη λαϊκή, αλλά καλλιεργημένη γλώσσα των προοδευτικών λογίων της εποχής του, εμπλουτισμένη κάποτε με στοιχεία ντοπιολαλιάς και στις μακρινές απηχήσεις της ευρωπαϊκής (κυρίως γαλλόφωνης) παιδείας του πεπαιδευμένου Σμυρνιού. ..»[1]

Αγωνιστής με ενεργή δράση στην Αντίσταση, διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες για την κομμουνιστική του ιδεολογία άφησε ένα πολύ σημαντικό έργο για την Επανάσταση του 1821.


εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο. Ξυλογραφία Βάσως Κατράκη

«Αποφάσισα να ασχοληθώ όταν διαπίστωσα πως ήμουν απληροφόρητος. Οι μεγάλοι απομνηματογράφοι του ’21, ο Μακρυγιάννης, ο Φωτάκος, ο Κολοκοτρώνης ήταν η απαρχή της παραπάνω διαπίστωσης. Αυτά που μου μάθανε δεν είχανε καμιά σχέση μ’ αυτά που μάθαινα στο σχολείο. Μιλούσαν για το ίδιο είδωλο, αλλά μας το ‘διναν αναστραμμένο» [2]

Το πρώτο του βιβλίο ήταν το «Μεσολόγγι» και ακολούθησαν και άλλα, τα οποία  απαγορεύτηκαν από τη χούντα το 1967.

«Το Μεσολόγγι» αρχίζει με προμετωπίδα ένα απόσπασμα από τους Στοχασμούς του Διονύσιου Σολωμού στους Ελεύθερους Πολιορκημένους και κλείνει με τον Ανεμόμυλο. Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει αφηγούμενος την εικόνα του Μεσολογγίου μετά την έξοδο των πολιορκημένων στις 10 Απριλίου του 1826  και το ολοκαύτωμά του.

«Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος μέσα εις τον οποίον κινηέται η πολιορκημένη πόλι, να ξεσκεπάζη εις την ατμοσφαίρα του τα μεγαλήτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέσι οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν, – και για την ηθική θέσι τα μεγαλήτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος. Τοιουτοτρόπως η υπόθεσι δένεται με το παγκόσμιο σύστημα. – Ιδές τον Προμηθέα, και εν γένει τα συγγράμματα του Αισχύλου. – Ας φανή καθαρά η μικρότης του τόπου, και ο σιδερένιος και ασύντριφτος κύκλος όπου την έχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως  από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλαις ενάντιαις δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίαις.»

                                                                           ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Από τους στοχασμούς του ποιητή στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»




Κιουταχής. Ξυλογραφία Βάσως Κατράκη


Ο Ανεμόμυλος

Σαν ξημέρωσε η 12 του Απρίλη δεν απόμενε στο Μεσολόγγι παρά μονάχα ο Ανεμόμυλος. Ένας κοινός ανεμόμυλος, στρογγυλός, από τους τόσους γνώριμους σ’ όλους μας στον τόπο μας. Είταν χτισμένος στην άκρη της πολιτείας, σε μέρος αερικό, πάνω σ’ ένα μικρό νησάκι, που τώρα μολώθηκε κ’ έσμιξε με την ξηρά. Όπως προστάτευε από κείνο το μέρος το Μεσολόγγι από τη μικρή αρμάδα του εχθρού, το ταμπούρωσαν και στήσανε κ’ ένα – δυο κανόνια. Σ’ αυτό τρέξαν , όπως είπαμε, οι πιότεροι από τους πολεμιστές που πισωγύρισαν στην πολιτεία. Έπρεπε ν’ αντιβγούν όχι μονάχα στις βάρκες – κανονιέρες όπου τους χτύπαγαν από τη λιμνοθάλασσα, μα κι από τα γιουρούσια από την ξηρά. Το νερό είταν ρηχό και το μόνο που δυσκόλευε τους εχθρούς για να περάσουν είταν ο βαθύς βούρκος.

Πολεμάνε δυο ολόκληρα μερόνυχτα. Τους χτυπάνε με χοντρή και ψιλή φωτιά από τη λιμνοθάλασσα. Τους προσκαλάνε  να ρίξουν τ’ άρματα. Αρνιούνται. Κάνανε ρεσάλτο οι εχθροί από τη στεριά, μα κάμποσοι απ’ αυτούς βρίσκουν το θάνατο και τα κουφάρια τους χώνουνται στο βούρκο. Αντικρύζουν μια μικρή , μια τελευταία Κλείσοβα. Μα οι υπερασπιστές του ύστατου αυτού προμαχώνα ώρα με την ώρα λιγοστεύουν. Δε λείπουν μονάχα όσοι σκοτώνουνται από τις μπάλες και τα βόλια του εχθρού, τυχεροί αυτοί, μα κι όσοι, όπως περάσανε πολεμώντας ξάγρυπνοι δυο ακόμα μερόνυχτα, χωρίς να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους κι ούτε μια γουλιά νερό, δεν τους απόμεινε πνοή στα στήθια. Δεν έχουν πια τη δύναμη να συρθούν, μήτε να ξαναγεμίσουν τα καριοφίλια τους. Οι λίγοι, που μπορούν ν’ αναστηλωθούν, τραβάνε ακόμα, μα το ντουφέκι τους γίνεται όλο και πιο σκόρπιο, πιο ανάριο.

Η νύχτα έρχεται. Αν καρτερέψουν ως την αυγή, κανείς πια δε θα μπορέσει ν’ αντιβγεί. Ξέπνοοι και μισοπεθαμένοι καθώς θάναι, θα δουν να τους παίρνουν οι εχθροί με τα γιαταγάνια τους τη λίγη ζωή που κλείνουν ακόμη τα κορμιά τους. Συνάζουν όσο μπαρούτι είχαν ακόμη, κλείνουνται, όσοι ζωντανοί, μέσα στο μισογκρεμισμένο ανεμόμυλο και βάζουνε φωτιά. Μια τελευταία λάμψη φωτίζει τη λιμνοθάλασσα, φωτίζει τις ντάπιες, φωτίζει τον κάμπο, φωτίζει τα γύρω βουνά – φωτίζει, στον κόσμον όλον, το δύσκολο δρόμο που φέρνει η λευτεριά.


Μπραΐμης. Ξυλογραφία Βάσως Κατράκη

Το Μεσολόγγι έπεσε.

Στη γλυκιά τούτη ώρα της άνοιξης δεν ακούγεται άλλο από το φλοίσβο της θάλασσας, τα τσακώματα των εχθρών για τη μοιρασιά του πλιάτσικου και το σιγανό αναφυλλητό χιλιάδων γυναικόπαιδων, που κλαίνε τους χαμένους προστάτες τους και τη δικιά τους μοίρα. Σε λίγο θα φορτωθούν στα καράβια της αρμάδας για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Πόλης, της Σμύρνης, της Αλεξάντρειας, του Κάϊρου. Ο Πρόκες – Όστεν λέει πως είδε, ύστερα από δυο χρόνια που έπεσε το Μεσολόγγι, μια όμορφη Μεσολογγίτισα να πουλιέται στα βάθη της Νουβίας για τρεις πουγγίες. Τα πιο πολλά από τα δυστυχισμένα αυτά πλάσματα δε θα ξαναγυρίσουν ποτέ. Οι γυναίκες θα ζήσουν και θα πεθάνουν σκλάβες στα χαρέμια και τα μικρά παιδιά θα τα τουρκέψουν και θα ξεχάσουν κι αυτό ακόμα τ’ όνομά τους. Κάμποσα όμως από τούτα τ’ αδύναμα θύματα θ’ αγοραστούν, με χρήματα που μαζεύτηκαν παντού γι αυτό το σκοπό, και θα ξαναπατήσουν το χώμα της λεύτερης πια πατρίδας.

Σαν ξημέρωσε η 13 του Απρίλη είκοσι σπίτια μένανε, όλα κι όλα, ορθά στο Μεσολόγγι. Στις πλαταίες, στα χαντάκια, στα στενοσόκακα κοίτουνται χιλιάδες σκοτωμένοι και πάνω στη λιμνοθάλασσα πλέουνε άλλα αμέτρητα κουφάρια. Τα σκυλεύουν οι εχθροί. Στη δίψα τους για πλιάτσικο ανοίγουν κι αυτούς ακόμα τους τάφους του Μάρκου Μπότσαρη και του Νορμάν.

Ο Κιουταχής κι ο Μπραΐμης βγάζουν το τελευταίο μπουγιουρντί τους` να μαζευτούν όλα τα κουφάρια, να σκαφτούν κι αυτά ακόμα τα γκρέμια και να βγάλουν όσα βρίσκουνται καταχωνιασμένα κάτω απ’ αυτά, όχι μονάχα για να τα κάνουν σωρούς και να τα κάψουν για να μη βρωμίσει ο τόπος, μα και γιατί οι δυο πασάδες χρειάζουνται τ’ αυτιά των σκοτωμένων. Βάζουν ανθρώπους να τα κόβουν προσεχτικά, να τ’ αρμαθιάζουν και να τα παστώνουν μ’ αλάτι μέσα σε βαρέλια. Μαζεύουν έτσι τρεις χιλιάδες ζευγάρια αυτιά και τα στέλνουν στην Πόλη, πεσκέσι στο Σουλτάνο κι απόδειξη για το πόσο μεγάλος στάθηκε ο ξολοθρεμός τούτων των γκιαούρηδων, που πήγαν να χαλάσουν το ντοβλέτι.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ. Ξυλογραφία Α.Τάσσου

Μπαίνουν τέλος στο Μεσολόγγι ο Κιουταχής κι ο Μπραΐμης να καμαρώσουν το έργο τους. Τους συνοδεύουν, εξόν από τους ξένους αξιωματικούς που έχουν στη δούλεψή τους, και δυο άλλες προσωπικότητες: Οι πρόξενοι στην Πάτρα της Αγγλίας και της Αυστρίας, ο Φίλιπ Τζέιμ Γκρην κι ο Αβάς Δον ΜΙκαρέλι. Κ’ οι δυο, άμα μάθανε πως έπεσε το Μεσολόγγι, τρέξανε να δώσουν τα συχαρήκια τους στους πασάδες. Ευχαριστημένοι που τα κατάφεραν οι φίλοι τους οι Τούρκοι, δεν έχουν μάτια να δουν τίποτα από τη συμφορά που απλώνεται γύρω τους. Ο πανοσιώτατος Δον Μικαρέλι κάθεται και σκαρώνει μιαν έκθεση στον ιππότη Μορέτι γεμάτη παινέματα για τους Τούρκους. Ανάμεσα σ’ άλλα ο « άνθρωπος αυτός του θεού» γράφει: « Τα ζευγάρια τ’ αυτιά είναι, για την ακρίβεια, τρεις χιλιάδες  εκατό». Ο Γκρην βλέπει ανοιχτούς τους τάφους του Μάρκου Μπότσαρη και του στρατηγού Νορμάν και πεταμένα όξω τα κουφάρια τους. Κάθεται και βγάζει από το σκελετό του Μπότσαρη δυο δόντια και τα παίρνει για ενθύμιο.

Αυτό στάθηκε το τέλος του Μεσολογγιού. Μήτε τα τόσα ασκέρια, μήτε οι τόσες αρμάδες, μήτε οι τόσες τέχνες των Ευρωπαίων, μήτε η αρρώστια μπόρεσαν να γονατίσουν τους υπερασπιστές του. Τους λύγισε η πείνα, που κανείς αντρειωμένος δεν τη νίκησε ποτέ. Μα ούτε και τότε παραδόθηκαν. Προτίμησαν να μείνουν λεύτεροι


εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο


Δημήτρη Φωτιάδη, Το Μεσολόγγι, Δωρικός, χωρίς χρονόλογηση



[1] Δώρα Μόσχου Για το ιστοριογραφικό έργο του Δημήτρη Φωτιάδη (1898 – 1988). Ριζοσπάστης 30 Μάρτη 2008

[2] Δημήτρης Γκιώνης Όταν η Ιστορία ξαναγράφεται. Ο Δημήτρης Φωτιάδης και η Επανάσταση του 1821. Ελευθεροτυπία 26 Μαρτίου 2011

(Οι ξυλογραφίες από το βιβλίο)









2 σχόλια :