Francisco Goya, Ο εσταυρωμένος Χριστός (1780). Μουσείο Prado, Μαδρίτη
" Και μετά ανόμων ελογίσθη"
Απάνου στο λόφο του Γολγοθά κρέμεται το σώμα του Ιησού ακίνητο και κίτρινο σαν κεχριμπάρι. Στην κορφή του σταβρού του υπάρχει μια ταμπέλα κοροϊδεφτική:
" Β α σ ι λ ι άς τ ω ν Ι ο υ δ α ί ω ν"
Η αγωνία του θανάτου έχει μείνει απάνω στ' αγκυλωμένα σκέλια του και στο ρουφημένο πρόσωπό του. Τα μάτια και το στόμα του είναι ανοιχτά` θαρρείς, σε κοιτάζει κατάματα και θα ξεφωνίσει.Αν και δε βασίλεψε ακόμα ο ήλιος, κάνει πολύ σκοτάδι.
Κάτου στρατός και λαός - άντρες, γυναίκες, παιδιά, - τρώνε, πίνουνε, βλαστημούνε, χορέβουνε ή κάθονται σταβροπόδι γύρω από φωτιές και ζεσταίνονται. Φαίνονται σα να μην έχουνε χορτάσει πολύ το μίσος τους κι ακόμα τους λείπεται πολύ κακό να κάνουν. Οι αρχηγοί τους ερεθίζουν αδιάκοπα.
Χάμου στο χορτάρι κυλιούνται ξεροκόματα, φλούδες, κουκούτσια και τσόφλια, καθώς και σπασμένα ποτήρια. Κάπου - κάπου αστράφτει και βροντά.
Πέρα στο λιβάδι μια γελάδα, ξαπλωμένη δίπλα απάνω στην κοιλιά της, αναχαράζει βυθισμένη στην αθωότητά της τόσο βαθιά, όσο η Φύση κι όσο η Λήθη.
Ενώ ο λαός, μεθυσμένος και βλάστημος, χορέβει γύρο από το Σταβρό, η Ψυχή και το Σώμα του Κρεμασμένου αρχίζουνε να μιλούνε χωρίς ούτε ναν τους ακούει κανείς ούτε ν' ακούγονται κι αναμεταξύ τους.
Η ΨΥΧΗ
Πόσον ωραία σε στόλισεν η φαντασιά, Οικουμένη,
μα τίποτα δε μένει!
Είτανε πλάσμα ποιητικό, που τώρα χει ξανθίσει
στον ξύπνο του θανάτου μου, - κι όνειρο σε μεθύσι.
Τώρα το μάτι λαγαρό κι αμπόδισμα κανένα.
Μπροστά μου τα μελλούμενα, πίσω τα περασμένα.
Καθώς κοιτάζω από ψηλά, - τρομάρα που με σφάζει! -
το να με τ' άλλο μοιάζει.
Κάνω να βγάλω μια φωνή: " Σταθήτε, αρματωμένοι,
στη Γης τη ματωμένη!
Του θανάτου αδερφοποιτοί, ποιος δαίμονας σας σφίγγει
για σκοτωμό;" - μα και πνοή μου λείπει και λαρύγγι.
Κρυμένοι στο ταμπούρι σας κι ολόρθοι στο γιουρούσι
κανένας δε ρωτά " γιατί;" κι αν ρωτά, ποιος ν' ακούσει!
Παλέβω να μη σας κοιτώ, μα φως είμαι γεμάτη
κι ολάκερ' είμαι Μάτι.
Ω! πώς ουρλιάζετε στριγγά, τυφλοσυρμένα χάμου,
τσακάλια, στ' όνομά μου!
Πού να κρυφτώ να μη γκρικώ! Μα εγώ, Ακοή του Κόσμου,
τους βόγγους των αμέτρητω σφαιρώ χιλιάζω εντός μου.
......................................................................................................
Λάλημα των κορυδαλών απ' τα γαλάζια βύθη
και μες τα θάμνα τρέμολο των αηδονιών στα στήθη...
Πόσες χιλιάδες άνοιξες μπροστά μου κι άλλες τόσες
αγνές, ουράνιες γλώσσες!
Αλί μου, αδέρφια των πουλιών, απέραντος ο Χρόνος
κι απέραντος ο Πόνος!
κ' εμένα η καλοσύνη μου φαντάστη, - πλάνα ιδέα! -
να σουνα, Πόνε κι Άνοιξη, στερνός και τελεφταία.
Όπου ριζώσει ο λόγος μου δε θα βγει εκεί χορτάρι.
Των σκλάβων θα γενεί θελιά, των δυνατών σκουτάρι.
Με ψέφτικη παρηγοριά τα νιάτα θα μαράνω,
σωτήρας των τυράννω.
Σκλάβο κι αφέντην έσμιξα στον αψηλόν αθέρα
αδέρφια ενού Πατέρα,
μάιδε Πατέρας πουθενά μάιδε και κάλλιοι τόποι.
Διπλά και τρίδιπλα ορφανοί και γελασμένοι, ανθρώποι!
Την Κρίση θα πρεπεν εδώ στον κόσμο τον απάνω
και σας τους ίδιους, σκλάβοι οκνοί, κριτάδες να χε βάνω!
Όσο τα λόγια μου η Ζωή κ' η Πράξη δεν τ' αλλάξει,
του Πόνου θα σαστε άξοι.
Ω! να μπορούσα ξαφνικά τον κόσμο να γυρνούσα,
που τον καταφρονούσα!
Μπροστάρης σας, Κοπάδι, εγώ, απ' του Πόνου το θαλάμι
να σας τραβήξω στη χαρά, μαχαίρι στην παλάμη...
Τη Γης κι αν τράνταξε σεισμός κι αστροπελέκι σκάει
στα θυμωμένα χάη, -
δεν είμαι Πνέμ' αθάνατο μες του σεισμού το χάσμα:
κ' η μόνη σας παρηγοριά της φαντασιάς σας πλάσμα!
ΤΟ ΚΟΡΜΙ Κ' Η ΨΥΧΗ
ΤΟ ΚΟΡΜΙ
Ως επλάστηκα, γυρίζω
στην Πηγή μου, ογρός πηλός.
Πάντα σ' ένα θάμπος γκρίζο
δεν κατάλαβα ποτές μου,
γιατί ζούσα τις ζωές μου.
Πλήθος ήχοι κουδουνούσαν
στα βαθιά μου τα μελίγγια,
πλήθος πόνοι τρυπανούσαν
κάθε μέλος αχαμνό μου
και ζαλάδες έξω νόμου.
Κάποτ' είμουνα γερό,
κάθε φλέβα μου κι αηδόνι
κι όλον είχα τον καιρό
να χαρώ και για να σύρω
το χορό μπροστά και γύρο.
Στης αμυγδαλιάς τα χιόνια,
στις λιακάδες του Φλεβάρη,
στου Μαρτιού τα χελιδόνια
και στ' Αυγούστου το φεγγάρι
είχες μου, καρδιά, σπαρτάρει.
Να μη σ' άκουγα, ψυχή,
και να μη σ' αγρίκαα, πνέμα!
Μες τον ήλιο, στη βροχή
να σε χαιρόμουν, ω ψέμα,
ζήση ακύμαντη, ρηχή.
Με τ' αστέρι της αβγής
για τ' αμπέλι να κινούσα,
νους και κόκκαλα στη γης
να τανε δεμένα κάτου
ως την ώρα του θανάτου.
Δίχως όνειρα βαθή
ύπνο να χα πάσα νύχτα
κ' η ψυχή στον ξύπν' ορθή
ως την άλλη νύχτ' ακόμα
να κοιμάται μες το σώμα.
( Στην Ψυχή)
Με παράπονο κοιτούσα
ήσκιο σου να με τραβάς
και στο χώμα δεν πατούσα,
μάγι' ανίκητα γεμάτο
κι όλων μάνα των κριμάτω.
Όσο ακόμα ναι ζεστό,
ξαναγύρε στο κορμί σου
και ποτήρι σού βαστώ
να ξεχάσουμε δεμένα
αβριανά και περασμένα.
Η ΨΥΧΗ ( μιλώντας μοναχή της)
Της καρδιάς σου την πληγή
για να ξεπορτίσω βρήκα.
Απ' την κόκκινη πηγή
άσπρη σαν το χιόνι βγήκα
κι απ' τον άκρο πόνο γλύκα
ΤΟ ΚΟΡΜΙ ( που δεν άκουσε)
Λίγο λίγο θα σκορπίσω
στην παγκόσμια καλοσύνη.
΄Ετσι θα ξανάρθω πίσω
με τ' ακίνητα στοιχεία
στην απόλυτ' ησυχία.
ΚΟΡΜΙ ΚΑΙ ΨΥΧΗ ( μαζί, σε λίγο)
Θά πρεπε τα δυο ενωμένα
μ' ένα θέλημα και μ' ένα
έργο για μια πρώτη νίκη
μοναχοί να παίρναμε ό,τι
χρόνια, σ' όλους μας ανήκει.
Κώστας Βάρναλης, Σκλάβοι Πολιορκημένοι στο Ποιητικά, Κέδρος, Αθήνα 1956
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου