Πώς γίνεται είκοσι χρονών ένα παιδί γεννημένο σε μιαν απόμακρη συνοικία, μέσα σε μιαν αυλή, μόνον η μάνα του μπορεί να το ξέρει. Εγώ και σεις τα φανταζόμαστε όλα, νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα, ωστόσο απλώς φιλοσοφούμε μπροστά σ’ αυτόν που τα ζει όλα, μπροστά στη μάνα π.χ. που μεγαλώνει το παιδί της στην αυλή μιας μακρινής συνοικίας. Το μόνο πράσινο που είδε αυτό το παιδί, ήταν το χορταράκι που φύτρωνε το χειμώνα ανάμεσα στις πλάκες αυτής της αυλής, κάτω από τα σύρματα ή τα σκοινιά που κρέμονταν τα βρεγμένα ρούχα. Λίγος ήλιος, λίγος αέρας, λίγο γάλα και πολλά ελπιδοφόρα νανουρίσματα και τραγούδια σε πικρό ρυθμό από τα χείλη αυτής της μάνας, που εναγκαλίζεται όλο τον κόσμο, σφίγγοντας με καθαρό μητρικό πάθος το παιδί της στο στήθος της.
Αν μπορούσε ο Πέτρος ―έτσι λέγονταν το παιδί της― θα γίνονταν κάτι άλλο, γιατί στις τρεις τάξεις του δημοτικού που πήγε ήταν ένας καλός μαθητής. Το είπε στη μάνα του και ο δάσκαλος, αλλά εννιά χρονών χρειάστηκε να πουλάει κάτι μικροπράγματα, πότε πασατέμπο, πότε τσατσάρες, είκοσι δραχμών εμπόρευμα σ’ ένα χαρτονένιο κουτί και δεκατέσσερο χρονών να βοηθάει σ’ ένα γιαπί. Από γιαπί σε γιαπί, έφτασε είκοσι χρονών, είχε μάθει την τέχνη κι η μάνα του δεν ξενόπλενε κάθε μέρα μια που ήταν μισοπιασμένη από τ’ αρθριτικά και μια που ο θεός της τα ’φερε βολικά κι ο Πέτρος της έφερνε κάθε Σάββατο τα μεροκάματά του. Νοιάζονταν το μικρότερό της παιδί που κι αυτό κάτι έφερνε στο σπίτι πουλώντας λάστιχα και κοκαλάκια για το γιακά. Όταν ο Πέτρος δούλευε σε κοντινές οικοδομές, του ’στελνε το ψωμί του με το μικρό, γιατί σφίχτηκε η καρδιά της μια φορά που τον είδε ξανεμισμένον πάνω σε μια ψηλή σκαλωσιά.
Της φάνηκε πως η σκαλωσιά έτρεμε, πως τα σανίδια ήταν σάπια, πως ο γιος της κρεμόταν σχεδόν στον αέρα κι από τότε ποτέ δεν της έλειψε η πικρή αυτή συλλογή. Ο γιος της ένα βράδυ της είπε: «Όλος ο κόσμος μάνα έγινε με σκαλωσιές. Χιλιάδες άνθρωποι δούλεψαν και δουλεύουν στις σκαλωσιές. Μη φοβάσαι, προσέχω…». Εκείνη όμως δεν ησύχασε. Είχε δει πως τα σανίδια ήταν λειψά, της είχε φανεί μάλιστα πως η σκαλωσιά που είχε δει έγερνε. Η αγάπη μεγαλώνει τον κίνδυνο, η φαντασία δουλεύει. Κάθε μέρα που περνούσε, κάθε νέο βράδυ που επέστρεφε τον αγαπούσε περισσότερο. Έτρεχε, του ’βγαζε τα παπούτσια και του ’πλενε τα λασπωμένα πόδια. Αγαπούσε ακόμη και το πουκάμισό του που το καλοσιδέρωνε την ημέρα, για να βγει το βράδυ ο γιος της με τους φίλους του, να κάτσει στο καφενείο ή στην ταβέρνα ή να σεργιανίσει στην κεντρική οδό.
Πώς έγινε εκείνη την μέρα κι άλλαξε ο κόσμος, εκείνη δεν το κατάλαβε. Όταν άκουσε την είδηση έπεσε ξερή. Το παιδί είχε πέσει κι είχε μείνει στον τόπο. Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι. Το φαγητό του ήταν δεμένο στην πετσέτα και το περίμενε. Τηλεφώνησαν, ήρθε γρήγορα το ασθενοφόρο. Μάταια πράγματα. Η ανάσα του είχε κοπεί. Ο εργάτης που έχωσε μες στο πουκάμισό του κι ακούμπησε το ασβεστωμένο του χέρι στην καρδιά του, το είπε: «Πέθανε». Το βραδάκι που θα σχόλαγαν οι εργάτες θα ξανασυναντούσαν τον σκοτωμένο τους σύντροφο στο σπίτι του, ξαπλωμένον, αμίλητον, όμορφον όπως πάντα, είκοσι χρονών για πάντα.
Ο ίδιος εργάτης που έβαλε το χέρι στην καρδιά του, πήρε με το σχόλασμα και την πετσέτα με το φαΐ του Πέτρου μαζί του. «Θα το πάω στο σπίτι, είπε, για το άλλο της παιδί». Η μάνα του είχε πλύνει για τελευταία φορά τα πόδια και του είχε φορέσει το καλό του πουκάμισο. Στον κόσμο τα ίδια δάκρυα έχουν διαφορετικό βάρος.
Σας έγραψα σήμερα μια πολύ κοινή ιστορία, που την έμαθα αρχίζοντας από το τέλος της. Ένα βράδυ μου ’δειξαν μια γυναίκα, που ανέβαινε σ’ ένα λόφο, κοιτούσε τις σκαλωσιές των οικοδομών που χτίζονταν κι έκανε το σταυρό της. Παρακαλούσε για τα παιδιά όλου του κόσμου, που δουλεύουν στις σκαλωσιές.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δρόμοι της Ειρήνης, αρ. 56, Σεπτέμβρης 1962
Αναδημοσίευση από το ΕΝΩΜΕΝΟ ΚΤΙΣΤΑΔΙΚΟ
Αν μπορούσε ο Πέτρος ―έτσι λέγονταν το παιδί της― θα γίνονταν κάτι άλλο, γιατί στις τρεις τάξεις του δημοτικού που πήγε ήταν ένας καλός μαθητής. Το είπε στη μάνα του και ο δάσκαλος, αλλά εννιά χρονών χρειάστηκε να πουλάει κάτι μικροπράγματα, πότε πασατέμπο, πότε τσατσάρες, είκοσι δραχμών εμπόρευμα σ’ ένα χαρτονένιο κουτί και δεκατέσσερο χρονών να βοηθάει σ’ ένα γιαπί. Από γιαπί σε γιαπί, έφτασε είκοσι χρονών, είχε μάθει την τέχνη κι η μάνα του δεν ξενόπλενε κάθε μέρα μια που ήταν μισοπιασμένη από τ’ αρθριτικά και μια που ο θεός της τα ’φερε βολικά κι ο Πέτρος της έφερνε κάθε Σάββατο τα μεροκάματά του. Νοιάζονταν το μικρότερό της παιδί που κι αυτό κάτι έφερνε στο σπίτι πουλώντας λάστιχα και κοκαλάκια για το γιακά. Όταν ο Πέτρος δούλευε σε κοντινές οικοδομές, του ’στελνε το ψωμί του με το μικρό, γιατί σφίχτηκε η καρδιά της μια φορά που τον είδε ξανεμισμένον πάνω σε μια ψηλή σκαλωσιά.
Της φάνηκε πως η σκαλωσιά έτρεμε, πως τα σανίδια ήταν σάπια, πως ο γιος της κρεμόταν σχεδόν στον αέρα κι από τότε ποτέ δεν της έλειψε η πικρή αυτή συλλογή. Ο γιος της ένα βράδυ της είπε: «Όλος ο κόσμος μάνα έγινε με σκαλωσιές. Χιλιάδες άνθρωποι δούλεψαν και δουλεύουν στις σκαλωσιές. Μη φοβάσαι, προσέχω…». Εκείνη όμως δεν ησύχασε. Είχε δει πως τα σανίδια ήταν λειψά, της είχε φανεί μάλιστα πως η σκαλωσιά που είχε δει έγερνε. Η αγάπη μεγαλώνει τον κίνδυνο, η φαντασία δουλεύει. Κάθε μέρα που περνούσε, κάθε νέο βράδυ που επέστρεφε τον αγαπούσε περισσότερο. Έτρεχε, του ’βγαζε τα παπούτσια και του ’πλενε τα λασπωμένα πόδια. Αγαπούσε ακόμη και το πουκάμισό του που το καλοσιδέρωνε την ημέρα, για να βγει το βράδυ ο γιος της με τους φίλους του, να κάτσει στο καφενείο ή στην ταβέρνα ή να σεργιανίσει στην κεντρική οδό.
Πώς έγινε εκείνη την μέρα κι άλλαξε ο κόσμος, εκείνη δεν το κατάλαβε. Όταν άκουσε την είδηση έπεσε ξερή. Το παιδί είχε πέσει κι είχε μείνει στον τόπο. Ήταν λίγο πριν το μεσημέρι. Το φαγητό του ήταν δεμένο στην πετσέτα και το περίμενε. Τηλεφώνησαν, ήρθε γρήγορα το ασθενοφόρο. Μάταια πράγματα. Η ανάσα του είχε κοπεί. Ο εργάτης που έχωσε μες στο πουκάμισό του κι ακούμπησε το ασβεστωμένο του χέρι στην καρδιά του, το είπε: «Πέθανε». Το βραδάκι που θα σχόλαγαν οι εργάτες θα ξανασυναντούσαν τον σκοτωμένο τους σύντροφο στο σπίτι του, ξαπλωμένον, αμίλητον, όμορφον όπως πάντα, είκοσι χρονών για πάντα.
Ο ίδιος εργάτης που έβαλε το χέρι στην καρδιά του, πήρε με το σχόλασμα και την πετσέτα με το φαΐ του Πέτρου μαζί του. «Θα το πάω στο σπίτι, είπε, για το άλλο της παιδί». Η μάνα του είχε πλύνει για τελευταία φορά τα πόδια και του είχε φορέσει το καλό του πουκάμισο. Στον κόσμο τα ίδια δάκρυα έχουν διαφορετικό βάρος.
Σας έγραψα σήμερα μια πολύ κοινή ιστορία, που την έμαθα αρχίζοντας από το τέλος της. Ένα βράδυ μου ’δειξαν μια γυναίκα, που ανέβαινε σ’ ένα λόφο, κοιτούσε τις σκαλωσιές των οικοδομών που χτίζονταν κι έκανε το σταυρό της. Παρακαλούσε για τα παιδιά όλου του κόσμου, που δουλεύουν στις σκαλωσιές.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δρόμοι της Ειρήνης, αρ. 56, Σεπτέμβρης 1962
Αναδημοσίευση από το ΕΝΩΜΕΝΟ ΚΤΙΣΤΑΔΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου