Δημήτρης Μεγαλίδης, Άτιτλο, ξυλογραφία
Επιμέλεια: ofisofi // atexnos
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μαρτύρησαν για την αταλάντευτη πίστη στις ιδέες τους, αλλά δεν θα τους βρούμε στα επίσημα εορτολόγια και δεν γιορτάζουν ποτέ. «Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.»
Πολλοί συνάνθρωποί μας δεν τους γνωρίζουν ούτε έχουν ακούσει κάτι γι’ αυτούς γιατί μπόλικη λάσπη ρίχτηκε πάνω τους και καλλιεργήθηκε μεθοδικά η λήθη των αγώνων και των θυσιών τους. Νέοι και ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, που έπεσαν στη φωτιά συνειδητά και προτίμησαν να αγωνιστούν και να θυσιαστούν για ελευθερία, για εθνική ανεξαρτησία, για μια κοινωνικά δίκαιη κοινωνία, για τη θεμελίωση και την ανοικοδόμηση ενός κόσμου σοσιαλιστικού. Δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και την κατεστημένη τάξη, δεν συνθηκολόγησαν, δεν λιποτάκτησαν και πλήρωσαν με τη ζωή τους το τίμημα των αγώνων τους. Έφυγαν από τη ζωή με τραγικό τρόπο αλλά εξακολουθούν να ζουν στις συνειδήσεις μας και στις καρδιές μας φωτίζοντας με τη θυσία τους τα πυκνά σκοτάδια και τους δύσβατους δρόμους.
Είναι πολλοί, χιλιάδες, επώνυμοι και κυρίως ανώνυμοι, δημοκράτες, αριστεροί, κομμουνιστές. Μνημονεύουμε όλους αυτούς που διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, πόνεσαν, εξορίστηκαν, στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα μόνο και μόνο γιατί ονειρεύτηκαν έναν κόσμο διαφορετικό, έναν κόσμο ανθρώπινο. Το αίμα τους φωνάζει και μας καλεί σε συνεχή αντίσταση και πάλη…
Τάσσος, χαρακτικό
Η ΑΥΓΗ ΚΙ Η ΜΕΡΑ
Η αυγή κι η ημέρα θάνατος κι εμείς πουλιά πετούμενακι από παντού ξεχύνονταν ελπίδας μοσκοβόλημα,
σάμπως να χλόιζε ο γιαλός σπαρμένος αγρολούλουδα
κι ο ήλιος ετραγούδαγε τη λευτεριά στα πέρατα. (Β. Ρώτας)
Ηλίας Φέρτης, Γυναίκες στο απόσπασμα, τέμπερα
ΤΟ ΠΡΩΙ
Το πρωί
Στις 5
Ο ξηρός
Μεταλλικός ήχος
Ύστερα από τα φορτωμένα καμιόνια
Που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου.
Και το τελευταίο «αντίο» της παραμονής
Και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες
Και το τελευταίο σου γράμμα
Στο παιδικό τετράδιο της αριθμητικής
Σαν του μικρού παραθυριού το δίχτυ
Που τεμαχίζει με κάθετες μαύρες γραμμές
Του πρωινού χαρούμενου ήλιου την παρέλαση.( Μ.Αναγνωστάκης)
«Αμπελογιάννης Σπήλιος Κων/νου
οδός Άστρους 93, Κολωνός.
Έτσι πεθαίνουν οι τίμιοι Έλληνες. Πεθαίνω περήφανος.
Ζήτω η Λευτεριά. Διαβάτη Έλληνα, το ρούχο τούτο να το πας στην παραπάνω διεύθυνση. Είναι η στερνή επιθυμία ενός ανθρώπου, που ξέρει να πεθαίνει για τη Λευτεριά. Ζήτω ο ελληνικός Λαός.»
(Τουφεκίστηκε με τους 200 την Πρωτομαγιά του ’44 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Ήταν τότε 22 ετών. Το σημείωμα βρέθηκε καρφιτσωμένο στο πέτο του σακακιού του στον τόπο όπου εκτελέστηκε)
«Εγώ το σπόρο έσπειρα
κατά της τυραννίας.
Εξ ου και θέλει θεριστεί
καρπός ελευθερίας.» (Κανάρης – Σπύρος Αναλυτής. Τον κρέμασαν στο Ληξούρι στις 5 Ιουλίου 1944. Ήταν 22 ετών. Το τετράστιχο βρέθηκε γραμμένο στον τοίχο του κρατητηρίου της χωροφυλακής στο Ληξούρι).
«Δεν σας ξέχασα ποτές. Για σας και για τον ελληνικό λαό έδωσα τη ζωή μου. Σήμερα 1η του Μάη 1944 σας φιλώ για τελευταία φορά» (Α. Βαγενάς. Δε βρέθηκαν βιογραφικά, παλιό μέλος του ΚΚΕ, πιασμένος κατά τη Μεταξική δικτατορία, παραδόθηκε το 1941 στους Ναζί και εκτελέστηκε)
Γιώργος Μόσχος, Ξυλογραφία για το σπίτι – κάστρο του Υμηττού
«1η Μαΐου 1944
Αγαπητή Σοφία,
Επειδή πιστεύω πως θα μας πάρουν και μας το βράδι για τον γνωστό αγύριστο προορισμό, αφού δεν με άφησαν να επικοινωνήσω με κανέναν γνωστό, σε παρακαλώ εσένα αν μπορείς να επικοινωνήσεις με τους δικούς μου ή όταν βγεις μια μέρα να τους πεις τα λόγια που δεν μπόρεσα εγώ να τους πω και να τους δώσεις τους τελευταίους μου χαιρετισμούς και τα τελευταία μου φιλιά στο παιδί μου, τη γυναίκα μου, τη μητέρα μου και τις αδελφές μου. Στη γυναίκα μου πες να βαφτίσει το μπέμπη με τ’ όνομά μου. Πιστεύω πως όλοι θα σταθούν στοργικοί στο παιδί μου ώστε να μην αιστανθεί την ορφάνια του.
Αντίο για πάντα.
Αργύρης» (Εκτελέστηκε 3 του Μάη 1944 με αγχόνη στο Μεγάλο Πεύκο)
Τάσσος, Οι διακόσιοι της Πρωτομαγιάς του ’44, ξυλογραφία
ΑΝΘΟΥΣ – ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Δεν είντουσαν πεντέξι κι ουδέ μια δεκαριά,
παρ’ είντουσαν Διακόσιοι μιαν εκκλησιά κορμιά.
Διακόσιοι είν’ ένας κι ένας, μ’ αντρειά, μ’ αξιά, με νου,
διακόσιοι βασιλιάδες λεβέντες του λαού.
Πριν φέξει τους χωρίσαν, τους βάλαν στη σειρά
κι είν’ ομορφοντυμένοι, κεφάλια τους ψηλά.
Πρωτομαγιά χαράζει, μα δε μοσκοβολάει,
η αυγή φοβάται να’ βγει, το φως χασομεράει.
Τους φορτώσαν δεμένους , τους στρίμωξαν ορθούς,
κλεισμένοι εμείς ακούμε: – τους παίρνουν, δεν ακούς;
Να, πάνω από τη μάντρα χέρια περνάνε, δες,
τα χέρια τους κουνάνε και φεύγουνε και παν,
σαν να κουνάν σημαίες μάς αποχαιρετάν:
Σημαίες ματοβαμένες πώς ανεμίζουνε,
μιλάν με χίλιες γλώσσες και ξεφωνίζουνε:
– Λαέ μας, τα παιδιά σου, σταθήκαμε πιστά,
κατά το μάθημά σου στον τύραννο μπροστά.
Δώσαμε τις ζωές μας ντυμένες αρετή,
για τη δική σου δόξα και για την προκοπή.
Λαέ μας δοξασμένε, πατρίδα μας γλυκιά,
μας κόψαν τις ζωές μας ανθούς Πρωτομαγιά. (Β.Ρώτας)
Ηλίας Φέρτης, Βασανιστήρια, τέμπερα
ΨΥΧΟΧΑΡΤΙ
Τα ονόματά σας μένουνε, μα πόσο ματωμένα,
Καλάβρυτα και Τρίπολη, Δίστομο και Χορτιάτη,
Καισαριανή και Κούρνοβο, Κρήτη και Μονοδέντρι
και κόρη του Ταΰγετου, κατακαημένη Μάνη,
και φτωχομάνα αδούλωτη δουλεύτρα Σαλονίκη
και Δράμα και Προσότσιανη, κακόμοιρο Δοξάτο,
και σεις με δίχως όνομα βουνά, πλαγιές, λαγγάδια
ραχούλες, λάκκες, ρεματιές, νησιά και περιγιάλια
στα χώματά σας κρύψετε καλά τους σκοτωμένους
μην τους ξεθάβουν τα σκυλιά, μην τους σπαράζουν τα όρνια
τι’ ναι σημαίες οι μνήμες τους κι εικόνες οι μορφές τους. (Β.Ρώτας)
Χρίστος Δαγκλής, Γουδί, 29 Μαΐου 1944, ξυλογραφία εμπνευσμένη από το μαρτύριο της αγωνίστριας Άννας Παρλιάρου
Έπεσε ο άνεμος. Σιωπή. Στη γωνιά της κάμαρας
ένα αλέτρι συλλογισμένο – περιμένει τ’ όργωμα.
Ακούγεται πιο καθαρά το νερό που κοχλάζει στο τσουκάλι.
Αυτοί που περιμένουν στον ξύλινο πάγκο
είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας, οι δυνατοί
είναι οι ξωμάχοι, οι σπουδαστές κ’ οι προλετάριοι
– κάθε τους λέξη είναι ένα ποτήρι κρασί
μια γωνιά μαύρο ψωμί
ένα δέντρο πλάι στο βράχο
ένα παράθυρο ανοιχτό στη λιακάδα.
Είναι οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας Άγιοι.
Τα χοντρά τους παπούτσια είναι σα βαγόνια με κάρβουνο
τα χέρια τους είναι η σιγουριά-
αργασμένα χέρια, σκληρά χέρια, ροζιασμένα
με φαγωμένα νύχια, με άγριες τρίχες
με το μεγάλο δάχτυλο φαρδύ όσο η ιστορία του ανθρώπου
με τη φαρδιά σπιθαμή σα γιοφύρι πάνου απ’ το γκρεμό.
Τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα δεν είναι μονάχα στα
μητρώα των φυλακών
φυλάγονται στα αρχεία της ιστορίας,
τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα είναι οι πυκνές
σιδηροδρομικές γραμμές
που διασχίζουν το μέλλον. Κ’ η καρδιά μου εμένα
τίποτα πιότερο, συντρόφια μου, ένα πήλινο μαυρισμένο τσουκάλι
που κάνει καλά τη δουλειά του – τίποτ’ άλλο. Γειας σας σύντροφοι. (Γ. Ρίτσος)
Κατσικογιάννης Δημήτρης, Άτιτλο, ξερό παστέλ
Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά
Ήρθε καιρός, ήρθε καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη.
Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα
κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί. (Ν. Γκάτσος)
Γιώργος Φαρσακίδης, χαρακτικό
Εμείς που μείναμε
στο χώμα το σκληρό
για τους νεκρούς
θ’ ανάψουμε λιβάνι
κι όταν χαθεί
μακριά το καραβάνι
του χάρου του μεγάλου πεχλιβάνη,
στη μνήμη τους θα στήσουμε χορό.
Εμείς που μείναμε
θα τρώμε το πρωί
μια φέτα από του ήλιου το καρβέλι,
ένα τσαμπί σταφύλι από τ’ αμπέλι
και δίχως πια του φόβου το τριβέλι,
μπροστά θα προχωράμε στη ζωή.
Εμείς που μείναμε
θα βγούμε μια βραδιά
στην ερημιά να σπείρουμε χορτάρι
και πριν για πάντα
η νύχτα να μας πάρει
θα κάνουμε τη γη προσκηνυτάρι
και κούνια για τ’ αγέννητα παιδιά. (Ν.Γκάτσος)
Γιώργος Φαρσακίδης, από σχέδιο του 1949
ΞΕΝΕ ΜΟΥ ΟΠΟΥ ΠΑΣ
Ξένε μου, όπου πας και περπατάς τη γη μας,
να πατάς σεμνά και ν’ αλαφροδιαβαίνεις,
τ’ είναι ο τόπος μας αιματοποτισμένος,
κάθε δρασκελιά κι από’ νας σκοτωμένος,
ένας σύντροφος που’ πεσε πολεμώντας
για το δίκιο μας και για τη λευτεριά μας.
Κάθονται οι ψυχές σε πέτρα, σε λιθάρι,
και μοιρολογάν και τον καημό τους λένε. (Β.Ρώτας)
Παπαγεωργίου Δημήτρης, Έπεσαν για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι, Έγχρωμη χαλκογραφία
Πηγές:
1) Βασίλη Ρώτα – Βούλας Δαμιανάκου, Μνημόσυνο, Αθήνα 1961
2) Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα (1941 -1971), Νεφέλη, Αθήνα 2000
3) Γιάννης Ρίτσος, Καπνισμένο τσουκάλι, Κέδρος, Αθήνα, 1977, 13η έκδοση
4) Νίκος Γκάτσος, ποιητική στιχουργία για το δίσκο «Νυν και Αεί» (1974)
5) Ασαντούρ Μπαχαριάν – Πέτρος Ανταίος, Εικαστικές Μαρτυρίες. Ζωγραφική – Χαρακτική. Στον πόλεμο, στην Κατοχή, στην Αντίσταση. Οδυσσέας, Αθήνα 1995, 3η έκδοση
6) Εικαστικές Τέχνες και Αντίσταση. Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας και Δήμος Αθηναίων, Αθήνα 2014
7) Γιώργος Φαρσακίδης, Μακρόνησος, Τυποεκδοτική
8) Εθνική Αντίσταση 1941 -1944. Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών, Αθήνα 1974
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου