Κείμενο – φωτογραφίες: Οικοδόμος //atexnos( αναδημοσίευση)
80 χρόνια πριν. Δίπλα στις μηχανές του πλοίου. Ο θόρυβος ανακατεύεται με τον ήχο των κυμάτων και με τον χρόνο τον ατέλειωτο. Σειρές δεσμωτών, καθιστοί. Δεν μιλάνε. Μετράνε τις στιγμές της λευτεριάς που άφησαν σε κάποια στεριά. Κάποιος πιάνει και ξεκινά ένα τραγούδι. Προορισμός: Αη Στράτης.
80 χρόνια μετά. Μια κιθάρα στη μέση ενός κύκλου. «Εγώ Αη Στράτη δε φοβάμαι…τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν…». Ένα πολύχρωμο πολύβουο πλήθος απλωμένο στα καταστρώματα. Τραγούδια, γέλια, λόγια ανακατεύονται με τον ήχο των μηχανών του πλοίου, βάζουν «χρώματα» στη μονοτονία του ατέλειωτου μπλε και την ηρεμία της θάλασσας. Προορισμός: Αη Στράτης. Στην επίσκεψη – προσκύνημα που οργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Στον τόπο όπου μαρτύρησε η ελπίδα, δοκιμάστηκε η αντοχή, ατσαλώθηκε η πίστη. Εκεί που νικήθηκε ο θάνατος. Ο Σιντό, ο Μανώλης, ο Μπάμπης, ο Σεραφείμ και άλλοι, περιμένουν. Ξόφλησαν το χρέος τους και περιμένουν. Δεν σας ξεχάσαμε σύντροφοι! Είχαμε πολλά να αντιμετωπίσουμε, πολλές μάχες να δώσουμε, πολλούς εχθρούς, πολλές δυσκολίες, μα δεν σας ξεχάσαμε. Ερχόμαστε.
«Ούτε σε ξερονήσια, ούτε σε φυλακές ποτέ τους δεν λυγίσανε οι κομμουνιστές», δονείται η ζεστή και υγρή ατμόσφαιρα καθώς πέφτει ο καταπέλτης. Σύντροφοι απ’ τον Αη Στράτη, τη Λήμνο, τη Λέσβο μας υποδέχονται με συνθήματα και κόκκινες σημαίες. Πολλά ανθρώπινα ρυάκια ξεχύνονται απ’ την κοιλιά του καραβιού και ενώνονται σ’ ένα μακρύ βοερό κόκκινο ποτάμι.
Το λιμάνι και τα στενά δρομάκια του νησιού είναι στολισμένα με πανό, εικόνες της εξορίας και στίχους ποιητών. Κόκκινες σημαίες παντού. Με συνθήματα και τραγούδια παίρνουμε το δρόμο για το λόφο του Αη Μηνά. Κάνει ζέστη. Στο πλήθος πλειοψηφεί η νεολαία, βλέπεις όμως και αρκετά σκαμμένα πρόσωπα με άσπρα μαλλιά. Κάποια χέρια τρέμουν κρατώντας σφιχτά ένα μπαστούνι. Κάποια χείλη τρέμουν από συγκίνηση. Όλες οι καρδιές χτυπάνε δυνατά.
Τα πρώτα σπίτια που αντικρίζεις σα να ξεπήδησαν λες από κάποιο εικαστικό του –εξόριστου και εδώ- Γιώργου Φαρσακίδη. Είναι τα ελάχιστα κτίσματα που επέζησαν από την επέλαση του χρόνου και των στοιχειών της φύσης και δίνουν στην είσοδο του νησιού μια νότα απαράμιλλης ομορφιάς και νοσταλγίας.
Λίγο νωρίτερα… Καθώς το καράβι προσεγγίζει το νησί η εικόνα του τοπίου προκαλεί δέος. Τόπος ξερός, άγριος, αφιλόξενος, στη μέση του πουθενά. Χώμα λιγοστό, όπου δεν έφτανε η πέτρα. Βράχος ψηλός, απότομος, σα να ’κοψες το νησί γύρω γύρω με μαχαίρι, και τραχύς απ’ την αιώνια πάλη του με τα κύματα της θάλασσας.
Ελάχιστα δέντρα σκόρπια εδώ κι εκεί και λίγοι θάμνοι. Ένα σφίξιμο στο στέρνο σπρώχνεται με κείνον τον κόμπο που κάποιες φορές έρχεται και κλείνει το λαιμό κι εμποδίζει τις έτσι κι αλλιώς λιγοστές λέξεις, να φτάσουν στα χείλη. Το αντίθετο συμβαίνει με τις σκέψεις. Στο νου έρχεται, χωρίς να το θέλεις η Μακρόνησος. Πόσο μοιάζουν η γη, η θάλασσα, οι βράχοι, ο πόνος… Και μια δεύτερη έρχεται να συμπληρώσει την πρώτη. Ξέραν «αυτοί» πια νησιά να διαλέξουν, για να «σωφρονίζουν» και να «αναμορφώνουν»…
Από τη ρίζα του λόφου ξεκινάει μια γραμμή από εκατόν εβδομήντα σκαλοπάτια που οδηγούν στο μνημείο των δολοφονημένων ηρώων του Αη Στράτη. Σαν ανηφορική «λεωφόρος του μέλλοντος». Μια κόκκινη γραμμή που δεν έχει σταματημό την ανεβαίνει.
Το ’φτιαξαν οι εξόριστοι που βρέθηκαν στο νησί μετά τη Βάρκιζα. Ένα λιτό τσιμεντένιο μακρόστενο κουτί κι ένας σταυρός, τσιμεντένιος κι αυτός στην κορφή του, που δεν άντεξε στη φθορά του χρόνου κι έτσι σήμερα τον αντικαθιστά ένας σιδερένιος. Στο εσωτερικό του βρίσκονται τα 33 κρανία των θυμάτων της «μάχης της πείνας», τον χειμώνα του 1941-42. Των κομμουνιστών που αποκλείστηκαν από τους Έλληνες δεσμοφύλακές τους, στον «κεντρικό θάλαμο», χωρίς τροφή και περίθαλψη και πέθαναν από την ασιτία, κρατώντας ψηλά τη σημαία των ιδανικών τους, μη υπογράφοντας «δήλωση μετανοίας».
Στο πλάι του μνημείου, μια μεταλλική πλάκα με χαραγμένα τα ονόματα των νεκρών εξόριστων του Αη Στράτη. Μια κόκκινη σημαία και λίγα κόκκινα γαρίφαλα, λόγω της μέρας, το σκεπάζουν.
Από το λόφο του Αη Μηνά η θέα δεν μπορεί να περιγραφεί απλά σαν ένα κομμάτι της φύσης, ξεκομμένο από σκέψεις και συναισθήματα. Μπροστά και κάτω το λιμάνι και αριστερά του μια μικρή παραλία. Δεξιά, απέναντι και προς τα μπροστά ο λόφος με το εκκλησάκι του Αη Γιάννη και το νεκροταφείο του χωριού. Στη σκιά του τα ερείπια του παλιού οικισμού που κατέστρεψε ο μεγάλος σεισμός.
Απ’ την ίδια πλευρά και προς το εσωτερικό του νησιού χαμηλές πλαγιές και ανάμεσά τους κάμποσος ήμερος τόπος, δαμασμένος απ’ τον άνθρωπο σε πλατιά επίπεδα σαν πεζούλες. Αν παρατηρήσεις προσεχτικά θα διακρίνεις απομεινάρια από τις λιθόχτιστες βάσεις των αντίσκοινων των εξορίστων.
Αριστερά από τον Αη Μηνά, κοιτάζοντας πάντα προς το λιμάνι, ο τόπος είναι λίγο πιο μαλακός, με λίγα δέντρα. Εδώ βρίσκονταν οι περισσότερες σκηνές των εξόριστων. Αν στρίψεις το κορμί και βάλεις πλάτη τον Αη Μηνά τότε επανέρχεται το σφίξιμο σαν εκείνο όταν πρωταντίκριζες το νησί απ’ τη θάλασσα… Η γη ξερή σαν καμένη, διψασμένη, απωθητική, αφιλόξενη. Σε κάθε σου βήμα χούφτες ακρίδες τινάζονται τρομαγμένες για να προσγειωθούν λίγα μέτρα πιο πέρα.
Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής προς τον οικισμό κατεβαίνουμε την ίδια «λεωφόρο» με τα σκαλοπάτια. Περπατάμε ανάμεσα στα σπίτια του χωριού. Τα περισσότερα, σύγχρονα «μνημεία» νεοελληνικού πολιτισμού. Εδώ δεν υπάρχει το «χρώμα» που, έστω για λίγο, συναντάς μπαίνοντας στο λιμάνι. Λίγα είναι ανοιχτά. Κάποιοι ντόπιοι μας καλωσορίζουν. Κάποιοι άλλοι μας κοιτάνε αμίλητοι και ανέκφραστοι. Όσοι ρωτήθηκαν πώς θα φτάσουμε στο μουσείο, προσφέρθηκαν να μας δείξουν το δρόμο.
Η συγκίνηση κορυφώνεται. Λίγα μέτρα μας χωρίζουν στο ανηφορικό και με στροφές μονοπάτι, από τον «κεντρικό θάλαμο», τον χώρο όπου κονταροχτυπήθηκαν με τον χάρο οι κομμουνιστές εξόριστοι τον χειμώνα του 1941-42 και τον νίκησαν. Σήμερα στεγάζεται εδώ τοΜουσείο Δημοκρατίας. Βρίσκεται στη σκιά της Μαρασλείου – Λογοθετείου Σχολής, όπου στεγάζονταν οι κοιτώνες των Ελλήνων χωροφυλάκων, βασανιστών δεσμοφυλάκων.
Προσεγγίζουμε από την πίσω όψη. Συντηρημένο και καλοδιατηρημένο, αναδειγμένο, σε τίποτα δε θυμίζει το μισοερειπωμένο κτίσμα της εμβληματικής φωτογραφίας που όλοι γνωρίσαμε, παρά μόνο στο σχήμα. Δρασκελίζοντας το κατώφλι της εισόδου το μάτι πέφτει σε αυτή ακριβώς τη φωτογραφία που καλύπτει ένα μεγάλο κομμάτι τοίχου. Απεικονίζει την μισοερειπωμένη όψη του κτιρίου λίγα χρόνια μετά τις ανείπωτες σκηνές φρίκης και μεγαλείου που εκτυλίχτηκαν ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του.
Κοιτάζεις αποσβολωμένος από τη συγκίνηση και προσπαθείς να βάλεις σε μια σειρά τις εικόνες που τόσα χρόνια αποκόμισες διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το ιστορικό της μάχης με την πείνα.
Εδώ θα απλώνονταν οι σειρές με τα κρεβάτια, εδώ οι εξόριστοι θα σκέπαζαν τις «βούτες», εδώ θ’ ακουμπούσαν τα λιγοστά σκεύη τους, τον ρουχισμό, τα μικροεργαλεία τους, εδώ θα έκρυβαν τα βιβλία τους, τα χαρτιά τους.
Ψηλαφίζεις τις πέτρες του τοίχου προσπαθώντας ν’ «αγγίξεις» τη φρίκη, τον πόνο, τα βογκητά, τις χαρακιές στα κορμιά και στα σωθικά των έγκλειστων πεινασμένων, το χνώτο του θανάτου. Η «μυρωδιά» του θανάτου διάχυτη. Και η αίσθηση της ελπίδας.
Τόσοι θάνατοι δεν πήγαν χαμένοι. Η θυσία των κομμουνιστών εξορίστων δεν ήταν μια έξαρση ηρωισμού από αποκοτιά, αλλά μια βαθιά συνειδητοποιημένη απόφαση, μια παλικαρίσια επιλογή αυτοθυσίας στο βωμό των αγώνων της εργατικής τάξης και του λαού μας, για ένα καλύτερο αύριο.
Στους γύρω τοίχους πολλές φωτογραφίες και κάποια καθημερινά αντικείμενα των εξορίστων. Ο χώρος στενός και ζεστός. Εκατοντάδες ζευγάρια μάτια μπαίνουν, βγαίνουν, σπρώχνονται και σπρώχνουν για να πλησιάσουν, να δουν, να διαβάσουν, να μάθουν, να παραδειγματιστούν. Εκατοντάδες καρδιές χτυπούν διαφορετικά απ’ ό,τι κάθε μέρα…
Και ένα μνημείο απανθρωπιάς και κρατικής αδιαφορίας…Ανάμεσα στα μνημεία των ηρώων του Αη Στράτη κι ένα μνημείο απανθρωπιάς και κρατικής αδιαφορίας. Στην είσοδο του Μουσείου Δημοκρατίας, δίπλα στα σκαλοπάτια βρίσκεται η ράμπα για τα αμαξίδια των συνανθρώπων με κινητικά προβλήματα. Κατασκευάστηκε διότι έτσι υποχρεώνουν οι «κανονισμοί». Προφανώς δεν υπήρχε κάποιος «κανονισμός» να υποχρεώνει και την ομαλή και απρόσκοπτη πρόσβαση στο οδόστρωμα… Όμως αυτό δεν ήταν φαίνεται αρκετό. Παρατηρώντας κανείς προσεχτικά διαπιστώνει ότι το σκαλοπάτι της ράμπας είναι ψηλότερο και από αυτό της σκάλας (!) που χρησιμοποιούν όσοι έχουν γερά τα πόδια τους. Ένα τέτοιο μνημείο απανθρωπιάς και αδιαφορίας έπρεπε να είναι και μεγαλοπρεπές… (Ενημερωτικά, το Μουσείο Δημοκρατίας ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς).
Κατηφορίζουμε προς τη «Λεωφόρο των Μπολσεβίκων» (έτσι ονόμαζαν οι εξόριστοι τον συγκεκριμένο δρόμο του χωριού) όπου σε λίγο θα λάβει χώρα η ομιλία του ΓΓ του ΚΚΕ και θ’ αποκαλυφτεί το μνημείο της ΚΕ του Κόμματος για τους εξόριστους.
Όμως πρώτα θα σταθούμε με σεβασμό και θ’ ακουμπήσουμε ένα λουλούδι σ’ ένα άλλο μνημείο. Στον Αη Στράτη πέθανε εξόριστος σε ηλικία 55 χρονών ο αξέχαστος ηγέτης της αγροτιάς, ο λαϊκός αγωνιστής Κώστας Γαβριηλίδης, ΓΓ του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και βουλευτής (ΑΚΕ, ΕΔΑ), δήμαρχος Κιλκίς με το Παλλαϊκό Μέτωπο πριν τη μεταξική δικτατορία, μέλος της ΚΕ του ΕΑΜ και Υπουργός Γεωργίας στην ΠΕΕΑ, με αμέτρητους διωγμούς στην πλάτη του και θητεία σε φυλακές και εξορίες).
Εκεί, στη «Λεωφόρο των Μπολσεβίκων», πάνω σ’ ένα κομμάτι λαξεμένου βράχου βρίσκεται αποτυπωμένη σε μέταλλο η νεκρική μάσκα του, έργο των συνεξόριστών του καλλιτεχνών Χρίστου Δαγκλή και Βασίλη Βλασίδη.
Στην ομιλία του ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ έδωσε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν οι τόποι εξορίας (και του Αη Στράτη), αναφέρθηκε ιδιαίτερα στον Αη Στράτη και τη συνεισφορά των εξορίστων του στους αγώνες του λαού μας και τόνισε ότι το παράδειγμά τους φωτίζει τις μελλοντικές γενιές γιατί τα ιδανικά τους είναι ανώτερα και εξυψώνουν τον άνθρωπο (ολόκληρη η ομιλία του Δημήτρη Κουτσούμπα εδώ). Στη συνέχεια έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου και ακολούθησε πρσκλητήριο νεκρών και τραγούδια.
Πριν ακόμα ολοκληρωθεί η εκδήλωση, πήραμε σιγά σιγά το δρόμο για το λιμάνι. Οι ακτίνες του ήλιου κουρασμένες απ’ τον κάματο της μέρας έπαιρναν τα ονόματα από το προσκλητήριο των νεκρών και τις νότες του πένθιμου εμβατήριου και τ’ ακουμπούσαν μελαγχολικά πάνω στις σκιές που σχημάτιζαν οι γερασμένοι τοίχοι και οι λιγοστές βάρκες στο μικρό λιμάνι.
Από τους λόφους του Αη Μηνά και του Αη Γιάννη το σούρουπο πήρε ν’ απλώνει τα δίχτυα του πάνω απ’ τον «κεντρικό θάλαμο», τη «λεωφόρο των Μπολσεβίκων», τον «βράχο του Λένιν», τα ερείπια του παλιού οικισμού, το καφενείο του Γερογιαννάκη (αγαπημένο των εξόριστων), τα στενά σοκάκια του χωριού και κατηφορίζει σιγά σιγά προς το λιμάνι.
Μαζί ζυγώνει και η ώρα της επιβίβασης στο καράβι, η ώρα για το ταξίδι της επιστροφής. Θέλεις αυτή η ώρα να καθυστερήσει, καθώς βαδίζεις δίπλα στις βάρκες και παρατηρείς τις σκιές που αργοσβήνουν στα νερά όπως κάποτε οι ζωές των ηρώων.
Αυτός ο χρόνος! Δεν κάνει λίγο κράτει. Αδυσώπητος μέχει παγερά αδιάφορος στο πέρασμά του, δεν χαμπαριάζει από στιγμές, δεκάρα δε δίνει για συναισθήματα, δεν υπολογίζει τίποτα ανθρώπινο. Μόνο να μετράει ξέρει καλά. Να βάζει στη σειρά χρόνια, αιώνες και ολόκληρες ιστορικές περιόδους και να καταμετρά θηριωδίες και κατορθώματα, προδοσίες και ηρωισμούς, αγωνίες και σκληρούς αγώνες, πόνο και λυτρωμό, ήττες και νίκες και αίμα, πολύ αίμα…
Η συμμετοχή στην επίσκεψη-προσκύνημα στον Αη Στράτη ήταν πολύ μεγάλη και αυτό δείχνει πολλά. Ο κόσμος έχει ανάγκη από κάπου να πιαστεί, να εμπνευστεί, να πάρει δύναμη και κουράγιο, να παρακινηθεί. Στις αμέτρητες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα, στο βαθύ σκοτάδι που τείνει να σκεπάσει τα πάντα, η ιστορία του εργατικού, λαϊκού, κομμουνιστικού-επαναστατικού μας κινήματος και οι ήρωές μας είναι ο φάρος που αντιστέκεται και φωτίζει.
Οι σημερινοί κομμουνιστές και αγωνιστές έχουν μόνο να μάθουν και να παραδειγματιστούν προσθέτοντας στα εργαλεία της ανάλυσης και της πάλης τους τις διαδρομές αυτής της ιστορίας και τα μικρά και μεγάλα μονοπάτια που βάδισαν οι γνωστοί και άγνωστοι μεγάλοι λαϊκοί αγωνιστές. Νιώθω την υποχρέωση να σημειώσω εδώ την προσπάθεια που κάνει το ΚΚΕ να αναδείξει και να προβάλλει αυτή την ιστορία, την ιστορία του. Τον κόπο, τα έξοδα, την κινητοποίηση και το μεράκι των στελεχών, των μελών και πολλών φίλων του Κόμματος στην κατεύθυνση αυτή, κόντρα στις μύριες όσες δυσκολίες του σήμερα. Μια ανάδειξη που, όπως πρώτοι οι κομμουνιστές βροντοφωνάζουν, δεν συνίσταται σε μια μουσειακή διαδικασία αλλά σε αιμοδότρα κατάθεση στην αγωνιστική δράση του σήμερα.
Ας παραπονιέται ο άνθρωπος, σοφά τα έφτιαξε όλα η φύση. Και πρώτα απ’ όλα τον ίδιο. Με τα κακά του και τα καλά του. Μια αιώνια διαπάλη ανάμεσα στα πιο βάρβαρα ένστιχτα και στο μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, που κάνει κάποτε ακόμα και το θάνατο να υποκλιθεί. Μια μάχη που γεννά βασανιστές-χτήνη και μάρτυρες ήρωες.
Οι ήρωες του Αη Στράτη δεν γεννήθηκαν ήρωες. «Δέθηκαν» στο καμίνι της λευτεριάς και της ταξικής πάλης. Αν σήμερα μπορούσαν να μας ακούσουν είναι βέβαιο ότι θα συμφωνούσαν ότι η μεγαλύτερη τιμή στον ηρωισμό και τη θυσία τους, η καλύτερη τιμή στη μνήμη τους, είναι η καλύτερη οργάνωση της πάλης μας, η δυνατότερη αναμέτρηση με τον ταξικό εχθρό, το ακούραστο και πιο αποφασιστικό βάδισμά μας «στις λεωφόρους του μέλλοντος», μέχρι τη νίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου