Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Θυμάσαι, πατέρα;

Γιώργος Μπουζιάνης, Πατέρα και γιός

...Δεν είχε χαράξει καλά όταν κινήσαμε. Σε τρεις ώρες φτάσαμε στην πρώτη πολιτεία. Έξω στους μύλους ο πατέρας έδεσε το άλογο, με πήρε απ' το χέρι και κινήσαμε για τα λεωφορεία. Κόσμος πολύς και φασαρία. Έβγαλε τα εισιτήρια, μπήκαμε μέσα. Βρώμαγε σαν σβησμένος λύχνος. Ξεκίνησε. Η στράτα όλο στροφές. Άρχισα να ξερνάω. Μετά από δυο ώρες φτάσαμε. Εγώ ήμουν πεθαμένος απ' το ξερατό και τη ζαλάδα κι άμα πάτησα στη στράτα, που ήταν ίσια και γυαλιστερή, όλο με μπέρδευε και παραπατούσα.
Φτάσαμε στο μαγαζί που θα έπιανα δουλειά. Κείνος ο άνθρωπος είχε πολλά βιβλία στους τοίχους και τετράδια κι άλλα χαρτιά, είχε φορεμένα ματογυάλια, με κοίταζε ώρα πολλή πάνω κάτω. Δε φαινόταν καλός άνθρωπος, καταδεχτικός. Γύρισε κατά τον πατέρα:
" Κύριε...πώς σας λένε είπαμε;"
" Γιάννο".
" Λοιπόν. κύριε Γιάννο, πολύ βλαχαδερό είναι το παιδί σου. Μάλλον δεν κάνει για τη δουλειά μου. Αλλιώς μου τα είπε ο συγγενής σας. Τέλος πάντων, ας μείνει λίγες μέρες και βλέπουμε".
Ο πατέρας δαγκώθηκε, αλλά κουβέντα δεν είπε. Με πήρε παράμερα:
" Να τον ακούς, πιδάκι μ' . Το βράδυ θα' ρθει ο μπάρμπας σ' να σε πάρει σπίτι".
Έσκυψε και με φίλησε. Ήταν σίγουρα η πρώτη φορά που φίλαγε μεγάλο παιδί. Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Εγώ στεκόμουνα ορθό με τον ντουρβά στον ώμο. Μπήκε μια γυναίκα που μύριζε όχι σαν τη μάνα μου αλλά αλλιώτικα. Μ' έβλεπε περίεργα: 
" Τι είναι αυτό, καλέ κύριε Κίμων; "
Αυτός γέλασε:
" Μου το' φεραν για το μαγαζί".
" Τς...τς...τς..." έκανε η κυρία σαν να' κλανε κότα. " Καλέ, θα σου βρωμίσει τα βιβλία αυτό".
Γέλασαν κι οι δύο. Δεν κατάλαβα γιατί.
" Βγάλε, παιδί μου, αυτό το πράμα απ' τον ώμο σου".
Το' βγαλα και το κρατούσα στην αγκαλιά.
Ήταν η προίκα μου και το φαΐ μου.
" Άφησέ το εκεί στη γωνιά, κάτω ".
Το άφησα.
" Ξέρεις να σκουπίζεις;"
" Ξέρω, μπάρμπα ".
" Μπαρμπαριά και Τούνεζι, ζώον ! Πάρε αυτή τη σκούπα και πήγαινε κάτω στο υπόγειο να ρίξεις λίγο νερό, να μη σηκώνεις σκόνη, και σκούπισε".
" Καλά, μπάρμπα".
Γρήγορα γρήγορα άρχισα και τέλειωσα. Ήξερα από σκούπισμα, πολλές φορές τα μαντριά εγώ τα σκούπιζα με το σάρμα. Ανέβηκα πάνω.
" Τώρα κλείνουμε για μεσημέρι", μου λέει, " να πας σπίτι σου και στις πέντε να' σαι απ' έξω".
" Καλά", είπα.
Χωρίς άλλη κουβέντα άρπαξα τον ντουρβά κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Με το που βρέθηκα στο δρόμο, σταμάτησα τον πρώτο περαστικό:
" Μπάρμπα, πού είναι τα λεωφορεία;"
Μου έδειξε. Έφυγα τρέχοντας, δεν ήταν μακριά. Θαύμα είναι πώς δε με χτύπησε αυτοκίνητο. Πέρναγα τα στενά χωρίς να βλέπω ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Έφτασα στην πλατεία του Λαού, στα λεωφορεία. Γύρω γύρω όλη η πλατεία, καρέκλες και πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο. Μια κομπανία από οργανοπαίχτες, γύφτους και χαλκιάδες , έπαιζε κάτω απ' τον πλάτανο σιγανά σιγανά διάφορους σκοπούς, περιμένοντας κι αυτοί το λεωφορείο για να πάνε σε κάποιο απ' τα πανηγύρια, που είχαν πολλά απ' τα χωριά του κάμπου. Τον είδα. Καθόταν στο πεζοδρόμιο, είχε ανασηκωμένη την τραγιάσκα του και το σακάκι ριγμένο στον ώμο. Κάπνιζε, κοίταζε ίσια μπροστά του χωρίς να βλέπει τίποτα. Σκεφτόταν πως ένα κομμάτι απ' το κορμί της φαμελιάς του κόπηκε σήμερα κι έμεινε στα ξένα μοναχό. Ήταν λυπημένος.
" Πατέρα!"
Αναπήδησε:
" Τι είναι, πιδάκι μ'...έφυγες;"
Μου φάνηκε σαν να χάρηκε όταν το είπε. Δε μίλησα, τον κοίταξα στα μάτια.
" Όχι. Έκλεισε το μαγαζί μέχρι τις πέντε".
Μ' έσφιξε δυνατά:
" Έφαγες, πιδάκι μ' ;"
" Όχι ".
Έβγαλε απ' τον ντουρβά ψωμί, τυρί κι από ένα χαρτί χαλβά που' χε για το χωριό. Αρχίσαμε να τρώμε χωρίς να μιλάμε. Τα όργανα έπαιζαν ή μάλλον αυτοσχεδίαζαν. Ο γερο - χαλκιάς κένταγε με το κλαρίνο και τα τσίπ' ρα έρχονταν το' να μετά το άλλο στο τραπέζι.
" Λεοντάρι, Ανάβρα, Αγόριανη, Σοφάδες, Αβαρίτσα...Το λεωφορείο φεύγει. Περάστε, περάστε! " σχεδόν ούρλιαξε ένας χοντρός εισπράκτορας , καταϊδρωμένος, που σιχτίριζε την κοινωνία που' χε γίνει εισπράκτορας κι όχι στρατηγός.
" Σε δέκα λεπτά φεύγει".
Πρώτα σηκώθηκαν τα όργανα, πήραν τα μπουκάλια με το τσίπ' ρο μαζί.
" Περάστε. Τα πράματα δεξιά, για τη σκάλα, να παν απάνου. Ό,τι στάζει, ό,τι λερώνει, στην αγκαλιά σας, βλαχαδερά!" ούρλιαξε πάλι ο χοντρός κι άρχισε ν' ανεβαίνει τη σκάλα για τον ουρανό του λεωφορείου.
" Πιδάκι μ', πρέπει να πααίνω", με χάιδεψε στο κεφάλι.
Πήρα τον ντουρβά στα χέρια. Με κοίταξε. Ανέβηκε στο λεωφορείο. Η θέση του ήταν σε παραθύρι ανοιχτό, έβγαλε το χέρι του και μετά το κεφάλι. Πήγα κοντά, από κάτω του.
" Πιδί μ', φτωχοί άνθρωποι' μεις, με τον φτωχό και τον πονεμένο κολιγιά είμαστε, μην τον αδικήσεις, μην του κλέψεις το ψωμί απ' το χέρι, μη βάλεις αμανάτι τον εαυτό σου για το καλύτερο που δεν είναι θ' κό σ'. Ό,τι φκιάνουν τα χέρια σ', αυτό είναι το καλό. Μην το πάρεις απ' τα χέρια τ' αλλουνού που' ναι αδύναμος και μην ξεχάσεις να κεράσεις τον φίλο που δεν πρόκοψε όπως εσύ..." Τα μάτια του ήταν υγρά, λυπημένα: " Να ' σαι καλό παιδί..."
" Θα' μαι, πατέρα".
" Φεύγουμε!" ούρλιαξε πάλι ο χοντρός.
Τα όργανα έπαιξαν δυνατά. Ο οδηγός είχε πιεί τα τσίπ' ρα του και χτύπαγε τα χέρια στο ρυθμο του κλαρίνου. Έβαλε μπροστά το λεωφορείο.
" Άιντε, πιδί μ', φεύγω. Το Σάββατο θα' ρθω πίσω να σε ιδώ".
Άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Ο κόσμος μεγάλωνε απότομα, μ' έκλεινε μέσα του, με φυλάκιζε κι εγώ μίκραινα. Το λεωφορείο ξεκίνησε. Εκείνος με κοίταγε απ' το παραθύρι. Τα όργανα έπαιζαν δυνατά κι άρχισα να τρέχω πίσω απ' το λεωφορείο. Εκείνος κούναγε το χέρι του χαιρετώντας με. Άρχισα να φωνάζω:
" Πατέρα...πατέρα...Πάρε με πίσω στο χωριό...Πατέρα..."
Άπλωνα το χέρι μου. Εκείνος κούναγε το δικό του χαιρετώντας με. Τα όργανα δυνάμωναν και δε μ' άκουγε.
" Πατέρα, μη μ' αφήνεις μοναχό εδώ, πατέρα..."
Το λεωφορείο έστριψε. Απόστασα. Έκατσα σ' ένα πεζούλι στην άκρη στο πεζοδρόμιο μοναχός. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Τους κοίταζα. Κανένα δεν ήξερα. Κανένας δε μου έλεγε καλημέρα. Άνοιγμα δεν έβλεπα πουθενά. Όλο μεγάλα σπίτια. Πώς παίρνει ανάσα ο κόσμος εδώ; Σηκώθηκα. Έφκιαξα τον ντουρβά με τα προικιά μου, που τον είχα κρεμασμένο στον ώμο, και κοίταξα το δρόμο το φαρδύ προς τα κάτω. Μπροστά ξανοιγόταν η πολιτεία, η νέα μου ζωή, οι καινούριοι άνθρωποι...Εδώ πρέπει να ζήσω, χωρίς τους δικούς μου, εδώ πρέπει να βρω τους καλούς ανθρώπους να κάνω μαζί τους κολιγιά. Σ' αυτούς να πω το λόγο τον γκαρδιακό, αλλά πώς να τους γνωρίσω, εδώ κανένας δεν ακούει τον άλλον, ο σαματάς είναι δυνατός και σκεπάζει τις φωνές.
Βλέπω από πάνω να έρχονται κάτι άνθρωποι εργατικοί. Είναι στη γραμμή. Ήταν πολλοί μαζί. Φωνάζουν δυνατά. Είχαν κόκκινα πανιά δεμένα σε ξύλα. Λένε για ψωμί, για δουλειά, για φτώχεια, για δημοκρατία.
" Όταν οι άνθρωποι είναι αντάμα", έλεγε ο πατέρας, " είναι δυνατοί".
Πέρναγαν από μπροστά μου. Ήταν γεροί άνθρωποι. Εγώ σηκώθηκα και τους κοίταζα.
" Από πού είσαι εσύ, παιδί μου;" με ρωτάει ένας.
Του είπα το χωριό. Χαμογέλασε.
"Κοντοχωριανοί είμαστε. Εγώ είμαι απ' τη Χιλιαδού" μου λέει.
Να που βρήκα πατριώτη άνθρωπο και μου μιλάει, τον πήρα από κοντά δίπλα απ' τη γραμμή. Στην στράτα τον ρωτάω:
" Γιατί κρατάς αυτό το κόκκινο πανί, μπάρμπα;"
" Είναι το αίμα μου, παιδί μου."
Με κοίταξε ίσια στα μάτια κι άλλη λέξη δεν είπε, ήταν σαν με κάρφωσε με μαχαίρι.
Παρακάτω τους περίμεναν κι άλλοι εργατικοί άνθρωποι και παρακάτω άλλοι κι άλλοι κι άλλοι και φώναζαν όλοι μαζί. Μυαλωμένα πράματα έλεγαν. Τα πρόσωπά τους, έτσι ξαναμμένα που ήταν, έλαμπαν. Ψυχωμένοι άνθρωποι, ήταν και γυναίκες και παιδιά, φώναζαν όλοι. Άρχισα να φωνάζω κι εγώ. Μπήκανε στην πλατεία. Μόλις άρχισε ένας να μιλάει ανεβασμένος σ' ένα τραπέζι, να οι χωροφυλάκοι. Κάτι είπε ο καπετάνος και βγάλαν κάτι κοντά ξύλα απ' τις κωλότσεπες και χωρίς πολλά πολλά άρχισαν να τους βαράνε. Αυτός που μίλαγα εγώ έπεσε καταγής, τον πάταγαν. Μου' δωκε το πανί με το ξύλο που κράταγε.
" Τρέχα", μου λέει, " και μην τ' αφήσεις".
Έμεινα σαν χαζό, πετάγεται ένας άλλος και, όπως κράταγα το ξύλο, μου' δωκε μια κλοτσιά στον κώλο. Χωρίς αιτία. Ξεράθηκα. Δε φόραγε χωροφυλακίστικα, αυτός καθόταν δίπλα κι έβριζε. Του τραβάω κι εγώ μια στο καλάμι, ρέκαξε απ' τον πόνο. Όχι, θα τον άφηνα!
" Κωλόπαιδο! " μου χουγιάζει ένας χωροφύλακας και μ' αρχίνησε στα σκαμπίλια.
Εμένα ούτε ο πατέρας μου δε με χτύπησε ποτέ.
" Τρέχα! " μου ξαναφώναξε κείνος που μου' δωκε το πανί με το ξύλο. " Τρέχα, μη σε πάρουν μέσα ".
Δεν κατάλαβα πού θα με πήγαιναν, όμως έβγαλα τα παπούτσια κι άρχισα την π' λάλα. Ένας με κυνήγαγε από πίσω, πού να με πιάσει. Έφαγα όμως μια στην πλάτη. Μόλις έστριψα σε ένα στενό με το πανί στο χέρι, μου κρένει ένας, μπήκα σε κάτι τοίχους με πολλά πατώματα, με άρπαξε απ' τον ώμο:
" Από δω, ρε βλαχάκο με τον ντουρβά".
Σχεδόν μ' έκλεισε στην αγκαλιά του, ήταν μεγαλόκορμος σαν τον πατέρα. Είχε κάτι χερούκλες ροζιασμένες. Είχε φαρδύ μέτωπο και μεγάλα άλουστα μαλλιά. Έμοιαζε με το Χριστο, που είχαμε στο εικόνισμα, όταν ευλογούσε  παιδιά. Μου χαμογέλασε. Τους είπα τα καθέκαστα. Μείναμε εκεί ώσπου έπεσε το σούρουπο. Δεν πήγα στο μαγαζί, έχασα τη δουλειά. Τώρα τι να κάνω; Πού να πάω; Φαμελιά δεν έχω. Τίποτα δεν έχω.
" Εμείς είμαστε τρανή φαμελιά και ενωμένη, σε μας χωράει κάθε καλός άνθρωπος", μου είπε αυτός που μ' έπιασε.
Εμένα όμως ο πατέρας με διάταξε να προσέχω τους ανθρώπους. " Να μη δίνεις βάση στον άνθρωπο, αν δεν δοκιμαστεί στο καλό έργο πρώτα".
" Κίτσο ", λέει σ' έναν, " πάρε το κούτσ' κο σπίτ', τάισ' το και πλάιασ' το, εγώ θα βρω τον μπάρμπα τ'". Γύρισε σε μένα: " Το πρωί στις 7 να' σαι δω, θα δουλέψουμε μαζί, θα χτίζουμε σπίτια για τους ανθρώπους με το αίμα μας και άμα θέλουν τ' αφεντικά να μας το πίνουν τζάμπα, θα τους πολεμάμε. Θέλεις;"
" Θέλω ".
" Σύντροφοι, κι άλλος συνάδελφος" ( απόσπασμα)

Βασίλης Κολοβός, Θυμάσαι, πατέρα; Καστανιώτης, Αθήνα 1994, 6η έκδοση
" Γλώσσα μακρυγιαννική, κοφτερή σαν καλοακονισμένο μαχαίρι. Χαρακτήρες άγριοι σαν φθινοπωρινός βοριάς. Ένα βασικό ταξικό ένστικτο από χώμα και νερό, που εισχωρεί σαν λοστάρι για να ξεκολλήσει την πέτρα απ' την πέτρα" ( από το οπισθόφυλλο)
Το μυθιστόρημα του Βασίλη Κολοβού «Θυμάσαι, πατέρα;» επιλέχθηκε το 1998 να είναι για τέσσερα χρόνια η βασική διδακτέα ύλη στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, , μαζί με τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, την «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη και τη «Σαρκοφάγο» του Ιωάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου