Μακριά, στην αρχή του τραίνου ακούστηκε η ατμομηχανή να ξεφωνίζει σαν υστερικιά. Έξω, η γη του Δέλτα στραφτάλιζε κάτω από το φεγγάρι. Μαύρη σιλουέτα σε φόντο ασημί: μια γκαμούζα σκυμένη να πίνει από το κανάλι. Δεντροστοιχίες από ευκάλυπτους και πιο κάτω άλλες με συκομουριές. Πλάι σ' ένα χαμηλό χτίσμα κάτι γαζίες, γύρω τους το χώμα είναι περιχαρακωμένο με κοντή πεζούλα από πηλό. Τόπος προσευχής, αλώνι, ή τάφος; Άνθρωποι δε φαίνονται, τα χωριά λουφάζουν σκοτεινά και δίχως κίνηση. Μόνο οι χουρμαδιές, λυγερές κι ολομόναχες, ξεπετάγονται μέσ' από τα λασπόσπιτα και σαλεύουν ψηλά το σπαθωτό τους φύλλωμα σα λοφίο θυμωμένου τσαλαπετεινού. Στο Νταμαχούρ πίσω από το τζάμι του παράθυρου, παρουσιάστηκε το φεγγάρι, κι από τότε τρέχει μαζί μας. Χάνεται, ξανάρχεται, το ιλαρό του πρόσωπο χαμογελά και σωπαίνει, κάνει πως θα περάσει πάνω από την αμαξοστοιχία κι ύστερα μετανιώνει και μένει πίσω, σα να βαρέθηκε όλους εμάς που μερμηγκιάζουμε τρέχοντας απάνω κάτω στην καφεδιά κοιλάδα, κυνηγώντας, κυνηγημένοι, από πάθη, ευγενικά, ή πρόστυχα, μα ποιος θα κάνει το ξεδιάλεγμα, με ποια τσιμπίδα, μέσα σε ποιες στάχτες;
"Βα - σίιι - λη! Γα - ρέε - λα ! Βα - σί - λη Γα - ρέ - λα ", λένε από κάτω μου οι ρόδες καθώς ο μηχανικός βάνει τα δυνατά του για να φτάσουμε με λιγότερη καθυστέρηση. Ο νους μου καρφώθηκε στο Βασίλη. Αν βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, τα πράματα είναι απλά, θα τον ρωτήσω. Τι συμφέρον έχει να μου κρύψει την αλήθεια; Ποια φιλία, ποια πίστη, ποιαν αλληλεγγύη θα βάλει πάνω από τον αγώνα; Μόνο να βρίσκεται στην Αλεξάντρεια. Ο Φάνης δεν ήταν σίγουρος. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το σημείωμα: Μα τι θέλει να πει εδώ χάμου; Ο Γαρέλας πρέπει να βρίσκεται στην Μπεγκάζη, με το Όγδοο τάγμα, πώς τον αφήσαν κι έφυγε;
Σιγά σιγά ο αέρας μέσα στο βαγόνι άλλαξε· έρχονται τώρα κάτι μυρωδιές υγρές, ψαρίλα και βούρκος. Κοντεύουμε. Θα είναι καμιά ώρα που περάσαμε το Νταμανχούρ, εξήντα χιλιόμετρα, όπου να' ναι φτάνουμε. Η ατμομηχανή ξανασφυρίζει , απειλητικά. Παρουσιάζεται ένας τσαλακωμένος άνθρωπος με στολή κλητήρα: " Σίντι Γκάμπερ ", μου λέει επίσημα. Ξέρω, είναι η στάση, πέντε λεπτά πριν απ' την Αλεξάνδρεια, εκεί λογαριάζω να κατεβώ. Αυτός μ' εξετάζει, τα μούτρα του παίρνουν όλο και διαφορετική έκφραση: αυστηρή, φοβισμένη, χαμογελαστή. Άξαφνα μου κάνει μια χαιρετούρα από την κοιλιά στο κούτελο και πάλι στην κοιλιά, με φωνάζει και "μπέη"· κατόπι κοιτάζει το δίχτυ πάνω απ' το κεφάλι μου. Δεν έχω αποσκευές, πακέτα, μήτε καν εφημερίδες. Βγάζω και του βάζω στο χέρι δυό γρόσια, το μπαξίσι του. Χαιρετάει με υπόκλιση, ξανακοιτάζει το δίχτυ σα να το μαλώνει, και φεύγει. Στο διπλανό χτυπάει διακριτικά την πόρτα: " Σίντι Γκάμπερ στέισιον ", λέει τώρα στ' αγγλικά.
Σηκώνομαι και κάνω πως πηγαίνω στην τουαλέτα. Το τραίνο κόβει μαλακά τη φόρα του, στους διαδρόμους η σκόνη στροβιλίζεται, μακριά το φεγγάρι τρέχει πάνω από μια λεία κι αστραφτερή έκταση, δεν είναι η θάλασσα, ίσως είναι η λίμνη, τα έλη; Υποχωρώ στα βαγόνια της τρίτης θέσης. Δρασκελώ μπόγους, καφάσια, οι επιβάτες όρθιοι ετοιμάζονται, μιλούν όλοι μαζί με μεγάλες χειρονομίες, μαζεύουν τις κελεμπίες στα σκέλια, τις στριφώνουν μέσα στην παλάμη και τις σηκώνουν ψηλά για να κινούνται πιο ελεύθερα. Μια μπόχα ιδρώτα, κρεμυδίλας και σκόνης. Κάτω από τα πόδια κυλούνε γδούποι, σέρνονται αλυσίδες. Προχωρώ με κόπο και φτάνω στον εξώστη του τελευταίου βαγονιού. Με τους λαθρεπιβάτες και τους ανυπόμονους σαλτάρω κι εγώ μέσα στη νύχτα. Το φαναράκι του τελευταίου βαγονιού απομακρύνεται αργά, κόκκινο· σ' εκατό μέτρα σταματά. Αφήνω τους άλλους να με προσπεράσουν, μερικοί φεύγουνε κόντρα, σκουντουφλώντας πάνω στις τραβέρσες, μέσα στα σκοτεινά.
Δρασκελώ τις ράγιες. Τα κάγκελα είναι από μπετόνι. Κάπου θα βρεθεί κανένα σπασμένο, υπομονή. Δεξιά μου ακούω την κίνηση του δρόμου, βλέπω λιμουζίνες να γλιστρούν με σβησμένους φάρους κι η άσφαλτος αστράφτει στο φως του φεγγαριού. Αριστερά φαίνονται φυτείες, καλαμπόκια ή ζαχαροκάλαμα. Εκείνες οι καμπούρες με τα κρεμασμένα χέρια σίγουρα είναι μπανανιές. Και να το κάγκελο, τριάντα μέτρα από το κόκκινο φαναράκι: έμεινε ο σιδερένιος του σκελετός, μια σκουριασμένη βέργα που κάνει κοιλιά. Γλιστρώ εύκολα, πατώ στο πεζοδρόμι της λεωφόρου Αμπουκίρ. Σαν τους λαθρεπιβάτες, γυρνώ τη ράχη στο σταθμό. Πιο κάτω ανάβω τσιγάρο, χώνω τα χέρια στις τσέπες και περνώ στο αντικρινό πεζοδρόμι. Ύστερα, κάνω ξαφνικά μεταβολή κι ανεβαίνω το δρόμο· τραβώ για το Νοσοκομείο. Στην άλλη πλευρά της λεωφόρου τα χαμηλωμένα φώτα και η κίνηση του σταθμού, οι σκιές που συνωστίζονται, τα ταξιά που κορνάρουν και βάζουν εμπρός, ποια σχέση έχουν μ' ένα νυχτερινό διαβάτη που ήσυχα πηγαίνει στο σπίτι του;
Την Αλεξάνδρεια δεν την ήξερα καλά· κι όμως η μάνα εκεί γεννήθηκε, εκεί την παντρεύτηκε ο πατέρας και την έφερε νιόνυφη στην Κηφισιά. Αλλά τι να μου κάνει ένας μήνας, πέρυσι το φθινόπωρο; Για να γνωρίσω μια τέτοια πόλη εγώ χρειάζομαι μήνες, πολλές μέρες αδειανές. Να τριγυρνάω άσκοπα, να παίρνω δρόμους που δεν ξέρω πού βγάζουνε, να κάνω ανακαλύψεις, μια εσωτερική αυλή με μπλε μαλτεζόπλακες, τα σχέδια μιας ξεγοφιασμένης καγκελόπορτας, ένα μικρό τζαμί με κίτρινες και τριανταφυλλιές ραβδώσεις σαν ποδοσφαιρική φανελλίτσα, και πλάι του ένα δέντρο με γυαλιστερό κορμό και φύλλωμα γεμάτο δεκοχτούρες. Να στέκομαι μπρος σε παλιές πόρτες, να διαβάζω χρονολογίες σκαλισμένες στην πέτρα ή το ξύλο και να ρεμβάζω: Αυτό δεν το ' πιασε η μεγάλη πυρκαϊά, τούτο χτίστηκε τη χρονιά που γεννήθηκε η μάνα...Ν' ακούω τις ονομασίες των δρόμων, κι η φαντασία μου να παραπατάει από τον κόσμο του Ηρόδοτου και του Πλούταρχου στον τωρινό των τοκογλύφων και των βαμπακάδων. Να μπαίνω σε μεγάλα ξεπεσμένα καφενεία, με τους καθρέφτες που διαφημίζαν μάρκες κρασιών και κονιάκ και δυναμωτικών ξεχασμένες σήμερα, με τη μυρωδιά του τουμπεκί χωμένη βαθιά στις βουλιαγμένες ψάθες των καθισμάτων, στις σπαραγμένες τσόχες των μπιλιάρδων, στις κασετίνες με το τεμπεσίρι και τα σφουγγαράκια, με τη φωνή του γκαρσονιού, συρτή και διαπεραστική, που δίνει παραγγελίες ρωμέικα...Κι ακόμη πρέπει να έχω ελευθερία, να πηγαίνω μέσα στον κόσμο, στους εργατικούς, στο λιμάνι, στα παζάρια, στα σπίτια τους, στα εργοστάσια και τα κέντρα, μέσα στα φώτα, μέσα στο φως. Εγώ το μήνα τον πέρασα κλεισμένος σ' ένα ισόγειο, κάτι σαν κοινόβιο ή κολλεχτίβα για ναυτεργάτες, στη στάση της Κλεοπάτρας, πάνω στην Κορνίς. Τα βράδια έβγαινα για τις συνεργασίες με τους συντρόφους, αλλά κανονίζαμε συνάντηση μόνο σε μέρη όπου μπορούσα να προσανατολίζομαι ή να θυμάμαι τα ονόματα των δρόμων τους. Τα γνώρισα λοιπόν βιαστικά, νύχτα, και με το νου δοσμένο στα μεγάλα νέα που μεταδίναν τα ραδιόφωνα, τη μάχη του Αλαμέιν, την υποχώρηση του Ρόμμελ. Πιο ανατολικά, στη λεωφόρο Αμπουκίρ, βρισκόταν το Ελληνικό Νοσοκομείο. Πέρασα εκεί μέσα δέκα μέρες, το Γενάρη. Μήτε κι αυτή τη φορά σκέφτηκα να ρωτήσω αν ζούσαν τίποτα συγγενείς της μάνας, ξαδέρφια και μικρανήψια της. Ήξερα μόνο πως κάπου στο Ράμλι, στη γειτονιά του Προφήτη Ηλία έπρεπε να ψάξω, αν τ' αποφάσιζα.
Και τώρα, τρίτη φορά, πάλι παράνομος, πάλι φθινόπωρο, και νύχτα. Έκανα ήσυχα το δρόμο μου ως το Νοσοκομείο. Απ' το πορτάκι των Αγίων Θεοδώρων γλίστρησα στον περίβολο, και βαδίζοντας τοίχο τοίχο έφτασα στην πτέρυγα του προσωπικού. Σύνδεσμός μας ήταν ένας μάγερας, μεσόκοπος, και παχύς, λιγάκι σαστισμένος, αλλά πολύ πιστός σύντροφος.
- Ντέε! ξαφνιάστηκε σα με είδε μπρος του και μ' έσπρωχνε με την κοιλιά σ' ένα σκοτεινό διάδρομο: Σε είδανε όταν έμπαινες;
Τον καθησύχασα, του είπα πως μήτε οι χαφιέδες του σταθμού πήρανε χαμπάρι πως έφτασα, και ρώτησα αν λειτουργούσε πάντα το κοινόβιο στην Κλεοπάτρα.
- Τρέχα, μου κάνει.Ίσα που προφταίνεις τη Χήρα. Στις δέκα έχει ραντεβουδάκι.
( απόσπασμα)
Στρατή Τσίρκα, Η νυχτερίδα, Κέδρος, Αθήνα 2000, 31η έκδοση
" Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα καλύπτουν, κατά κύριο λόγο, τα γεγονότα της περιόδου 1942-1944, την πιο κρίσιμη, δηλαδή, περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ενώ, ταυτόχρονα, το έργο περιλαμβάνει σκηνές από την ιστορία της αποικιακής Αιγύπτου, τον 19ο αιώνα, καθώς επίσης και από την μετεμφυλιακή Ελλάδα του δεκαετίας του ’50. Ο χρόνος και ο τόπος της αφήγησης εναλλάσσεται γύρω από τρεις πόλεις στις οποίες εξελίσσεται η μυθιστορηματική δράση. Στην Ιερουσαλήμ της Λέσχης, στο Κάιρο της Αριάγνης και στην Αλεξάνδρεια της Νυχτερίδας παρακολουθούμε τις μετακινήσεις των μυθιστορηματικών προσώπων, τα οποία παρασύρονται από τις “τύχες του πολέμου”, την προσφυγική διασπορά και τον αντιφασιστικό αγώνα. Σταθμοί της αφήγησης, η επίθεση του Ρόμελ και η αναγκαστική προσφυγιά των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής στην Ιερουσαλήμ, το καλοκαίρι του 1942 (Λέσχη), τα γεγονότα της διάλυσης της Β΄ Ταξιαρχίας των ενόπλων δυνάμεων τον Ιούλιο του 1943 (Αριάγνη), και το κίνημα του Απρίλη του 1944 (Νυχτερίδα). Ο συγγραφέας συντάσσει μια λογοτεχνική μαρτυρία με στόχο την αποκατάσταση της αντίστασης στη Μέση Ανατολή αλλά και την παράλληλη ανάδειξη των «κομμένων κεφαλών», των προσώπων και των μηχανισμών που συντέλεσαν στην περιθωριοποίηση και στο στιγματισμό των πρωταγωνιστών του Απρίλη του 1944. Ιστορία, έρωτας και πολιτική: ένα τρίγωνο, που ενώνει τα ανθρώπινα πάθη με τους κοινωνικούς αγώνες. Η περιπλάνηση των ηρώων στον καινούριο, κάθε φορά, χώρο των “ακυβέρνητων πολιτειών” φέρνει στο προσκήνιο την οπτική γωνία του ξένου, του πρόσφυγα, του εξόριστου, του κυνηγημένου. Ένας μικρόκοσμος, που αποτυπώνει όλη την παθολογία του πολέμου: το φόβο του θανάτου και την αγωνία της επιβίωσης, τις ψυχικές αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τη συνάντηση και την αναμέτρηση με τον άλλο. Κεντρικός ήρωας της τριλογίας, ο Μάνος Σιμωνίδης· ένας τριαντάρης αριστερός διανοούμενος που έρχεται μετά το αλβανικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή, και συνδέεται με τις παράνομες αντιφασιστικές οργανώσεις. Παντού «περαστικός και ξένος», θα ακολουθήσει τους δρόμους της καρδιάς και θα βαδίσει πάνω στα ίχνη της μνήμης. Εστιάζοντας το ιστορικό του βλέμμα στις ακυβέρνητες πολιτείες του 20ού αιώνα, ο Τσίρκας δεν μάς προσφέρει μόνο μια τοιχογραφία των ιστορικών περιπετειών που γνώρισε η μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά μάς προσφέρει κι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό διαβατήριο για να ταξιδέψουμε στο σήμερα. «Γεροσόλυμα, Κάιρο, Αλεξάνδρεια…. Μεσ’ στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής τριγυρνάμε, δίνουμε ραντεβού, ξαναχωρίζουμε, κι από πάνω μας το ίδιο φεγγάρι· μας κυνηγάει σα να μας μάχεται». Διάλογο με την Ιστορία χαρακτήρισε ο συγγραφέας το έργο του. Μέσα από τον σχολιασμό της νέας έκδοσης της τριλογίας, που φωτίζει τα ιστορικά δρώμενα, αναδεικνύεται επίσης και ο διάλογος του συγγραφέα με τη μεγάλη λογοτεχνική ευρωπαϊκή παράδοση και τον μοντερνισμό.( Σχόλιο της Χρύσας Προκοπάκη στην έκδοση του 2005)
"Βα - σίιι - λη! Γα - ρέε - λα ! Βα - σί - λη Γα - ρέ - λα ", λένε από κάτω μου οι ρόδες καθώς ο μηχανικός βάνει τα δυνατά του για να φτάσουμε με λιγότερη καθυστέρηση. Ο νους μου καρφώθηκε στο Βασίλη. Αν βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, τα πράματα είναι απλά, θα τον ρωτήσω. Τι συμφέρον έχει να μου κρύψει την αλήθεια; Ποια φιλία, ποια πίστη, ποιαν αλληλεγγύη θα βάλει πάνω από τον αγώνα; Μόνο να βρίσκεται στην Αλεξάντρεια. Ο Φάνης δεν ήταν σίγουρος. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το σημείωμα: Μα τι θέλει να πει εδώ χάμου; Ο Γαρέλας πρέπει να βρίσκεται στην Μπεγκάζη, με το Όγδοο τάγμα, πώς τον αφήσαν κι έφυγε;
Σιγά σιγά ο αέρας μέσα στο βαγόνι άλλαξε· έρχονται τώρα κάτι μυρωδιές υγρές, ψαρίλα και βούρκος. Κοντεύουμε. Θα είναι καμιά ώρα που περάσαμε το Νταμανχούρ, εξήντα χιλιόμετρα, όπου να' ναι φτάνουμε. Η ατμομηχανή ξανασφυρίζει , απειλητικά. Παρουσιάζεται ένας τσαλακωμένος άνθρωπος με στολή κλητήρα: " Σίντι Γκάμπερ ", μου λέει επίσημα. Ξέρω, είναι η στάση, πέντε λεπτά πριν απ' την Αλεξάνδρεια, εκεί λογαριάζω να κατεβώ. Αυτός μ' εξετάζει, τα μούτρα του παίρνουν όλο και διαφορετική έκφραση: αυστηρή, φοβισμένη, χαμογελαστή. Άξαφνα μου κάνει μια χαιρετούρα από την κοιλιά στο κούτελο και πάλι στην κοιλιά, με φωνάζει και "μπέη"· κατόπι κοιτάζει το δίχτυ πάνω απ' το κεφάλι μου. Δεν έχω αποσκευές, πακέτα, μήτε καν εφημερίδες. Βγάζω και του βάζω στο χέρι δυό γρόσια, το μπαξίσι του. Χαιρετάει με υπόκλιση, ξανακοιτάζει το δίχτυ σα να το μαλώνει, και φεύγει. Στο διπλανό χτυπάει διακριτικά την πόρτα: " Σίντι Γκάμπερ στέισιον ", λέει τώρα στ' αγγλικά.
Σηκώνομαι και κάνω πως πηγαίνω στην τουαλέτα. Το τραίνο κόβει μαλακά τη φόρα του, στους διαδρόμους η σκόνη στροβιλίζεται, μακριά το φεγγάρι τρέχει πάνω από μια λεία κι αστραφτερή έκταση, δεν είναι η θάλασσα, ίσως είναι η λίμνη, τα έλη; Υποχωρώ στα βαγόνια της τρίτης θέσης. Δρασκελώ μπόγους, καφάσια, οι επιβάτες όρθιοι ετοιμάζονται, μιλούν όλοι μαζί με μεγάλες χειρονομίες, μαζεύουν τις κελεμπίες στα σκέλια, τις στριφώνουν μέσα στην παλάμη και τις σηκώνουν ψηλά για να κινούνται πιο ελεύθερα. Μια μπόχα ιδρώτα, κρεμυδίλας και σκόνης. Κάτω από τα πόδια κυλούνε γδούποι, σέρνονται αλυσίδες. Προχωρώ με κόπο και φτάνω στον εξώστη του τελευταίου βαγονιού. Με τους λαθρεπιβάτες και τους ανυπόμονους σαλτάρω κι εγώ μέσα στη νύχτα. Το φαναράκι του τελευταίου βαγονιού απομακρύνεται αργά, κόκκινο· σ' εκατό μέτρα σταματά. Αφήνω τους άλλους να με προσπεράσουν, μερικοί φεύγουνε κόντρα, σκουντουφλώντας πάνω στις τραβέρσες, μέσα στα σκοτεινά.
Δρασκελώ τις ράγιες. Τα κάγκελα είναι από μπετόνι. Κάπου θα βρεθεί κανένα σπασμένο, υπομονή. Δεξιά μου ακούω την κίνηση του δρόμου, βλέπω λιμουζίνες να γλιστρούν με σβησμένους φάρους κι η άσφαλτος αστράφτει στο φως του φεγγαριού. Αριστερά φαίνονται φυτείες, καλαμπόκια ή ζαχαροκάλαμα. Εκείνες οι καμπούρες με τα κρεμασμένα χέρια σίγουρα είναι μπανανιές. Και να το κάγκελο, τριάντα μέτρα από το κόκκινο φαναράκι: έμεινε ο σιδερένιος του σκελετός, μια σκουριασμένη βέργα που κάνει κοιλιά. Γλιστρώ εύκολα, πατώ στο πεζοδρόμι της λεωφόρου Αμπουκίρ. Σαν τους λαθρεπιβάτες, γυρνώ τη ράχη στο σταθμό. Πιο κάτω ανάβω τσιγάρο, χώνω τα χέρια στις τσέπες και περνώ στο αντικρινό πεζοδρόμι. Ύστερα, κάνω ξαφνικά μεταβολή κι ανεβαίνω το δρόμο· τραβώ για το Νοσοκομείο. Στην άλλη πλευρά της λεωφόρου τα χαμηλωμένα φώτα και η κίνηση του σταθμού, οι σκιές που συνωστίζονται, τα ταξιά που κορνάρουν και βάζουν εμπρός, ποια σχέση έχουν μ' ένα νυχτερινό διαβάτη που ήσυχα πηγαίνει στο σπίτι του;
Την Αλεξάνδρεια δεν την ήξερα καλά· κι όμως η μάνα εκεί γεννήθηκε, εκεί την παντρεύτηκε ο πατέρας και την έφερε νιόνυφη στην Κηφισιά. Αλλά τι να μου κάνει ένας μήνας, πέρυσι το φθινόπωρο; Για να γνωρίσω μια τέτοια πόλη εγώ χρειάζομαι μήνες, πολλές μέρες αδειανές. Να τριγυρνάω άσκοπα, να παίρνω δρόμους που δεν ξέρω πού βγάζουνε, να κάνω ανακαλύψεις, μια εσωτερική αυλή με μπλε μαλτεζόπλακες, τα σχέδια μιας ξεγοφιασμένης καγκελόπορτας, ένα μικρό τζαμί με κίτρινες και τριανταφυλλιές ραβδώσεις σαν ποδοσφαιρική φανελλίτσα, και πλάι του ένα δέντρο με γυαλιστερό κορμό και φύλλωμα γεμάτο δεκοχτούρες. Να στέκομαι μπρος σε παλιές πόρτες, να διαβάζω χρονολογίες σκαλισμένες στην πέτρα ή το ξύλο και να ρεμβάζω: Αυτό δεν το ' πιασε η μεγάλη πυρκαϊά, τούτο χτίστηκε τη χρονιά που γεννήθηκε η μάνα...Ν' ακούω τις ονομασίες των δρόμων, κι η φαντασία μου να παραπατάει από τον κόσμο του Ηρόδοτου και του Πλούταρχου στον τωρινό των τοκογλύφων και των βαμπακάδων. Να μπαίνω σε μεγάλα ξεπεσμένα καφενεία, με τους καθρέφτες που διαφημίζαν μάρκες κρασιών και κονιάκ και δυναμωτικών ξεχασμένες σήμερα, με τη μυρωδιά του τουμπεκί χωμένη βαθιά στις βουλιαγμένες ψάθες των καθισμάτων, στις σπαραγμένες τσόχες των μπιλιάρδων, στις κασετίνες με το τεμπεσίρι και τα σφουγγαράκια, με τη φωνή του γκαρσονιού, συρτή και διαπεραστική, που δίνει παραγγελίες ρωμέικα...Κι ακόμη πρέπει να έχω ελευθερία, να πηγαίνω μέσα στον κόσμο, στους εργατικούς, στο λιμάνι, στα παζάρια, στα σπίτια τους, στα εργοστάσια και τα κέντρα, μέσα στα φώτα, μέσα στο φως. Εγώ το μήνα τον πέρασα κλεισμένος σ' ένα ισόγειο, κάτι σαν κοινόβιο ή κολλεχτίβα για ναυτεργάτες, στη στάση της Κλεοπάτρας, πάνω στην Κορνίς. Τα βράδια έβγαινα για τις συνεργασίες με τους συντρόφους, αλλά κανονίζαμε συνάντηση μόνο σε μέρη όπου μπορούσα να προσανατολίζομαι ή να θυμάμαι τα ονόματα των δρόμων τους. Τα γνώρισα λοιπόν βιαστικά, νύχτα, και με το νου δοσμένο στα μεγάλα νέα που μεταδίναν τα ραδιόφωνα, τη μάχη του Αλαμέιν, την υποχώρηση του Ρόμμελ. Πιο ανατολικά, στη λεωφόρο Αμπουκίρ, βρισκόταν το Ελληνικό Νοσοκομείο. Πέρασα εκεί μέσα δέκα μέρες, το Γενάρη. Μήτε κι αυτή τη φορά σκέφτηκα να ρωτήσω αν ζούσαν τίποτα συγγενείς της μάνας, ξαδέρφια και μικρανήψια της. Ήξερα μόνο πως κάπου στο Ράμλι, στη γειτονιά του Προφήτη Ηλία έπρεπε να ψάξω, αν τ' αποφάσιζα.
Και τώρα, τρίτη φορά, πάλι παράνομος, πάλι φθινόπωρο, και νύχτα. Έκανα ήσυχα το δρόμο μου ως το Νοσοκομείο. Απ' το πορτάκι των Αγίων Θεοδώρων γλίστρησα στον περίβολο, και βαδίζοντας τοίχο τοίχο έφτασα στην πτέρυγα του προσωπικού. Σύνδεσμός μας ήταν ένας μάγερας, μεσόκοπος, και παχύς, λιγάκι σαστισμένος, αλλά πολύ πιστός σύντροφος.
- Ντέε! ξαφνιάστηκε σα με είδε μπρος του και μ' έσπρωχνε με την κοιλιά σ' ένα σκοτεινό διάδρομο: Σε είδανε όταν έμπαινες;
Τον καθησύχασα, του είπα πως μήτε οι χαφιέδες του σταθμού πήρανε χαμπάρι πως έφτασα, και ρώτησα αν λειτουργούσε πάντα το κοινόβιο στην Κλεοπάτρα.
- Τρέχα, μου κάνει.Ίσα που προφταίνεις τη Χήρα. Στις δέκα έχει ραντεβουδάκι.
( απόσπασμα)
Στρατή Τσίρκα, Η νυχτερίδα, Κέδρος, Αθήνα 2000, 31η έκδοση
" Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα καλύπτουν, κατά κύριο λόγο, τα γεγονότα της περιόδου 1942-1944, την πιο κρίσιμη, δηλαδή, περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ενώ, ταυτόχρονα, το έργο περιλαμβάνει σκηνές από την ιστορία της αποικιακής Αιγύπτου, τον 19ο αιώνα, καθώς επίσης και από την μετεμφυλιακή Ελλάδα του δεκαετίας του ’50. Ο χρόνος και ο τόπος της αφήγησης εναλλάσσεται γύρω από τρεις πόλεις στις οποίες εξελίσσεται η μυθιστορηματική δράση. Στην Ιερουσαλήμ της Λέσχης, στο Κάιρο της Αριάγνης και στην Αλεξάνδρεια της Νυχτερίδας παρακολουθούμε τις μετακινήσεις των μυθιστορηματικών προσώπων, τα οποία παρασύρονται από τις “τύχες του πολέμου”, την προσφυγική διασπορά και τον αντιφασιστικό αγώνα. Σταθμοί της αφήγησης, η επίθεση του Ρόμελ και η αναγκαστική προσφυγιά των πληθυσμών της Μέσης Ανατολής στην Ιερουσαλήμ, το καλοκαίρι του 1942 (Λέσχη), τα γεγονότα της διάλυσης της Β΄ Ταξιαρχίας των ενόπλων δυνάμεων τον Ιούλιο του 1943 (Αριάγνη), και το κίνημα του Απρίλη του 1944 (Νυχτερίδα). Ο συγγραφέας συντάσσει μια λογοτεχνική μαρτυρία με στόχο την αποκατάσταση της αντίστασης στη Μέση Ανατολή αλλά και την παράλληλη ανάδειξη των «κομμένων κεφαλών», των προσώπων και των μηχανισμών που συντέλεσαν στην περιθωριοποίηση και στο στιγματισμό των πρωταγωνιστών του Απρίλη του 1944. Ιστορία, έρωτας και πολιτική: ένα τρίγωνο, που ενώνει τα ανθρώπινα πάθη με τους κοινωνικούς αγώνες. Η περιπλάνηση των ηρώων στον καινούριο, κάθε φορά, χώρο των “ακυβέρνητων πολιτειών” φέρνει στο προσκήνιο την οπτική γωνία του ξένου, του πρόσφυγα, του εξόριστου, του κυνηγημένου. Ένας μικρόκοσμος, που αποτυπώνει όλη την παθολογία του πολέμου: το φόβο του θανάτου και την αγωνία της επιβίωσης, τις ψυχικές αντιστάσεις και το αγωνιστικό φρόνημα, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τη συνάντηση και την αναμέτρηση με τον άλλο. Κεντρικός ήρωας της τριλογίας, ο Μάνος Σιμωνίδης· ένας τριαντάρης αριστερός διανοούμενος που έρχεται μετά το αλβανικό μέτωπο στη Μέση Ανατολή, και συνδέεται με τις παράνομες αντιφασιστικές οργανώσεις. Παντού «περαστικός και ξένος», θα ακολουθήσει τους δρόμους της καρδιάς και θα βαδίσει πάνω στα ίχνη της μνήμης. Εστιάζοντας το ιστορικό του βλέμμα στις ακυβέρνητες πολιτείες του 20ού αιώνα, ο Τσίρκας δεν μάς προσφέρει μόνο μια τοιχογραφία των ιστορικών περιπετειών που γνώρισε η μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά μάς προσφέρει κι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό διαβατήριο για να ταξιδέψουμε στο σήμερα. «Γεροσόλυμα, Κάιρο, Αλεξάνδρεια…. Μεσ’ στις μεγάλες πολιτείες της Ανατολής τριγυρνάμε, δίνουμε ραντεβού, ξαναχωρίζουμε, κι από πάνω μας το ίδιο φεγγάρι· μας κυνηγάει σα να μας μάχεται». Διάλογο με την Ιστορία χαρακτήρισε ο συγγραφέας το έργο του. Μέσα από τον σχολιασμό της νέας έκδοσης της τριλογίας, που φωτίζει τα ιστορικά δρώμενα, αναδεικνύεται επίσης και ο διάλογος του συγγραφέα με τη μεγάλη λογοτεχνική ευρωπαϊκή παράδοση και τον μοντερνισμό.( Σχόλιο της Χρύσας Προκοπάκη στην έκδοση του 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου