Στις 17 του Γενάρη του 1904 το θέατρο του Στανισλάφσκι έδωσε την πρώτη του Βυσσινόκηπου. Εκείνη την ημέρα ο Τσέχωφ έκλεινε τα σαράντα τέσσερα χρόνια του. Μέσα στο χρόνο συμπληρώνονταν επίσης είκοσι πέντε χρόνια της λογοτεχνικής του ιστορίας. Οι φίλοι του και το θέατρο ετοιμάζονταν να δώσουν στην πρεμιέρα πανηγυρικό χαρακτήρα - χωρίς να το ξέρει ο Τσέχωφ. Η υγεία του είχε χειροτερέψει. Την Πρωτοχρονιά την πέρασαν μαζί με το Γκόρκι μέσα σε μεγάλη συντροφιά στο θέατρο. Ήταν κι ο Σαλιάπιν. Ο ηθοποιός Κατσάλωφ είχε φέρει μακιγιαρισμένο κι ένα φίλο του, τον Ιβάν Σεργκέγεβιτς. Μόνο η Αντρέγεβα κι ο Γκόρκι ήξεραν πως ο άγνωστος στους άλλους φίλους του Κατσάλωφ ήταν ο διωκόμενος από την αστυνομία επαναστάτης Νικολάι Μπάουμαν...Όταν άρχισε ο χορός , ο Τσέχωφ κι ο Γκόρκι αποτραβήχτηκαν σε μια άκρη, κουτσοπίνοντας και βήχοντας.
- Για μας τους δυο θα' χουν να λένε ότι ωραία περάσαμε τη βραδιά απόψε, του είπε σε μια στιγμή ο Τσέχωφ. Ωραία βήξαμε.
Η πρώτη του Βυσσινόκηπου πέρασε θαυμάσια - για όλους έξω από τον Τσέχωφ. Μόνο εκείνος ήξερε πόσο το έργο του το κακομεταχειρίστηκαν. Μα ήταν προειδοποιημένος κι από τις πρόβες, από τις ρεκλάμες, από κάποια σημειώματα που είχαν ήδη εμφανιστεί στον Τύπο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. "Έχω την εντύπωση πως μεγάλωσα ένα κοριτσάκι κι αυτός μου το πήρε και το διέφθειρε", είπε για ένα δημοσιογράφο, φίλο του Στανισλάφσκι, που δημοσίευσε πριν από την πρεμιέρα ένα απ' αυτά τα σημειώματα. Το θέατρο εντοπίστηκε σ' ένα δραματικό ελεγείο για τον ωραίο παλιό κόσμο, που χάνεται ανεπιστρεπτί. Σταμάτησαν σε μια από τις στιγμές του έργου και του Τσέχωφ. Ό,τι περίπου είχε συμβεί και στο τελευταίο έργο του Γκόρκι. Ήταν - και είναι ακόμα - δύσκολο ν' απαλλαγεί ο Τσέχωφ από το γνωστό του ψυχικό κλίμα, όπως τόσο επίσης δυσκολεύτηκαν να τον ξεχωρίσουν από τη σκέτη ευθυμογραφία. Μα όλες οι τελευταίες του δημιουργίες - παρόλο που η αίσθηση της φθοράς είναι όχι θλιβερή μόνο, παρά έντονα δραματική - αποτελούν, μαζί μ' αυτά, άνοιγμα στα νέα μηνύματα που ο Τσέχωφ τα συλλάβαινε, με απόλυτα ορθή διαίσθηση και σε ιστορική προοπτική πολύ βαθύτερη, ακόμα κι απ' όσους συμβάλαν ενεργητικά στα διαδραματιζόμενα, τα καλούσαν και δραστήρια τα βοηθούσαν. Χτυπά μέσα στα τελευταία του γραπτά βαθύς παλμός συναισθηματικής κατάφασης, προσμονής κι ακόμα ιστορικής επίγνωσης και βεβαιότητας. Η ευχή του στο μέλλον είναι ολόψυχη, όπως κι η αποστροφή στ' άχαρα περασμένα. Τούτα όλα, βέβαια, διυλισμένα από τη γνωστή ιδιοσυγκρασία του, την ευγένεια, το ψυχικό τακτ απέναντι στους άλλους,
" καλούς και κακούς", το χιούμορ,τέλος τη ψυχική του γεύση στις παραμονές του θανάτου, που τον έβλεπε να έρχεται. Ο Στανισλάφσκι κι ο θίασός του έμειναν μακριά από αυτά, προσηλωμένοι στα καθιερωμένα μέσα στο θέατρό τους κι έξω απ' αυτό. Την κίνηση προς τα εμπρός - και το πόσο ο Τσέχωφ την είχε νιώσει - δεν μπορούσαν να τη συλλάβουν, όπως δεν τα ένιωθαν αυτά κι άλλοι πολλοί τότε...
Πάντως, εκείνη τη βραδιά, στο διάλειμμα μεταξύ τρίτης και τέταρτης πράξης, όρθιος μπροστά στην πλημμυρισμένη αίθουσα, άκουσε όλα όσα είχαν να του πουν για το έργο, για τα σαράντα τέσσερα χρόνια, για το ένα τέταρτο του αιώνα με την πένα στο χέρι...Πόσες φορές μέσα σ' αυτό το τέταρτο του αιώνα είχε γελάσει μ' αυτά τα ανούσια, παντού και πάντοτε το ίδιο κωμικά και θλιβερά λογύδρια; Πόσες φορές είχε διακωμωδήσει αυτούς που τα λέγαν κι εκείνους που στέκονταν και τ' άκουγαν; Σε μια στιγμή, λέει ο Στανισλάφσκι, εκεί που άκουγε τον επόμενο ρήτορα ν' αρχίζει με το καθιερωμένο " αγαπητέ μας και πολυσέβαστέ μας..." γύρισε και κοίταξε τον Στανισλάφσκι χαμογελώντας. Μέσα στο Βυσσινόκηπο την ίδια αυτή φράση λέει ένα από τα πρόσωπα του έργου. Μόνο, εκεί το λογύδριο απευθύνεται σε μια παλιά ντουλάπα. Και ήταν ακριβώς ο ρόλος που έπαιξε ο Στανισλάφσκι...Χλομός, σιγοβήχοντας μες στο μαντήλι τους άκουσε ως τον ένα - λόγοι, χαιρετιστήρια μηνύματα, τηλεγραφήματα. Σχεδόν στα χέρια τον πήγαν ύστερα σ' ένα από τα καμαρίνια. Έτρεξε ο Γκόρκι και τους έβγαλε από μέσα όλους. Ήθελε να τον βάλει να ξαπλώσει στο ντιβάνι. Ο Τσέχωφ αντιστεκόταν κουρασμένα.
- Μα δεν σκοπεύω να τεντώσω τα πόδια μου από τώρα...
Του έκανε κι ο Γκόρκι, όπως κι οι άλλοι, εγκώμια για το καινούργιο έργο. Η αλήθεια είναι πως δεν τον ενθουσίασε - όχι η παράσταση μόνο. Περίπου δυο μήνες πριν είχε γράψει στον Πιάτνιτσκι:
Άκουσα το έργο του Τσέχωφ - το διάβασμα δε δίνει την εντύπωση μεγάλης δημιουργίας. Τίποτα το νέο. Όλο διαθέσεις, ιδέες - αν μπορεί να πει κανείς πως έχει ιδέες -, πρόσωπα, όλα γνωστά πια στα θεατρικά έργα. Βέβαια όμορφα κι εξυπακούεται πως από τη σκηνή θα κυματίσει προς την πλατεία μια πρασινωπή θλίψη. Αλλά θλίψη για τι πράγμα; - δεν καταλαβαίνω.
Ο Γκόρκι ζητούσε οι στόχοι να είναι τώρα ορατοί, ξεγυμνωμένοι, ο ρυθμός δραστηριοποιημένος, όπως κι όλη η κίνηση του έργου. Ο ίδιος δούλευε τότε το κείμενο που άρχισε από πέρσι - τον Άνθρωπο, ένα θούριο σε τόνο μεγαλειώδη, ευθυγραμμισμένο στα γεγονότα. Ήταν ένα κείμενο - διακήρυξη. Το έγραφε κοιτάζοντας διαρκώς γύρω, όλο κάτι προσθέτοντας, κι όταν ακόμα τα χειρόγραφα θα είναι στο τυπογραφείο. Σ' ένα γράμμα του εκείνες τις μέρες βλέπουμε να παρακαλεί τον Πιάτνιτσκι να προσθέτει και τ' ακόλουθα ( ύστερα από μια φράση που έλεγε μόνο: " Όπλο μου έχω τη Σκέψη"):
και την ακλόνητη πίστη στην ελευθερία της Σκέψης , στην αθανασία της, στα αιώνια νιάτα της, αστείρευτη πηγή της δύναμής μου.
Η Σκέψη είναι ο ακοίμητος φάρος μου, εκείνος μόνο δε σφάλλει μες στα σκοτάδια της ζωής μας, φως μέσα στο χάος γιομάτο από τις πλάνες μας που μας μικραίνουν και μας ταπεινώνουν· φωτεινότερη και λαμπρότερη βλέπω τη Σκέψη να καίει, φωτίζοντας βαθύτερα, όλο βαθύτερα την άβυσσο του μυστηρίου· κι αφήνω τα βήματα μου να με πηγαίνουν εκεί όπου δείχνουν οι δικές της ακτίνες, και την ακολουθώ - όλο ψηλότερα κι όλο μπρος!
Την αφορμή να τα προσθέσει κι αυτά την τελευταία στιγμή τού την έδωσε ο Αντρέγεφ, η άλλη άποψη για τη Σκέψη, τον ανθρώπινο νου. Εδώ απάνω με τον Αντρέγεφ είχαν παλιές, εντελώς αντίθετες διαφορές, έχουν πλουτίσει ο ένας τον άλλο με πλήθος ερεθισμούς, ιδέες, θέματα κι έργα. Ενώ με τον Τσέχωφ δημιουργικός διάλογος δεν μπορούσε να υπάρξει, οι προϋποθέσεις ήταν άλλες. Οι φωνές τους πολύ διαφορετικές, κι όταν ακόμα τα θέματα εφάπτονταν και πήγαιναν να προσαράξουν. Ο Τσέχωφ στο βάθος δεν έλεγε κάτι διαφορετικό, μόνο το έλεγε πάντοτε διαφορετικά. Τότε όμως στη Μόσχα που άκουσε ο Γκόρκι να διαβάζουν το Βυσσινόκηπο ( ήταν Οκτώβρης του 1903) φαίνεται πως ένιωσε βιαιότερες αντιδράσεις. Στο ίδιο γράμμα λέει αμέσως πιο κάτω:
Τον "Άνθρωπο" θα τον ξαναγράψω από την κορφή ως τα νύχια. Ξέρω πως...
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004
- Για μας τους δυο θα' χουν να λένε ότι ωραία περάσαμε τη βραδιά απόψε, του είπε σε μια στιγμή ο Τσέχωφ. Ωραία βήξαμε.
Η πρώτη του Βυσσινόκηπου πέρασε θαυμάσια - για όλους έξω από τον Τσέχωφ. Μόνο εκείνος ήξερε πόσο το έργο του το κακομεταχειρίστηκαν. Μα ήταν προειδοποιημένος κι από τις πρόβες, από τις ρεκλάμες, από κάποια σημειώματα που είχαν ήδη εμφανιστεί στον Τύπο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. "Έχω την εντύπωση πως μεγάλωσα ένα κοριτσάκι κι αυτός μου το πήρε και το διέφθειρε", είπε για ένα δημοσιογράφο, φίλο του Στανισλάφσκι, που δημοσίευσε πριν από την πρεμιέρα ένα απ' αυτά τα σημειώματα. Το θέατρο εντοπίστηκε σ' ένα δραματικό ελεγείο για τον ωραίο παλιό κόσμο, που χάνεται ανεπιστρεπτί. Σταμάτησαν σε μια από τις στιγμές του έργου και του Τσέχωφ. Ό,τι περίπου είχε συμβεί και στο τελευταίο έργο του Γκόρκι. Ήταν - και είναι ακόμα - δύσκολο ν' απαλλαγεί ο Τσέχωφ από το γνωστό του ψυχικό κλίμα, όπως τόσο επίσης δυσκολεύτηκαν να τον ξεχωρίσουν από τη σκέτη ευθυμογραφία. Μα όλες οι τελευταίες του δημιουργίες - παρόλο που η αίσθηση της φθοράς είναι όχι θλιβερή μόνο, παρά έντονα δραματική - αποτελούν, μαζί μ' αυτά, άνοιγμα στα νέα μηνύματα που ο Τσέχωφ τα συλλάβαινε, με απόλυτα ορθή διαίσθηση και σε ιστορική προοπτική πολύ βαθύτερη, ακόμα κι απ' όσους συμβάλαν ενεργητικά στα διαδραματιζόμενα, τα καλούσαν και δραστήρια τα βοηθούσαν. Χτυπά μέσα στα τελευταία του γραπτά βαθύς παλμός συναισθηματικής κατάφασης, προσμονής κι ακόμα ιστορικής επίγνωσης και βεβαιότητας. Η ευχή του στο μέλλον είναι ολόψυχη, όπως κι η αποστροφή στ' άχαρα περασμένα. Τούτα όλα, βέβαια, διυλισμένα από τη γνωστή ιδιοσυγκρασία του, την ευγένεια, το ψυχικό τακτ απέναντι στους άλλους,
" καλούς και κακούς", το χιούμορ,τέλος τη ψυχική του γεύση στις παραμονές του θανάτου, που τον έβλεπε να έρχεται. Ο Στανισλάφσκι κι ο θίασός του έμειναν μακριά από αυτά, προσηλωμένοι στα καθιερωμένα μέσα στο θέατρό τους κι έξω απ' αυτό. Την κίνηση προς τα εμπρός - και το πόσο ο Τσέχωφ την είχε νιώσει - δεν μπορούσαν να τη συλλάβουν, όπως δεν τα ένιωθαν αυτά κι άλλοι πολλοί τότε...
Πάντως, εκείνη τη βραδιά, στο διάλειμμα μεταξύ τρίτης και τέταρτης πράξης, όρθιος μπροστά στην πλημμυρισμένη αίθουσα, άκουσε όλα όσα είχαν να του πουν για το έργο, για τα σαράντα τέσσερα χρόνια, για το ένα τέταρτο του αιώνα με την πένα στο χέρι...Πόσες φορές μέσα σ' αυτό το τέταρτο του αιώνα είχε γελάσει μ' αυτά τα ανούσια, παντού και πάντοτε το ίδιο κωμικά και θλιβερά λογύδρια; Πόσες φορές είχε διακωμωδήσει αυτούς που τα λέγαν κι εκείνους που στέκονταν και τ' άκουγαν; Σε μια στιγμή, λέει ο Στανισλάφσκι, εκεί που άκουγε τον επόμενο ρήτορα ν' αρχίζει με το καθιερωμένο " αγαπητέ μας και πολυσέβαστέ μας..." γύρισε και κοίταξε τον Στανισλάφσκι χαμογελώντας. Μέσα στο Βυσσινόκηπο την ίδια αυτή φράση λέει ένα από τα πρόσωπα του έργου. Μόνο, εκεί το λογύδριο απευθύνεται σε μια παλιά ντουλάπα. Και ήταν ακριβώς ο ρόλος που έπαιξε ο Στανισλάφσκι...Χλομός, σιγοβήχοντας μες στο μαντήλι τους άκουσε ως τον ένα - λόγοι, χαιρετιστήρια μηνύματα, τηλεγραφήματα. Σχεδόν στα χέρια τον πήγαν ύστερα σ' ένα από τα καμαρίνια. Έτρεξε ο Γκόρκι και τους έβγαλε από μέσα όλους. Ήθελε να τον βάλει να ξαπλώσει στο ντιβάνι. Ο Τσέχωφ αντιστεκόταν κουρασμένα.
- Μα δεν σκοπεύω να τεντώσω τα πόδια μου από τώρα...
Του έκανε κι ο Γκόρκι, όπως κι οι άλλοι, εγκώμια για το καινούργιο έργο. Η αλήθεια είναι πως δεν τον ενθουσίασε - όχι η παράσταση μόνο. Περίπου δυο μήνες πριν είχε γράψει στον Πιάτνιτσκι:
Άκουσα το έργο του Τσέχωφ - το διάβασμα δε δίνει την εντύπωση μεγάλης δημιουργίας. Τίποτα το νέο. Όλο διαθέσεις, ιδέες - αν μπορεί να πει κανείς πως έχει ιδέες -, πρόσωπα, όλα γνωστά πια στα θεατρικά έργα. Βέβαια όμορφα κι εξυπακούεται πως από τη σκηνή θα κυματίσει προς την πλατεία μια πρασινωπή θλίψη. Αλλά θλίψη για τι πράγμα; - δεν καταλαβαίνω.
Ο Γκόρκι ζητούσε οι στόχοι να είναι τώρα ορατοί, ξεγυμνωμένοι, ο ρυθμός δραστηριοποιημένος, όπως κι όλη η κίνηση του έργου. Ο ίδιος δούλευε τότε το κείμενο που άρχισε από πέρσι - τον Άνθρωπο, ένα θούριο σε τόνο μεγαλειώδη, ευθυγραμμισμένο στα γεγονότα. Ήταν ένα κείμενο - διακήρυξη. Το έγραφε κοιτάζοντας διαρκώς γύρω, όλο κάτι προσθέτοντας, κι όταν ακόμα τα χειρόγραφα θα είναι στο τυπογραφείο. Σ' ένα γράμμα του εκείνες τις μέρες βλέπουμε να παρακαλεί τον Πιάτνιτσκι να προσθέτει και τ' ακόλουθα ( ύστερα από μια φράση που έλεγε μόνο: " Όπλο μου έχω τη Σκέψη"):
και την ακλόνητη πίστη στην ελευθερία της Σκέψης , στην αθανασία της, στα αιώνια νιάτα της, αστείρευτη πηγή της δύναμής μου.
Η Σκέψη είναι ο ακοίμητος φάρος μου, εκείνος μόνο δε σφάλλει μες στα σκοτάδια της ζωής μας, φως μέσα στο χάος γιομάτο από τις πλάνες μας που μας μικραίνουν και μας ταπεινώνουν· φωτεινότερη και λαμπρότερη βλέπω τη Σκέψη να καίει, φωτίζοντας βαθύτερα, όλο βαθύτερα την άβυσσο του μυστηρίου· κι αφήνω τα βήματα μου να με πηγαίνουν εκεί όπου δείχνουν οι δικές της ακτίνες, και την ακολουθώ - όλο ψηλότερα κι όλο μπρος!
Την αφορμή να τα προσθέσει κι αυτά την τελευταία στιγμή τού την έδωσε ο Αντρέγεφ, η άλλη άποψη για τη Σκέψη, τον ανθρώπινο νου. Εδώ απάνω με τον Αντρέγεφ είχαν παλιές, εντελώς αντίθετες διαφορές, έχουν πλουτίσει ο ένας τον άλλο με πλήθος ερεθισμούς, ιδέες, θέματα κι έργα. Ενώ με τον Τσέχωφ δημιουργικός διάλογος δεν μπορούσε να υπάρξει, οι προϋποθέσεις ήταν άλλες. Οι φωνές τους πολύ διαφορετικές, κι όταν ακόμα τα θέματα εφάπτονταν και πήγαιναν να προσαράξουν. Ο Τσέχωφ στο βάθος δεν έλεγε κάτι διαφορετικό, μόνο το έλεγε πάντοτε διαφορετικά. Τότε όμως στη Μόσχα που άκουσε ο Γκόρκι να διαβάζουν το Βυσσινόκηπο ( ήταν Οκτώβρης του 1903) φαίνεται πως ένιωσε βιαιότερες αντιδράσεις. Στο ίδιο γράμμα λέει αμέσως πιο κάτω:
Τον "Άνθρωπο" θα τον ξαναγράψω από την κορφή ως τα νύχια. Ξέρω πως...
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου