Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

H στοχαστική λογοτεχνία του Ανδρέα Φραγκιά

Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Παντελή Μπουκάλα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 8 Ιανουαρίου 2002 , δύο μέρες μετά το θάνατο ( 6 Ιανουαρίου 2002) του σπουδαίου μεταπολεμικού  συγγραφέα Ανδρέα Φραγκιά.


Για να αποχαιρετήσουμε τον Ανδρέα Φραγκιά όπως του αρμόζει, για να μιλήσουμε για τον άξιο δημοσιογράφο, λογοτέχνη και πολίτη που έσβησε στα πλήρη ογδόντα ένα του όσο ήσυχα και σεμνά έζησε τη γόνιμη εμπλοκή του με τη γραφή, θα πρέπει πρώτα πρώτα να θυμηθούμε και να εμπιστευτούμε εκ νέου ένα νόμο που μοιάζει ανυπόληπτος και απαράδεκτος στις ποσοτικές ημέρες μας, ημέρες της άγριας μεγεθολατρείας: το λίγο είναι σπουδαίο, λοιπόν, το λίγο μπορεί ν΄ αξίζει πολύ περισσότερο από το ογκώδες, το μαζικό, το διάσημο, το κραυγαλέο και το αυτοδιαφημιζόμενο.

Στα τριάντα χρόνια της δημόσιας λογοτεχνικής του γραφής (αφού η πολύχρονη δημοσιογραφική εργασία του υπήρξε κατά κύριον λόγο ανώνυμη, ανυπόγραφη), στον μισόν αιώνα που διέρρευσε από την πρώτη του εμφάνιση, ο Ανδρέας Φραγκιάς τύπωσε τέσσερα μυθιστορήματα όλα κι όλα (κρατώντας στο συρτάρι όσα κείμενά του έκρινε πως δεν είχαν ολοκληρωθεί): το «Ανθρωποι και σπίτια» το 1955 (οι άνθρωποι σε μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας, έναν χρόνο έπειτα από μιαν απελευθέρωση που η κυριολεξία της δεν ίσχυσε για όλους, με τα «καμένα σπίτια» και κυρίως την καμένη μνήμη, αφού «όλοι ξέρουμε πως καήκανε και δε μιλάμε γι' αυτό»), την «Καγκελόπορτα» το 1962 (δίκαιη και μεστή ιστόρηση του μετεμφυλιακού δράματος και των ριζικών κοινωνικών μεταλλαγών στο άστυ), τον «Λοιμό» το 1972 (βασανιστές και βασανιζόμενοι σε ένα εφιαλτικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και «αναμόρφωσης», με πιθανό πρότυπο τη Μακρόνησο, όπου ο συγγραφέας υπηρέτησε τη θητεία του ως κρατούμενος, στα χρόνια 1950-52, πληρώνοντας για τα φρονήματά του και την αντιστασιακή του δράση, όπως τρία χρόνια πριν είχε πληρώσει εκτοπιζόμενος στην Ικαρία) και το δίτομο «Πλήθος» το 1985 και το 1986, ένα έργο που τίμησε τις υψηλές επιδιώξεις του, γραμμένο με τον Τζορτζ Οργουελ κατά νουν αλλά και τον Φραντς Κάφκα (το παράδειγμα του οποίου είχε επενεργήσει και στον «Λοιμό», όπου ιστορούνται οι μαζικές κοινωνίες μας, ασφυκτικά ελεγχόμενες από αόρατους κυβερνήτες και επιτηρητές).

«Ολα κι όλα τέσσερα βιβλία»; Μα μήπως είναι ήδη πολλά; Μήπως δεν αρκούν τέσσερα πεζογραφήματα για να συνθέσουν έναν κόσμο ολόκληρο αν ο δημιουργός τους είναι γερός μάστορας, σεμνά ικανός, τίμιος απέναντι στην τέχνη του; ΄H τάχα πρέπει να γίνεται κανείς σαν εκείνον τον γραμματικό τού 1ου αιώνα προ Χριστού, τον «χαλκέντερο» Δίδυμο τον Αλεξανδρέα (που επονομάστηκε Βιβλιολάθας γιατί δεν θυμόταν καν τους τίτλους των αναρίθμητων γραπτών του), ώστε να τον τιμήσουμε με την προσοχή και τον έπαινό τους; Μήπως θα πρέπει να τυπώνει ένα έργο κάθε χρόνο, ακόμη κι αν δεν έχει τίποτε να πει, αλλά μόνο και μόνο για να βρίσκεται στη δημοσιότητα και να εκμεταλλεύεται τους πολλούς της πόρους, όπως επιτάσσουν τα νέα ήθη;

Τον Ανδρέα Φραγκιά θα τον διαβάζουμε και θα τον ξαναδιαβάζουμε - επειδή κ α ι είχε να πει κ α ι είχε τρόπο να τα πει, ένα «μάγο ύφος», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Στάθη Δρομάζου, που, εσωτερικεύοντας με την πολλή επεξεργασία τις κατακτήσεις του, αυτοτιθασευμένο, αρνείται πεισματικά οποιασδήποτε μορφής πολυτέλεια, ως προς τις λέξεις, τα συντάγματα, τις εικόνες και την πλοκή. Θα τον διαβάζουμε και θα τον ξαναδιαβάζουμε επειδή, εκτός όλων των άλλων, όσα έθιξε στα κείμενά του και η λογοτεχνική μέθοδος με την οποία τα ανέδειξε εξακολουθούν να προηγούνται σε πολλά της πεζογραφίας η οποία τον ακολούθησε, κυρίως δε εκείνης που καταπιάστηκε με θέματα ίδια με τα δικά του.

Σχηματικά, τα κείμενα του Φραγκιά πορεύτηκαν από τον εναρκτήριο ρεαλισμό προς τον συμβολισμό, το φανταστικό και την αλληγορία. H αλληγορία όμως υπήρξε γι' αυτόν ο βαθύτερος τρόπος για να συλλαβίσει την πραγματικότητα και όχι μια μέθοδος για να απομακρυνθεί από αυτήν ή για να ανακουφίσει τη δεινότητά της. Δεν προφητεύει ο συγγραφέας, δεν αναγγέλλει έναν μελλούμενο κόσμο, αλλά, ξεφλουδίζοντας σαν χαλασμένο κρεμμύδι αυτόν που ήδη υπάρχει και μας περιβάλλει κανονίζοντας με ύπουλη ή ωμή βία τη συμπεριφορά μας, προσδιορίζει τη βαρύτατη νόσο των σύγχρονων κοινωνιών: δεν κατοικούνται πια από συνεργούντες πολίτες με όνειρα και οράματα, ή έστω από μονάδες με το ιδιαίτερο πρόσωπό της η καθεμία, αλλά από «ανύπαρκτους», από ομοιώματα, από χειραγωγημένες ρεπλίκες: «H γενική προσπάθεια», διαβάζουμε στον πρώτο τόμο του «Πλήθους», «τείνει όχι μόνο να γίνεις ένα τυποποιημένο ομοίωμα, αλλά και να βλέπεις όλους τους άλλους άψυχες φιγούρες από χαρτόνι». Τι βλέπουμε γύρω τώρα πια, τι βλέπουμε μέσα μας;

Χάρη στην εξαρχής διαπιστωμένη ικανότητά του να κινεί ανθρώπινα σύνολα παρά μοναδιαίους χαρακτήρες και να τα εντάσσει αρμονικά στο χωρόχρονο της μυθοπλασίας του, ο Φραγκιάς κατορθώνει με το «Πλήθος» να απεγκλωβιστεί από την εγγενή σχηματικότητα των συμβολισμών και, με την εσκεμμένα αργόρρυθμη αφήγησή του, να αναπαραστήσει έναν κόσμο ισοπέδωσης και ολοκληρωτισμού εφιαλτικά ευκρινή και εφιαλτικά κοντινό μας. Το μέλλον έχει ήδη υπάρξει - άλλωστε το 1985, οπότε τυπώνεται το βιβλίο, είναι το έτος το αμέσως επόμενο του οργουελικού «1984».

Γράφοντας το 1998 για τον Δημήτρη Χατζή, στο περιοδικό «H λέξη» (τεύχος 144, Μάρτης-Απρίλης), ο Ανδρέας Φραγκιάς σημείωνε ότι «το κυρίαρχο στοιχείο» του κορυφαίου πεζογράφου υπήρξε «ο άμεσος δεσμός με τα πράγματα». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ίδιο γνώρισμα αναδεικνύουν τα δικά του κείμενα, και όχι μόνο το «Ανθρωποι και σπίτια» και η «Καγκελόπορτα», με την προφανέστερη τεχνολογία τους, αλλά και τα υπαινικτικότερα, ο «Λοιμός» και το «Πλήθος». O οξύς ανθρωπολογικός και φιλοσοφικός τους στοχασμός και η συγκρότησή τους δίκην παραβολών, με ισχυρότατο μάλιστα το μερίδιο του φανταστικού ή και του παραλόγου, δεν οργανώνουν ένα λόγο ιδεολογικό που, δίχως τη δεξιότητα του συγγραφέα, θα κατέληγε οπωσδήποτε στον επιθετικά πατερναλιστικό διδακτισμό και θα τον απορροφούσε η ίδια του η προσχηματική εκπόνηση, αλλά κινηματογραφούν με συναρπαστική πληρότητα ένα αυθεντικό, αφόρητα πραγματικό κόσμο που σκεπάζεται από τη σκόνη των φαινομένων και από την ημερήσια τύρβη. Εδώ η μεταφορά ακούγεται σαν κυριολεξία? είναι κυριολεξία. Κι ίσως αυτό να μπορεί να κριθεί σαν η σοβαρότερη επίτευξη ενός από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς μας πεζογράφους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου