Η απεικόνιση του ποιήματος του Αλεξάντρ Πούσκιν «Χάλκινος Καβαλάρης» από τον Αλεξάντρ Μπενουά (1904)
Στη σκοτεινή Πετρούπολη αποπάνω
τη φθινοπωρινή του ψύχρα εφύσαγε ο Νοέμβρης.
Με βία σπάζοντας το κύμα
στ' ακρόχειλα του εξαίσιου στεφανιού του,
παρακυλούσε ο Νιέβας, σαν άρρωστος
στο ανάστατο κρεβάτι.
Ήταν αργά και σκοτεινά. Η βροχή
έδερνε θυμωμένη το παράθυρο
και στέναζε ο άνεμος γιομάτος θλίψη.
Την ώρα εκείνη από φιλική του συντροφιά
εγύρισε στο σπίτι του ο νεαρός Ευγένιος...
Τον ήρωά μας έτσι θα τον λέμε,
αυτό θα είναι τ' όνομα. Γιατί
ηχεί ευχάριστα και είναι
με τη δική μου πένα φίλοι παλαιοί.
Επίθετο δε χρειαζόμαστε
κι ενώ σε άλλες εποχές
μπορεί να έλαμπε το όνομα αυτό
κι ο Καραμζίν με τη δική του πένα
θα το' βαζε να ηχεί στις παραδόσεις των πατέρων μας,
τώρα κι από τον κόσμο κι απ' τη φήμη
είναι ξεχασμένο. Ο ήρωάς μας μένει
στην Κολόμνα και κάπου υπηρετεί,
καταφρονεί το αρχοντολόι και δε σκοτίζεται
για πεθαμένους συγγενείς
και αλησμονημένες παραδόσεις.
Στο σπίτι του λοιπόν σαν έφτασε ο Ευγένιος
τίναξε το παλτό του απ' τη βροχή, γδύθηκε
κι έπεσε, χωρίς ο ύπνος να τον πιάνει
καθώς ο νους του εταξίδευε εδώ κι εκεί.
Τι άραγε σκεφτότανε; Πως ήτανε φτωχός
και όφειλε με τον ιδρώτα του προσώπου του
την ανεξαρτησία του ν' αποχτά και την τιμή του·
σκεφτότανε ακόμα πως θα μπόρηγε ο θεός
λιγάκι να του πρόσθετε μυαλό και χρήμα
γιατί υπάρχουνε και κάτι τυχεροί
τεμπέληδες με μια σταλίτσα μόνο
μυαλό· και όμως στη ζωή τους έρχονται δεξιά!
Ενώ αυτός δεν έχει παρά δύο μόνο χρόνια
που υπηρετεί...Αυτά σκεφτόταν και η σκέψη του
επήγαινε και στον καιρό
που δεν ησύχαζε· ο ποταμός
κατέβαζε νερό πολύ και μάλλον
τα γιοφύρια τα σηκώσαν, θα τους χωρίσουν τώρα
με την Παράσια δυο και τρεις μέρες - εδώ ακριβώς
τραβώντας ένα στεναγμό
από το βάθος της καρδιάς του,
αρχίνησε ο Ευγένιος
να ονειροπολεί
λες κι ήταν ποιητής:
" Μήπως να παντρευτώ; Εγώ; Και γιατί όχι;
Μεγάλη απόφαση, αλήθεια·
μα τι να κάμουμε; Φτάνει που είμαι νέος, υγιής,
πρόθυμος να δουλέψω μέρα - νύχτα,
και θα τα καταφέρω· θα χτίσω μια φωλιά
απλή και ταπεινή, ώστε η Παράσια
να νιώθει ασφαλισμένη.
Ε, θα φύγει ο ένας χρόνος, θα' ρθει ο άλλος,
μπορεί και καμιά θέση να μου δώσουν,
το σπίτι μας και των παιδιών μας την ανατροφή
στα χέρια της Παράσιας
θα εμπιστευτώ...
Και θα κυλά η ζωή· έως το θάνατο μαζί
θα πάμε βαστημένοι
ο ένας από τ' αλλουνού το χέρι
ώσπου τα εγγόνια μας μια μέρα να μας θάψουν..."
Έτσι ονειρευόταν. Μια λύπη
ένιωθε τη νύχτα εκείνη - ήθελε
να μη στενάζει ο άνεμος τόσο λυπητερά
και η βροχή να μη χτυπά με τόση οργή
το παραθύρι...
Ώσπου τα μάτια νυσταγμένα
εκλείσαν επιτέλους. Και να, της άγριας νύχτας
η σκοτεινιά επήρε να ξασπρίζει
κι η ωχρή μέρα να' ρχεται...
Τι φριχτή μέρα!
Ο Νιέβας όλη νύχτα
στη θάλασσα χτυπιόταν να περάσει, κόντρα
στη θύελλα, χωρίς
την ξέφρενη ορμή της να μπόρηε να τσακίσει...
Κι άλλο ν' αντιπαλέψει δεν μπορούσε...
Με το ξημέρωμα ο κόσμος μαζευόταν
εδώ κι εκεί στις όχθες,
στεκόταν και θαυμάζαν τους αφρούς,
τα κυματόβουνα και τους κρουνούς
που σήκωναν αγριεμένα τα νερά.
Ο Νιέβας, βρισκόντας μπροστά το φράγμα
απ' των ανέμων την ορμή μες στα στενά,
γύρισε θυμωμένος πίσω· μουγκρίζοντας
εβούλιαξε μες στα νερά του τα νησιά,
εμάνιαζε από πάνω κι ο καιρός,
φούσκωνε και βογγούσε το ποτάμι
σαν μέσα σε κακάβι βράζοντας και με τους χόχλους
ανέβαινε ψηλότερα,
ώσπου με μιας, θηρίο μουρλαμένο,
εχύμηξε στην πόλη. Αμέσως όλοι
το βάλανε στα πόδια, μια ερημιά
απλώθηκε παντού, ορμήσαν
στα υπόγεια τα νερά και τα κανάλια
καβάλησαν τα κάγκελα - σαν Τρίτωνας
επήρε κι η Πετρούπολη να πλέει
με το κορμί της βουλιαγμένο ίσαμε τη μέση.
Αποκλεισμός! Ρεσάλτο! Λάβρα
τα κύματα, σαν κλέφτες
σκαρφαλώνουν στα παράθυρα,
οι βάρκες με ορμή χτυπάν πάνω στα σπίτια,
παντού σπασμένα τζάμια,
στις αγορές οι πάγκοι
βουλιάξαν στις υγρές φασκιές, συντρίμμια
από χαμόσπιτα, σκεπές, καδρόνια,
πραμάτειες απ' τις αποθήκες των εμπόρων,
τα ρούχα της χλωμής φτωχολογιάς,
γιοφύρια, γκρεμισμέν' από το ρέμα,
κιβούρια από το ξεπλυμένο κοιμητήρι
πλένε στους δρόμους!
Οργή θεού
βλέπει ο λαός και περιμένει την ποινή του.
Αλίμονο! Όλα χάνονται, θροφή και στέγη!
Τώρα πού να τα βρούν;
Τον φοβερό εκείνο χρόνο
ακόμα ο μακαρίτης τσάρος
εκυβερνούσε με τιμή και δόξα τη Ρωσία.
Θλιμμένος, σε μεγάλη ταραχή,
εβγήκε στον εξώστη
κι είπε: " Ανίσχυροι είναι οι τσάροι
μπροστά στο θεϊκό στοιχείο". Σκεφτικός,
περίλυπος καθότανε κι εκοίταγε
τη στρίγκλα συμφορά. Έγιναν
οι πλατείες λίμνες, μέσα χύνονταν
πλατιά ποτάμια οι δρόμοι και το παλάτι
εφάνταζε νησί της θλίψης.
Είπε ο τσάρος κι από άκρο σ' άκρο
σ' όλους τους δρόμους, κοντινούς κι απόμερους,
εβγήκανε οι στρατηγοί σε δύσκολη πορεία
μες στη μανία των κυμάτων να σώσουνε τον κόσμο
που ο τρόμος τον είχε κυριέψει
και μες στο ίδιο του το σπίτι επνιγόταν.
Εκείνες τις στιγμές στου τσάρου Πέτρου την πλατεία
που το καινούργιο μέγαρο εχτίσανε στη μια γωνιά
και στο ανυψώμενο πρόστωο μπροστά
με την πατούσα τους ψηλά, σαν ολοζώντανοι,
είναι δυο λέοντες φρουροί,
καβάλα στο μαρμάρινο θηρίο,
ξεσκούφωτος, τα χέρια σταυρωμένα,
καθότανε ακούνητος, με μια παράξενη
στο πρόσωπο χλωμάδα
ο Ευγένιος. Δεν ήταν για τον εαυτό του
που έτρεμε ο φτωχός.
Όμως από το φόβο του δεν είδε
πώς ανεχόρταγο ανέβαινε το κύμα
σηκώνοντας ψηλότερα
και τα δικά του πέλματα,
πώς η βροχή μαστίγωνε το πρόσωπό του
και ο αέρας με το φοβερό του μουγκρητό
σε μια στιγμή επήρε πέρα το σκουφί του
- δεν τα' νιωθε αυτά. Το βλέμμα του
απελπισμένο είχε στραφεί
κι εκοίταγε σαν να' ταν καρφιτσωμένο
σ' ένα σημείο. Σαν βουνά
από τα ταραγμένα βάθη
τα κύματα εκεί πέρα
σηκώνονταν κι αλλοφρονιάζαν,
μουγκρίζανε οι άνεμοι και τα συντρίμμια
περιδίναν...Θεέ! Θεέ! Εκεί
- αλίμονο! - εκεί ακριβώς στο κύμα δίπλα,
στο γύρισμα του κόλπου μέσα,
είναι η ιτιά, ο φράχτης ο αμπογιάτιστος
και το παλιό σπιτάκι - εκεί κι οι δυο ψυχές,
η χήρα με την κόρη, ναι η Παράσια είν' εκεί
- το όνειρο του...Και, μα την ίδια την αλήθεια,
μη βλέπει όνειρο; μήπως η ζωή μας όλη
δεν είναι παρά κούφιο όνειρο
και αναγέλασμα κακό της γης από τους ουρανούς;
Σαν να τον είχανε μαγέψει
στο μάρμαρο απάνω είχε καρφωθεί
και να κατέβει αδύνατο! Γύρω
νερό και τίποτ' άλλο!
Και με τις πλάτες γυρισμένες πάνω του,
ψηλά στ' ατάραχα ύψη του,
καβάλα στον τρικυμισμένο Νιέβα,
στέκεται με το χέρι απλωμένο
το Είδωλο στο χάλκινο άλογό του.
" Το ποίημα αυτό, τον Χαλκινο Καβαλάρη, το έχουν πει και Ποίημα της Πετρούπολης. Ο ίδιος ο Πούσκιν έχει σημειώσει κάτω από τον τίτλο: " Μια ιστορία της Πετρούπολης", και ακολουθεί ένα μικρό προλογικό σημείωμα που λέει ότι το ποίημα είναι βασισμένο σε αληθινά γεγονότα και οι λεπτομέρειες δανεισμένες από τα περιοδικά της εποχής.
Εξιστορείται η μεγάλη πλημμύρα του 1824. Είναι ο χρόνος, ο τόπος και το υλικό με το οποίο έντυσε μια από τις πιο σοβαρές ιδέες του κι έφτιαξε έναν αληθινά βαρυσήμαντο τύπο από εκείνους που κληροδότησε στη λογοτεχνία της πατρίδας του, τη μορφή του ανυπεράσπιστου ανθρώπου της πόλης, ενός από το μεγάλο ανώνυμο πλήθος, σε μια στιγμή ψυχικής αναστάτωσης κι εναντίωσης στην παντοδύναμη εξουσία..
Το έργο δεν επρόλαβε να το δει δημοσιευμένο. Στον τσάρο Νικόλαο, που διάβασε το χειρόγραφο, αρκετά πράγματα δεν άρεσαν κι έκαμε στο περιθώριο μερικές σημειώσεις. Κάποια από αυτά τα σημεία ο Πούσκιν δεν θέλησε να τ' αποχωριστεί. Έτσι έμεινε το χειρόγραφο στα κατάλοιπά του για να το δημοσιεύσουν οι φίλοι του μετά το θάνατό του, αφού έλαβαν υπόψη τους τις υποδείξεις του τσάρου. Αργότερα οι παρεμβάσεις αυτές εξοστρακίστηκαν και το κείμενο που έχουμε τώρα πρέπει να είναι ακριβώς αυτό που έγραψε ο Πούσκιν, όπως το έδωσε στον τσάρο.
Κατά γενική αναγνώριση, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα μεγάλα ποιήματα του Πούσκιν.
Θα δει και ο δικός μας αναγνώστης πόσο περιεκτικά στις λίγες σελίδες ενός ποιήματος έχει τεθεί το πρόβλημα της εξουσίας και των ανθρώπων, εκείνων κυρίως των ανθρώπων που μέσα στο οργανωμένο κράτος είναι οι πολλοί και οι ανώνυμοι, μικροί, ανίσχυροι κι ανυπεράσπιστοι. Βλέπουμε πάνω στο άλογό του τον Μέγα Πέτρο, τον Χάλκινο ( μπρούντζινος για την ακρίβεια) Καβαλάρη να ορίζει με το στιβαρό του χέρι τις τύχες της Ρωσίας, κι άλλη μια φορά να δαμάζει τους κινδύνους που απειλούν το έργο του, είτε είναι τα στοιχεία της φύσης, είτε ο φτωχός κι ασήμαντος υπήκοος που σε μια στιγμή απελπισίας και τρέλας προσπαθεί ή έστω σκέφτεται να σηκώσει το χέρι του απέναντι στον βασιλιά του..."
Ο Πούσκιν έφυγε από τη ζωή πολύ νέος μετά το θανάσιμο τραυματισμό του σε μονομαχία στις 29 Ιανουαρίου ή 10 Φεβρουαρίου 1837
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου