Καθώς περπατούσα μού φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.
Βγάζω απ' την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη - το' νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού - και αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες - φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν· ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά - σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν απ' τη νάρκη του.
Το γρασίδι σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε από τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: " Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα' μενε κρυμμένη στη γη".
Ε.Χ. Γονατάς ,Το Βάραθρο, εκδόσεις στιγμή, Αθήνα 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου