Το κείμενο που ακολουθεί το βρήκα ανάμεσα σε παλιές μαθητικές σημειώσεις, τότε που μαθήτρια στην ΣΤ' Γυμνασίου ( σημερινή Γ' Λυκείου) μαζί με μια ομάδα συμμαθητών μου προετοιμάζαμε μιαν εκδήλωση για το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. Δεν υπάρχει βιβλιογραφική αναφορά και δεν θυμάμαι αν το είχα αντιγράψει από κάποιο βιβλίο ή αν το είχα μαγνητοφωνήσει και στη συνέχεια απομαγνητοφωνήσει από κάποια ραδιοφωνικό αφιέρωμα. Θυμάμαι μόνο τη χρονιά, 1978.
Το μεταφέρω αυτούσιο από το μαθητικό χειρόγραφο σε ανάμνηση όμορφων σχολικών δραστηριοτήτων σήμερα, ημέρα θανάτου του ποιητή ( 18 Μαρτίου 1996)
Το μεταφέρω αυτούσιο από το μαθητικό χειρόγραφο σε ανάμνηση όμορφων σχολικών δραστηριοτήτων σήμερα, ημέρα θανάτου του ποιητή ( 18 Μαρτίου 1996)
ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Το φως κατάφαση ζωής στον Οδυσσέα Ελύτη ζωντανεύει στον ποιητή την Γένεση και τον κάνει να νοιώθει καινούριος. Ο μικρός κόσμος είναι μια αντιγραφή του μεγάλου. Δεν παίζει με τις ιδέες, συγκεκριμενοποιεί όλα τα πράγματα ακόμα κι αυτό το διάχυτο φως στον κόσμο.
Ο Τάσος Λιγνάδης είναι ένας μοναδικός μελετητής του Ελύτη και το απόσπασμα από το βιβλίο του " ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ " ρίχνει φως σε ερμηνείες του, που θα φώτιζαν ως ένα σημείο το βαθύτερο κόσμο του ποιητή και προσθέτει μια πολύ σημαντική αλήθεια στο αινιγματικό των λέξεων, ιδιαίτερα όπου επισημαίνεται το απόλυτο του έρωτα και η ένωση των ανθρώπων. Γράφει χαρακτηριστικά ο Λιγνάδης στον πρόλογο του βιβλίου του: " Ό,τι έχουμε και δεν έχουμε βρίσκεται σ' αυτό το χώμα, ό,τι ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ό,τι στ' αλήθεια ανέπαφο το φυλάει η γη, που έχει στοιχειώσει μέσα στα ζωντανά φαντάσματά της, ίσκιοι, ευχές στην πέτρα, κομμένα κεφάλια και χέρια σε μάρμαρο, όστρακα κραυγών σε πηλό, η κεντημένη κυρά - Πηνελόπη, η Αρετούσα σαν άδειο παράθυρο, η λυγερή του τραγουδιού και του Άδη, τα πουλιά και οι ιερείς, οι χαιρετισμοί στο ρόδο αμάραντο, τα οστά μας άνθη της αύριον, οι άγιοι αχειροποίητοι και τα ακονίσματα και τα τέρατα και τα σημεία και το λιγοστό νερό και οι σάτυροι και οι νύμφες και ό,τι άλλο μας κάνει να νοιώθουμε " ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει, ποιο το ΝΥΝ και ποιο το ΑΕΙ του κόσμου"
Ο Ποιητής κατορθώνει να εντάξει τη δική του διάθεση μέσα σε μια ολοκάθαρη ποίηση χωρίς αυτό να φαίνεται, όπως όταν ένα; άνθρωπος του λαού που στοχάζεται λαϊκά, και αυτό είναι πιο σημαντικό σαν αποτέλεσμα από το να παίρνει κανείς απόφαση να μιλήσει για το λαό. Μια φωνή άμεση, ζεστή, ανθρώπινη, ίσια στην καρδιά του ανθρώπου χωρίς προσχήματα και άλλα σχήματα λόγου.
Και πάλι θα αναφερθώ στην αριστουργηματική δουλειά του Τάσου Λιγνάδη για τον Ελύτη, γιατί μ' αυτή την αναφορά μπορώ σαφέστερα να τονίσω όλες εκείνες τις πτυχές σ' έναν ποιητή, που λατρεύει το φως και υμνεί τον έρωτα σαν κάτι απόλυτο, μια συμμετοχή και μια συνύπαρξη με τον κόσμο σ' όλο του το μεγαλείο. Γράφει λοιπόν ο Λιγνάδης στην πολύτιμη μελέτη του: " Μαζί με το σκοτεινό νερό, οι ρίζες τραβούν του βάθους ολοένα, εκεί που φθάνουν αλληλέγγυες η ζωή και η ποίηση. Μέσα σ' αυτά τα ωραία φαντάσματα, το πιο ωραίο, η αρχαία όρχηση πάνω στους τάφους επιβεβαιώνει την ίδια την ζωή. Μνήμη είναι η ιθαγένεια, χωρίς την μνήμη δεν υπάρχει τίποτε, κι ας λένε...Μόνο όταν θυμάσαι υπάρχεις στ' αλήθεια. Μόνο όταν υπάρχεις στ' αλήθεια, είσαι αλήθεια λεύτερος. Ελευθερία μονάχη είναι η μνήμη μας. Αλλοίμονο αν τη στερηθούμε! Πάνω σ' αυτή σαν σε τεντωμένο σκοινί ισορροπούμε και υπάρχουμε". Εδώ σταματάει το απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη που τόσο καίρια φωτίζει τον ποιητή.
Ξαναγυρίζω στις ρίζες της ποίησης για να ολοκληρώσω την εικόνα ενός εραστή της χαράς, της ζωής, που λατρεύει το φως και υμνεί τον έρωτα στην απολυτότητά του. Είναι τόσο δεμένος με την ίδια τη ζωή, που κάθε του ανάμειξη έχει τον ρυθμό και την ανάσα του κόσμου. Ζει ερωτικά από πολύ κοντά ό,τι γεννιέται και ό,τι χάνεται, ό,τι είναι τώρα και δεν θα είναι ύστερα από λίγο. Νοιώθει την εσωτερική λειτουργία αυτής της φαινομενικής ροής, γίνεται ένα αιώνιο ΕΙΝΑΙ. Ο ποιητής ζώντας τις πρόσκαιρες στιγμές της ζωής, τα πράγματα, που τον περιστοιχίζουν, εκφράζει με απόλυτη κατάφαση και με θριαμβικό ύφος αυτό το αιώνιο ΕΙΝΑΙ. Είναι ολόκληρος ένας ύμνος για τη ζωή, για την ποίηση, για την αιωνιότητα ζώντας γνήσια τη γεύση τους και τη σάρκα του, τελικά το νόημα της ζωής.
Ξαναγυρίζω μοιραία στην αποκαλυπτική μελέτη του Τάσου Λιγνάδη για τον Ελύτη, που βοηθάει στην κατανόηση του δρόμου, που θα πρέπει να ακολουθήσει κανείς στην οποιαδήποτε ανάλυση που θα επιχειρούσε με σεβασμό και με τεντωμένες κεραίες για την ανακάλυψη του χώρου του ποιητή. Γράφει λοιπόν χαρακτηριστικά ο Τάσος Λιγνάδης στον πρόλογό του ανάμεσα στα άλλα; " Πέρα από την αναγκαστική σκοινοβασία της εποχής δεν είμαστε πια εμείς, είμαστε όχι οι άλλοι. Αυτό θα ήταν τουλάχιστον μια ευγενής αποδοχή αυτοκτονίας, είμαστε οι δήθεν άλλοι, σκιάχτρα ζωής, τέρατα νοθείας, βάρβαροι ήχοι, βλάσφημα μέτρα, ό,τι το αλλόκοτο, μάταιο και κίβδηλο, είμαστε οι πλεγματικοί δυτικοειδείς, ένοχοι πίθηκοι της Βαλκανικής των τύψεων. Ξέρω η αγάπη ούτε επιβάλλεται, ούτε νομοθετείται: ανοίγονται πάντως προς αυτή μονίμως δύο δρόμοι: ο δρόμος της μαϊμούς και ο δρόμος των δένδρων. Η μαϊμού μιμείται στις κατασκευές του τον ξυλουργό, που θαυμάζει, δεν κατασκευάζει όμως τίποτε η μαϊμού κι ας το νομίζει. Ο άλλος δρόμος είναι διπλής κατεύθυνσης· οδός άνω και κάτω, από την γη στον ουρανό και αντίστροφα. Για να πας στον ουρανό πρέπει να ταπεινωθείς στην όποια γη σου πρώτα· αυτό κάνουν τα δένδρα, αυτό πρέπει να κάνουμε και μεις. Χωρίς την μνήμη του χώματος η ποίηση μένει χρυσή παρωπίδα θανάτου".
Ο ποιητής προβάλλει το θέμα της ελευθερίας της συγκεκριμένης αυτής ελευθερίας, που βρίσκεται πάντα σε συνάρτηση με το γενικότερο ανθρώπινο νόημα. Είναι ένα είδος ανάστασης του λαού με συμβολικές προεκτάσεις ώσπου να νικηθεί ο θάνατος και να επικρατήσει ο ύμνος της ζωής. Έχει μια δική του χώρα, στην οποία πορεύεται ο ποιητής και ο λυρισμός του έχει μια μελαγχολία, έτσι που τον ακολουθούν παντού μνήμες του από συγκεκριμένους έρωτες κι η νοσταλγία ως της ευδαιμονία και ο πόνος για μιαν επιστροφή. Η εφιαλτική πραγματικότητα ενός ρεαλισμού γυμνού εξαφανίζεται εντελώς μπροστά σ' αυτή την άνοιξη και το φως.
Η Γένεση είναι μια φυσική, μια αναπότρεπτη ανάγκη, για να φαίνεται ακόμα πιο ωραίος, ο ωραίος κόσμος, μπροστά στο χάος που οπωσδήποτε θα ακολουθήσει. Η ποίηση του Ελύτη θα μπορούσε, χωρίς διακρίσεις και επιμέρους αντιθέσεις, να είναι ολόκληρη μια κραυγή ζωής και ένα δοξαστικό για το φως και την πληρότητα αυτής της γης. Δοξάζει το φως της ζωής, τη χαρά, τη δόξα του ήλιου, τα ανθρώπινα έργα, τη θάλασσα και τα νησιά της, τα έθιμα και τις παραδόσεις και τους ανέμους, που στην ποίησή του σχεδόν προσωποποιούνται. Υμνεί τον έρωτα και την απολιθωμένη εικόνα των μεσημεριών, του ύπνου, του ανθρώπου μέσα στο ζεστό καλοκαίρι. Η ζωή αποκτάει ονόματα και πρόσωπα, γίνεται η μάνα των ονείρων, αλαφροπάτητη, άγια αγκαλιά της μοναξιάς, την βλέπει να ακολουθεί την τροχιά των ανέμων, μόνη αυτή άγια, προφητική και αινιγματική είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή σ' όλο της το μεγαλείο δένεται με τον άνθρωπο, τον έχει δικό της, τον καταξιώνει σαν πρόσωπο του Θεού, αφού Θεός και Άνθρωπος και Αγάπη είναι μια σύμπτωση ευτυχισμένη και μια σύγχρονη περιπέτεια της μνήμης.
Θα μπορούσαμε σαν συμπέρασμα να πούμε ότι ο Ελύτης κατορθώνει να τραγουδάει ελληνικά, τολμάει να έχει στην ποίησή του μια μνήμη από τα πράγματα του χώρου, είναι έτσι πάντα αναπάντεχα σύγχρονος, εντελώς απελευθερωμένος από την όποια δέσμευση στιχουργική ή άλλη. Έχει ένα είδος θαυμασμού, που αγγίζει την έκσταση και μια καθαρότητα, που μας κερδίζει την ψυχή και το μυαλό άμεσα κι όλα αυτά μέσα από μια εφηβεία θα λέγαμε, μια νεότητα κι ένα φυσικό θαύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου