Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Οι άλλοι άγιοι

                   
                  Εικονογράφηση Δημ. Σακελλαρίδη
Γύριζε απ’ τα χωράφια βράδυ – νύχτα, πάχνιζε τη γρηά μας φοράδα, έπειτα ανέβαινε κουρασμένα τα σκαλοπάτια. Εκείνος μούγκριζε από τους πόνους, είχανε σαπίσει πια οι πληγές του. Τον έπλυνε με νερό της βρύσης και τον άλειβε λάδι μαλακά – απαλά. Τότε γλύκαινε το λιγνό του πρόσωπο, μέρωνε. Δεν της μιλούσε, μονάχα έπλεκε τα χέρια στο στήθος κ’ ήθελε να του δυναμώσει το φως
Εμείς περιμέναμε νυσταγμένοι, ο μικρός κουτούλαγε κ’ έκλαιγε μες στο μισοΰπνι του. Μας μοίραζε το ψωμί σιωπηλά με κείνες τις τρυφερές της κινήσεις, ο παππούς πάντα του άπλωνε τη φούχτα κάτω απ’ τα γένεια του μην πέσουν τα ψίχουλα κι αμαρτήσει.
Από δίπλα εκείνος αναστέναξε άγρια, οι πόνοι τον λιάνιζαν, κάθε τόσο κι’ έβγαζε φωνή:
- Εχ Γεωργίααα! Καίγουμαι ! Νερό!
Η μάνα έμενε στο κρεβάτι του ως αργά, κάθουνταν άκρη – άκρη και τούβρεχε τις πληγές, ούτε μίλαγε.
Ακούγαμε τον πατέρα που θύμωνε, άρχιζε πάλι να βλαστημάει με λύσσα και να καταριέται Αλβανία, πολέμους, στρατηγούς, προδότες, νοσοκομεία.
- Αχ Γεωργία! Έτσι, έτσι σας λέω μάς πέταξαν.
Έγραφε με το μπράτσο του μιαν εκφραστική χειρονομία, ανασηκωνόταν ερεθισμένος, ο ιδρώτας πετάγουνταν χοντρά σπυριά.
- Έτσι σας λέω. Πάτε από εδώ, τα νοσοκομεία χρειάζουνται για μας!
Έλεγε που γέμισεν η Αθήνα λαβωμένους, άλλος διακόνευε, άλλος έτσι, άλλος έφευγε και χάνουνταν.
Πώς κατάφερε κ’ ήρθε! Τρίκλιζε, τα μπαστούνια βρόνταγαν στις πέτρες του δρόμου, στάθηκε στην αυλή, έκλαιγε, έκλαιγε σαν χελιδόνι. Η Μάνα τον πήρε απ’ το χέρι κι αργά – αργά τον έφερε στο κρεβάτι. Τον κράταγε σφιχτά πάνω της, σιωπηλή, σοβαρή, ο κόσμος ένοιωθε σαν επίσημη ώρα, κανένας δεν σάλευε.
Μονάχα ο παππούς έκανε το σταυρό του.
- Μέγας είσαι Κύριε…
Τώρα ο παππούς είναι Μάνα μας. Εκείνη απ’ το βαθύ χάραμα σέρνει τη γρηά μας φοράδα και φεύγει στα χωράφια, σκάβει, σπέρνει, θερίζει, το βράδυ γυρίζει σιωπηλή, καρτερούμε νάρθει η γλύκα της κ’ η παρηγοριά της.
Ο παππούς κάνει την αναφορά του, φάγαμε δε φάγαμε, παίξαμε δεν παίξαμε, ποιος έσπασε κεφάλι, ποιος έδεσε τενεκεδάκια στα σκυλιά, όμως εκείνη μας κοιτάζει τρυφερά και μοιράζει το ψωμί ίσα σ’ όλους μας, δίκαιους και αμαρτωλούς.
- Αύριο τα λέμε!
Μας φοβερίζει ο γέρος πεισμωμένος.
Εμείς δεν τον πιστεύουμε. Μονάχα που ο πατέρας φωνάζει και κλαίει, εκείνη πηγαινοέρχεται κουρασμένη, τα χέρια της τα τραχειά τρέμουν. Μένει στην κάμαρα του πατέρα πάντα ως τα μεσάνυχτα κι ακόμα.
Η θεία μας η χήρα κατάφερε τον Ιταλό γιατρό και της έδωσε αλοιφές. Δηλαδή όχι το γιατρό μα ένα παλληκαράκι Σικελό νοσοκόμο, ετούτος πάγαινε στης θείας τα βράδυα και τον έλουζε και τούπλεκε μάλλινα.
Η Μάνα κοίταζε μια τη θεία, μια τις αλοιφές. Και απέ τον παππού.
Ο παππούς έσκυβε στη φωτιά, ούτε γύριζε.
Τις άλλες μέρες ο πατέρας ησύχασε, έπεφτε σε βύθος, άφηνε απείραχτες τις βρασμένες πατάτες του μεσημεριού, ούτε ήθελε φως.
Όταν πέθανε, το λιγνό του πρόσωπο έφεγγε μέσα στα μαύρα – γκρίζα γένεια στο νεκροταφείο η Μάνα μας ξέσκιζε τα ρούχα της και ξερρίζωνε τα μαλλιά της.
Έπειτα το σπίτι μας σφραγίστηκε – σιωπή και κλάμα.
Την άνοιξη ακολουθούσαμε και μεις στα χωράφια, ήτανε σκάλος και βοτάνισμα, ως τη νύχτα ζυμώναμε τη γης, η Μάνα μας είχε λιγνέψει κ’ έπλεε μες στο μακρύ μαύρο της φουστάνι.
Εκεί που δούλευε άρχιζε το μοιρολόι, ήτανε ένα λυπητερό, αργό, κυματιστό τραγούδι, στιχάκια – στιχάκια. Μας έπιανε η αγκούσα, πνιγόμασταν. Έρχουνταν μπροστά μας ο πατέρας, εικόνες – εικόνες, πότε με τα χοντρά του μπαστούνια που βρόνταγαν, πότε γερός κ’ ίσος και χαμογελούσε.
Τότε ο μεγάλος αδερφός έσκουζε άγρια.
- Μάνα!
Ήθελε να χυμήξει σα γεράκια να της σφίξει το λαιμό.
Μας έπιανε φόβος και κρύο…
Το βράδυ ο δρόμος ήταν ατέλειωτος. Στο χωριό οι άνθρωποι ησύχαζαν κλεισμένοι από νωρίς στα σπίτια, πάνω στο δάσος του λόφου έφεγγαν τα μικρά φώτα του στρατιωτικού καταυλισμού, ακούγονταν εκείνη η χαρούμενη φυσαρμόνικα με τις ατέλειωτες ναπολιτάνικες μελωδίες. Ο παππούς γέμιζε λάδι το μεγάλο λυχνάρι, μας χάιδευε τα μαλλιά όλο γλύκα.
- Παλληκαράκια μου, παλληκαράκια.
Και μας τάιζε πατάτες και χόρτα.
Θάταν πια φθινόπωρο που πήρανε το δάσκαλο στρατοδικείο κι από κει χάθηκε. Τούτο τον καιρό έφυγε στα βουνά ο Γιωργής του θείου Κυριάκου, ακούγαμε που χάλασε τόνομά του κ’ έγινε καπετάν – Γιώργακας.
Ο παππούς θύμωνε που στάθηκε ο θείος μαλακός και δεν πελέκησε στο ξύλο το γιο του. Χτύπαγε τις γροθιές του στο τραπέζι, οι σακκούλες των ματιών του φούσκωναν. Κι όταν ήρθε ο θείος να μας ιδεί ο παππούς φρούμαζε, δεν τον χωρούσαν τα ρούχα.
- Τ’ είν’ αυτά Κυριακούλη; Εχ μωρέ δεν αποκρίνεσαι;
Ο θείος έσκυβε, γινόταν μια στάλα.
Από κάμποσο είπε:
- Ποιος τον έκανε ζάφτι πατέρα;
Η Μάνα έσφιγγε το μαύρο μαντήλι και σώπαινε. Είμασταν σίγουροι πως συμφωνούσε με τον παππού, μας έπιανε λύπη.
Τις νύχτες σκεφτόμασταν τον Γιωργή, έτσι να κατεβαίνει απ’ τα βουνά, αψηλός, φαρδύς, άγριος, καπετάν Γιώργακας σωστός. Και να ντουφεκάει. Εκειδά πάνω στις ντουφεκιές μάς έπαιρνε ο γλυκός ύπνος.
Όμως γρήγορα μας ήρθαν άλλα βάσανα. Η θεία η χήρα ήθελε να παντρεφτεί το Σικελό της! Αυτή τη φορά ο παππούς λίγο έλειψε να πεθάνει. Την έκλεισε στην κάμαρα του πατέρα μας, ακούγαμε το ραβδί που κατέβαινε στη ράχη της και κείνη ούρλιαζε και χύμαε να τον φάει. Η Μάνα μας τράβηξε τον γέρο, το κορμί του έτρεμε, έκλαιγε. Τον κάθιζε στη γωνιά μα τούτος έκανε να σηκωθεί, πάλευε. Φώναζε, τα μουστάκια του στάζαν.
- Αλλόφυλη! Αμαρτωλή! Φράγκισσα! Αχ, δεν είσαι κόρη δική μου! Πώς θα παντρεφτείς αμαρτωλή;
Η θεία η χήρα είχε φύγει απ’ την πίσω πόρτα, το αίμα πιτσίλισε την αυλή ως κάτου στο δρόμο.
Τις άλλες μέρες ο γέρος έμενε συλλογισμένος, κάθε λίγο και ρούφαγε πρέζα ταμπάκο κι αναστέναζε.
Έλεγε της Μάνας μας:
- Εχ, πούναι τος ο καπετάν – Γιώργακας να της πάρει το κεφάλι της λεβαντίνας!
Η Μάνα τούφερνε πιο κοντά το παλιό κανάτι του κρασιού. Έπινε, η καρδιά του μέρωνε, γέμιζε τρυφερότη και καλωσύνη για τη Μάνα μας. Την κρατούσε απ’ τα χέρια και τάσφιγγε μ’ όλη τη δύναμη των γηρατειών του.
- Εσύ Γεωργία είσαι παιδί μου. Εσύ, αδικημένη και βασανισμένη Γεωργία.
Θέλαμε να πέσουμε πάνω του, να τον αγκαλιάσουμε και να τον φιλούμε ως το θάνατο!
Ο μεγάλος μας αδερφός του διάβαζε ιστορίες για σημεία και τέρατα αγίων. Γαλήνευε, τα μάτια του είχανε μια απαλή ανταύγεια απ’ το φως της ψυχής του.
- Μέγας είσαι Κύριε…
Έλεγε σιγανά κ’ εκεί που πάγαινε να τον πάρει ο ύπνος ρώταγε:
- Έμαθες Γεωργία, πού βόσκει ο χαΐνης, ταγγόνι μου;
Εμείς πεταγόμασταν αράθυμα.
- Ποιος παππού; Ο καπετάν – Γιώργακας;
- Ναι.
- Στα βουνά, στα βουνά, απόσωνε η Μάνα μας και φύσαγε βιαστικά το λυχνάρι να γίνει σκοτάδι.
Μη κι’ έχουν τελειωμό οι βασανισμοί του ανθρώπου;
τον ίδιο καιρό, περασμένες του Σταυρού, μας πήραν στάρια και γεννήματα. Έζωσαν διπλά – τριπλά το χωριό, γέμισαν οι δρόμοι στρατό, πολυβόλα, αυτοκίνητα. Ο Ιταλός κομαντάτης κάθουνταν στην πλατεία, από κει έστελνε ταποσπάσματα στα σπίτια με τη σειρά, έμπαιναν βλαστημώντας κ’ έψαχναν, έξω στις αυλές γίνουνταν σωροί οι καρποί για μπάρκο!
Μήτε παπάς μήτε Πρόεδρος σκάρισε, οι άνθρωποι έμεναν κλεισμένοι κ’ έτρεμαν, πού και πού οι γυναίκες άφηναν σπαραγμούς πνιχτούς. Ώσπου να πεις, είδαμε πούφευγαν τα φορτηγά φορτωμένα ως πάνου κατά την Πολιτεία, ο στρατός τράβηξε απ’ τα καμποχώρια τραγουδώντας, στο δάσος του λόφου πλήθυναν τα φώτα, τα γέλια κ’ οι φωνές. Η Μάνα μας μόλις έγινε ησυχία σηκώθηκε, έσφιξε το μαύρο της μαντίλι, σκούπισε τα μάτια καιμας πήρε στην πίσω αυλή. Ήτανε ο παππούς γερμένος στον φράχτη αμίλητος, αδύνατος, κίτρινος.
Χτύπησε στην πλάτη τη Μάνα μας και χαμογέλασε:
- Βάστα Γεωργία!
Αυτό μονάχα.
Κι από κάμποσο:
- Βαστάτε μωρέ και σεις!
Ο μεγάλος αδερφός τούφερε κρασί και ταμπάκο. Έφερε και της Μάνας σκαμνί να καθήσει που λύγαε να σωριαστεί.
Εκείνη δάγκωνε το μαντήλι κ’ έκλαιγε. Έκλαιγε μ’ αναφυλλητά βαθειά, ματωμένα. Σαν τότε στο νεκροταφείο.
Συλλογιόταν τον χειμώνα που έφτανε χωρίς ψωμί και γεννήματα, εμάς που τρέμαμε όπως τα καλάμια του ποταμού, τον άμοιρο το γέρο, συλλογιόταν μαζί με τα τωρινά βάσανα της κατοχής τα βάσανα όλα της ζωής της – γέννες, θανάτους, φτώχεια, φαρμάκια – συλλογιόταν η Μάνα μας η δούλα κ’ η αγράμματη, αυτή η τσακισμένη και ταπεινωμένη, συλλογιόταν εκείνον που πέθανε απ’ τις πληγές του πολέμου. Εκεί μπροστά της άπλωνε η μοίρα το δίχτυ της, όλους θα μας τύλιγε, θα μας έσφιγγε ως το θάνατο άσπλαχνα.
Ο παππούς έφυγε σέρνοντας τα πόδια.
Τη νύχτα ώρες καθάριζε το παλιό πιστόλι του πατέρα μας ας ήταν και χωρίς σφαίρες.
Κ’ έπινε. Τα μάτια του άστραφταν.
- Απ’ τον παππού σου χαΐνη καπετάν – Γιώργακα! Αμ’ τι!
Έλεγε κι έπινε.
Η Μάνα κρατούσε το πρόσωπό της. Ήτανε δυο λεπτές, πετσαμένες, σκούρες, όλο νεύρα φούχτες. Ήτανε και το πρόσωπό της άσπρο – κίτρινο, έφεγγε μες στο μαύρο μαντήλι της κεφαλής.
Κοίταζε τον παππού, τα μάτια της στάζανε πίκρα κ’ έγνοια.
Ο λύχνος τσίριζε να σβήσει. Τι σκιές που σάλευαν!

Ύστερα απ’ τον Οχτώβρη οι βροχές πνίξανε τον τόπο. Ο μικρός μας αρρώστησε, μήτε φάρμακο είχαμε μήτε ψωμί. Εκείνη γύριζε ολημερίς κ’ έσκαβε στις λάσπες για ρίζες, χόρτα και τέτοια. Μας έφερνε προκηρύξεις, μαζευόμασταν γύρω στη φωτιά, ήτανε ησυχία, ο μεγάλος μας αδερφός τις διάβαζε φωναχτά λέξη – λέξη, βλέπαμε τον παππού που έσκυβε με προσοχή, η Μάνα στέκουνταν από πάνου κι αφουγκράζουνταν. Όταν εμείς φεύγαμε για ύπνο, ο παππούς κάθιζε αντίκρα του τον μεγάλο αδερφό, τον έβανε πάλι και πάλι να του διαβάζει τα χαρτιά, πάσκιζε να τα ξηγάει κατά πού ένοιωθε, έπινε αγάλια – αγάλια, ρώταγε πότε τούτο πότε κείνο.
Τούτα τα φύλλα δεν ήσαντε σαν τα γράμματα της εκκλησίας.
- Αχ, άλλο, άλλο είναι!
Κι αναστέναζε.
- Τι λες Γεωργία; Ε;
Εκείνη τούλεγε για οργάνωση, τέτοια.
- Όχι, όχι. Άλλο είναι Γεωργία!
Τράβαγε τα μουστάκια του με πείσμα.
Από μέρες, φώναζε της Μάνας πως το βρήκε. Έκανε σα μωρό.
- Ξέρεις Γεωργία τείναι; Να δώσουμε ό,τι έχουμε. Πώς θα γίνει ελευθερία και δίκιο; Πώς;
Η Μάνα μας χαμογελούσε, ούτε τούλεγε πως από μέρες είχε στείλει στα βουνά κουβέρτες και ρούχα, ακόμα και τασπρικά της.
Η Μάνα ποτέ δεν έλεγε στον παππού πως εδώ στο χωριό ήτανε επιμελητεία, πως ο θείος Κυριάκος είχε πεθάνει κρεμασμένος απ’ το κεφάλι στη γης, πως είχαν χωθεί απ’ τους ραβδισμούς λουρίδες πουκάμισο στις πλάτες του. Ήξερε πως ο γέρος μπορεί να μη τάντεχε, νάσπαζε η καρδιά του. Κ’ ήθελε πολύ να τον έχει, ήθελε και για τον εαυτό της και για κείνον και για μας.
- Αυτό είναι! Να δώσουμε!
Τον αγκάλιαζε και του χάιδευε τάσπρα γένεια.
Εκείνος ζούσε τον θρίαμβο, άστραφτε.
Δεν αποζήταγε πια σημεία και τέρατα αγίων. Τι νάβρισκε στα χαρτιά; Εδώ ήτανε, σε τούτο τον κόσμο τα μεγάλα σημεία. Σαν εκείνα των Φώτων!
Παραμονή νύχτα, έτσι ξαφνικά άρχισε ντουφέκι στον καταυλισμό του λόφου. Ο παππούς μάς σώριασε στο ντάμι χαμηλά, το στενό παράθυρο το φώτιζαν αστραψές, σειόταν το σπιτάκι μας απ’ τις ρίζες. Εμείς κλαίγαμε και χώναμε το κεφάλι βαθειά στις κοπριές. Η Μάνα μας αγρίευε, όλο κι άνοιγε χαράκι την πόρτα κι αφουγκραζόταν κατά το δρόμο. Σαν νακούγονταν τρεχάλες, πνιχτές βιαστικές φωνές.
Στο λόφο τα πολυβόλα γάζωναν νευρικά, έσκαγαν χειροβομβίδες δαιμόνοι, στα πλάγια του λόφου ήτανε φώτα άσπρα, κόκκινα, κίτρινα. Ο παππούς προσκύναε τον αη – Γιώργη, έλεγε προσευχές, βλαστήμαγε, κάθονταν δίπλα στο παχνί της φοράδας και μας κράταγε απ’ τις πλάτες.
- Βάστα καπετάν – Γιώργακα!
Κ’ έσφιγγε τις γροθιές του φοβεριστικά.
Την άλλη μέρα δε λειτούργησε ο παπάς.
Μας μάζεψαν στο χωράφι του σχολειού, είμαστε σύψυχο το χωριό, άντρες, γυναίκες, εμάς τα παιδιά μας στρίμωξαν στις κάμαρες του σχολειού.
Ακούγαμε φωνές, κλάματα, βρισές, ντουφεκιές.
Ως το μεσημέρι που έπιασε δυνατή, δαρτή βροχή.
Μάθαμε ύστερα πως η Μάνα μας στέκουνταν σφιγμένη στο μακρύ της μαύρο φουστάνι, μονάχα τα μάτια της φαίνουνταν απ’ το κεφαλοδέσιμο. Πως είχε μια περηφάνεια πάνω της καθώς βάδιζε μες στις λάσπες προς τον αυλόγυρο της εκκλησιάς. Μάθαμε πως γύρισε κ’ είδε τους άλλους, τους κοίταξε όλους αργά – σιγά, τους χαμογέλασε κ’ έκαμε να τους χαιρετίσει με τα χέρια μα ήταν δεμένα σφιχτά και σείστηκε αλαφρά το κορμί της.
Μάθαμε πως φώναξε:
- Χωριανοί, τα παιδιά μου!
Και δεν πήρε απόκριση.
Ύστερα την κλώτσησαν ως τον τοίχο της εκκλησίας…
Τώρα ο παππούς μας συχωρέθηκε, τον έφαγαν οι καημοί και το δίκιο. Μείναμε τα παιδιά, ο μεγάλος αδελφός είναι ο στύλος μας. Μας παίρνει των Φώτων κάθε χρόνο και πάμε λουλούδια σε κείνον τον τοίχο της εκκλησίας.
Πάντα μεσημέρι.
Και πάντα βρίσκουμε νάναι κι άλλα λουλούδια.
Περνάνε απ’ το πρωί οι άνθρωποι και προσκυνάνε τη Μάνα μας.
                                                              Αλέξης Σεβαστάκης
                                                              
Το διήγημα " Οι άλλοι άγιοι"δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης το Μάρτιο του 1963, στο τεύχος 99.Ο Αλέξης Σεβαστάκης με αυτό το διήγημα συμμετείχε  στο διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος "Κορυσχάδες" και πήρε το τρίτο βραβείο " παρά την κάποια φιλολογική του υπερφόρτωση, περιγράφει με δύναμη την ψυχολογία των ανθρώπων που η νομοτέλεια της αντιστασιακής δράσης τούς φέρνει αντιμέτωπους προς τον κατακτητή ενώ παράλληλα ανασυνθέτει το κλίμα της βίας, της πείνας και της απανθρωπίας κάτω από το ζυγό των ναζί".




1 σχόλιο :

  1. Αυτή η ανάρτησή σου είχε εμπνεύσει και τη δική μου:
    http://ofisofi.blogspot.gr/2013/04/blog-post_19.html
    Να' σαι καλά φίλε Ευρυτάνα Ιχνηλάτη

    ΑπάντησηΔιαγραφή