Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Σαρλό, ο μικρός αλήτης

Δεν είναι γνωστό με ακρίβεια πού γεννήθηκε ο Σαρλό. Μερικοί ισχυρίζονται πως είδε το φως στο Λονδίνο μια μέρα με ομίχλη, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως αυτό έγινε την άνοιξη σ' ένα χτήμα στα περίχωρα της Βαρσοβίας. Πολλές άλλες πόλεις διεκδικούν την τιμή πως στάθηκαν γενέτειρές του. Μήπως κανένα βράδι, στο σούρουπο, κατέβηκε απ' τα σύννεφα;
Όταν ο Σαρλό ήτανε μικρός, τον στείλαν στο σκολιό. Μα ο δάσκαλος, ένας χοντρός άνθρωπος που κρατούσε μια τρομερή βέργα, δεν τον αγαπούσε. Τον θεωρούσε πάντα αφηρημένο. Ο Σαρλό αποφάσισε να φύγει. Περίμενε να νυχτώσει, κι άμα σκοτείνιασε για καλά, πέταξε τη σάκα του σ' ένα θάμνο, έκοψε ένα κλωνάρι από λεφτοκαριά και τράβηξε κατά το μεγάλο δρόμο. Γύρισε πίσω και είδε μακριά ένα παράθυρο φωτισμένο από μια λάμπα. Ήταν το σπίτι των γονιών του. Του είπε "έχε γεια" με μια μικρή χειρονομία, γαύγισε για τελευταία φορά θέλοντας ν' αποχαιρετίσει το σκυλί κι' έκλεισε τα μάτια του. Περπάτησε όλη τη νύχτα.
Δεν είχε τολμήσει ποτέ του ακόμα ν' αντιμετωπίσει τη σκοτεινιά, γιατί φοβόταν όλα τα φανταστικά όντα που ζουν μες στο σκοτάδι. Του είχαν μιλήσει πολλές φορές για λύκους που τρώνε τα παιδιά, για πουλιά του θανάτου και γι' αρκούδες σκληρές...Αφού βάδισε πολλά χιλιόμετρα, άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Γύρω του απλωνόταν μια μεγάλη πεδιάδα κι' αποπάνω του ο ουρανός. Σήκωσε το κεφάλι και είδε μιλιούνια αστέρια που έλαμπαν τόσο χαρούμενα, ώστε θα νόμιζε κανείς πως κελαϊδούσαν.
Ο Σαρλό δεν είχε ακόμα ποτέ του ιδεί ούτε ακούσει ούτε ανασάνει τη νύχτα. Δεν είχε ποτέ του, επιπλέον, υποφέρει από τη νύχτα κι' απ' το σύντροφό της το κρύο.
Μα ο Σαρλό ήταν μαγεμένος απ' την ανακάλυψή του. Η σιωπή τον τριγύριζε και τον τρόμαζε. Ο κόσμος που ήθελε να διατρέξει τού φάνηκε απέραντος και θαυμαστός. Ένοιωθε απέραντη χαρά βαδίζοντας πέρα, ολομόναχος, άφοβος και λεύτερος, και αυτήν την πρώτη νύχτα ήταν που ο Σαρλό ένιωσε να ξυπνάει η αληθινή ψυχή του.
Στη μέση του ουρανού κρεμόταν το αχνό φεγγάρι που πότε έμοιαζε με μια κεφάλα ολοστρόγγυλη και χαμογελαστή, πότε με γνώριμο ζώο, πότε με χοντρή στάλα νερό που γλίστραγε στον ουράνιο θόλο.
Ο Σαρλό τού υποσχέθηκε να γίνει φίλος του.
Το φεγγάρι, σιωπηλό όπως πάντα, αποκρινόταν ρίχνοντας στο δρόμο του την πιο ωραία και την πιο πιστή του αχτίδα. Προπορευόταν απ' το Σαρλό που φοβόταν, ακόμα, λίγο το σκοτάδι και που κινδύνευε να πέσει σκοντάφτοντας απάνω στα χαλίκια.
Τ' αστέρια τον συνόδευαν κι' αυτά. Φαίνονταν σα να του μισόκλειναν το μάτι και να του τραγουδούσαν: Είμαστε δω, όλα μας, αμέτρητα, φίλοι σου για πάντα. Ο Σαρλό, συντροφιά με όλες αυτές τις ελπίδες, βάδιζε, όλο βάδιζε, αποτραβώντας τις άκρες των ποδιών του για να μην πατήσει την καινούργια του φίλη, την αχτίδα του φεγγαριού.
Ο Σαρλό δε φοβόταν τίποτα πια. Η νύχτα ήταν στο εξής φιλική. Όλο το πλήθος των σκιών, που είναι υπήκοοί της, σιωπούσε. Τα δέντρα, που κάνουν τρομαχτικές χειρονομίες με τα κλαδιά τους και που μπορούν τη νύχτα να μεταβληθούν σε ληστές, σε ζώα ή σε διαβόλους, του έδειχναν ευγενικά τον καλό δρόμο και του άπλωναν μια σκέψη για το κεφάλι του.
Ο Σαρλό ξαπλώθηκε και κλείνοντας τα μάτια του αποκοιμήθηκε. Ο αέρας, που καπλάζει σφυρίζοντας κι' ουρλιάζοντας με το κρύο πισωκάπουλα, πρόσεχε να μην ταράξει τον ύπνο του. Η πιστή αχτίδα του φεγγαριού είχε ακουμπήσει στο προσκέφαλό του κι αποφάσισε να παίξει το ρόλο της καντήλας, αγαπημένης των παιδιών.
Γύρω απ' τον κοιμισμένο Σαρλό γαλήνευε η νύχτα. Ένα ένα τ' αστέρια έσβυναν και η αχτίδα του φεγγαριού γλίστρησε και χάθηκε.
Ο Σαρλό, που είχε περπατήσει πολλή ώρα, κοιμόταν βαθιά.
Άνοιξε τα μάτια νιώθοντας λίγη ζέστη στο χέρι του. Στην αρχή νόμισε πως τον είχε γλείψει το σκυλί του. Αλλά ήταν μια αχτίδα του ήλιου. Ο Σαρλό έτριψε τα μάτια και θυμήθηκε τη φυγή του. Κοίταξε  γύρω του και είδε το μεγάλο δρόμο που φιδοσερνόταν  μες στα χωράφια. Γύρισε πίσω κι' είδε ένα μεγάλο δάσος. Κοιμόταν στην άκρη των μεγάλων δασών.
Ο Σαρλό δεν είχε δει ακόμα ποτέ του τόσο ωραίο δάσος. Το στεφάνωσε ο ήλιος.
Ο μικρός αλήτης πλησίασε με σέβας κορμούς δέκα φορές χοντρότερους απ' αυτόν, που στη σκιά τους φύτρωναν μικρά φυτά πράσινα και γαλάζια. Το φως που χόρευε γύρω από τα δέντρα, που σκαρφάλωνε στα δέντρα, φώτιζε τα λουλούδια που ξεπρόβαλλαν απόνα θάμνο.
Ο Σαρλό πλησίαζε με μικρά βήματα το μεγάλο φωτεινό μυστήριο. Ανάσαινε τις μυρωδιές που ανέβαιναν από το χώμα και που ροβολούσαν απ' τα ψηλότερα λόγγα. Κόντηνε τα βήματά του για να μην ταράξει την άπειρη σιωπή του δάσους.
Πέρα μακριά, δεν ήξερε κανένας ποια παράξενη κίνηση σάλευε την κορφή των δέντρων. Σε κάθε βήμα του γινόταν ένα θάμα. Πότε ήταν ένα πουλί που πετούσε σιωπηλά, πότε ένα κράξιμο που ξέσκιζε τη γαλήνη, πότε ένα λουλούδι πιο κόκινο που σταματούσε το βλέμμα του μικρού.
Κουρασμένος, συντριμμένος απ' αυτή τη μεγαλοπρέπεια, ο Σαρλό, κάθισε χάμου. Διακριτικά έντομα έτρεχαν βιαστικά σε μια άγνωστη δουλιά. Ο Σαρλό έσκυψε και είδε πλήθος μερμήγκια γύρω από μια τρύπα. Άλλα κουβαλούσαν βάρη μεγαλύτερα απ' τα ίδια, άλλα τα έσπρωχναν και άλλα έτρεχαν σ' αντίθετη κατεύθυνση, προς ένα θησαυρό που δε φαινόταν.
Ο Σαρλό τα παρατήρησε πολλή ώρα.
Έπειτα έκοψε ένα φρούτο, γιατί πεινούσε. Ξανάρχισε να περπατεί, παραμερίζοντας τα κλαδιά. δεν ήξερε κατά πού να τραβήξει. Αλλά ένας μικρός ήχος, ίσως το λάλημα ενός ασημένιου κουδουνιού, έφτασε στ' αυτιά του. Ο ήχος μεγάλωνε και τον καλούσε.
Προχώρησε και του φάνηκε πως οι ήχοι έρχονταν να τον συναντήσουν. Το χορτάρι ήταν πιο πράσινο και τα δέντρα πιο ρωμαλέα. Σε λίγο είδε από μακριά να ξεπηδάει απόνα βράχο μια πηγή κελαρυστή. Κοντά της ήταν ματωμένα πουλιά.
Ο Σαρλό έσκυψε κι' ήπιε όπως πίνουν στις βρύσες. Δεν του έτυχε ποτέ του ως τότε να βρεθεί στο ανάβρυσμα μιας πηγής.
Άκουσε. Είδε. Θάματα γεννιόνταν από κει. Γινόταν η βροχή, ο αέρας, το φως, τα χαμόγελα, η νύχτα, το φεγγάρι, οι αχτίδες του ήλιου, τα τραγούδια των πουλιών, η ευθυμία, μια έκπληξη, πετάγματα, χαιρετισμοί, η ζέστη που διαδεχόταν τη δροσιά, όλες οι ανταύγειες του κόμσου.
Ο Σαρλό κοιτούσε αχόρταγα το θέαμα που έθρεφε την πηγή. Ήταν σκυμμένος απάνω της. Καμμιά φορά σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε το δάσος. Απλωνόταν ολόκληρο μπροστά στα μάτια, γυρμένο απαλά σ' ένα λόφο. Και πότε ήτανε σαν καταχνιά, πότε φούσκωνε από βαθύχρωμη πρασινάδα και κάποτε πάλι σκοτείνιαζε και γινόταν ανάμνηση.
Ο Σαρλό αναγνώρισε την άνοιξη και το καλοκαίρι, αναγνώρισε ακόμα το χινόπωρο και το χειμώνα.
Περίμενε. Δεν ερχόταν κανένας. Ήταν ολομόναχος στη μέση του δάσους και ο καιρός κυλούσε. Ο Σαρλό δεν κουραζόταν να κοιτάει το κύλημα του νερού.
Νόμιζε πως είχαν κυλήσει μερικά λεπτά και μερικές σταγόνες. Αλλά στην πραγματικότητα, είχε μείνει κοντά στην πηγή πολλά χρόνια. Δεν είχε μεγαλώσει και τόσο, μια το θέαμα στο οποίο είχε παρασταθεί τόσες φορές τον είχε διδάξει όλα όσα δε μαθαίνουν ποτέ στο σκολιό.
Έφυγε με θλίψη απ' την πηγή, αλλά η ίδια τον συμβούλευε να συνεχίσει το δρόμο του. Παραμέρισε τα κλαδιά των θάμνων και ανέβηκε το λόφο. Στο δρόμο του αντάμωσε θεόρατα δέντρα που η κορφή τους φαινόταν να χάνεται στα σύγνεφα. Είδε σε απόσταση  μεγάλα ελάφια που προγκούσαν στο ζύγωμά του. Δε φοβόταν πια, γιατ' ήξερε το δάσος και το αγαπούσε.
Όταν έφτασε στην κορφή του λόφου που δέσποζε σ' όλη τη γειτονική περιοχή, ο Σαρλό κάθισε και κοίταξε γύρω του.
Πέρα μακριά, είδε το χωριουδάκι απ' όπου είχε κινήσει, ξεχώρισε το σπιτάκι των γονιών του, αλλά γρήγορα γύρισε τα μάτια του αλλού.
Μια πεδιάδα απέραντη απλωνόταν μπροστά του. Φαινόταν μεγάλες κηλίδες κόκινες και μαύρες, που ήταν πολιτείες. Φαινόνταν μικροί ήσυχοι λόφοι κι' ένας μεγάλος ποταμός, ο γιος της πηγής, ένας γίγαντας που έτρεχε μες απ' τα χωράφια, και δίπλα του ένας άσπρος δρόμος που τον ακολουθούσε.
Μακριά, πολύ μακριά βρισκόταν μια άλλη πεδιάδα ασπροπράσινη, που έλαμπε κάτω απ' τον ήλιο. Φαινόταν ατέλιωτη. Εκεί σ' αυτήν την γαλαζωπή και κινούμενη χώρα θέλησε να πάει ο Σαρλό και σηκώθηκε για να εκπληρώσει το σκοπό του.
Βάδισε πολλές μέρες και πολλές νύχτες ακολουθώντας το ποτάμι. Άμα κουραζόταν  ή νύσταζε, ξαπλωνόταν στο χορτάρι της ακροποταμιάς.
Θυμόταν την πηγή, που αμέτρητα μηνύματά της τού διαβιβάζονταν με τις χίλιες ανταύγειες του ποταμού. Ήταν μια μουσική αναμνήσεων. Τα ψάρια γλιστρούσαν ανάμεσα στα καλάμια και οι αχτίδες του ήλιου έπαιζαν με τα υδρόβια έντομα.
Ο Σαρλό δεν έχανε το θάρρος του, με όλη την πείνα που τον θέριζε συχνά. Έμαθε να παλεύει μαζί της καθώς και με το σύντροφό της το κρύο.
Κι όλο σκαρφάλωνε λόφους.
Μέρες και μέρες πέρασαν. Ο Σαρλό βάδιζε πάντα. Μια βραδυά άκουσε ένα σφύριγμα διαρκείας κι ένας δυνατός αέρας τον χτύπησε στο λαιμό. Με το πέρασμα του αέρα τα χείλη του αρμυρίσαν.
Βάδισε ώσπου νύχτωσε, γιατί άκουγε όχι μακριά του ένα μεγάλο μονότονο θόρυβο. Είχε κουραστεί πια με το παραπάνω, γιατί έπρεπε να τραβάει ενάντια στον αέρα, που γινόταν όλο και πιο απότομος και δυνατός. Ο Σαρλό δεν έβλεπε τίποτε πια και ο κρότος μεγάλωνε. Ξαπλώθηκε στο έδαφος που ήταν μαλακό: άμμος ψιλός όπου ήταν καλά να κοιμηθεί κανείς παρ' όλο τον κρότο. Θάλεγε κανείς πως χαλούσε ο κόσμος και όμως αυτή η βουή θύμιζε στο Σαρλό το τραγούδι της πηγής. Λικνισμένος απ' αυτή την ανάμνηση κι απ' τον αέρα που είχε ησυχάσει, αποκοιμήθηκε.
Όταν ο ήλιος τού άνοιξε τα μάτια, ο Σαρλό νόμισε πως ονειρευόταν. Μπροστά του ένα τεράστιο υδάτινο στρώμα, που το σύγκρινε με λίμνη, απλωνόταν απεριόριστο. Στην αρχή φοβήθηκε, γιατί κύματα όμοια με άλογα παράφορα φαινόνταν σα νάθελαν να χιμήξουν απάνω τους. Συνήθισε σιγά σιγά μ' αυτά τα σύρε κι έλα του νερού κι' ύστερα μαγεύτηκε από τα παιχνίδια του ήλιου και των χρωμάτων.
Ο Σαρλό δεν είχε δει ποτέ του ακόμα θάλασσα.  Αφού έτριψε με περίσκεψη τα μάτια του, κάθισε στη χρυσή αμμουδιά και κοίταξε.

Παραστάθηκε στα θάματα της αυγής.
Έφυγε πάλι. Γιατί ο Σαρλό πρέπει πάντα να φεύγει. Είναι σ' αυτόν σα μια κλήση. Τίποτε δε μπορεί να τον συγκρατήσει, γιατί ξέρει πως πέρα, μακρύτερα, τον περιμένει κάτι καινούργιο.
Ανακαλύπτει τον κόσμο. Η νιότη του είναι η ανακάλυψη του κόσμου. Γνωρίζει τώρα τη νύχτα, το κρύο, τον ήλιο, το δάσος, τον ουρανό και τα σύγνεφα, τα έντομα, την πηγή, τα πουλιά, το ποτάμι, τον αέρα και τις εποχές, γνωρίζει τη θάλασσα.
Μονάχα τους ανθρώπους δε γνωρίζει. Είναι νέος ακόμα.
Φεύγει ο Σαρλό. Αφήνει την ακροθαλασσιά. Ακολουθάει τους δρόμους που γειτονεύουν με τις αμμουδιές. Προχωρεί στην εξοχή. Σκαρφαλώνει στα βουνά. Περιμένει να βραδιάσει. Νυχτώνει. Ξημερώνει. Κοιμάται έξω. Τρέχει, γιατί πεινά.
Ο Σαρλό δεν είναι παιδάκι πια, γιατί ξέρει πώς να πολεμάει τους εχθρούς που έρχονται απ' ολούθε.
Του αρέσει αυτός ο αγώνας. Είναι λεύτερος χωρίς να το ξέρει. Λεύτερος στις κινήσεις του και στα λόγια του. Μπορεί να τραγουδήσει άμα θέλει. Κάνει ό,τι γουστάρει.
Ο Σαρλό είναι πολύ νέος.


Από τη μυθιστορηματική βιογραφία του Φιλίπ Σουπώλ, Σαρλό, σε μετάφραση Γ. Κοτζιούλα και τις εκδόσεις  Λογοτεχνική Γωνιά , χωρίς χρονολογία

Ο Σαρλό, κατά κόσμον Τσάρλι Τσάπλιν, ήρθε στον κόσμο στις 16 Απριλίου 1889

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου