Πάνε εβδομήντα χρόνια από εκείνο το παγωμένο βράδυ του Οκτώβρη, τότε που ένας άγνωστος άντρας χτύπησε την πόρτα του σπιτικού των Μπερίσα και ζήτησε μια γωνιά για να περάσει τη νύχτα. Ο νοικοκύρης του σπιτιού άνοιξε την πόρτα και η οικογένεια δέχτηκε τον άγνωστο ξένο με όλους τους κανόνες που όριζε το έθιμο της φιλοξενίας. Του πρόσφεραν φαγητό και κρεβάτι για να κοιμηθεί, αλλά δεν τον ρώτησαν ποιος ήταν, από πού ερχόταν και πού πήγαινε. Μόνο το επόμενο πρωί ο μικρότερος αδελφός από την οικογένεια συνόδευσε τον ξένο μέχρι τα σύνορα του χωριού.
Μια τουφεκιά οδήγησε στον άλλο κόσμο τον ξένο και δημιούργησε την υποχρέωση της εκδίκησης στην οικογένεια που τον φιλοξένησε, εκτός και αν ο μικρός αδελφός είχε προλάβει να γυρίσει την πλάτη του προς το χωριό τη στιγμή της δολοφονίας. Έτσι είχε συμβεί, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί για να το επιβεβαιώσει. Η επιτροπή που σχηματίστηκε για να ερευνήσει την υποχρέωση αυτή κατέληξε στην απόφαση ότι η οικογένεια Μπερίσα έπρεπε να εκδικηθεί το φόνο του ξένου, γιατί όπως είχε χρέος να τον φιλοξενήσει έτσι είχε χρέος και να εκδικηθεί « …ο φιλοξενούμενος είναι πρόσωπο ιερό και, κατά το έθιμο πάντα, το σπίτι του βουνίσιου είναι πρώτα κατοικία του Θεού και του μουσαφίρη κι ύστερα του ίδιου του ιδιοκτήτη και της φαμίλιας του.»
Ο δολοφόνος ήταν ένας νέος από την οικογένεια των Κριεκίκε , ο οποίος είχε στήσει καρτέρι στον ξένο γιατί αυτός τον είχε προσβάλει κάποτε μπροστά σε μια γυναίκα, άγνωστη επίσης.
« Έτσι, λοιπόν, το τέλος εκείνης της ημέρας του Οκτώβρη, βρήκε εχθρούς τους Μπερίσα με τους Κριεκίκε» γιατί έτσι όριζε ο Κώδικας του Κανούν και η οικογένεια Μπερίσα , ειρηνική μέχρι τότε, « μπλέχτηκε στα γρανάζια αυτού του ατέλειωτου μηχανισμού, της βεντέτας. Σαράντα τέσσερα μνήματα ανοίχτηκαν από τότε – και ποιος ξέρει πόσα θα άνοιγαν ακόμα – κι όλα επειδή κάποιος χτύπησε την πόρτα τους κείνη τη νυχτιά του Οκτώβρη…»
Εβδομήντα χρόνια μετά οι τελάληδες διαλαλούσαν
« Ο Γκιοργκ Μπερίσα σκότωσε τον Ζεφ Κριεκίκε!»
Ήταν 17 Μάρτη και ο Γκιοργκ στα εικοσιέξι του χρόνια έπαιρνε εκδίκηση για τον φόνο του αδελφού του, ενάμιση χρόνο πριν, από έναν Κριεκίκε.
« Ενάμιση χρόνο μετά τη δολοφονία του αδελφού του, η μητέρα του τελικά έπλυνε το πουκάμισο που φορούσε ο δυστυχισμένος κείνη τη μέρα. Είχε μείνει ματωμένο ενάμιση χρόνο τώρα, κρεμασμένο, όπως το απαιτούσε το Κανούν, στο ψηλότερο πάτωμα της κούλα, περιμένοντας την εκδίκηση. Αν άρχιζαν να κιτρινίζουν οι κηλίδες, έλεγαν, ήταν σημάδι αναμφίβολο πως ο σκοτωμένος υπέφερε που δεν είχαν πάρει ακόμα εκδίκηση. Βαρόμετρο αλάθητο, το πουκάμισο έδειχνε το χρόνο της εκδίκησης. Με το πουκάμισο, βαθιά μέσα στο χώμα που αναπαυόταν, ο πεθαμένος έστελνε τα μηνύματά του.
Πόσες φορές, στις ώρες της μοναξιάς του, δεν είχε ανέβει ο Γκιοργκ, σ' αυτό το φριχτό πάτωμα για να κοιτάξει το πουκάμισο! Το πουκάμισο κιτρίνιζε ολοένα περισσότερο. Αυτό σήμαινε πως ο πεθαμένος δεν έβρισκε ανάπαυση. Πόσες φορές δεν είχε δει στο όνειρό του ο Γκιοργκ αυτό το πουκάμισο να πλένεται μέσα σε σαπουνάδα, να καθρεφτίζεται η λευκότητά του σαν ανοιξιάτικος ουρανός. Το πρωί, όμως, που ξυπνούσε το έβρισκε πάντα εκεί, λερωμένο από τις καφετιές κηλίδες του ξεραμένου αίματος.
Και να' το επιτέλους τώρα κρεμασμένο στο σύρμα.
Όμως , παράξενο, δεν ένιωθε καμιά ανακούφιση.
Στο μεταξύ, σαν σημαία καινούρια, υψωμένη μετά την υποστολή της παλιάς, στο ψηλότερο πάτωμα του πύργου των Κριεκίκε, κρεμάστηκε το ματωμένο πουκάμισο του τελευταίου θύματος.
Οι εποχές, ψυχρές ή θερμές, επηρέαζαν το χρώμα του ξεραμένου αίματος, το ύφασμα του πουκάμισου, δεν ήθελε κανένας όμως να τις λάβει υπόψη. Όλες αυτές οι αλλαγές ερμηνεύονταν σαν μυστηριώδη μηνύματα που κανένας δεν τολμούσε να αμφισβητήσει.»
Το φονικό είχε γίνει με όλους τους κανόνες που όριζε το Κανούν.
« Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του εκείνο το παγερό πρωινό του Γενάρη που τον φώναξε ο πατέρας του για να κουβεντιάσει μαζί του μόνος, στο καθιστικό που βρισκόταν στο τελευταίο πάτωμα του πύργου. Η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά καθαρή, ο διάφανος ουρανός και το χιόνι που έπεφτε σου θάμπωναν τα μάτια, η αστραφτερή πλάση θαρρείς πως ήταν γυάλινη και μέσα στην κρυστάλλινη τρέλα της σου έδινε την εντύπωση πως από τη μια στιγμή στην άλλη θα γλιστρούσε και θα γινόταν κομμάτια. Ένα τόσο ωραίο πρωινό, λοιπόν, του θύμισε ο πατέρας του το καθήκον του. Ο Γκιοργκ καθόταν κοντά στο παράθυρο και τον άκουγε να μιλάει για αίμα. Ο κόσμος ολόκληρος έμοιαζε γεμάτος αίματα. Το χιόνι έπαιρνε μια κόκκινη απόχρωση, οι κηλίδες μεγάλωναν και απλωνόνταν παντού. Αργότερα κατάλαβε πως αυτές οι κοκκινίλες ήταν στα μάτια του. Άκουγε πάντα τον πατέρα του με σκυμμένο κεφάλι….»
και για τριάντα μέρες κηρύχθηκε ανακωχή.
« Τριάντα μέρες", μονολόγησε. Το βόλι που έριξε εκεί, στο ανάχωμα της δημοσιάς, είχε κόψει ξαφνικά στα δύο τη ζωή του: από τη μια πλευρά, τα εικοσιέξι χρόνια που είχε ζήσει μέχρι τότε, από την άλλη οι τριάντα μέρες που άρχιζαν σήμερα, στις δεκαεφτά του Μάρτη και θα τέλειωναν στις δεκαεφτά του Απρίλη. Έπειτα η ζωή του θα ήταν ζωή νυχτερίδας, δεν τη λογάριαζε ήδη.
Με την άκρη του ματιού, ο Γκιόργκ παρατήρησε το κομμάτι του τοπίου που διακρινόταν από το στενό παράθυρο. Έξω βασίλευε ο Μάρτης, μισο - χαμογελαστός, μισο - παγωμένος, με αυτό το επικίνδυνο αλπικό φως που τον χαρακτήριζε. Έπειτα θα' ρχόταν ο Απρίλης ή, μάλλον, μόνο το πρώτο του μισό. Ο Γκιοργκ ένιωσε κάτι σαν κενό αριστερά στο στήθος. Ο Απρίλης ήταν γι' αυτόν τυλιγμένος από τώρα σε μια γαλαζωπή οδύνη...Ναι, ο Απρίλης πάντα του έδινε αυτή την εντύπωση, σαν μήνας που άφηνε κάτι ανεκπλήρωτο. Ο Απρίλης του έρωτα, όπως έλεγαν τα τραγούδια. Ο μιοτελειωμένος Απρίλης του...Ωστόσο, αυτό ήταν καλύτερα έτσι, σκέφτηκε, χωρίς να καλοξέρει τι ήταν αυτό: το γεγονός πως είχε πάρει εκδίκηση για τον αδερφό του ή η εποχή που συνέπεσε η εκδίκηση;… Χωρίς να πάρει τα μάτια του από αυτό το ομιχλώδες κομμάτι του τοπίου, σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει αυτές τις τριάντα μέρες που του απόμεναν. Και πρώτα πρώτα, η προθεσμία αυτή του φαινόταν σύντομη, μια χούφτα μέρες που δεν έφταναν για τίποτα, όμως μερικά λεπτά αργότερα, η ίδια προθεσμία του φάνηκε τρομερά μεγάλη και τελείως ανώφελη.
" Δεκαεφτά του Μάρτη", μονολόγησε άθελά του. " Είκοσι μία του Μάρτη. Τέσσερις του Απρίλη. Έντεκα του Απρίλη. Δεκαεφτά του Απρίλη. Δεκαοχτώ. Πάει ο Απρίλης". Έπειτα αόριστα: " Πάει ο Απρίλης, ο Απρίλης πάει και δεν έχει Μάη. Ποτέ πια".
Καθόταν έτσι και μουρμούριζε ανάμεσα στα δόντια του διάφορες ημερομηνίες, από το Μάρτη στον Απρίλη, όταν άκουσε τα βήματα του πατέρα του που κατέβαινε από το πάνω πάτωμα. Κρατούσε ένα πουγκί από αδιάβροχο πανί.
" Να, Γκιοργκ τα πεντακόσια γρόσια για το αίμα", του είπε δίνοντάς του το πουγκί.
Ο Γκιοργκ άνοιξε τα μάτια διάπλατα κι έκρυψε τα χέρια πίσω από την πλάτη, για να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα, θαρρείς, από αυτό το καταραμένο πουγκί.
" Τι;" είπε με σβησμένη φωνή. " Γιατί;"
Ο πατέρας του τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
" Πώς τι; Ξέχασες πως πρέπει να πληρώσεις φόρο για το αίμα;"
" Α, ναι", έκανε ανακουφισμένος ο Γκιοργκ.
Το πουγκί βρισκόταν ακόμα απλωμένο μπροστά του κι έτεινε το χέρι.
" Θα πρέπει να ξεκινήσεις μεθαύριο για την κούλα του Ορός", συνέχισε ο πατέρας του. " Είναι μια μέρα δρόμος".
Ο Γκιοργκ δεν είχε καμιά διάθεση για ταξίδι.
" Δεν μπορεί να περιμένει η υπόθεση, πατέρα; Πρέπει να πληρώσω τώρα αμέσως;"
"Ναι, αμέσως, γιε μου. Η υπόθεση αυτή πρέπει να τακτοποιηθεί το συντομότερο. Ο φόρος για το αίμα πληρώνεται αμέσως μετά το φονικό."
Πάνω εκεί στο Ραφς, στο Οροπέδιο του Θανάτου, στα Καταραμένα Βουνά, ο Κώδικας του Κανούν είναι ο μόνος που ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων και επιβάλλεται παντού, σε κάθε δραστηριότητα υλική , πνευματική και ηθική.
« Το Κανούν ήταν πολύ ισχυρότερο από όσο φαινόταν. Η δύναμή του απλωνόταν παντού,από εκτάσεις, από τα όρια των αγρών, τρύπωνε στα θεμέλια των σπιτιών, στα μνήματα, στις εκκλησιές, στους δρόμους, στα παζάρια, στους αρραβώνες, αναρριχόταν στα ύψη και ανέβαινε ακόμα πιο ψηλά, μέχρι τον ουρανό, απ’ όπου ξανακατέβαινε σαν βροχή για να γεμίσει τα αρδευτικά αυλάκια που ήταν η αιτία για ένα το ένα τρίτο των φονικών...»
Ο Γκιοργκ Μπερίσα συνειδητοποιούσε ότι η εκδίκηση με αίμα ήταν μόνο ένα μέρος του άγραφου νόμου, του Κανούν. Όλη η ζωή ήταν δεμένη από αυτό το αίμα και « Όλα είχαν επινοηθεί με τέτοιο τρόπο, που αλληλογεννιόνταν, το άσπιλο γεννούσε το ματωμένο και το προηγούμενο το τελευταίο, κι έτσι αδιάκοπα, συνεχίζονταν από γενιά σε γενιά…»
Σε αυτόν τον άγριο και σκληρό τόπο επιλέγει ένα νιόπαντρο ζευγάρι να περάσει το μήνα του μέλιτος, ένας συγγραφέας που ασχολείται με αυτόν τον Κώδικα του θανάτου και η γυναίκα του, αδιάφορη αρχικά. Στην διάρκεια του ταξιδιού, το πέρασμα από χωριά, η συνάντηση με διάφορους ανθρώπους και με τον Γκιοργκ Μπερίσα σημαδεύουν για πάντα τη ζωή και τη σχέση του ζευγαριού
«Του φαινόταν απόμακρη, ψυχρή, κορμί μόνο, που είχε αφήσει την ψυχή του εκεί ψηλά. « Πώς διάβολε μου ήρθε η ιδέα να την πάω σ’ αυτό το καταραμένο Οροπέδιο!» βλαστήμησε για εκατοστή φορά. Η γυναίκα του δεν είχε παρά μια μόνο επαφή με το Οροπέδιο και αυτή η επαφή έφτασε για να του την κλέψει. Έφτασε μόνο να την αγγίξει αυτός ο τερατώδης μηχανισμός, για να την αποπλανήσει, να την κάνει αιχμάλωτή του και στην καλύτερη περίπτωση μια Ορειάδα…
Στιγμές στιγμές, με μια ηρεμία που τον τρόμαζε, σκεφτόταν πως ίσως και να έπρεπε να πληρώσει αυτό το φόρο στο Οροπέδιο. Ένα φόρο για τα έργα του, για τις νεράιδες και τις Ορειάδες που περιέγραφε και το θεωρείο από το οποίο παρακολουθούσε το θέαμα που έπαιζε ολόκληρος ο αιματοβαμμένος λαός…»
Ο Ισμαήλ Κανταρέ και ο Ρημαγμένος Απρίλης, γραμμένος το 1978, ζωντανεύουν τον κόσμο του Κανούν μέσα σε μια ατμόσφαιρα αρχαίας τραγωδίας καταδυόμενοι στα ομιχλώδη και σκοτεινά χθόνια δώματα Ανάμεσα στις πληροφορίες για τον Κώδικα Κανούν ,τις οδυνηρές ψυχολογικές μεταπτώσεις του Γκιοργκ Μπερίσα και τις βαριές διαθέσεις όσων συμμετέχουν στην ιστορία μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης και την προσπάθεια ορθολογικής ερμηνείας του Κανούν και τη σύνδεση του με οικονομικά συμφέροντα.
«…σύμφωνα με το Κανούν , όταν δυο άντρες πυροβολιούνται και ο ένας από αυτούς πεθαίνει, ενώ ο άλλος μόνο πληγώνεται, τότε ο πληγωμένος πληρώνει τη διαφορά, δηλαδή το επιπλέον αίμα. Με άλλα λόγια, όπως σας είπα στην αρχή, πίσω από αυτό το μισο – μυθικό κόσμο συχνά πρέπει να αναζητήσει κανείς το οικονομικό στοιχείο…στην εποχή μας, το αίμα, όπως και το καθετί, έγινε εμπόρευμα…»
Μυθιστόρημα σπαρακτικό και σκοτεινό σε αντίθεση με τη φωτεινότητα και την χαρά της Άνοιξης.
«Ήταν μια ιστορία σημαδεμένη με είκοσι δύο μνήματα για κάθε φαμίλια, σαράντα τέσσερα συνολικά, με φράσεις λακωνικές, που προσφέρονταν πριν από κάθε φονικό, με σιωπές, όμως, περισσότερες από τους θανάτους· με λυγμούς, με ένα αργόσυρτο ψυχορράγημα που εμποδίζει την έκφραση της τελευταίας θέλησης, με τρία τραγούδια του ραψωδού, που το ένα άρχιζε μόλις έσβηνε το άλλο, με τον τάφο μιας γυναίκας που σκοτώθηκε από απροσεξία και που οι δικοί της αποζημιώθηκαν με όλους τους κανόνες, με τους άντρες κι από τις δυο φαμίλιες κλεισμένους στους πύργους των εγκλείστων με μια απόπειρα συμφιλίωσης που απέτυχε την τελευταία στιγμή, με ένα φονικό στη διάρκεια ενός αρραβώνα, με την παραχώρηση μιας μικρής και μιας μεγάλης ανακωχής, με το τραπέζι της παρηγοριάς με μια κραυγή:
« Ο τάδε Μπερίσα σκότωσε τον τάδε Κριεκίκε» ή, αντίθετα, με πυρσούς, με πηγαινέλα στο χωριό και στη συνέχεια μέχρι κείνο το σούρουπο στις δεκαεφτά του Μάρτη, που είχε έρθει η σειρά του Γκιοργκ να σύρει κι αυτός το μακάβριο χορό… Ο Μάρτης ήταν στις τελευταίες του μέρες. Ο Απρίλης δε θα αργούσε να φανεί. Με το πρώτο του μισό άσπρο και το υπόλοιπο μισό μαύρο. Ρημαγμένος Απρίλης…»
Ismail Kadare, Ρημαγμένος Απρίλης, μετφρ. Λένα Μιλιλή, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1988 2η έκδοση
Μια τουφεκιά οδήγησε στον άλλο κόσμο τον ξένο και δημιούργησε την υποχρέωση της εκδίκησης στην οικογένεια που τον φιλοξένησε, εκτός και αν ο μικρός αδελφός είχε προλάβει να γυρίσει την πλάτη του προς το χωριό τη στιγμή της δολοφονίας. Έτσι είχε συμβεί, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί για να το επιβεβαιώσει. Η επιτροπή που σχηματίστηκε για να ερευνήσει την υποχρέωση αυτή κατέληξε στην απόφαση ότι η οικογένεια Μπερίσα έπρεπε να εκδικηθεί το φόνο του ξένου, γιατί όπως είχε χρέος να τον φιλοξενήσει έτσι είχε χρέος και να εκδικηθεί « …ο φιλοξενούμενος είναι πρόσωπο ιερό και, κατά το έθιμο πάντα, το σπίτι του βουνίσιου είναι πρώτα κατοικία του Θεού και του μουσαφίρη κι ύστερα του ίδιου του ιδιοκτήτη και της φαμίλιας του.»
Ο δολοφόνος ήταν ένας νέος από την οικογένεια των Κριεκίκε , ο οποίος είχε στήσει καρτέρι στον ξένο γιατί αυτός τον είχε προσβάλει κάποτε μπροστά σε μια γυναίκα, άγνωστη επίσης.
« Έτσι, λοιπόν, το τέλος εκείνης της ημέρας του Οκτώβρη, βρήκε εχθρούς τους Μπερίσα με τους Κριεκίκε» γιατί έτσι όριζε ο Κώδικας του Κανούν και η οικογένεια Μπερίσα , ειρηνική μέχρι τότε, « μπλέχτηκε στα γρανάζια αυτού του ατέλειωτου μηχανισμού, της βεντέτας. Σαράντα τέσσερα μνήματα ανοίχτηκαν από τότε – και ποιος ξέρει πόσα θα άνοιγαν ακόμα – κι όλα επειδή κάποιος χτύπησε την πόρτα τους κείνη τη νυχτιά του Οκτώβρη…»
Εβδομήντα χρόνια μετά οι τελάληδες διαλαλούσαν
« Ο Γκιοργκ Μπερίσα σκότωσε τον Ζεφ Κριεκίκε!»
Ήταν 17 Μάρτη και ο Γκιοργκ στα εικοσιέξι του χρόνια έπαιρνε εκδίκηση για τον φόνο του αδελφού του, ενάμιση χρόνο πριν, από έναν Κριεκίκε.
« Ενάμιση χρόνο μετά τη δολοφονία του αδελφού του, η μητέρα του τελικά έπλυνε το πουκάμισο που φορούσε ο δυστυχισμένος κείνη τη μέρα. Είχε μείνει ματωμένο ενάμιση χρόνο τώρα, κρεμασμένο, όπως το απαιτούσε το Κανούν, στο ψηλότερο πάτωμα της κούλα, περιμένοντας την εκδίκηση. Αν άρχιζαν να κιτρινίζουν οι κηλίδες, έλεγαν, ήταν σημάδι αναμφίβολο πως ο σκοτωμένος υπέφερε που δεν είχαν πάρει ακόμα εκδίκηση. Βαρόμετρο αλάθητο, το πουκάμισο έδειχνε το χρόνο της εκδίκησης. Με το πουκάμισο, βαθιά μέσα στο χώμα που αναπαυόταν, ο πεθαμένος έστελνε τα μηνύματά του.
Πόσες φορές, στις ώρες της μοναξιάς του, δεν είχε ανέβει ο Γκιοργκ, σ' αυτό το φριχτό πάτωμα για να κοιτάξει το πουκάμισο! Το πουκάμισο κιτρίνιζε ολοένα περισσότερο. Αυτό σήμαινε πως ο πεθαμένος δεν έβρισκε ανάπαυση. Πόσες φορές δεν είχε δει στο όνειρό του ο Γκιοργκ αυτό το πουκάμισο να πλένεται μέσα σε σαπουνάδα, να καθρεφτίζεται η λευκότητά του σαν ανοιξιάτικος ουρανός. Το πρωί, όμως, που ξυπνούσε το έβρισκε πάντα εκεί, λερωμένο από τις καφετιές κηλίδες του ξεραμένου αίματος.
Και να' το επιτέλους τώρα κρεμασμένο στο σύρμα.
Όμως , παράξενο, δεν ένιωθε καμιά ανακούφιση.
Στο μεταξύ, σαν σημαία καινούρια, υψωμένη μετά την υποστολή της παλιάς, στο ψηλότερο πάτωμα του πύργου των Κριεκίκε, κρεμάστηκε το ματωμένο πουκάμισο του τελευταίου θύματος.
Οι εποχές, ψυχρές ή θερμές, επηρέαζαν το χρώμα του ξεραμένου αίματος, το ύφασμα του πουκάμισου, δεν ήθελε κανένας όμως να τις λάβει υπόψη. Όλες αυτές οι αλλαγές ερμηνεύονταν σαν μυστηριώδη μηνύματα που κανένας δεν τολμούσε να αμφισβητήσει.»
Το φονικό είχε γίνει με όλους τους κανόνες που όριζε το Κανούν.
« Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του εκείνο το παγερό πρωινό του Γενάρη που τον φώναξε ο πατέρας του για να κουβεντιάσει μαζί του μόνος, στο καθιστικό που βρισκόταν στο τελευταίο πάτωμα του πύργου. Η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά καθαρή, ο διάφανος ουρανός και το χιόνι που έπεφτε σου θάμπωναν τα μάτια, η αστραφτερή πλάση θαρρείς πως ήταν γυάλινη και μέσα στην κρυστάλλινη τρέλα της σου έδινε την εντύπωση πως από τη μια στιγμή στην άλλη θα γλιστρούσε και θα γινόταν κομμάτια. Ένα τόσο ωραίο πρωινό, λοιπόν, του θύμισε ο πατέρας του το καθήκον του. Ο Γκιοργκ καθόταν κοντά στο παράθυρο και τον άκουγε να μιλάει για αίμα. Ο κόσμος ολόκληρος έμοιαζε γεμάτος αίματα. Το χιόνι έπαιρνε μια κόκκινη απόχρωση, οι κηλίδες μεγάλωναν και απλωνόνταν παντού. Αργότερα κατάλαβε πως αυτές οι κοκκινίλες ήταν στα μάτια του. Άκουγε πάντα τον πατέρα του με σκυμμένο κεφάλι….»
και για τριάντα μέρες κηρύχθηκε ανακωχή.
« Τριάντα μέρες", μονολόγησε. Το βόλι που έριξε εκεί, στο ανάχωμα της δημοσιάς, είχε κόψει ξαφνικά στα δύο τη ζωή του: από τη μια πλευρά, τα εικοσιέξι χρόνια που είχε ζήσει μέχρι τότε, από την άλλη οι τριάντα μέρες που άρχιζαν σήμερα, στις δεκαεφτά του Μάρτη και θα τέλειωναν στις δεκαεφτά του Απρίλη. Έπειτα η ζωή του θα ήταν ζωή νυχτερίδας, δεν τη λογάριαζε ήδη.
Με την άκρη του ματιού, ο Γκιόργκ παρατήρησε το κομμάτι του τοπίου που διακρινόταν από το στενό παράθυρο. Έξω βασίλευε ο Μάρτης, μισο - χαμογελαστός, μισο - παγωμένος, με αυτό το επικίνδυνο αλπικό φως που τον χαρακτήριζε. Έπειτα θα' ρχόταν ο Απρίλης ή, μάλλον, μόνο το πρώτο του μισό. Ο Γκιοργκ ένιωσε κάτι σαν κενό αριστερά στο στήθος. Ο Απρίλης ήταν γι' αυτόν τυλιγμένος από τώρα σε μια γαλαζωπή οδύνη...Ναι, ο Απρίλης πάντα του έδινε αυτή την εντύπωση, σαν μήνας που άφηνε κάτι ανεκπλήρωτο. Ο Απρίλης του έρωτα, όπως έλεγαν τα τραγούδια. Ο μιοτελειωμένος Απρίλης του...Ωστόσο, αυτό ήταν καλύτερα έτσι, σκέφτηκε, χωρίς να καλοξέρει τι ήταν αυτό: το γεγονός πως είχε πάρει εκδίκηση για τον αδερφό του ή η εποχή που συνέπεσε η εκδίκηση;… Χωρίς να πάρει τα μάτια του από αυτό το ομιχλώδες κομμάτι του τοπίου, σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει αυτές τις τριάντα μέρες που του απόμεναν. Και πρώτα πρώτα, η προθεσμία αυτή του φαινόταν σύντομη, μια χούφτα μέρες που δεν έφταναν για τίποτα, όμως μερικά λεπτά αργότερα, η ίδια προθεσμία του φάνηκε τρομερά μεγάλη και τελείως ανώφελη.
" Δεκαεφτά του Μάρτη", μονολόγησε άθελά του. " Είκοσι μία του Μάρτη. Τέσσερις του Απρίλη. Έντεκα του Απρίλη. Δεκαεφτά του Απρίλη. Δεκαοχτώ. Πάει ο Απρίλης". Έπειτα αόριστα: " Πάει ο Απρίλης, ο Απρίλης πάει και δεν έχει Μάη. Ποτέ πια".
Καθόταν έτσι και μουρμούριζε ανάμεσα στα δόντια του διάφορες ημερομηνίες, από το Μάρτη στον Απρίλη, όταν άκουσε τα βήματα του πατέρα του που κατέβαινε από το πάνω πάτωμα. Κρατούσε ένα πουγκί από αδιάβροχο πανί.
" Να, Γκιοργκ τα πεντακόσια γρόσια για το αίμα", του είπε δίνοντάς του το πουγκί.
Ο Γκιοργκ άνοιξε τα μάτια διάπλατα κι έκρυψε τα χέρια πίσω από την πλάτη, για να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα, θαρρείς, από αυτό το καταραμένο πουγκί.
" Τι;" είπε με σβησμένη φωνή. " Γιατί;"
Ο πατέρας του τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
" Πώς τι; Ξέχασες πως πρέπει να πληρώσεις φόρο για το αίμα;"
" Α, ναι", έκανε ανακουφισμένος ο Γκιοργκ.
Το πουγκί βρισκόταν ακόμα απλωμένο μπροστά του κι έτεινε το χέρι.
" Θα πρέπει να ξεκινήσεις μεθαύριο για την κούλα του Ορός", συνέχισε ο πατέρας του. " Είναι μια μέρα δρόμος".
Ο Γκιοργκ δεν είχε καμιά διάθεση για ταξίδι.
" Δεν μπορεί να περιμένει η υπόθεση, πατέρα; Πρέπει να πληρώσω τώρα αμέσως;"
"Ναι, αμέσως, γιε μου. Η υπόθεση αυτή πρέπει να τακτοποιηθεί το συντομότερο. Ο φόρος για το αίμα πληρώνεται αμέσως μετά το φονικό."
Πάνω εκεί στο Ραφς, στο Οροπέδιο του Θανάτου, στα Καταραμένα Βουνά, ο Κώδικας του Κανούν είναι ο μόνος που ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων και επιβάλλεται παντού, σε κάθε δραστηριότητα υλική , πνευματική και ηθική.
« Το Κανούν ήταν πολύ ισχυρότερο από όσο φαινόταν. Η δύναμή του απλωνόταν παντού,από εκτάσεις, από τα όρια των αγρών, τρύπωνε στα θεμέλια των σπιτιών, στα μνήματα, στις εκκλησιές, στους δρόμους, στα παζάρια, στους αρραβώνες, αναρριχόταν στα ύψη και ανέβαινε ακόμα πιο ψηλά, μέχρι τον ουρανό, απ’ όπου ξανακατέβαινε σαν βροχή για να γεμίσει τα αρδευτικά αυλάκια που ήταν η αιτία για ένα το ένα τρίτο των φονικών...»
Ο Γκιοργκ Μπερίσα συνειδητοποιούσε ότι η εκδίκηση με αίμα ήταν μόνο ένα μέρος του άγραφου νόμου, του Κανούν. Όλη η ζωή ήταν δεμένη από αυτό το αίμα και « Όλα είχαν επινοηθεί με τέτοιο τρόπο, που αλληλογεννιόνταν, το άσπιλο γεννούσε το ματωμένο και το προηγούμενο το τελευταίο, κι έτσι αδιάκοπα, συνεχίζονταν από γενιά σε γενιά…»
Σε αυτόν τον άγριο και σκληρό τόπο επιλέγει ένα νιόπαντρο ζευγάρι να περάσει το μήνα του μέλιτος, ένας συγγραφέας που ασχολείται με αυτόν τον Κώδικα του θανάτου και η γυναίκα του, αδιάφορη αρχικά. Στην διάρκεια του ταξιδιού, το πέρασμα από χωριά, η συνάντηση με διάφορους ανθρώπους και με τον Γκιοργκ Μπερίσα σημαδεύουν για πάντα τη ζωή και τη σχέση του ζευγαριού
«Του φαινόταν απόμακρη, ψυχρή, κορμί μόνο, που είχε αφήσει την ψυχή του εκεί ψηλά. « Πώς διάβολε μου ήρθε η ιδέα να την πάω σ’ αυτό το καταραμένο Οροπέδιο!» βλαστήμησε για εκατοστή φορά. Η γυναίκα του δεν είχε παρά μια μόνο επαφή με το Οροπέδιο και αυτή η επαφή έφτασε για να του την κλέψει. Έφτασε μόνο να την αγγίξει αυτός ο τερατώδης μηχανισμός, για να την αποπλανήσει, να την κάνει αιχμάλωτή του και στην καλύτερη περίπτωση μια Ορειάδα…
Στιγμές στιγμές, με μια ηρεμία που τον τρόμαζε, σκεφτόταν πως ίσως και να έπρεπε να πληρώσει αυτό το φόρο στο Οροπέδιο. Ένα φόρο για τα έργα του, για τις νεράιδες και τις Ορειάδες που περιέγραφε και το θεωρείο από το οποίο παρακολουθούσε το θέαμα που έπαιζε ολόκληρος ο αιματοβαμμένος λαός…»
Ο Ισμαήλ Κανταρέ και ο Ρημαγμένος Απρίλης, γραμμένος το 1978, ζωντανεύουν τον κόσμο του Κανούν μέσα σε μια ατμόσφαιρα αρχαίας τραγωδίας καταδυόμενοι στα ομιχλώδη και σκοτεινά χθόνια δώματα Ανάμεσα στις πληροφορίες για τον Κώδικα Κανούν ,τις οδυνηρές ψυχολογικές μεταπτώσεις του Γκιοργκ Μπερίσα και τις βαριές διαθέσεις όσων συμμετέχουν στην ιστορία μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης και την προσπάθεια ορθολογικής ερμηνείας του Κανούν και τη σύνδεση του με οικονομικά συμφέροντα.
«…σύμφωνα με το Κανούν , όταν δυο άντρες πυροβολιούνται και ο ένας από αυτούς πεθαίνει, ενώ ο άλλος μόνο πληγώνεται, τότε ο πληγωμένος πληρώνει τη διαφορά, δηλαδή το επιπλέον αίμα. Με άλλα λόγια, όπως σας είπα στην αρχή, πίσω από αυτό το μισο – μυθικό κόσμο συχνά πρέπει να αναζητήσει κανείς το οικονομικό στοιχείο…στην εποχή μας, το αίμα, όπως και το καθετί, έγινε εμπόρευμα…»
Μυθιστόρημα σπαρακτικό και σκοτεινό σε αντίθεση με τη φωτεινότητα και την χαρά της Άνοιξης.
«Ήταν μια ιστορία σημαδεμένη με είκοσι δύο μνήματα για κάθε φαμίλια, σαράντα τέσσερα συνολικά, με φράσεις λακωνικές, που προσφέρονταν πριν από κάθε φονικό, με σιωπές, όμως, περισσότερες από τους θανάτους· με λυγμούς, με ένα αργόσυρτο ψυχορράγημα που εμποδίζει την έκφραση της τελευταίας θέλησης, με τρία τραγούδια του ραψωδού, που το ένα άρχιζε μόλις έσβηνε το άλλο, με τον τάφο μιας γυναίκας που σκοτώθηκε από απροσεξία και που οι δικοί της αποζημιώθηκαν με όλους τους κανόνες, με τους άντρες κι από τις δυο φαμίλιες κλεισμένους στους πύργους των εγκλείστων με μια απόπειρα συμφιλίωσης που απέτυχε την τελευταία στιγμή, με ένα φονικό στη διάρκεια ενός αρραβώνα, με την παραχώρηση μιας μικρής και μιας μεγάλης ανακωχής, με το τραπέζι της παρηγοριάς με μια κραυγή:
« Ο τάδε Μπερίσα σκότωσε τον τάδε Κριεκίκε» ή, αντίθετα, με πυρσούς, με πηγαινέλα στο χωριό και στη συνέχεια μέχρι κείνο το σούρουπο στις δεκαεφτά του Μάρτη, που είχε έρθει η σειρά του Γκιοργκ να σύρει κι αυτός το μακάβριο χορό… Ο Μάρτης ήταν στις τελευταίες του μέρες. Ο Απρίλης δε θα αργούσε να φανεί. Με το πρώτο του μισό άσπρο και το υπόλοιπο μισό μαύρο. Ρημαγμένος Απρίλης…»
Ismail Kadare, Ρημαγμένος Απρίλης, μετφρ. Λένα Μιλιλή, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1988 2η έκδοση
Τι κρίμα που δε μπορώ να το βρω πουθενά το βιβλίο!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://bibliopolio.gr/ θα το βρεις εδώ 😊
ΑπάντησηΔιαγραφή