Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου

Μείναμε πάνω από έξι μήνες στο καταραμένο αυτό νησί του θανάτου, που το σκίαζαν τα φαντάσματα των χιλιάδων ανδρών και γυναικών που βασανίστηκαν εκεί. Ο μαύρος αυτός μακρύς όγκος που απλωνόταν γύρω μας πίεζε τόσο την ύπαρξή μας, γιατί ξέραμε πως σε κάθε πλαγιά του και σε κάθε χαράδρα του μαρτύρησαν χιλιάδες άνθρωποι. Ο τρόμος, το άγχος, η καθημερινή ταλαίπωρη ζωή, μάς είχαν αλλάξει εντελώς τη φυσιογνωμία. Ήμασταν νέα κορίτσια οι περισσότερες και γίναμε όλες αγνώριστες. Η ζωή μας ένα καθημερινό μαρτύριο. Αρχίζαμε με τη σάλπιγγα, που χτυπούσε στις 6 το εγερτήριο και σβήναμε τις λάμπες στις 8 η ώρα με το σιωπητήριο. Υπηρετούσαμε , θάλεγε κανείς, κι εμείς τη στρατιωτική μας θητεία. Και κάτι χειρότερο, εμείς θα έπρεπε να πολεμούμε μόνες μας να κρατήσουμε τις σκηνές μας μ’ εκείνους τους αγέρηδες, που η βουή τους μούρχεται ακόμη στ’ αυτιά.
Στη Μακρόνησο δεν είναι μόνο η άγρια αυτή φύση που σε καταπλακώνει, το μουγγρητό αυτό της θάλασσας που φτάνει στ’ αυτιά σου σαν μια βοή εγκέλαδου και σε φοβίζει, δεν είναι μόνο το χακί που σε περιτριγυρίζει, τα μεγάφωνα που δεν παύουν να μεταδίδουν άλλοτε διαταγές κι άλλοτε να σε προκαλούν με τις μελωδίες που σκορπούν.
Είναι αυτό το ψιλοχάλικο που το σηκώνει ο δυνατός αέρας, η κόκκινη αυτή σκόνη που περπατά στο πετσί σου και σε τσούζει, εισχωρεί στα μάτια σου, κολλά πάνω στα χείλη σου και την καταπίνεις. Είναι η αίσθηση εκείνη της αφόρητης απλυσιάς, το μεγάλο δράμα των γυναικών, η αναζήτηση μιας στάλας νερού, η άσβεστη δίψα.
Σαράντα άτομα σε κάθε σκηνή δεν είχαμε την ευχέρεια ούτε να γυρίσουμε στον ύπνο μας από το άλλο πλευρό. Όπως κοιμόμασταν κατάχαμα, πάνω σε χαρτόνια από κούτες ( κι αυτά όσες είχαν), μια και τα ράντζα μάς τα είχαν απαγορεύσει, δίναμε το σύνθημα πότε θα γύριζε καμία και μαζί της γυρίζαμε και οι υπόλοιπες, γιατί αλλιώς δεν υπήρχε θέση.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη νύχτα που, τρομαγμένη από έναν αόριστο φόβο, πετάχτηκα πάνω στα στρώματά μου φωνάζοντας και ζήτησα της Σιούρας να μου ανάψει φως. Η Αννούλα και η Μαρίκα ανάψανε τους αναπτήρες. Η Ελένη και η Αθηνά, που κοιμούνται δίπλα μου κατάχαμα, με καθησυχάζουν. " Θα είδες κανένα όνειρο". Μα εγώ ξέρω πως δεν ήταν όνειρο. Φοβήθηκα το άγριο εκείνο σκοτάδι και το φοβήθηκα τώρα, ύστερα από τόσον καιρό εξορίας.
Πλάκωνε την ψυχή μου η αγριάδα αυτή του νησιού, ιδιαίτερα μόλις έσβηνε η λάμπα. Αυτό το πανί της σκηνής, που το θωρούσα να κρέμεται πάνω μου μαύρο και ελεεινό, με καταπίεζε. Το ν' ακούω σαράντα γυναίκες ν' αναπνέουν μέσα στην ίδια σκηνή, ν' ανακατεύονται οι αναπνοές τους με το βουητό του αέρα και το ξέσπασμα της θάλασσας κι ανάμεσα σ' όλα αυτά να αιωρούνται οι εικόνες του πατέρα και των άλλων χτυπημένων, μου δημιουργούσαν ένα τέτοιο οδυνηρό ερέθισμα, που τα νεύρα μου δεν το μπορούσαν. Χτύπαγε η καρδιά μου έντονα, στέγνωνε η γλώσσα μου, με κυρίευε ένα τέτοιο άγχος, που μόνο το φως με ηρεμούσε. Και τότε κρυφάνοιγα το πανί της πόρτας και προσπαθούσα ν' ατενίσω τα φώτα στο Λαύριο.
Ο φόβος αυτός, που δεν μπόρεσα να τον εξηγήσω ποτέ, μ' ακολούθησε πολλά χρόνια στη ζωή μου. Τον απέβαλα τα χρόνια που έζησα στη Γαλλία. Γυρίζω τη σκέψη μου στο παρελθόν και στο νου μου έρχονται οι φυσιογνωμίες εκείνες των κοριτσιών, που με το ανεξάντλητο χιούμορ τους σκορπούσαν στιγμές γέλιου στη σκηνή μας και τις ευχαριστώ· το θέλαμε τόσο πολύ. Ακόμη θυμάμαι τις ωραίες παρτίδες σκάκι που παίζαμε κρυφά με τις Άννα Νικολακοπούλου και Έφη Καπασακάλη. Αυτές ήταν οι στιγμές που μας απογείωναν από τη σκληρή πραγματικότητα. Και ένιωθα πως είχα τόση ανάγκη από την απογείωση αυτή.
Ζούσαμε χειμώνα - καλοκαίρι μέσα στις σκηνές. Κοιμόμασταν καταγής σαράντα γυναίκες σε κάθε σκηνή. Μυρίζαμε η μια τα χνώτα της άλλης και το καλοκάιρι όταν άναβε από τη ζέστη το πισσωμένο πανί, δεν μπορούσαμε ούτε ν' αναπνεύσουμε.
Για να πάμε στους καμπινάδες, που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, έπρεπε να περπατήσουμε τριακόσια και πάνω μέτρα μ' εκείνον τον άγριο αέρα που μας γέμιζε τα μάτια με το κοκκινόχωμα.
Συχνά μέσα στο βαρύ χειμώνα τρίζανε οι σκηνές μας από το βοριά και η αγωνία μας πώς θα ξημερωθούμε ήταν απερίγραπτη. Μέναμε άγρυπνες με το φόβο μήπως έρθει η σκηνή και πέσει επάνω μας ενώ γυναίκες χειροδύναμες κρατούσαν τους ορθοστάτες.
Μα παρ' όλα τα μαρτύρια και την πειθαρχημένη στρατιωτική ζωή μας θα βρίσκαμε πάντα λίγα λεπτά της ώρας για καμιά παρτίδα σκάκι, για καμιά απαγγελία στίχων, για διάβασμα της σατιρικής μας σελίδας. Αυτά ισορροπούσαν τα νεύρα μας, την ψυχή μας. Και όταν μας συνόδευαν οι Αλφαμίτες για να πάμε να πάρουμε το νερό για τις σκηνές μας και αναλογούσε ένα λίτρο για την κάθε μία, κι αυτό για όλες τις χρήσεις, η Έλλη Νικολαΐδου , η μεγάλη μουσικός, θάδινε πάντα το σύνθημα για κανένα τραγούδι της χορωδίας μας και τότε έκπληκτοι αυτοί λέγανε μεταξύ τους: " Κοίτα τες, βρε, αυτές είναι τρελές. Στη Μακρόνησο τις φέρανε κι αυτές τραγουδάνε"....




Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου, Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες. Μαρτυρία, Αθήνα 2004

Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών η αγωνίστρια Νίτσα Κ. Γαβριηλίδου, η οποία είχε γεννηθεί το 1925 στο χωριό Κοκκινιά του Κιλκίς. Οι γονείς της είχαν έρθει πρόσφυγες από τον Καύκασο της Ρωσίας το 1920 και στην αρχή ασχολήθηκαν με τη γεωργία. 
Αρχικά οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το 1943 στο Γυμνάσιο του Κιλκίς. Το Μάιο του 1944 η Οργάνωση προωθεί αυτήν και τη μεγάλη της αδελφή στην Ελεύθερη Ελλάδα για να συναντήσουν τον πατέρα τους, Κώστα Γαβριηλίδη, ο οποίος συμμετείχε στην Κυβέρνηση του Βουνού. Εκεί παρακολούθησε  τις εργασίες του Εθνικού Συμβουλίου στις Κορυσχάδες.
Με την Απελευθέρωση ήρθαν στην Αθήνα, αλλά με τα Δεκεμβριανά όλη η οικογένεια Γαβριηλίδη συλλαμβάνεται και κρατείται στις φυλακές Θεμιστοκλέους μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Εργάστηκε ως ιδιαιτέρα γραμματέας στο πολιτικό γραφείο του πατέρα της στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας ( ΑΚΕ) μέχρι τον Ιούλιο του 1947, όταν άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις με εντολή του Ζέρβα και τα γραφεία έκλεισαν.
Η ίδια συνελήφθη στις 7 Απριλίου του 1947 και εξορίστηκε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στα στρατόπεδα της Χίου, του Τρίκερι, της Μακρονήσου και πάλι του Τρίκερι. Το 1956, και αφού είχε απελευθερωθεί, κατόρθωσε να διαφύγει στη Γαλλία, όπου δημιούργησε οικογένεια. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1985. 
Εξέδωσε τα βιβλία " Ο πατέρας μου, Κώστας Γαβριηλίδης" και " Μακρόνησος. Απόψε χτυπούνε τις γυναίκες".
Διετέλεσε Γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Αγωνιστών Μακρονήσου (ΠΕΚΑΜ).







Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου