Η προσφυγιά κίνησε κι απλώθηκε σ' ολόκληρη την έκταση της Ελλάδας, σαν το ποτάμι που ξεχείλισε κι έχασε τη στράτα του, σαν το πεινασμένο κοπάδι που αναζητάει βοσκή. Οι καταυλισμοί και οι περιμαντρωμένοι χώροι δε τη χωρούσαν πια και δεν την κρατούσαν.
Ενάμισι εκατομμύριο πεινασμένα στόματα...Ενάμισι εκατομμύριο φτηνά χέρια...Ενάμισι εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαλήνη, για ελπίδα, τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας!
Έβγαζε ο πρόσφυγας τη ζωή του στον πλειστηριασμό της φτήνιας, όσο όσο. Για ένα ξεροκόμματο στο εργοστάσιο. Για μια χούφτα καλαμπόκι στα χωράφια. Κι η ντόπια φτωχολογιά σκιάχτηκε. Σκιάχτηκε ο αγρότης, γιατί του είπανε πως ο πρόσφυγας θα έπαιρνε εκκλησιαστικά χτήματα κι απαλλοτριωμένη γη να την κάνει, καταπώς λέγανε, κεντίδι λαχταριστό! Η έχθρητα ξεμύτισε. Μα απ' όλη αυτή τη σύγχυση τ' αφεντικά βγήκαν κερδισμένα, γιατί δε ματαγίνονται εύκολα τέτοιες ευκαιρίες. Γέμισαν οι πολιτείες άνεργους και η ύπαιθρος παρακεντέδες. Ξεχέρσωναν την άγονη γη. Πέτρα να δει το μάτι σου!
Κι ήταν κι άλλες χιλιάδες που τράβηξαν κατά τα έλη, ατέλειωτα έλη και μιλιούνια κουνούπια. Είχαν γενεί οι άνθρωποι σαν την κίτρινη φυλή. Σωστοί κούληδες. Και τα "εγγειοβελτιωτικά έργα και η αποξήρανσις των ελών" κουδούνιζαν σε κάθε εκλογική περίοδο, το ίδιο κούφια κι άκαρπα, όπως και η " αστική αποκατάστασις των προσφύγων". Κι έμενε στυφή η ανάμνηση τους πάνω στις πρησμένες σπλήνες των παιδιών.
Μα η προσφυγιά σφηνώθηκε πάνω στη γη της Ελλάδας κι άρχισε να μαλάζεται με τη ζωή της και να χαράζει αποφασιστικά την εξέλιξή της. Είδε κι έπαθε ν' απαλλαγεί ο πρόσφυγας από το λαχταριστό όνειρο του γυρισμού. Κι όταν το ξερίζωσε απ' την ψυχή του, τότε, η μοναξιά κι η κακομοιριά, κι ανάμνηση του χαμένου παράδεισου, κι η ανάμνηση της νικημένης ραγιαδοσύνης και της πολεμικής αντάρας, όλα έσμιξαν σιγά σιγά κι έγιναν αποφασιστικότητα για δράση, για μια καλύτερη, ανθρωπινότερη ζωή. Κι έγιναν οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους μια καινούρια ανανεωτική δύναμη για την Ελλάδα, προζύμι προκοπής.
Κάποιοι τη νιώσαν αυτή την αλλαγή, της δώσανε συνείδηση και χρώμα και τη μεταδώσανε και στους άλλους. Δέσανε κόμπο τη δυστυχία τους με του πλαϊνού τους, όποιος κι αν ήταν, πρόσφυγας ή ντόπιος, κι από το τριμμένο αυτό νήμα άρχισαν να πλέκουν τις νέες ελπίδες τους, μαζί μ' ολόκληρο τον ελληνικό λαό.
Τέντωσαν τ' αυτί τους και το' μαθαν ν' αφουγκράζεται όλες τις καρδιές που χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό· χιλιάδες αγαναχτισμένες καρδιές. Κι ένιωσαν τότε μια ξαφνική, πρωτόγνωρη δύναμη. Ο πρόσφυγας δεν ήταν μόνος με τη μοίρα να κλαίει· ήταν πολλοί. Ήταν ο ελληνικός λαός...
Διδώ Σωτηρίου, Μέσα στις φλόγες, Κέδρος , Αθήνα 1996, 28η έκδοση.
Το μυθιστόρημα αυτό της Διδώς Σωτηρίου, που έφυγε από τη ζωή στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, στηρίζεται σε μια ιστορία εμπνευσμένη από το άλλο της μυθιστόρημα " Οι νεκροί περιμένουν". Η συγγραφέας την δούλεψε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να τη διαβάσουν παιδιά.
Ενάμισι εκατομμύριο πεινασμένα στόματα...Ενάμισι εκατομμύριο φτηνά χέρια...Ενάμισι εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαλήνη, για ελπίδα, τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας!
Έβγαζε ο πρόσφυγας τη ζωή του στον πλειστηριασμό της φτήνιας, όσο όσο. Για ένα ξεροκόμματο στο εργοστάσιο. Για μια χούφτα καλαμπόκι στα χωράφια. Κι η ντόπια φτωχολογιά σκιάχτηκε. Σκιάχτηκε ο αγρότης, γιατί του είπανε πως ο πρόσφυγας θα έπαιρνε εκκλησιαστικά χτήματα κι απαλλοτριωμένη γη να την κάνει, καταπώς λέγανε, κεντίδι λαχταριστό! Η έχθρητα ξεμύτισε. Μα απ' όλη αυτή τη σύγχυση τ' αφεντικά βγήκαν κερδισμένα, γιατί δε ματαγίνονται εύκολα τέτοιες ευκαιρίες. Γέμισαν οι πολιτείες άνεργους και η ύπαιθρος παρακεντέδες. Ξεχέρσωναν την άγονη γη. Πέτρα να δει το μάτι σου!
Κι ήταν κι άλλες χιλιάδες που τράβηξαν κατά τα έλη, ατέλειωτα έλη και μιλιούνια κουνούπια. Είχαν γενεί οι άνθρωποι σαν την κίτρινη φυλή. Σωστοί κούληδες. Και τα "εγγειοβελτιωτικά έργα και η αποξήρανσις των ελών" κουδούνιζαν σε κάθε εκλογική περίοδο, το ίδιο κούφια κι άκαρπα, όπως και η " αστική αποκατάστασις των προσφύγων". Κι έμενε στυφή η ανάμνηση τους πάνω στις πρησμένες σπλήνες των παιδιών.
Μα η προσφυγιά σφηνώθηκε πάνω στη γη της Ελλάδας κι άρχισε να μαλάζεται με τη ζωή της και να χαράζει αποφασιστικά την εξέλιξή της. Είδε κι έπαθε ν' απαλλαγεί ο πρόσφυγας από το λαχταριστό όνειρο του γυρισμού. Κι όταν το ξερίζωσε απ' την ψυχή του, τότε, η μοναξιά κι η κακομοιριά, κι ανάμνηση του χαμένου παράδεισου, κι η ανάμνηση της νικημένης ραγιαδοσύνης και της πολεμικής αντάρας, όλα έσμιξαν σιγά σιγά κι έγιναν αποφασιστικότητα για δράση, για μια καλύτερη, ανθρωπινότερη ζωή. Κι έγιναν οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους μια καινούρια ανανεωτική δύναμη για την Ελλάδα, προζύμι προκοπής.
Κάποιοι τη νιώσαν αυτή την αλλαγή, της δώσανε συνείδηση και χρώμα και τη μεταδώσανε και στους άλλους. Δέσανε κόμπο τη δυστυχία τους με του πλαϊνού τους, όποιος κι αν ήταν, πρόσφυγας ή ντόπιος, κι από το τριμμένο αυτό νήμα άρχισαν να πλέκουν τις νέες ελπίδες τους, μαζί μ' ολόκληρο τον ελληνικό λαό.
Τέντωσαν τ' αυτί τους και το' μαθαν ν' αφουγκράζεται όλες τις καρδιές που χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό· χιλιάδες αγαναχτισμένες καρδιές. Κι ένιωσαν τότε μια ξαφνική, πρωτόγνωρη δύναμη. Ο πρόσφυγας δεν ήταν μόνος με τη μοίρα να κλαίει· ήταν πολλοί. Ήταν ο ελληνικός λαός...
Διδώ Σωτηρίου, Μέσα στις φλόγες, Κέδρος , Αθήνα 1996, 28η έκδοση.
Το μυθιστόρημα αυτό της Διδώς Σωτηρίου, που έφυγε από τη ζωή στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, στηρίζεται σε μια ιστορία εμπνευσμένη από το άλλο της μυθιστόρημα " Οι νεκροί περιμένουν". Η συγγραφέας την δούλεψε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να τη διαβάσουν παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου