Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Λευκάδιος Χερν, Η ιστορία της Ο -Τέι

Πριν από πολύ καιρό, στην πόλη Νιιγκάτα, στην επαρχία της Ετσίζεν, ζούσε ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Ναγκάρ Τοσζέι.
Ο Ναγκάο ήταν γιος γιατρού και σπούδασε την επιστήμη του πατέρα του. Όταν ήταν ακόμη μικρός, τον είχαν αρραβωνιάσει με ένα κορίτσι, την Ο - Τέι, κόρη ενός φίλου του πατέρα του. Οι δυο οικογένειες είχαν αποφασίσει να γίνει ο γάμος μόλις ο Ναγκάο τελείωνε τις σπουδές του. Όμως η υγεία της Ο - Τέι ήταν κλονισμένη και στα δεκαπέντε της χρόνια προσβλήθηκε από μια απαίσια φθίση. Όταν ένιωσε πως θα πεθάνει, έστειλε να καλέσουν το Ναγκάο για να τον αποχαιρετήσει.
Καθώς αυτός γονάτιζε δίπλα στο κρεβάτι της, του είπε:
"Ναγκάο - Σάμα, αρραβωνιαστικέ μου, από την παιδική μας ηλικία μάς έταξαν τον έναν στον άλλον και θα παντρευόμασταν στο τέλος του χρόνου αυτού. Αλλά τώρα πεθαίνω. Οι θεοί ξέρουν τι είναι καλό για μας. Αν θα μου δινόταν η ευκαιρία να ζήσω μερικά χρόνια ακόμη χρόνια, θα προκαλούσα μόνο ανησυχία και λύπη στους άλλους. Με αυτό το αδύναμο κορμί δεν θα ήμουν καλή σύζυγος, γι' αυτό αν επιθυμούσα να ζήσω κι άλλο, θα ήταν μια εγωιστική επιθυμία. Είμαι πρόθυμη να πεθάνω και θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα λυπηθείς! Εκτός από αυτό, θέλω να σου πω ότι πιστεύω πως θα συναντηθούμε πάλι..."
"Ναι, αλήθεια θα συναντηθούμε και πάλι," είπε ο Ναγκάο με σιγουριά. " Και σ' εκείνη την Αγνή Χώρα δεν θα υπάρχει χωρισμός".
" Όχι, όχι", του απάντησε γλυκά εκείνη. " Δεν εννοούσα την Αγνή Χώρα. Πιστεύω πως είμαστε προορισμένοι να συναντηθούμε πάλι σε αυτόν τον κόσμο, παρόλο που θα με θάψουν αύριο".
Ο Ναγκάο την κοίταξε με βλέμμα ρεμβαστικό και την είδε να χαμογελάει με το ονειροπόλημά του. Το κορίτσι συνέχισε να του μιλά με τη γλυκιά, υπέροχη φωνή του.
"Ναι, εννοώ σ' αυτόν τον κόσμο, στην τωρινή σου ζωή, Ναγκάο - Σάμα. Φυσικά, μόνο αν το επιθυμείς. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ξαναγεννηθώ κόρη και να μεγαλώσω. Επομένως θα' πρεπε να περιμένεις δεκαπέντε, δεκάξι χρόνια,,,δηλαδή πολύ καιρό. Αλλά, αγαπημένε μου, τώρα είσαι μόλις δεκαεννιά χρονών".
Θέλοντας να γλυκάνει τις τελευταίες της στιγμές, της απάντησε τρυφερά.
" Το να περιμένω για σένα, αγάπη μου, είναι περισσότερο χαρά παρά καθήκον. Είμαστε δεμένοι ο ένας με τον άλλον για επτά ζωές".
" Όμως αμφιβάλλεις;" ρώτησε, κοιτάζοντάς τον στο πρόσωπο.
" Αγάπη μου", της απάντησε, " αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να σε αναγνωρίσω κάτω από άλλο σώμα, πίσω από άλλο όνομα, εκτός πια αν μπορέσεις να μου δώσεις κάποιο σημείο, κάποια απόδειξη".
"Αυτό δεν μπορώ να το κάνω", του είπε. " Μόνο οι θεοί και ο Βούδας ξέρουν πώς και πού θα συναντηθούμε. Αλλά είμαι βέβαιη, απόλυτα βέβαιη, πως αν εσύ δεν αρνιέσαι να με δεχτείς, θα μπορέσω να γυρίσω πίσω σε σένα. Να θυμάσαι αυτά μου τα λόγια".
Ξαφνικά έπαψε να μιλάει και έκλεισε τα μάτια. Ήταν νεκρή. Ο Ναγκάο αγαπούσε ειλικρινά την Ο - Τέι και η λύπη του ήταν βαθιά. Παρήγγειλε μια νεκρική πλάκα γραμμένη με το ζοκιουμιό της (το κοσμικό όνομα), την τοποθέτησε στο δικό του μποντσουντάν( βουδιστικό παρεκκλήσι) και κάθε μέρα άφηνε μπροστά του διάφορες προσφορές. Σκέφτηκε πολύ για τα παράδοξα πράγματα που του είχε πει η Ο-Τέι πριν πεθάνει και, με την ελπίδα να ευχαριστήσει το πνεύμα της, έγραψε μια επίσημη υπόσχεση να τη νυμφευθεί , εάν επέστρεφε κοντά του μέσα από άλλο σώμα. Αυτή τη γραμμένη υπόσχεση τη σφράγισε με τη σφραγίδα του και την τοποθέτησε στο μποντσουντάν, κοντά στη νεκρική πλάκα της Ο-Τέι.
Εντούτοις, επειδή ο Ναγκάο ήταν μοναχογιός, έπρεπε να νυμφευθεί. Λίγο καιρό αργότερα αναγκάστηκε να υπακούσει στις επιθυμίες της οικογένειάς του και να δεχτεί για σύζυγό του εκείνη που του διάλεξε ο πατέρας του. Ωστόσο, και μετά τον γάμο του, εξακολούθησε να αφήνει προσφορές μπροστά στην πλάκα της Ο-Τέι και ποτέ δεν έπαψε να τη θυμάται με αφοσίωση και τρυφερότητα. Όμως σιγά σιγά, η εικόνα της ξεθώριαζε στο μυαλό του, σαν όνειρο που δυσκολεύεται να το ξαναθυμηθεί κανείς. Και τα χρόνια περνούσαν.
Μέσα σε αυτό το διάστημα του έτυχαν πολλές δυστυχίες.
Πρώτα έχασε τους γονείς του και έπειτα τη γυναίκα του και το μοναδικό του παιδί, κι έτσι βρέθηκε μόνος στον κόσμο. Εγκατέλειψε το χαροκαμένο του σπίτι και έφυγε για ένα μακρινό ταξίδι, με την ελπίδα να ξεχάσει τις λύπες του.
Μια μέρα, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, έφτασε στο Ικάο, ένα ορεινό χωριό, που ακόμα φημίζεται για τις ιαματικές πηγές του και την όμορφη θέα του στις γύρω περιοχές. Στο χάνι του χωριού που έμεινε, μια νέα κόρη ήρθε για να τον περιποιηθεί. Μόλις ο Ναγκάο είδε το πρόσωπό της, λαχτάρησε όσο ποτέ άλλοτε μέχρι τότε.
Τόσο πολύ έμοιαζε με την Ο-Τέι, που τσίμπησε το χέρι του για να βεβαιωθεί πως δεν ονειρευόταν. Όσο εκείνη πηγαινοερχόταν για να φέρει φωτιά και φαγητό ή να τακτοποιήσει το δωμάτιο του ξένου, κάθε κίνησή της ξυπνούσε μέσα του κάποια ευχάριστη ανάμνηση της κόρης με την οποία είχε δεθεί μικρός. Της μίλησε και εκείνη του απάντησε με μια τόσο τρυφερή και καθάρια φωνή, που η γλυκύτητά της του θύμισε εκείνες τις ευτυχισμένες  μέρες, προκαλώντας του μια ανεξέλεγκτη θλίψη.
Έπειτα, με μεγάλη περιέργεια, τη ρώτησε:
" Αδελφή μου, τόσο πολύ μοιάζεις μ' ένα πρόσωπο που γνώριζα πριν από πολύ καιρό, που ξαφνιάστηκα μόλις μπήκες για πρώτη φορά σ' αυτό το δωμάτιο. Επίτρεψέ μου, λοιπόν, να σε ρωτήσω ποια είναι η πατρίδα σου και πώς σε λένε;"
Με την αλησμόνητη φωνή της πεθαμένης, του απάντησε αμέσως:
" Με λένε Ο -Τέι κι εσύ είσαι ο Ναγκάο Τσοζέι από το Ετσίζεν, ο προορισμένος για μένα σύζυγος. Εδώ και δεκαεπτά χρόνια πέθανα στη Νιιγκάτα. Τότε έκανες μια γραπτή υπόσχεση πως θα με νυμφευόσουν, αν ποτέ γύριζα πίσω σε σένα σ' αυτόν τον κόσμο, στο σώμα γυναίκας, και σφράγισες αυτή τη γραπτή υπόσχεση με τη σφραγίδα σου και την τοποθέτησες στο μποντσουντάν, κοντά στην πλάκα που είχε γραμμένο το όνομά μου. και γι' αυτό γύρισα..."
Μόλις είπε αυτά τα λόγια, έπεσε αναίσθητη.
Ο Ναγκάο την παντρεύτηκε και ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος. Όμως ύστερα από την πρώτη συνομιλία τους, η Ο - Τέι δεν μπόρεσε ποτέ να θυμηθεί τι του είπε σαν απάντηση στην ερώτηση που της έκανε στο Ικάο. Ούτε μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από την προηγούμενή της ύπαρξη. Η ανάμνηση της προηγούμενης ζωής της, που μυστηριωδώς ανέλαμψε τη στιγμή εκείνη της συνάντησης, λησμονήθηκε και έμεινε για πάντα στο σκοτάδι.

Λευκάδιος Χερν, Καϊντάν. Ιαπωνικές Ιστορίες για Παράδοξα Πράγματα,μετφρ. Φρίξος Ηλιάδης Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2017
" Και μόνο με το να διαβάσει κανείς τα ονόματα των ιστοριών αυτών, νομίζει πως θα ακούσει την καμπάνα κάποιου βουδιστικού ναού να χτυπά κάπου μακριά. Μερικές από αυτές τις ιστορίες είναι γραμμένες για γυναίκες και παιδιά, δηλαδή από το λεπτό εκείνο υλικό από το οποίο γίνονται τα πιο όμορφα παραμύθια του κόσμου όλου. Είναι παράδοξες αυτές οι Γιαπωνέζες κόρες και γυναίκες. Είναι σαν κι εμάς χωρίς να είναι. Και τα βουνά, και τα λουλούδια, και ο ουρανός είναι εντελώς διαφορετικά από τα δικά μας. Κι όμως, με μια μαγική δύναμη που μόνο ο Λευκάδιος Χερν κατέχει, σ' αυτές τις παράξενες ιστορίες ενός κόσμου που είναι τόσος ακατανόητος σ' εμάς, μας δίνει μια φευγαλέα εντύπωση κάποιας πνευματικής πραγματικότητας" ( από το οπισθόφυλλο)
Ο Λευκάδιος Χερν θεωρείται ο εθνικός συγγραφέας - λαογράφος της Ιαπωνίας. Γεννήθηκε στην Αγία Μαύρα, σημερινή Λευκάδα, στις 27 Ιουνίου 1850 και πέθανε από ανακοπή στο Οκούμπο της Ιαπωνίας στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 σε ηλικία 54 ετών.
Γονείς του ήταν ο Ιρλανδός γιατρός Κάρολος Χερν, στρατιωτικός γιατρός στο Βρετανικό Σώμα των Επατνήσων και η  Ρόζα Κασιμάτη,Ελληνίδα από τα Κύθηρα. Όταν ο πατέρας του μετατέθηκε το 1856 στις Δυτικές Ινδίες, η οικογένεια έφυγε για το Δουβλίνο. Μετά το διαζύγιο των γονιών του  την επιμέλεια του ανέλαβε η Σάρα Μπρέναν, συγγενής του πατέρα του. Σε ηλικία 16 ετών έχασε το ένα του μάτι σε κάποιο παιχνίδι και στα 19 του χρόνια, έφυγε για την Αμερική. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και με την ιδιότητα του δημοσιογράφου έφθασε το 1889 στη Γιοκοχάμα, απεσταλμένος ενός αμερικανικού περιοδικού. Λίγο καιρό αργότερα έσπασε  το συμβόλαιο με το περιοδικό και εγκαταστάθηκε στο Ματσούε της Β.Δ. Ιαπωνίας. Εκεί σχετίστηκε με διάφορους σημαντικούς ανθρώπους αναπτύσσοντας αδελφική σχέση μαζί τους. Δεκαπέντε μήνες μετά παντρεύτηκε την κόρη ενός πρώην σαμουράι, την Κοϊζούμι Σέτσου με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Κουαμαμότο και δίδαξε τρία χρόνια στο δημόσιο κολέγιο της πόλης. Το 1896 πήρε την ιαπωνική υπηκοότητα και το ιαπωνικό επώνυμο του πεθερού του, Κοϊζούμι, μαζί με το γιαπωνέζικο όνομα Γιάκουμο. Έγινε ο Γιάκουμο Κοϊζούμι. Προσχώρησε  επίσης στον σιντοϊσμό και στο βουδισμό. Μετά η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Τόκιο και δίδαξε στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας.

Ο τάφος του Λευκάδιου Χερν, στο νεκροταφείο Ζοσιγκάγια στο Τόκιο.

" Στην καρδιά της Άπω Ανατολής, ρίζωσε και εργάστηκε ως δάσκαλος αγγλικών και συγγραφέας, μέχρι το θάνατό του, σε ηλικία 54 ετών. Αφηγήθηκε παραδοσιακές ιστορίες, σκοτεινούς μύθους, αλλόκοτες δοξασίες, παγερές νύχτες με φαντάσματα, νεαρούς σαμουράι και ματωμένα ξίφη.
Άφησε λογοτεχνική προίκα 4000 σελίδων και έναν πολυπολιτισμικό μύθο, αναζητώντας τη φωνή που " μου έλεγε πάντα ιστορίες που με έκαναν να αναρριγώ από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από την ευχαρίστηση"".
Το 1965 ο σκηνοθέτης Μασάκι Κομπαγιάσι μετέφερε τέσσερις ιστορίες από το Καϊντάν στον κινηματογράφο.
Το 2004 η Ιαπωνία τίμησε τον Λευκάδιο Χερν με έξι ιαπωνικά και διεθνή συμπόσια καθώς και με αναμνηστικό γραμματόσημο στη σειρά Εξέχοντες του Πολιτισμού.
Στη Λευκάδα, στην επέτειο των 110 χρόνων από το θάνατό εγκαινιάστηκε το Ιστορικό Κέντρο Λευκάδιος Χερν. Στους γαλάζιους τοίχους του ξετυλίγεται η ζωή του και το ταξίδι του στην άλλη άκρη του κόσμου , αλλά και στη φαντασία ( Οι πληροφορίες βασίστηκαν στη εισαγωγή του βιβλίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου