Ράβενσμπρουκ
...Κι έτσι περάσαμε την είσοδο ενός από τα αμέτρητα κολαστήρια, που οι εγκληματίες του ναζισμού έσπειραν στην Ευρώπη, για να ντροπιάσουν και να στιγματίσουν τον πολιτισμό της.
Ήταν το Ράβενσμπρουκ!
Η πόρτα έκλεισε πίσω μας, κλείνοντας κάθε ελπίδα διαφυγής.
Πόσες άραγε, από τις χιλιάδες των γυναικών που πέρασαν αυτό το φριχτό κατώφλι του θανάτου, μπόρεσαν να το ξαναδιαβούν ελεύθερες; Και ακόμη πόσες από αυτές που το διάβηκαν ήταν γερές ψυχικά, πνευματικά και σωματικά;
Αυτό κανένας δε θα μας το πει ποτέ!
Προχωρούμε μέσα στο σκοτάδι και βρισκόμαστε μπρος σε μια πόρτα ανοιχτή, που οδηγεί σ' ένα θάλαμο που φωτίζεται από λιγοστό φως.
Εκεί, κατάκοπες από την ταλαιπωρία του ταξιδιού και εξαντλημένες από την πείνα, πέσαμε στο πλακόστρωτο και βυθιστήκαμε σ' ένα ληθαργικό ύπνο.
Αύριο με το φως της ημέρας θα δούμε και θα ζήσουμε τον εξευτελισμό και την ταπείνωση, που με μαεστρία μας έχουνε ετοιμάσει τα κτήνη του ναζισμού.
Ξημέρωσε. Η πρώτη διαταγή έφτασε!
" Γδυθείτε και αφήστε τα ρούχα σας. Προχωρείστε σε φάλαγγα".
Προχωράμε ολόγυμνες! Ανάμεσα σε συστοιχίες αντρών των Ες Ες με σαδιστικές και φριχτές φυσιογνωμίες για να αφαιρέσουν, ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχαμε πάνω μας, έψαξαν ακόμη και τα μαλλιά μας!
Μετά τη δοκιμασία αυτή, μας μετέφεραν σ' ένα θάλαμο όπου είχαν ρίξει σωρούς από παλιά ρούχα, όλα καλοκαιρινά. Τα δικά μας ρούχα είχαν εξαφανιστεί. Μας διατάξανε να ντυθούμε με τα ρούχα που ήταν εκεί. Και άρχισε το ντύσιμό μας. Ήταν το πιο απίθανο ντύσιμο που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ήταν μια περίπτωση, που το τραγικό και το κωμικό συνταιριάζονταν απόλυτα. Στα πόδια μας ξυλοπάπουτσα.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Καινούργια διαταγή. " Προχωρείτε κατά τετράδες στην αυλή"· και καθώς δεν καταλαβαίνουμε τη γλώσσα, οι κλοτσιές και οι βουρδουλιές πέφτουν απανωτές.
Είναι μια μέρα που δεν έχει τίποτα το κοινό με τις ολόφωτες μέρες της πατρίδας. Είναι μια μέρα, όπως όλες οι άλλες που θ' ακολουθήσουν, μουντή, συννεφιασμένη, συνταιριασμένη απόλυτα με το εφιαλτικό περιβάλλον.
Η γη κάτω στα πόδια μας μολυβένια, ο ουρανός κι αυτός μολυβένιος. Τα ξύλινα παραπήγματα, που είναι σκορπισμένα σε μια τεράστια έκταση, και αυτά μολυβένια, και για συμπλήρωμα ο τεράστιος μαντρότοιχος με τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, με τους αγκυλωτούς σταυρούς και τις νεκροκεφαλές.
Το βήμα γίνεται αφάνταστα κουραστικό και οδυνηρό μ' εκείνα τα τεράστια ξυλοπάπουτσα, και καθώς δεν είμαστε συνηθισμένες, η καθεμιά πατάει τα ξυλοπάπουτσα της προηγούμενης και ο ρυθμός του βαδίσματος αλλάζει. Προσοχή! Το άρρυθμο βάδισμα ενοχλεί την ευαίσθητη ακοή των δημίων και οι βουρδουλιές ματώνουν τα κορμιά μας.
Σε λίγο βρισκόμαστε σ' ένα από τα ξύλινα παραπήγματα, μας σπρώχνουν μέσα και μας στριμώχνουν σε μια γωνιά, είκοσι περίπου τετραγωνικά μέτρα.
Σ' αυτή τη γωνιά θα ζήσουμε οι εξήντα μία γυναίκες 40 μέρες.
Υπάρχει, ευτυχώς, ένα τραπέζι· εκεί στοιβαχτήκαμε· ένα μέρος κάτω από το τραπέζι, ένα μέρος πάνω στο τραπέζι και ένα μέρος γύρω από το τραπέζι.
Μέσα στο ίδιο παράπηγμα μ' εμάς ήταν καμιά διακοσαριά γυναίκες ακόμα, στοιβαγμένες κατά τον ίδιο τρόπο. Δεν ξεχώριζες παρά κεφάλια και πρόσωπα. Κεφάλια ξανθά, ολόξανθα, ξυρισμένα σύρριζα, προσωπάκια παιδικά που η θέση τους ήταν στα θρανία, βλέμματα πονεμένα, έκπληκτα, γεμάτα ερωτηματικά. Ακόμα πρόσωπα γερασμένα, που ο χρόνος κι η ταλαιπωρία είχε χαράξει βαθιά.
Μεσημέρι. Το συσσίτιο έρχεται.
Πεινασμένες καθώς είμαστε, περιμένουμε ένα πιάτο ζεστό φαΐ· το πιάτο ήρθε, και ήταν ζεστό, μα το περιεχόμενο ήταν κάτι το αηδιαστικό. Ένα ακαθόριστο παρασκεύασμα - νερόβραστα χορταρικά - γεμάτα σκουλήκια και χώματα. Καμιά από μας δε το δοκίμασε.
Με κατάπληξη όμως είδαμε να το τρώνε όλες οι άλλες, και όχι μόνο αυτό, αλλά να παίρνουν και το δικό μας.
Τότε μονάχα αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τι μας περίμενε.
Οι ώρες κυλάνε αργά, κουραστικά. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες ο άνθρωπος δεν ξέρει τι από τα δύο θέλει: Να φεύγει ο χρόνος ή να σταματάει; Δεν ξέρει η επόμενη στιγμή τι του ετοιμάζει. Αφανισμό; Εξευτελισμό; Βασανιστήρια;
Μα εμείς δε ζούμε καν σαν άνθρωποι, ούτε μας μένει καιρός να βάλουμε σε σειρά τις σκέψεις μας και τις εντυπώσεις μας από τις οδυνηρές εκπλήξεις της ημέρας. Πώς λοιπόν να μας μείνει και χρόνος για λυρική σκέψη; Αναλογιζόμαστε μόνο τι μας περιμένει.
Το βραδινό συσσίτιο, ευτυχώς, είναι μια φέτα ψωμί και λίγη μαργαρίνη. Αμέσως μετά έξοδος στην αυλή και παράταξη για μέτρημα.
Εδώ αρχίζει καινούργιο μαρτύριο. Το κρύο τσουχτερό, διαπερνάει τα κόκαλά μας, αβάσταχτο, ακόμα και για έναν εγκλιματισμένο άνθρωπο, πόσο μάλλον για ένα μεσογειακό, όπως εμείς, και ντυμένο μάλιστα με τα καλοκαιρινά κουρέλια.
Μόνο ένας Θεός ξέρει πόση ώρα θα περιμένουμε εκεί όρθιες, για να περάσουν μέσα στη νύχτα με τους φακούς και με το βούρδουλα οι δήμιοι να μας μετρήσουν, να μας χλευάσουν, να μας προπηλακίσουν. Αλίμονο σ' εκείνη που δε θα' βρισκαν σε στάση προσοχής ή θα' ταν έξω από τη γραμμή. Επιτέλους, ύστερα από ώρες, που δεν μπορώ να υπολογίσω - γιατί ήταν ανάλογες με τα γούστα των βασανιστών - το μαρτύριο τελειώνει, για ν' αρχίσει το μαρτύριο του ύπνου.
Κρεβάτια υπήρχαν. Αλλά πόσες θα κοιμηθούν στο καθένα; Αρχίζουν από δύο και φτάνουν στις τέσσερις, ανάλογα με το ανθρωπομάζωμα της κάθε μέρας.
Κουράγιο! Το χρέος στον άνθρωπο και στις μελλούμενες γενιές μάς έφερε σ' αυτή την κόλαση.
Ας ατσαλώσουμε λοιπόν την ψυχή μας και ας κρατήσουμε άγρυπνο το πνεύμα μας. Πρέπει να φύγουμε ζωντανές από δω μέσα, για να διαλαλήσουμε στα πέρατα του κόσμου και ως τα βάθη των αιώνων, ότι το κορμί δε λυγίζει όταν τη ψυχή φλογίζει η πίστη στον άνθρωπο και στα μεγάλα ιδανικά που γι' αυτά αγωνίζεται.
Χαράματα. Το ουρλιαχτό μιας σειρήνας μας κάνει να πεταχτούμε πάνω σα νευρόσπαστα.
Πρέπει σε πέντε λεπτά να βρισκόμαστε έξω για το πρωινό μέτρημα.
Και το μαρτύριο επαναλαμβάνεται. Αναμονή σε στάση προσοχής για ώρες, τουρτούρισμα από το κρύο και την πείνα. Επιστροφή στη γωνιά των 20 τετραγωνικών και διανομή του πρωινού.
Το πρωινό ήταν ένα ρόφημα ακαθόριστο, ανάμεσα σε τσάι και καφέ, χωρίς ψωμί και χωρίς ζάχαρη.
Δεύτερη μέρα στο Ράβενσμπρουκ.
Ο κύκλος επαναλαμβάνεται, μα οι δήμιοι έπρεπε να ποικίλλουν το πρόγραμμα της ημέρας, αλλιώς θα πέφταμε στη ρουτίνα κι εκείνοι κι εμείς. Έτσι, για σήμερα, και μετά το πρωινό ρόφημα, το πρόγραμμα είχε εξέταση από γιατρό.
Το θλιβερό καραβάνι ξεκινάει για το νοσοκομείο.
Τι άραγε εξέταση θα γίνει; Θα το δούμε κει. Φτάσαμε. Αμέσως ακούμε τον επικεφαλής να διατάσσει: " Ολόγυμνες και στο ύπαιθρο".
Είναι μια διαταγή που δεν μπορεί να τη συλλάβει ανθρώπινο μυαλό. Είναι μια διαταγή που δεν μπορεί παρά να δόθηκε από ανθρώπινο κτήνος. Καταλαβαίνει κανείς τις ψυχικές μας αντιδράσεις. Ήταν τρομερές. Πίκρα, ντροπή, μίσος και πάλι μίσος, απέραντο μίσος και απόφαση να επιζήσουμε, για να δούμε το γκρέμισμα του ναζισμού.
Ύστερα από ώρες πολλές, η εξέταση αρχίζει. Περνάμε μια μια μπροστά από μια παράταξη γιατρών των Ες Ες για να μας εξετάσουν τελικά αν είχαμε ψώρα στα χέρια!
Είμαι γιατρός· κείνη τη στιγμή ντράπηκα γι' αυτούς και θυμήθηκα τον όρκο του Ιπποκράτη.
Όταν κάποτε αυτοί έδιναν αυτό τον όρκο και ξεκινούσαν στη ζωή με ωραία όνειρα και με τη φιλοδοξία να υπηρετήσουν τον άνθρωπο, να σώσουν ζωές, ν' ανακουφίσουν πόνους, προαισθάνθηκαν άραγε το κατάντημα που κάποτε θα έφταναν; Αν ήθελαν να είναι συνεπείς μ' αυτό τον όρκο, γιατί δεν τον κράτησαν και προτίμησαν το θάνατο παρά να τον προδώσουν;
Ύστερα από αυτή την εξευτελιστική εξέταση, μας γυρίζουνε στο παράπηγμα για το μεσημεριανό φαγητό.
Αργότερα μάθαμε ότι αυτή η εξέταση γινόταν για να ξεχωρίσουνε τις καλύτερες σε σωματική διάπλαση και να τις χρησιμοποιήσουνε για ψυχαγωγία των υπανθρώπων, που αποτελούσαν το συρφετό του ναζισμού.
Τώρα πια αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε απόλυτα την τραγική μας κατάσταση.
Τώρα πρέπει να σκεφτούμε και να βρούμε τρόπους ν' αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα που κάθε μέρα θα μας παρουσιάζονται, για να μπορέσουμε να επιζήσουμε και να γλιτώσουμε μέσ απ' αυτή την κόλαση.
Πρέπει την ίδια την απάνθρωπη ζωή που μας επέβαλε ο πόλεμος και τα κτήνη του ναζισμού για να μας αφανίσουν, να την κάνουμε όπλο εναντίον του.
Είμαστε εξήντα μία γυναίκες Ελληνίδες μέσα στις χιλιάδες που βρίσκονται εδώ. Πάρα πολύ λίγες φυσικά για αποτελεσματικές ενέργειες, όμως κάτι πρέπει να γίνει.
Πρώτη προσπάθεια, λοιπόν, η συνοχή ανάμεσά μας.
Παρ' όλο που το καθήκον αυτό μας δημιουργούσε προβλήματα, επειδή υπήρχε ανομοιογένεια, όμως κατορθώσαμε να κρατήσουμε αυτή μας τη συνοχή σχεδόν ως το τέλος.
Δεύτερο καθήκον. Να πλησιάσουμε τις άλλες γυναίκες. Δύσκολο; Πολύ δύσκολο, γιατί εκτός από τις λιγοστές Γαλλίδες, που η νοοτροπία μας ήταν κάπως συγγενική κι η γλώσσα προσιτή, οι άλλες, όλες σλαβικής προέλευσης, οι περισσότερες Πολωνίδες, Ρωσίδες, Τσέχες, φαίνονταν απρόσιτες κλεισμένες στον εαυτό τους.
Και όμως είναι ανάγκη! Πρέπει να τις πλησιάσουμε. Πρέπει να πλησιάσουμε τις γυναίκες, που βρίσκονται πλάι μας. Να μας δώσουν και να τους δώσουμε λίγο κουράγιο. Έχουμε ανάγκη από την ανθρώπινη ζεστασιά, όπως θα' χουν κι αυτές. Το βλέπεις στο βλέμμα τους κι ας μη μιλάνε. Αυτές δεν έχουν τον αυθορμητισμό και την εκδηλωτικότητα του μεσογειακού ανθρώπου.
Οι μισές σχεδόν από μας είναι κοπέλες 18-22 χρονών, μερικές κάτω των 18, και οι περισσότερες από αυτές είναι στην ίδια ηλικία.
Το πλησίασμα ανάμεσα στους νέους είναι ευκολότερο, έχουν κοινή γλώσσα για να συνεννοηθούν. Άλλωστε δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας . Και αν υπάρχουν να που ο πόλεμος ανάλαβε να τις λύσει και φρόντισε να μας φέρει στο κολαστήριο τούτο από τις μακρινές πατρίδες μας, για να δοκιμάσει την αντοχή μας.
Κοινή λοιπόν η τύχη, κοινή και η προσπάθεια. Δε μας χωρίζει τίποτε, όλα μας ενώνουν.
Η Βάσω μιλάει καλά τα γαλλικά. Η Ελενίτσα τα καταφέρνει στα ρούσικα, Μπέττυ ξέρει γερμανικά καθώς και η Ματίνα. Η Παπαδοπούλου τα καταφέρνει πολύ καλά σε όλες αυτές τις γλώσσες.
Επιχείρησαν λοιπόν αμέσως μια πρώτη επαφή κι έτσι η μικρή Σόνια από τη μακρινή στέπα και η μικρή Ελένη από τις γαλανές και ζεστές θάλασσες, γίνονται φίλες. Η Βάσω και η Οντέτ δένονται σφιχτά. Η Μπέττυ και η Ματίνα έρχονται σ' επαφή με Γερμανίδες αντιναζίστριες. Η Παπαδοπούλου προσπαθεί να συνεννοηθεί με τις Πολωνίδες.
Σιγά σιγά ο πάγος έσπασε κι έτσι δημιουργήθηκε ανάμεσά μας ο δεσμός εκείνος που ενώνει τους σκλάβους.
Και το αποτέλεσμα έρχεται. Αυτές, εξαντλημένες από το μακρόχρονο υποσιτισμό, έχουν ανάγκη ακόμη και από τα ψίχουλα του ψωμιού που μπορούμε εμείς να τους δώσουμε καθώς και από το μεσημεριάτικο φαγητό, που για μας είναι απαράδεκτο, προς το παρόν τουλάχιστο.
Αντίθετα, εμείς έχουμε ανάγκη από ένα κουρέλι ή έστω και μια εφημερίδα, για να σκεπάσουμε το παγωμένο μας κορμί, γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε να πεθάνουμε από το κρύο.
Ως πότε, όμως, θα ήταν δυνατό να κρατήσει αυτή η ανταλλαγή; Όσο φυσικά άντεχε ο οργανισμός μας στο συνεχή υποσιτισμό.
Έτσι η ανταλλαγή άρχισε και φυσικά μαζί της η παραπέρα γνωριμία.
Οι κοπέλες μας άρχισαν να καλλιεργούν σιγά σιγά τις ξένες γλώσσες και να προσπαθούν να συνεννοηθούν. Ήταν κάτι που γέμιζε κατά κάποιον τρόπο τις ώρες τους.
Οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη, κουραστικές, επίπονες, βασανιστικές, με το πρωινό προσκλητήριο και την ατέλειωτη αναμονή μέσα στην παγωνιά, με τις ιατρικές εξετάσεις κατά τον πιο ανεπίτρεπτο τρόπο, με το μεσημεριανό αηδιαστικό φαγητό.
Σα να μην έφταναν όλ' αυτά, προστέθηκαν και οι αγγαρείες. Και να πώς. Στο στρατόπεδο υπήρχε ένας οδοστρωτήρας. Σ' αυτόν, λοιπόν, έδεναν 4-5 γυναίκες και τις υποχρέωναν με το βούρδουλα να τον τραβάνε και να στρώνουν, δήθεν, τους τεράστιους ακάλυπτους χώρους του στρατοπέδου.
Όμως, αυτή η κατάσταση να μένουμε ώρες ατέλειωτες γύρω από ένα τραπέζι χωρίς κανένα ενδιαφέρον, χωρίς καμιά χαρούμενη νότα, μας οδηγούσε πολύ μακριά. Κατευθείαν στην κατάθλιψη και στην απογοήτευση με όλα τα γνωστά επακόλουθα.
Έπρεπε, λοιπόν, κάτι να γίνει. Και έγινε. Τα νέα κορίτσια έκαναν και πάλι την αρχή.
Και ενώ εμείς οι μεγάλες, στριμωγμένες στη γωνιά μας και σκυμμένες κάτω από το βάρος του χρέους και της ευθύνης, προσπαθούσαμε να σκεφτούμε τρόπους επιβίωσης, ένας γνώριμος αγαπημένος σκοπός, στην αρχή χαμηλά, απαλά, χαϊδεύει την ακοή μας. Ήταν η "Ψαροπούλα", που είχε αρχίσει να τραγουδάει η Μπέττυ με τη μπάσα φωνή της και αμέσως την ακολούθησαν και άλλες.
Αλήθεια! Πόσο λίγο ταιριάζει αυτό το ολόφωτο τραγούδι στο μολυβένιο και μουντό περιβάλλον που ζούμε. Όμως, εμείς στο άκουσμα του τραγουδιού τρέχουμε πολύ μακριά. Στα καταγάλανα ακρογιάλια της ηλιόλουστης πατρίδας μας. Και τότε τα δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν ασταμάτητα.
Μα όχι. Προς Θεού! Δεν πρέπει. Δεν ωφελεί σε τίποτα το κλάμα. Εδώ χρειάζονται νεύρα ατσάλινα. Χρειάζεται πίστη, χρειάζεται θέληση ακατάβλητη.
Σιγά σιγά μάθαμε να τραγουδάμε χωρίς να κλαίμε. Μάθαμε να ξεπερνάμε τους εξευτελισμούς και τα βασανιστήρια με το κεφάλι ψηλά. Έτσι καταφέραμε ν' αντέξουμε στις φοβερές συνθήκες που ζούσαμε.
Ένα βράδυ μας έφεραν καμιά σαρανταριά κοπέλες από την Κροατία. Ήταν παρτιζάνες του Τίτο. Ήρθαν κι έφυγαν κι αυτές με το τραγούδι στα χείλη. Ήταν πολύ όμορφες, λεβέντισσες. Ύστερα από λίγες μέρες τις πήραν. Μάθαμε αργότερα ότι το τρένο που τις μετέφερε, βομβαρδίστηκε και σκοτώθηκαν όλες.
Η εικόνα αυτών των χαρούμενων κοριτσιών δε θα φύγει ποτέ από τη μνήμη μου.
Πέρασαν μερικές μέρες και μας επιτρέψανε να βγαίνουμε από το παράπηγμα που μας είχαν στοιβάξει. Όμως, ήταν τόσο φριχτό το θέαμα που αντικρίζαμε, που προτιμούσαμε να μένουμε κλεισμένες μέσα.
Απίθανες φιγούρες από γυναίκες σκελετωμένες, γυμνές, με χαμένα τα λογικά, περιφέρονταν εδώ κι εκεί. Άλλες να κλαίνε σιωπηλά, άλλες να στριγγλίζουν και να χειρονομούν. Εικόνες φρίκης! Και αναρωτιόμασταν, γιατί δεν τις σκοτώνανε; Ίσως να ήταν και τούτος ένας τρόπος βασανισμού, για όσες ζούσαν εκεί και είχαν ακόμα σωστά τα λογικά τους.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση, για ν' αναφερθώ σε μια εντελώς προσωπική μου και μοναδική στο είδος της εμπειρία. Μέσα σ' αυτό το κολαστήριο που ζούσαμε, εκτός από τις ενδημικές αρρώστιες που μας μαστίζανε, πότε πότε παρουσιαζόταν και καμιά επιδημία. Έτσι, ένα πρωινό ξύπνησα με πρησμένο το μισό μου πρόσωπο. Οι άλλες με είδαν και, όπως ήταν φυσικό, δημιουργήθηκε πρόβλημα. Είχε παρουσιαστεί στο στρατόπεδο ερυσίπελας και με είχε αρπάξει πρώτη πρώτη. Αμέσως με μεταφέρανε στο νοσοκομείο. Εδώ γιατροί και νοσοκόμες ήταν όλες Τσέχες κρατούμενες. Ίσως αυτό να ήταν η αιτία που πολλές από τις κρατούμενες, που έμπαιναν μέσα, γιατρεύονταν, γιατί είχαν οπωσδήποτε τη φροντίδα του προσωπικού, εφόσον φυσικά είχαν παράλληλα και γερές καταβολές.
Έμεινα μέσα περί τις δέκα μέρες. Πάνω σ' ένα μονό κρεβάτι μαζί με άλλες τρεις. Όταν μου έπεσε ο πυρετός, σηκώθηκα να πάω στο αποχωρητήριο. Μόλις άνοιξα την πόρτα, αντίκρισα έναν κινούμενο σκελετό, σκεπασμένο με μια μεμβράνη, που κάποτε ήταν το δέρμα, τόσο διάφανο ώστε πίσω του να διαγράφεται καθαρά ο θώρακας και τα σπλάχνα. Στο πρόσωπο υπήρχαν μόνο δύο κόγχες και στο βάθος τους δύο αεικίνητα μάτια, τα μόνα σημεία ζωής μαζί με τη γλώσσα, που έβγαζε άναρθρες κραυγές.
Το θέαμα ήταν τόσο συγκλονιστικό, που δεν άντεξα, σωριάστηκα κάτω λιπόθυμη.
Όταν συνήλθα, βρέθηκα ξαπλωμένη σ' ένα κρεβάτι. Έμεινα εκεί δυο τρεις μέρες ακόμη και μετά έφυγα. Η εικόνα αυτή με κυνηγούσε για πάρα πολύ καιρό.
Φυσικά δεν ήταν το μόνο φριχτό θέαμα που αντίκρισα στο διάστημα της δοκιμασίας μου αυτής. Το αναφέρω γιατί ήταν ο πρώτος κλονισμός που ένιωσα.
Ένα πρωινό μας οδήγησαν σε μια επιτροπή, που είχε έρθει για να πάρει εργάτριες. Μας θεώρησε όμως μικρόσωμες και αδύνατες και δε μας πήρε.
Έπειτα από μερικές μέρες ήρθε μια άλλη επιτροπή, που αυτή μας βρήκε κατάλληλες για εργασία.
Αφού ζήσαμε σαράντα μέρες στο Ράβενσμπρουκ, φύγαμε και πάλι για το άγνωστο.
Την εποχή που εμείς βρισκόμαστε ακόμα εκεί, υπήρχαν καμιά δεκαριά χιλιάδες κρατούμενες. Εγώ είχα τον αριθμ. 45955.
Τι απέγιναν αυτές οι χιλιάδες; Κανείς ίσως δε θα μάθει ποτέ. Πάντως, εκείνο που είναι σίγουρο, είναι ότι πάρα πολλές χρησιμοποιήθηκαν για πειραματόζωα.
Και τώρα η σύνθεση αυτού του στρατοπέδου κατά εθνότητες. Οι περισσότερες ήταν Ρωσίδες και Πολωνίδες, αρκετές Τσέχες, λίγες Γαλλίδες, πάρα πολλές τσιγγάνες Ουγγαρέζες και Γερμανίδες. Ακόμα υπήρχαν πολλές Γερμανίδες αντιναζίστριες, που βρίσκονταν εκεί από την εποχή που ο ναζισμός επικράτησε στη Γερμανία.
Αν μέναμε εκεί, ίσως δε θα γλύτωνε καμιά. Αλλά και ποτέ δε μάθαμε πώς και πότε διαλύθηκε αυτό το κολαστήριο ύστερα από την κατάρρευση του ναζισμού.
Ένα πρωί, η πόρτα, που πριν από σαράντα μέρες είχε ανοίξει για να μας καταπιεί, ξανάνοιξε κατά τον ίδιο εφιαλτικό τρόπο για να μας ρίξει σε καινούργια οδύσσεια.
Μας στοιβάξανε και πάλι σε δυο βαγόνια και ξεκινήσαμε.
Το απόσπασμα αυτό είναι από το βιβλίο της Μαρίας Τσισκάκη - Γαλιατσάτου " Ελληνίδες σε ναζιστικά στρατόπεδα. Μια άγνωστη σελίδα της γυναίκας στον αντιφασιστικό αγώνα.".
Στην πρώτη έκδοση του , το 1975, το βιβλίο έφερε τον τίτλο " Όταν ο άνθρωπος κονταρομαχούσε με τη ντροπή και το θάνατο".
Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1998 από τις Εκδόσεις Βιβλιοθήκη " Η Εθνική Αντίσταση" . Στο σημείωμα για την επανέκδοση του βιβλίου αναφέρεται ότι:
" Τούτο το βιβλίο άρχισε να γράφεται το 1946 από την αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης γιατρό Μαρία Τσισκάκη - Γαλιατσάτου, μετά την επιστροφή της από τα ναζιστικά στρατόπεδα(...)
Ένα αντίγραφο του βιβλίου νεότερης έκδοσης βρέθηκε στα χέρια της Ευγενίας Λαμπρινού και συγκρατούμενης με τη συγγραφέα στα στρατόπεδα του θανάτου. Έκρινε ότι θα ήταν χρήσιμη η επανέκδοσή του σήμερα για να το διαβάσουν οι νέες και οι νέοι της εποχής μας. Να δουν το απάνθρωπο πρόσωπο του φασισμού, του ναζισμού, των φυλετικών διακρίσεων..."
Η Μαρία Τσισκάκη - Γαλιατσάτου γεννήθηκε το 1906 στη Μαχιά της Κρήτης. Ορφανή από μητέρα , ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε Οδοντριακή. Για την συμμετοχή της στην Αντίσταση συνελήφθη και φυλακίστηκες αρχικά στη Μέρλιν και στη συνέχεια στο Χαϊδάρι. Το Μάη του 1944 μαζί με άλλες 60 γυναίκες και 800 άνδρες οδηγήθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα Ράβενσμπρουκ και Μπούχενβαλντ. Στην Ελλάδα επέστρεψε το Σεπτέμβρη του 1945 μετά από πολλές περιπέτειες, Δεν πρόλαβε να χαρεί την ελευθερία της και λίγο μετά συλλαμβάνεται και εξορίζεται σε Τήνο - Χίο- Τρίκερι - Μακρόνησο. Η χούντα την εξορίζει στη Γυάρο.
Πέθανε στις 31 Δεκεμβρίου 1975 , λίγες μέρες μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου της. Πρόλαβε και άφησε αυτό το ντοκουμέντο ως παρακαταθήκη στη νέα γενιά για να μη ξεχνάει τι σημαίνει φασισμός και ναζισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου