Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Μνήμη Δημήτρη Ψαθά

Στις 13 Νοεμβρίου 1979 πέθανε ο πολύ γνωστός σε όλους μας  Δημήτρης Ψαθάς. Δημοσιογράφος, χρονογράφος και  θεατρικός συγγραφέας. 
Ο Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1907 στην Τραπεζούντα του Πόντου. Το 1966 έγραψε το χρονικό " Γη του Πόντου " , το οποίο χωρίζεται σε δύο μέρη , τις Παιδικές Αναμνήσεις και την Τραγωδία. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει μια σειρά από εύθυμα σημειώματα σχετικά με τα παιδικά του χρόνια στην Τραπεζούντα , δημοσιευμένα στον "Ταχυδρόμο". Το δεύτερο μέρος είναι ένα χρονικό της ιστορίας του Πόντου από το 1914 έως το 1922 , τα οποία αντιστοιχούν στην τελευταία φάση της τραγωδίας και του ξεριζωμού των Ποντίων από τα πατρογονικά τους εδάφη. 
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το πρώτο μέρος, τις παιδικές αναμνήσεις. Ο Δημήτρης Ψαθάς , δέκα χρονών τότε, περιγράφει με την παιδική του ματιά τα ιστορικά γεγονότα  και την αντίδραση στο άκουσμα της Οκτωβριανής Επανάστασης το 1917.
Η Τραπεζούντα από τον Απρίλιο του 1916 βρισκόταν σε ρωσικά χέρια μετά την πετυχημένη πολιορκία της πόλης από τα ρωσικά στρατεύματα και την εκδίωξη των Τούρκων.
 Η Ορδού που αναφέρεται στο απόσπασμα είναι τα Κοτύωρα ,όπου στις 19 Αυγούστου του 1917 ο ρωσικός στόλος άρχισε να βομβαρδίζει τις τουρκικές συνοικίες της πόλης .Ο ελληνικός πληθυσμός φοβούμενος αντίποινα όρμησε στη θάλασσα ζητώντας από τους Ρώσους να ανεβούν στα πλοία για να γλυτώσουν.3000 Έλληνες μεταφέρθηκαν στην Τραπεζούντα, πρόσφυγες.


*******

...Κάτι πολύ περίεργες κουβέντες άρχισαν ν' ακούγωνται τώρα τελευταία για την Ρωσία:
- Έπεσε ο τσάρος!
Αν ήταν δυνατόν! Πέφτει ποτέ ο τσάρος; Κι' όμως, επίμονες ήσαν οι φήμες:
- Έπεσε, το γράφουν κι' οι εφημερίδες.
- Και ποιος τον διαδέχθηκε;
- Κάποιος Λένιν ήρθε, λένε.
Λένιν! Άλλο πάλι τούτο! Πούθε ξεφύτρωσε τούτος ο χριστιανός και πούθε ξεπετάχτηκε τόσο αναπάντεχα, ώστε ν' ανέβη μέχρις εκεί ψηλά στον θρόνο του τσάρου χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι; Γίνονται τέτοια πράγματα; Κι' όμως οι μεγάλοι επιμέναν, ότι γίνονται! Κάποια επανάσταση, λέει, ξέσπασε στη Ρωσία και βγάλαν στη μέση εκεί πέρα, λέει, ένα καινούργιο φρούτο που το λέγαν μπολσεβικισμό κι' αυτός ο κ. Λένιν ήταν, λέει, ο αρχηγός των μπολσεβίκων κι' έρριξε, λέει, τον τσάρο για να τα μοιράση όλα στους μουζίκους και να μην υπάρχει πια πλούσιος και φτωχός σ' όλη τη Ρωσία παρά να γίνουν όλοι το ίδιο!
- Κουταμάρες!
- Παραμύθια!
- Δεν γίνονται αυτά τα πράματα! Παντοδύναμος είναι ο τσάρος και πατερούλης όλων των Ρώσων. Τολμά κανένας, εκεί πέρα, να τον πειράξη;
Αυτές ήσαν οι απόψεις μας για όσα ακούγαμε να λένε οι μεγάλοι, αλλά και πάλι δεν μπορούσαμε να μη παραδεχτούμε ότι " κάτι γινόταν" στη Ρωσία κι' ότι ο τσάρος ίσως δεν θα την περνούσε και πολύ καλά, αφού πριν από λίγους μήνες είδαμε κι' όλας ν' αλλάζουν ξαφνικά τα ρούβλια που είχαν επάνω το κεφάλι του και να κυκλοφορούνε άλλα- δίχως τσάρο- που τα λέγανε "Κερένσκυ".
- Επομένως;
- Λέτε να είναι αλήθεια όλ' αυτά;
- Αλήθεια - ψέματα, πάντως κάτι γίνεται στη Ρωσία.
Ω, δεν χωρούσε αμφιβολία, ότι κάτι γινόταν στη Ρωσία, αφού κι' εδώ ακόμα σε μας, αρχίσαμε να βλέπουμε μερικά περίεργα συμπτώματα στους Ρώσους στρατιώτες, που δεν είχαν πια την αυστηρή και περιποιημένη εμφάνιση που ξέραμε κι' ούτε δείχναν σεβασμό μπροστά στους ανωτέρους τους. Πέρναγε, έξαφνα, ο αξιωματικός τους κι' οι στρατιώτες συνέχιζαν τις ζωηρές τους συζητήσεις  χωρίς να του δίνουν σημασία.
Μπουλούκια - μπουλούκια μαζευόντουσαν οι στρατιώτες, αλλά τώρα δεν ήσαν πια κεφάτοι όπως άλλοτε, ούτε τραγουδούσαν, ούτε χόρευαν, παρά δείχναν ταραγμένοι και ανήσυχοι και όλο συζητούσαν, πότε χαμηλά και πότε ζωηρά και καυγατζίδικα. Ήταν μια γενική νευρικότητα ανάμεσά τους και μια πολύ μεγάλη ακαταστασία, που άλλαζε εντελώς την εικόνα του πειθαρχημένου στρατού που είχαμε γνωρίσει και βλέπαμε από πολύ κοντά επί τόσους και τόσους μήνες.
Κάπου - κάπου αρχίσαμε ν' ακούμε και μια καινούργια λέξη τους:
- Ταβάρις!
Τόσο καιρό είχαμε μάθει όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να φωνάζωνται μεταξύ τους, αλλά τη λέξη"ταβάρις" δεν την είχαμε ακούσει, γι' αυτό και μας έκανε εντύπωση ο καινούργιος τούτος τρόπος της προσφώνησης, πολύ περισσότερο όταν, ρωτώντας, μάθαμε ότι "ταβάρις" σημαίνει "σύντροφος".
Η αλλαγή φαινόταν ακόμα εντονώτερη στο εσωτερικό του μεγάλου σπιτιού των Ρώσων στρατιωτών, όπου δεν φύλαγε ο σκοπός όπως και πρώτα κι' όπου μπαινοβγαίναμε ελεύθερα τώρα πια, οποιαδήποτε ώρα, ακόμα και αργά το βράδυ, χωρίς κανένας να μας δίνη σημασία.
Άλλοτε οι στρατιώτες ήσαν όλο απασχολημένοι, πότε με την πάστρα των θαλάμων, πότε με το γρασάρισμα και το γυάλισμα των όπλων τους, αλλά τώρα κανένας δεν φρόντιζε για τέτοιες νοικοκυροσύνες. Άστρωτα μέναν τα κρεβάτια τους και τα ντουφέκια τους απείραχτα κρεμόντουσαν στους τοίχους. Κανένας δεν μας μίλαγε  γιατί όσοι  δεν ήσαν αποροφημένοι απ' τις ατέλειωτες εκείνες συζητήσεις τους, φτιάχναν δέματα, τυλίγαν, δέναν πράματα σαν άνθρωποι που ετοιμάζονταν για ταξίδι.
Και κάτι πιο απίστευτο: Οι εικόνες της τσαρικής οικογένειας που βλέπαμε άλλοτε στους τοίχους, τώρα ήταν μουτζουρωμένες ή σκισμένες.
- Τρελλάθηκαν οι Ρώσοι, λέγαμε. Νάτο που ρίξανε τον τσάρο τους κι' ίσως μάλιστα, ετοιμάζονταν να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν.
- Λέτε; 
- Όλο πακέτα φτιάχνουν, δεν τους βλέπετε;
Λίγο πιο πριν, όμως, από τούτη την περίεργη κατάσταση ο ρούσικος στόλος συνέχιζε ακόμα τους βομβαρδισμούς στα παράλια του Πόντου και μια μέρα μας έφερε χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες απ' την Ορδού, όπου φαίνεται είχε γίνει μεγάλο κακό. Είχε βγει μάλιστα κι' ένα τραγούδι για τα παθήματα των Ορδουλήδων:

Ήταν Αυγούστου ένδεκα
Παρασκευή ημέρα
που η Ορδού εκαίετο
με τόπια στον αέρα.

Αξέχαστη μου μένει η αλληλεγγύη που έδειξε ο πληθυσμός της πόλης μας προς τους πρόσφυγες εκείνους - δεν έμεινε σπίτι ελληνικό που να μη φιλοξενήση μερικούς ή κι' ολόκληρες οικογένειες. Πήραμε κι' εμείς στο σπίτι μας μια οικογένεια κι' ακούαμε απορημένοι να μας λένε για τα βάσανα που είχαν τραβήξει και για το πώς τους πήρε ο στόλος, αλλά δεν θυμάμαι τίποτ' άλλο απ' όλη εκείνη την ιστορία, εκτός απ' τους παραπάνω στίχους που σωθήκαν ατόφιοι στο μυαλό μου.
Οι στίχοι και τα τραγούδια σώζονται καλύτερα στη μνήμη, όπως και μερικοί άλλοι που τραγουδούσαμε τα παιδιά του σχολείου σε άλλη περίπτωση, όταν οργανωμένοι σε χορωδία με όργανα, βγαίναμε την Πρωτοχρονιά, γυρνούσαμε στα σπίτια και ψέλναμε για να μαζέψουμε χρήματα για τους πρόσφυγες, που κατεβαίναν τσούρμα απ' τα χωριά και πλημμυρίζανε την Τραπεζούντα:

Αρχιμηνιά κι' Αρχιχρονιά
πολύχρονοι να ζήτε
μα και τ' αδέλφια τα φτωχά
να μη τα λησμονήτε.
Π' αφήσανε τα σπίτια τους
την πατρική τους χώρα
κι' άλλο στον δρόμο πέθαναν
κι' άλλοι πεθαίνουν τώρα.

Τα ρούβλια προσφερόντουσαν με αφθονία, και μαζί με τ' άλλα που δίναν οι πλούσιοι στην "Φιλόπτωχο Αδελφότητα", λειτουργούσαν τα συσσίτια όπου βρίσκαν ζεστό φαγητό όλοι οι κατατρεγμένοι που ζητούσαν άσυλο στην πόλη μας.

Ο ρούσικος στρατός μάς έφευγε βιαστικά. Άδειασε το σπίτι όπου μέναν οι Ρώσοι στρατιώτες, πάει ο φίλος μας ο Βάνιας, πάει ο Γκρηγκόρη, πάει ο Φέντιας με το ακκορντεόν - ο γελαστός - πάει ο Νικολάι ο ανοιχτοχέρης, που άλλοτε μας πρόσφερνε κβας, άλλοτε γαλέτες κι' άλλοτε μας προσκαλούσε να φάμε πορτς από την καραβάνα του κι' ήταν μεγάλη του απόλαυση να μας ακούη να τραγουδάμε στραβά τα ρούσικα τραγούδια, με μπουρδουκλωμένα λόγια ακαταλαβίστικα, έτσι όπως τάπαιρνε " 'αφτί μας":

Αχ Γιάπλουσκα τα κουτά χότσισα
μαΐ μάμουσκα τα ζαμουσχίτσισα

Τις τελευταίες μέρες, καθώς ετοίμαζε τα πράματά του, μη έχοντας τι άλλο δώρο να μας κάνη για να τον θυμόμαστε, μας ρωτούσε αν θέλαμε να μας χαρίση δυό χειροβομβίδες που του περισσεύανε και που θα του ήσαν βάρος στο ταξίδι.
Τις χειροβομβίδες δεν τις πήραμε, αλλά μαζέψαμε άλλα πολύ ωραία δώρα απ' τους άλλους, καψούλια από χειροβομβίδες, σφαίρες με τις θήκες τους - πέντε η κάθε μια - ξιφολόγχες και πολλές μικρές θερμάστρες, ατομικές των στρατιωτών, που είχαν το σχήμα κλεφτοφάναρου - χωρίς τον φακό - και μέσα ένα ειδικό κάρβουνο, σαν στήλη ηλεκτρικού, το άναβες, έκλεινες το καπάκι, έβαζες τη σομπίτσα στην τσέπη σου και σε ζέσταινε ωραία - ωραία. Μαζέψαμε επίσης και πολλές δυναμίτες - μεγάλη ποικιλία - άλλες μοιάζαν με μακρυά λουκούμια, έκοβες από την άκρη μια σταλίτσα, την χτυπούσες με την πέτρα κι' έσκαζε, άλλες ήταν σαν μακρύ ξερό σπαγέτο που μόλις το άναβες από τη μια του άκρη και το έσφιγγες στο χώμα, έκανε φσσσς κι' έφευγε στον αέρα σαν τρελλό, κι' άλλες πάλι ήσαν μικρές, σκληρές λουριδίτσες κόκκινες, που παίρναν εύκολα φωτιά και βγάζαν πολύ ωραίο φως. Πολλά παιδιά την εποχή εκείνη γεμίσαν με τέτοια όμορφα δώρα, που παρουσίαζαν μάλιστα εκπλήξεις, γιατί μερικά, θέλοντας να προκαλέσουν λίγο πιο δυνατό κρότο με το λουκουμάκι, βάζαν μια σταλίτσα παραπάνω και πάνε τα δάχτυλά τους!
Φύγαν οι στρατιώτες από το ένα σπίτι, φύγαν κι' αξιωματικοί που μέναν στο πλαϊνό κι' εκείνες οι όμορφες "σιστρίτσες" του Ερυθρού Σταυρού, η Τάνια η ξανθιά και η Κατούσκα η μελαχροινή, με τα μεγάλα μαύρα μάτια, που όταν φορούσε τη χιονάτη καλύπτρα στο κεφάλι, μας φαινόταν σαν οπτασία υπερκόσμια. Μια φορά μου είχε χαϊδέψει το μάγουλο με το κάτασπρο χεράκι της κι' έχασα τον ύπνο μου για μια εβδομάδα.
Όσο λιγόστευαν οι Ρώσοι μέσα στην πόλη - φεύγανε κάθε μέρα - τόσο ανήσυχη γινόταν η ατμόσφαιρα κι' άρχιζε να γεμίζη με αγωνία. Τι θα γινόταν τώρα; Θα ξαναρχόντουσαν οι Τούρκοι! Πολύς κόσμος ξεσηκώθηκε κι' ετοιμαζότανε να φύγη για το Βατούμ ή για το Κέρτς - ο Καύκασος ήταν κοντά κι' απέναντί μας η Κριμαία - αλλά οι πιο νέοι και θαρραλέοι μιλούσαν για αντίσταση και άμυνα. Στο σπίτι που άδειασαν οι Ρώσοι στρατιώτες ήρθαν για λίγες μέρες κάτι φασαριόζικοι " Καρσλήδες" - Έλληνες στρατιώτες απ' το Καρς, που υπηρετούσαν στον ρούσικο στρατό - κι' αυτοί ήταν πολύ μαχητικοί και δεν θέλαν με κανένα τρόπο να φύγουν απ' την Τραπεζούντα και ν' αφήσουν ανυπεράσπιστο τον πληθυσμό στα χέρια των Τουρκαλάδων. Γυρνούσαν στην πόλη αρματωμένοι με σταυρωτά φυσεκλίκια και τα όπλα τους στον ώμο, μιλούσαν πολύ βαριά ποντιακά και απειλούσαν ότι θα εξοντώσουν στο λεπτό τον κάθε Τούρκο που θα τολμούσε να ζυγώση με διαθέσεις εχθρικές:
- Μη φοάστεν! Μη φοάστεν! Εμείς αδά θα μένομε, με τ' εσάς!
Να μη φοβόμαστε μας λέγαν, αλλά μια κουβέντα ήταν αυτό. Παράλληλα, ωστόσο, ήσαν ξεσηκωμένοι κι' άλλοι νέοι Πόντιοι, που ωργάνωσαν, μάλιστα, στα γρήγορα αντάρτικο σώμα που θάπιανε το Ποζ Τεπέ για να μην επιτρέψη στους Τούρκους - τουλάχιστον στους τσέτες - να μπουν στην πόλη. Οι Ρώσοι είχαν αφήσει εκεί επάνω απείραχτα τα μεγάλα τους κανόνια γιατί δεν είχαν ίσως όρεξη να τα κουβαλούν μαζί τους, τώρα που ο πόλεμος τελείωσε γι' αυτούς.



Δημήτρη Ψαθά, Γη του Πόντου, Έκδοση Μαρή, χ.χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου