...Εκείνα τα παιδιά, με τα οποία μοιραστήκαμε τα πρώτα βιβλία, είχαν την τύχη της βιβλιοθήκης μου: κάηκαν, προτού προλάβουν να σχηματιστούν. Άλλους τους έχασα έπειτα τελείως κι έμειναν ό,τι ήταν: παιδιά. Και δεν υπάρχει τώρα παρά η απέραντη νεκροπομπή που κουβαλούμε μέσα μας όσοι επιζήσαμε. Και ίσως κάποια ίχνη που άφησαν με το χέρι τους, όπως τα δυο μου αδέλφια τις υπογραφές τους στον παλιό τόμο της Καινής Διαθήκης, στην τελευταία σελίδα - κε το θεό δόξα έγραψε το μικρό αδέρφι δίπλα στη λέξη "τέλος" του βιβλίου.
Μια μέρα, γυρίζοντας από το γυμνάσιο, περάσαμε με τον Αργύρη από το σπίτι του. Με άφησε να περιμένω κάτω στη σκάλα, αφού έκλεισε προσεχτικά την εξώπορτα. Σε λίγο τον είδα να κατεβαίνει μ' ένα βιβλίο.
Ήταν ένα πανέξυπνο παιδί. Κατάλαβα από το πονηρό του χαμόγελο ότι το εξώφυλλο δεν είχε σχέση με το βιβλίο μέσα. Έκαμα να το ανοίξω, δεν με άφησε - "στο σπίτι" και μου το πέρασε κάτω από το παλτό.
Ήταν το Φως που καίει. Έτσι φτάναμε και σ'αυτά.
Όλα ήταν εδώ μέσα. Όλος ο δικός μας προγραμματισμός.
Έπειτα ο Αργύρης, όταν στην Αθήνα συνεχίζονταν οι μάχες, μ' έναν τηλεβόα φώναζε στην πλατεία του Άη Θανάση:
-Γδικιωμόοο...
Στον εμφύλιο, μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού, τον σκότωσαν λίγο πιο πάνω από το σπίτι του, εκεί γύρω στην ίδια πλατεία, στην ίδια σκηνή...
Είχαν κάποιο λόγο να τ' απαγορεύουν και να τα καίνε αυτά τα βιβλία, δεν εγνώριζαν όμως πως όσο τα βιβλία τα κυνηγάς, όσο τα καις, τόσο με τη δοκιμασία της φωτιάς ο λόγος τους αληθινά καίει.
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Α. Η Γραμμή της ζωής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000
Μια μέρα, γυρίζοντας από το γυμνάσιο, περάσαμε με τον Αργύρη από το σπίτι του. Με άφησε να περιμένω κάτω στη σκάλα, αφού έκλεισε προσεχτικά την εξώπορτα. Σε λίγο τον είδα να κατεβαίνει μ' ένα βιβλίο.
Ήταν ένα πανέξυπνο παιδί. Κατάλαβα από το πονηρό του χαμόγελο ότι το εξώφυλλο δεν είχε σχέση με το βιβλίο μέσα. Έκαμα να το ανοίξω, δεν με άφησε - "στο σπίτι" και μου το πέρασε κάτω από το παλτό.
Ήταν το Φως που καίει. Έτσι φτάναμε και σ'αυτά.
Ο Γδικιωμός που χύνεται μαζί φωτιά και μπόρα,
ο καταλύτης Καθαρμός, της Πλερωμής η ώρα,
είμαστ' εμείς που κόψαμε τα που μας δένανε σκοινιά
και την καρδιά ατσαλώσαμε με τη δικιά σου, Οχτρέ, απονιά.
Όλα ήταν εδώ μέσα. Όλος ο δικός μας προγραμματισμός.
Έπειτα ο Αργύρης, όταν στην Αθήνα συνεχίζονταν οι μάχες, μ' έναν τηλεβόα φώναζε στην πλατεία του Άη Θανάση:
-Γδικιωμόοο...
Στον εμφύλιο, μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού, τον σκότωσαν λίγο πιο πάνω από το σπίτι του, εκεί γύρω στην ίδια πλατεία, στην ίδια σκηνή...
Είχαν κάποιο λόγο να τ' απαγορεύουν και να τα καίνε αυτά τα βιβλία, δεν εγνώριζαν όμως πως όσο τα βιβλία τα κυνηγάς, όσο τα καις, τόσο με τη δοκιμασία της φωτιάς ο λόγος τους αληθινά καίει.
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Α. Η Γραμμή της ζωής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου