Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2019

Οι άλλες ν' απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα

" Να σκέπτεσαι πρώτα την φαμελιά σου, άντα θα' ρθει ο καιρός ν' αποκτήσεις, δεύτερα τους άλλους γύρα σου και στον πάτο, άμα μείκει για τ' εσένα, και να κρατείς το στόμα κλειστό, έτσι κάνουν οι γυναίκες του θεουλάκη, έτσι να κάνεις κι εσύ δολιοκόπελη", μ' αυτά, την ορμήνευαν. Κουναρήθηκε δύσκολα. Ψωμί δεν περίσσευε ίτσιου. Ούτε για ένα σκύλο που είχαν, τον Μπελέτση, ούτε για ταύτον, ώσπου τον απόλυκαν στο δάσος, εκεί κάτι μπορεί να' βρισκε.
Σαν άρχεψε να νιώθει τον κόσμο, έτρεχε όπου ήβρισκε, κουμπουλιά, γκορτσιά, μηλιά, κορομηλιά, ανάλογα με την εποχή και τα δέντρα που ρούμαζαν καρπούς, κάτι είχαν ψηλά τους. Άλλοτε κάνα γρέντζουλο που κρέμονταν ψηλά στις κληματαριές ή καμιά χεριά κούμαρα, ρούπωνε, θεράπευε την πείνα.
" Ό,τι τρώνε τ' αρνιά, τα πουλάκια και τα μελίσσ(χ)ια, μην το φοβάσαι, να το τρως και συ, είναιτο καλό", της έλεγε η μάνα.
Για, πότε έτσι, πότε αλλιώς, μεγάλωσε και τούτη η τσούπρα που είχε τ' όνομα τση μαλέκως της, που δεν τη γρώνιζε. Την έλεγαν Δροσ(χ)ιούλα. Τ' όνομα τση μαλέκως που' χε μείκει απ' την άλλη πλευρά τση Μουργκάνας, στο ελληνικό, σ' ένα χωριουδάκι κοντά στην Πόβλα, τότες που οι αφορεσμένοι άλλαξαν τα συνόρατα και χώρισαν τσ' ανθρώπους, άλλους απ' έδωγια, άλλους απέκει, δίχως να ρωτήσουν καέναν.
Ούι και τι είχαν τραβήσει! Ως κι ο ουρανός, σου λέει, είχε σκιαχτεί κι είχε κάμει αλισβερίσι με τους αδικητάδες κι αγριεύονταν κι αυτός κι έρινε, κι έρινε' κείνο το χειμώνα ντούνες το χιόνι και σταματημό δεν είχε. Πόσοι απέθαναν και σκεπάστηκαν εκεί στις ράχες και στα χιόνια, καένας δεν μέτρησε. Χρόνια μετά, θέριεψαν τα δέντρα, ήλεγες έφτακαν στα σύγνεφα. Τόσα έρημα κορμιά τα' χαν θρέψει, γένηκαν τα νιάτα φύλλα και κλαριά. Ούι! Με τον καιρό στοίχειωσαν οι κορφές κι άντα έπιανε αγέρας, ούι και τι γένονταν. Ήλεγες άρχευαν τη μάχη που' χαν αφήκει στη μέση κι απάλευαν μεταξύ τους ' κείνα τα παλικάρια, δέντρα πια, όποια κιαν ήταντα. Τι κερδίσαμαν; Ίτσιου τίποτις. Τι αγωνίστηκαν; Για, διορθώνονται όσα γένηκαν; Δεν διορθώνονται. Κρίνεις ψ(χ)υχούλες. Δεν κάνει. Γιομίζεις το σακί στο δικό σου τον πλάτη αμαρτίες.
Πάντως, έτσι, για να θυμούνται κάτι από' κείνη τη ρίζα την κακογραμμένη που' χαν αφήκει στην Ήπειρο - όχι πως στην άλλη πλευρά ήταν καλογραμμένη - για ταύτο της είχαν δώκει τση τσούπρας τ' όνομα. Να κρατούν ένα θυμητικό για φυλαχτό κι ας ήταντο μάναχα αυτό τ' όνομα. Τούτη η Δροσ(χ)ιούλα, γεννήθηκε το εξήντα πέντε, μέσα, στ' αλβανικό. Ήταν το στερνοπούλι τση Κατέρως και του Αντρίγια. Γένηκε στον πάτο, κοπέλα μεν, αλλά καλή κι όμορφη. Ήλεγες δεν είχε μάγουλα, μα ρόδα ανθισμένα. Και το στόμα ζωγραφιστό, κούμπουλο ρουμασμένο. Τέτοια νιάτα.

- Οι άλλες ν' απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, μωρή αγουρέτσω, την εύχονταν η μάνα και την καμάρωνε.

Έτσι άκουγε κι αυτή από τη δική της μάνα, έτσι που το'χε ακούσει, έτσι τόηλεγε με το θυμητικό κι άντα το ξεστόμιζε της κίναγαν τα μάτια ποτάμια. Γύριζε με τη γνώμη πίσω.
Ο πατέρας, δεν πρόλαβε να την ιδεί πολύ. Έπαθε απ' την παλιαρώστια στα πλεμόνια, έφτυγε αίμα. Διάβηκε για τον άλλο τον κόσμο, αυτόν που δεν έχει πιστρόφια. Την αφήκε τούτηγια την κοπελίτσα εφτά χρονών, κούτσικη ( απόσπασμα) 


Χαρούλα Βερίγου - Μπάντιου, Οι άλλες ν' απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, εκδόσεις Φίλντισι, Αθήνα 2018
Η Χαρούλα Βερίγου _ Μπάντιου, γνωστότερη με το ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου, είναι Κρητικιά, ζει στην Κέρκυρα, αλλά αγάπησε την Ήπειρο και ιδιαίτερα τη Θεσπρωτία , τόπο καταγωγής του συζύγου της. 
Σε αυτό το βιβλίο επτά γυναίκες αφηγούνται με τη ζωντάνια και την ποιητικότητα της προφορικής γλώσσας , της ιδιωματικής της περιοχής των Φιλιατών. Είναι θαυμαστό το πώς αποδίδει η συγγραφέας τον προφορικό λόγο της περιοχής, χωρίς η ίδια να έχει γεννηθεί εκεί.
 Στις αφηγήσεις πρωταγωνιστούν η φτώχεια, η ανέχεια, η τυραννία, η ψυχή αυτών των γυναικών. Με όλες τις δυσκολίες και την τραχύτητα της ζωής τους  έχουν το κεφάλι ψηλά και αφήνουν μύρια καλά συναισθήματα και πράξεις να οδηγούν τα βασανισμένα βήματά τους.
Γράφει στο Επίμετρο η συγγραφέας :
 "Τα διηγήματα αυτά αποτελούν τη συναισθηματική και λεκτική έκφραση της ψυχής γυναικών και τη σχέση - βίωμα, απέναντι στα πρόσωπα και στα γεγονότα της ζωής τους. Γράφοντας , αισθάνθηκα την πληρότητα που έχει αυτή η μοναδική ισότητα έκφρασης της ντοπιολαλιάς και το αποτέλεσμα είναι ένα μικρό δείγμα συνδημιουργίας, κατάθεση ψυχής κόντρα στη λήθη και την εγκατάλειψη της γλώσσας.
Άλλωστε, οι ιστορίες που μου διηγήθηκαν ήταν: " για να σωθεί ό,τι έμεικε, η γλώσσα μο ψ(χ)υχούλα, εμείς σκαπετίσαμαν απέκει, φύγαμαν, 'κείνοι που έρχονται, να γρωνίοσυν κι ας είναιτο απ' τα βάσανα και την τυραγνία τη δική μας", μου είπαν απλά, πονετικά και με σεβασμό"
Τις ιστορίες κοσμούν φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα και της Βούλας Παπαϊωάννου.
Το εξώφυλλο είναι της Ιωάννας Παληοκώστα , έργο με μολύβι και κάρβουνο σε χαρτί

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου