- Η πόρτα χτυπάει, Νουρή.
- Καλά, πηγαίνω να δω.
Ο μαστρο - Νουρή πήγε να σηκωθεί από το κρεβάτι του αλλά η μάνα του τον σταμάτησε.
- Μη σηκώνεσαι, Νορή. Θα πάω εγώ να δω.
Αυτό το χτύπημα μοιάζει με το χτύπημα του φίλου σου του Γκιαούρη, γι' αυτό σου το είπα.
Πράγματι, ήταν ο Γκιαούρης Τζεμάλ, ο δάσκαλος.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο πήγε προς το κρεβάτι του μαστρο - Νουρή. Έβαλε το χέρι του στο μέτωπό του.
- Δεν έχεις πυρετό.
Και αμέσως γύρισε στην μάνα του μαστρο - Νουρή.
- Γιατί, τον αφήνεις μάνα, να τεμπελιάζει στο κρεβάτι;
Έβγαλε μερικές γαλλικές εφημερίδες που είχε στις τσέπες του και τις άφησε πάνω στον καναπέ.
Πήγε και κάθισε δίπλα στο μαγκάλι.
- Να φτιάξω ένα καφέ στα γρήγορα για μένα, είπε.
Ο δάσκαλος Γκιαούρης Τζεμάλ, έχει ένα σγουρό κοκκινωπό μούσι. Τα ακατάστατα μαλλιά του πετάνε από τις άκρες του φεσιού. Φορά ένα ασιδέρωτο παντελόνι και ένα σακκάκι με γιακά λιγδωμένο.
- Πρόσεξε, μόλις ήρθα είπα "να ψήσω έναν καφέ". Γιατί πίνουμε καφέ; το σκέφτηκες ποτέ μαστρο - Νουρή;
Να πεις για την γεύση του, δεν είναι, για την μυρωδιά του; και αυτό δεν είναι, αντί να πιείς καφέ για την γεύση του, πιες λεμονάδα...για την μυρωδιά του; και αυτό δεν είναι. Η μυρωδιά του νερού αυτού που θυμίζει μπουγάδα, με στουπέτι νερατζιών δεν είναι τίποτα. Δήθεν ηρεμούν τα νεύρα. Λόγια! Για ποιες μέρες είναι το ρακί; δήθεν για χώνευση. Ανοησία...φάε μήλα μετά το φαγητό.
Γιατί πίνουμε αυτό το χαμένο; γιατί πρώτα πρώτα, αν δεν πιούμε εμείς καφέ πού θα πουλήσουν οι καφετζήδες τους καφέδες τους; Μετά, ξέρεις, αυτό που λέγεται συνήθεια;
Ξέρεις ότι η μεγαλύτερη δύναμη και η μεγαλύτερη κοροϊδία για τον άνθρωπο είναι αυτό που λέγεται συνήθεια; Πρώτα εμείς πλάθουμε για τον εαυτό μας ένα κόσμο, με το μύλο του καφέ, με το μπρίκι, με τον καφέ του, με το σπίτι του, με το ντιβάνι του, με το δίκιο και τη φιλοσοφία του. Μετά γινόμαστε αιχμάλωτοι του κόσμου αυτού που φτιάξαμε και τότε αρχίζει εκείνος να μας πλάθει.
Κάποια φασαρία, ένας καβγάς, μέχρι να φτιάξουμε έναν νέο κόσμο μέσα από τον παλιό...για να καταφέρουν το λιοντάρι να συνηθίσει σε κλουβί, το πιάνουν από μικρό και το βάζουν μέσα...
Εμάς, και στα σαράντα μας να μας βάλουν φυλακή, συνηθίζουμε την τρίτη μέρα, και αφού μείνουμε στην φυλακή δέκα χρόνια και μας αφήσουν, μέσα σε τρεις βδομάδες ξεχνάμε τον τόπο που μείναμε δέκα χρόνια.
Ενώ ο Γκιαούρης, δάσκαλος Τζεμάλ, εξακολουθεί την διάλεξή του για τον καφέ, ο μαστρο - Νουρή συλλογίζεται τη ζωή αυτού του περίεργου ανθρώπου, δύο πράγματα του Τζεμάλ είναι φημισμένα: το ότι είναι Γκιαούρης και το γένι του.
Η φήμη για το γκιαουρλίκι του είναι τεσσάρων χρόνων. Για την αιτία αυτή ο ίδιος λέει:
- Ήμουνα δάσκαλος της ιστορίας και της Γεωγραφίας στην Ανατολή.
Την χρονιά της ανακήρυξης του συντάγματος, στην πόλη υπήρχαν δυο σοκάκια, ένα ρέμα φημισμένο για τα ψάρια του, ένα ξενοδοχείο, η "Σταμπούλ", το χάνι των τεσσάρων καμηλιέρηδων, ένα καφενείο με καθρέπτη και σαρανταδύο τζαμιά μικρά και μεγάλα. Μάλιστα, σαρανταδύο, τα μέτρησα ένα - ένα. Το Γυμνάσιο ήταν στην κορφή ψηλά αν κοιτάξει κανείς την Πόλη από την πεδιάδα το πρώτο που θα δει είναι το τριώροφο, πέτρινο κτίριο μας.
Ένας πασάς, που πέρασε στην οθωμανική λογοτεχνία, μεταφράζοντας το έργο φράγκου συγγραφέα, έκτισε το σχολείο μας στην Πόλη αυτή, όπου είχε εξοριστεί διοριζόμενος ταυτόχρονα έπαρχος. Ήταν η πρώτη και τελευταία πράξη του...γιατί όταν τόλμησε να μετατρέψει την πορεία της σιδηροδρομικής γραμμής και από απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων, να την οδηγήσει μέσα στην πόλη, ξεσηκώθηκαν οι προύχοντες της επαρχίας, εναντίον του φημισμένου αυτού πασά, λέγοντας ότι " η διάβαση του μαύρου φιδιού από τα χωράφια θα πειράξει την παραγωγή, θα σκάσουν τα γιδοπρόβατα από φόβο και ότι γυναίκες θα γίνουν στείρες", αντιστάθηκαν στην πραγματοποίηση του γκιαούρικου αυτού δρόμου και κάνοντας μια αναφορά προς το Σουλτάνο Αβδουλχαμίτ εμπόδισαν τον πασά, τον λάτρη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, να ασχολείται με υποθέσεις που δεν έχουν σχέση με τους Γάλλους κλασικούς, όπως η σιδηροδρομική γραμμή, πετυχαίνοντας να προαχθεί και να μετατεθεί σε μια από τις μακρινές επαρχίες.
Έψαξα από περιέργεια για τους πραγματικούς λόγους αυτής της υπόθεσης της σιδηροδρομικής γραμμής. Το θέμα ήταν ότι δύο γνωστές οικογένειες, από τους προύχοντες, είχαν τα καραβάνια που εκτελούσαν δρομολόγια ανάμεσα στις επαρχίες.
Για σκέψου για λίγο αυτά τα καραβάνια να περνούν από τις πύλες των πόλεων μεταφέροντας σύκα, σταφύλια, καπνό, υφαντά και τα τελευταία χρόνια γκαζοτενεκέδες και μπασμάδες και φέρε μπροστά στα μάτια σου τον πασά, τον λάτρη των Γάλλων κλασικών, να θέλει το σιδηρόδρομο φιμώνοντας τους πονεμένους ήχους νοσταλγίας, και ξενιτιάς των καραβανιών.Στην πόλη αυτή ήταν πολλοί αυτοί που μιλούσαν με σεβασμό για τον πασά. Με ευγνωμοσύνη ανέφεραν τον ιδρυτή του σχολείου μας κυρίως οι μεγάλοι υφασματέμποροι, εκείνοι που έστελναν στα λιμάνια σταφύλια, σύκα και καπνά, αυτοί που είχαν συναλλαγές με την Ευρώπη.
Στην πόλη αυτή εγώ ήρθα ένα χρόνο πριν από την ανακήρυξη του συντάγματος. Με την ανακήρυξη του συντάγματος, όσοι ανάφεραν με ευγνωμοσύνη για τον ιδρυτή του σχολείου μας έγιναν ανεξαίρετα ενωτικοί.
Είχα πολλά όνειρα για το σχολείο. Η εφαρμογή τους απαιτούσε βοήθεια.
Πήγα και είπα τις απόψεις μου στον μεγάλο υφασματέμπορα Εμίν Εφέντη, ο οποίος ήταν το πιο φανατικό μέλος του "ενωτικού".
Μίλησε στο σύλλογο και μου είπε την απόφαση:
Ο Τζεμάλ μπέης να μην ανησυχεί, είμαστε μαζί του...
Δώσαμε τα χέρια και αρχίσαμε δουλειά. Επίλεξα εικοσιδυό νέους, δυνατούς και έξυπνους, ανάμεσα από τους τελειόφοιτους. Ο Εμίν Εφέντης έφερε από την Πόλη,μια μπάλα, παραγγελία δική μου, την πέταξα στα πόδια τους, και πήρα και εγώ μια σφυρίχτρα, έτσι αρχίσαμε το παιχνίδι. Ευτυχώς κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε, βλέποντας τα παιδιά να παίζουν μπάλα με κοντό παντελονάκι αν και ήταν κάτι ασυνήθιστο.
Εκείνος που άφρισε όμως, ήταν ο δάσκαλος των θρησκευτικών, το συζήτησε με ορισμένους οπισθοδρομικούς προύχοντες, πήγε και τους είπε:
- Αυτοί είναι σε διάσταση με τον δικό μας Εμίν Εφέντη.
Αλλά στα παρασκήνια των ποδοσφαιρικών αγώνων μας ήταν ο Εμίν Εφέντης. Έφερε ακόμα και την μπάλα. Η υπόθεση μπερδεύτηκε.
Το ποδόσφαιρο μας βρήκε υποστηριχτές στο σύλλογο των ενωτικών - προοδευτικών, στο όνομα της δικαιοσύνης, ισότητας, ελευθερίας, σα να επρόκειτο για το κεφάλι κάποιου μάρτυρα της ελευθερίας.Οι καμηλιέρηδες, όταν είδαν ότι το κόμμα μας θα παίξει μπάλα και θα νικήσει έβαλαν τον δάσκαλο των θρησκευτικών να επιτεθεί εναντίον μου, στην αίθουσα αναμονής.
Αρχίζοντας από τον ιερό νόμο και καταλήγοντας στο γεγονός ότι κατέβασα τους μαθητές στο επίπεδο εκείνων που είναι ξυπόλητοι, δεν μου άφησε ούτε πίστη ούτε θεό.
Άκουγα τα λόγια του γελώντας και είχα σκοπό να τον ακούσω και άλλο. Ξαφνικά γύρισα και είδα την πόρτα μισάνοιχτη. Ένα σωρό ματάκια παιδιών με κοίταζαν από τη χαραμάδα, οι μαθητές μου είχαν μαζευτεί μπροστά στην πόρτα και άκουγαν τον δάσκαλο θρησκευτικών να αναθεματίζει τον δάσκαλο Τζεμάλ από την πόλη.
Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Γύρισα και του είπα απότομα και με δυνατή φωνή: "σταμάτα πάψε!" Ο δάσκαλος σώπασε. " Άκουσε", του είπα, οι μαθητές χρειάζονται την υγεία τους κι ευλυγισία για ν' αποκτήσουν και λίγη τόλμη, τότε αυτό το πράγμα που παίζουμε, όχι μπάλα πέτσινη, αλλά και το κεφάλι του χαλίφη Αλή να ήταν, εγώ πάλι θα σφύριζα και θα τους παρακινούσα να παίξουν. Ένα αυτό...δεύτερον, ισχυρίζεσαι ότι είμαι άθεος, άθρησκος, και άπιστος, μπορεί να είμαι αυτό που λες, μπορεί και όχι, όμως αυτό αφορά μόνον εμένα. Εγώ όμως στο μάθημα της Γεωγραφίας μπορώ να αποδείξω την ορθότητα όσων διδάσκω. Ενώ εσύ;
Μπορείς να αποδείξεις την ύπαρξη αυτού που διδάσκεις ότι υπάρχει;
Όπως άρχισα απότομα, έτσι και απότομα σταμάτησα.
Επικράτησε τέτοια σιωπή στην αίθουσα που για μια στιγμή τρόμαξα από τη φωνή μου.
Κοίταξα γύρω μου. Το πρόσωπο του ήταν πιο άσπρο ακόμα και από το σαρίκι του.
Ο διευθυντής είχε γίνει κατακόκκινος. Είχαμε ένα δάσκαλο των μαθηματικών, φαλακρό, χοντρό, και χαζό και αυτός ήταν έτοιμος να κλάψει.
Ξαφνικά ο δάσκαλος πετάχτηκε από τη θέση του. Και χωρίς να καταλάβω καλά - καλά τι συμβαίνει, με έφτυσε στο πρόσωπο φωνάζοντας μου " άπιστε, άπιστε, άπιστε" και έφυγε τρέχοντας περνώντας ανάμεσα από τους μαθητές που είχαν μαζευτεί μπροστά στην πόρτα και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.
Μπροστά στην είσοδο του σχολείου, πρόλαβα τον δάσκαλο, τον άρπαξα από το γιακά, όταν είδε το χέρι μου στο γιακά του άρχισε να φωνάζει.
Όταν κατάφεραν οι μαθητές να τον πάρουν από τα χέρια μου είχε γίνει πια σαν μαδημένος κόκορας.
Το ίδιο βράδυ και στα σαρανταδύο τζαμιά της πόλης, και οι οι σαρανταδύο χοτζάδες έβριζαν τον δάσκαλο της γεωγραφίας σαν " Γκιαούρη Τζεμάλ", οι προύχοντες των Καμηλιέρηδων έστειλαν τηλεγραφήματα στο Υπουργείο Παιδείας, στη διεύθυνση θρησκευμάτων, στην Πρωθυπουργία.
Η απόλυσή μου ήρθε μετά από σαρανταοχτώ ώρες.
Ενώ τα καραβάνια με τα κουδούνια τους μετέφεραν από πόλη σε πόλη την περιπέτεια του "Γκιαούρη Τζεμάλ...". Το παρατσούκλι " Γκιαούρης" δόθηκε στον Τζεμάλ από την περιπέτεια αυτή.
Όσο για το γένι του, λένε ότι το κουβαλάει στο πρόσωπό του εδώ και έξι χρόνια για να ξεγελάσει κάποιο ψυχικό πόνο.
Ο μαστρο - Νουρή θα μπορούσε να ρωτήσει τον ίδιο τον Τζεμάλ αν οι διαδόσεις αυτές ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Όμως, προτίμησε να μην μάθει την αιτία της ιστορίας για το γένι του.(απόσπασμα)
Ναζίμ Χικμέτ, Μια χειμωνιάτικη νύχτα, μετφρ. Γ. Εγγλέζος, Εκδόσεις Ν.Α. Δαμιανού, χ.χ.
Στις 15 Ιανουαρίου 1902 γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο προλεταριακός ποιητής και πεζογράφος της Τουρκίας Ναζίμ Χικμέτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου