Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

«Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Εις μνήμην»


του Γιώργου Δουατζή
Το μεγαλύτερό μου όνειρο είναι να μην απελπίζομαι. Γράφουμε με την ελπίδα ότι έστω και ένα τέταρτο της ώρας αφού πεθάνουμε κάτι θα έχει μείνει. Λίγο είναι αυτό;
(Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ)

Δεν γνώρισα παρά μόνον δύο ιερουργούς της Ποίησης τόσο ταπεινούς, τόσο μεγάθυμους, όσο ο Τάσος Λειβαδίτης και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Ο χαμός της, οδυνηρή απώλεια για τα Ελληνικά Γράμματα. Πολλοί τη χαρακτήρισαν ως τη μεγαλύτερη γυναικεία ποιητική φωνή του καιρού μας, και ίσως όχι αδίκως.
Θυμάμαι τη γλυκύτητά της, το αβίαστο χαμόγελο, την πονηρή λοξή παιδική ματιά, την εμβρίθεια της σκέψης της, το μικρό άβολο γραφείο της, τη λιτότητα της ζωής της, τα ξαφνικά τηλεφωνήματα για να μου μιλήσει για κάθε βιβλίο που της έστελνα. Αλλά κυρίως, θυμάμαι τη μεγαθυμία προς κάθε ομότεχνό της και κυρίως προς τους νέους ποιητές. Αγαπούσε τους ανθρώπους, δεν είχε ίχνος συμπλέγματος λόγω της αναπηρίας που τη συνόδευε σε όλη τη ζωή της.

Όταν η μνήμη άρχισε να της παίζει άσχημο παιχνίδι, δεν δίσταζε να με ρωτήσει: Ποιος είσαι; Της απαντούσα: Τα κόκκινα παπούτσια. Ήταν ποίημά μου που αγαπούσε. Και τότε, αμέσως: Δουατζή μου, Δουατζή μου, τι κάνεις; Μου ζητούσε να τη συνοδεύσω ως το Φίλιον να φάει το γλυκό της με βουλιμία μικρού παιδιού.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τηλεφώνημά της όταν έλαβε το βιβλίο μου Τα Κάτοπτρα. Ήταν κοντά μεσάνυχτα κι άκουσα τη φωνή της: Σου έχω ένα μικρό δώρο και να έρθεις αύριο να το πάρεις. Την άλλη μέρα είχα στα χέρια μου ένα μικρό μπλοκάκι, όπου είχε αντιγράψει τις παραγράφους που διάλεξε από τα Κάτοπτρα. Συγκινημένος, της πρότεινα να γράψει τον αντίλογό της σε αυτά που είχε επιλέξει. Κι έτσι, γεννήθηκε το κοινό μας βιβλίο, Αντικατοπτρισμοί – Διάλογος δύο ποιητών. Αυτόν τον διάλογο παρουσιάσαμε μαζί πέρσι τον Φεβρουάριο στο Θέατρο Αλεξάνδρεια, με συνοδεία την υπέροχη μουσική του Γιώργου Βαρσαμάκη.

Ας αντιπαρέλθω όμως τις –πολλές– προσωπικές αναμνήσεις και να παραθέσω μικρή επιλογή των λόγων της, από συνέντευξη που της είχα πάρει πριν από περίπου δέκα χρόνια.

– Δεν ξέρω τι θα πει ματαιοδοξία. Δεν θυμάμαι ποτέ να έγραψα κάτι για να τυπωθεί. Κι έπειτα, ήμουνα τυχερή με επιτυχίες από την πρώτη εμφάνιση στα δεκαεφτά μου χρόνια. Οπότε δεν υπήρχε λιβάδι για να φυτρώσει η ματαιοδοξία.

– Τώρα τελευταία με ενοχλεί αφόρητα η φιλοδοξία, η λύσσα για προβολή των νέων. Εγώ ήξερα ότι όταν γράφεις ποίηση, δεν περιμένεις τίποτα.

– Ποίηση... Η ζωή μου είναι. Άλλοι έχουν τη θρησκεία, άλλοι τα παιδιά τους, εγώ την ποίηση.

– Δεν θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να μην έγραφα. Είχα την τύχη να έχω πολύ μορφωμένους γονείς και νονό τον Καζαντζάκη, με του οποίου την ενθάρρυνση δημοσίευσα το πρώτο μου ποίημα στο περιοδικό Καινούργια εποχή, σε ηλικία δεκαεφτά ετών.
Εγώ ήξερα ότι όταν γράφεις ποίηση, δεν περιμένεις τίποτα.

– Την ώρα της γραφής έχω μια αόριστη θεματική κατάσταση μες στο μυαλό μου, πιάνω το μολύβι και ξαφνικά η μία λέξη βγάζει μία άλλη λέξη και η επόμενη βγάζει άλλη με ένα άλλο νόημα και στο τέλος βγαίνει το ποίημα. Είναι μια έκπληξη αυτό που βγαίνει. Έτσι γράφω.

– Ήμουνα πάρα πολύ τυχερή. Παρότι πλήρωσα το τίμημα της ζωής με το που μπήκα, με εισιτήριο την αρρώστια μου. Το ότι έζησα ήταν σκέτο θαύμα. Έκανα εγχείρηση στο πόδι όταν ήμουν επτάμισι ετών και διασώθηκα. Έζησα με μια αναπηρία, η οποία όμως δεν με εμπόδισε να χορέψω, να κολυμπήσω, να χαρώ τη ζωή.

– Ο έρωτας είναι το παν. Και... ένα από τα δύσκολα πράγματα της ηλικίας είναι αυτό. Ότι ζω χρόνια τώρα χωρίς τον έρωτα. Δεν καταλαβαίνω πώς αναπνέω, πώς δουλεύω χωρίς αυτόν.

– Η μοναξιά δεν με πειράζει. Δουλεύω, διαβάζω, κάνω πράγματα που με ενδιαφέρουν. Με πειράζει λιγότερο να μένω μόνη σπίτι, παρά να βρίσκομαι με ανθρώπους για να μην είμαι μόνη και έτσι να νιώθω περισσότερη μοναξιά.

– Τα γηρατειά δεν καταπίνονται εύκολα. Όσο καλές και να είναι οι συνθήκες ζωής σου, πλησιάζεις στο τέλος. Ό,τι κάνουμε, ό,τι σκεφτόμαστε βρίσκεται κάτω από τη σκιά του μέλλοντος. Λέμε θα γράψω, θα κάνω, θα φτιάξω. Η ιδέα του μέλλοντος σε εμπνέει, σε σπρώχνει μπροστά. Η ηλικία μειώνει την ιδέα του μέλλοντος.

– Δύο πράγματα δεν μπορείς να κοιτάξεις κατάματα. Τον ήλιο και το θάνατο.

– Με απωθεί η ψευτιά, η ραδιουργία. Με θέλγει η καλοσύνη, το χιούμορ και η εξυπνάδα.

– Ο χρόνος είναι το μόνο πράγμα στο οποίο είμαι τσιγκούνα. Δεν θέλω όσο μεγαλώνω να τρώνε το χρόνο μου, που είναι πολύτιμος.

– Πλούτος είναι να αισθάνεσαι ότι έχεις ζωή μέσα σου και ότι θέλεις να τη μεταδώσεις. Δόσιμο και δημιουργία είναι ταυτόσημες έννοιες.

– Εκδίδω βιβλία από φυσικότητα. Είσαι έγκυος, στους εννέα μήνες γεννάς. Έτσι είναι και το βιβλίο.

– Ο ποιητής πρέπει να έχει αξίες ζωής. Αν δεν έχει, θα βγει κακό το ποίημα.
Χειρόγραφο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, από το βιβλίο Αντικατοπτρισμοί – Διάλογος δύο ποιητών (Στίξις, 2017).

Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου