(...) Μέσα στον Τσέχωφ υπάρχει πολύ βαθιά ριζωμένη πίστη κι εμπιστοσύνη στη λογική της ζωής. Πιστεύει ότι συνεχώς θα καλυτερεύει ο κόσμος, είναι κι αυτός ένας φυσικός νόμος - η συνεχής βελτίωση και τελειοποίηση. Από το άλλο μέρος ξέρει πολύ καλά τις ατέλειες, τα ευπαθή σημεία του ανθρώπινου οργανισμού. Τις πολύ σοβαρές του γνώσεις τις επεκτείνει και στον άλλον οργανισμό, την κοινωνία, την ιστορία, την ανθρωπότητα. Το θέμα της ιδεολογίας και της πολιτικής το λύνει κι αυτό σα γιατρός. Για παράδειγμα θ' αναφέρω μερικά σημεία από μια συζήτησή του με τον Πλεσέγιεφ για το μεγάλο διήγημά του " Η Γιορτή" ( " Τα Γενέθλια") γραμμένο αυτή την περίοδο(1888).
Η ηθική προβληματολογία του Τολστόη είναι κρίσιμη σ' αυτή την ιστορία - τουλάχιστον στις αφετηρίες της. Φωτίζονται οι ψυχικές σχέσεις ενός ζευγαριού διανοούμενων ενώ συνειδητοποιούν το ψέμα που έχει εισχωρήσει στη ζωή τους και τη δηλητηριάζει - πώς κάτω από την επίδραση αυτής της αποκάλυψης, που κάνει πρώτη η γυναίκα, τα πρόσωπα φωτίζονται αλλιώς, βαθμολογούνται αλλιώς, και οι καινούριες εμπειρίες φέρνουν σε μια τραγική κατάληξη - το θάνατο του νεογέννητου παιδιού τους. Όταν έστειλε το διήγημα στον Πλεσέγιεφ, στο περιοδικό " Αγγελιαφόρος του Βορρά", του έλεγε σε γράμμα του:
" Φοβάμαι όποιον ψάχνει ανάμεσα στις αράδες να βρει κάποια κατεύθυνση και με θέλει σώνει και καλά φιλελεύθερο ή συντηρητικό. Εγώ όμως δεν είμαι ούτε φιλελεύθερος, ούτε συντηρητικός, ούτε προοδευτικός, ούτε καλόγερος, ούτε αδιάφορος. Ένα μόνο θα ήθελα - να είμαι ελεύθερος καλλιτέχνης και λυπάμαι που ο θεός δεν μου έδωσε τη δύναμη να γίνω. Μισώ το ψέμα και τη βία σ' όλες τις μορφές τους...Ο φαρισαϊσμός, η πνευματική φτώχεια κι ο δεσποτισμός βασιλεύουν όχι μόνο μέσα στα σπίτια των εμπόρων και στα κρατητήρια· τα βλέπω αυτά και μέσα στην επιστήμη, στη λογοτεχνία, μέσα στη νεολαία...Γι' αυτόν το λόγο δεν τρέφω καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια ούτε στους χωροφύλακες, ούτε στους χασάπηδες, ούτε στους επιστήμονες, ούτε στους συγγραφείς, ούτε στη νεολαία. Τις φίρμες και τις ετικέτες τις θεωρώ προκαταλήψεις. Τα άγια των αγίων για μένα είναι το ανθρώπινο σώμα, η υγεία, ο νους, το ταλέντο, η έμπνευση, η αγάπη και η απόλυτη ελευθερία, ελευθερία από τη βία και το ψέμα, μ' όποια μορφή κι αν εκδηλώνονται αυτά τα δύο. Να το πρόγραμμα που θ' ακολουθούσα αν ήμουν μεγάλος καλλιτέχνης".
Στο γράμμα του ο Πλεσέγιεφ τού θέτει το ερώτημα:
" Αντόν Πάβλοβιτς, μήπως έχετε κι εσείς μέσα σας τον φόβο ότι μπορούν να σας πάρουν για φιλελεύθερο;"
Την έννοια " φιλελεύθερος " αυτή την εποχή μπορεί να την επεκτείνει κανείς ως τους δημοκράτες και τους επαναστάτες.
Απάντηση:
" Αυτό που μου λέτε με παρακινεί να σκύψω να δω τα σπλάχνα μου. Μου φαίνεται, περισσότερους λόγους θα έχει κανείς να με κατηγορήσει για κοιλιόδουλο, μεθύστακα, ανέμυαλο, άκαρδο κι ό,τι άλλο, όχι όμως να μου πει ότι προσπαθώ να φαίνομαι ή να μη φαίνομαι...Ποτέ μου δεν κρύφτηκα".
Αυτή η συζήτηση θα συνεχιστεί πότε από αφορμή ένα διήγημα, πότε για το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα. Σε άλλο γράμμα του, τον Απρίλη του 1889, γίνεται πάλι λόγος για το μυθιστόρημα ( λογαριάζει να το αφιερώσει στον Πλεσέγιεφ). Εκεί διατυπώνει τη σκέψη του για την ελευθερία ( από τον καταναγκασμό, από τις προκαταλήψεις, από τη βαρβαρότητα, από το διάβολο...) που έχουμε αναφέρει αρχή - αρχή. Αυτός πια θα είναι ο ηθικός κώδικας του Τσέχωφ, η ιδεολογία του και η κοσμοθεωρία του: περισσότερη ελευθερία, απόλυτη ελευθερία. Όλα όσα έγραψε έκτοτε κρατιούνται από αυτή τη φράση- για καμιά άλλη ανώτερη αρχή στον Τσέχωφ δεν μπορεί να γίνει λόγος. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα έχουν αποσαφηνιστεί - η συναίσθηση για όσα δεν ξέρει και δεν μπορεί να ξέρει είναι πολύ έντονη και πολλές φορές έρχεται σαν ένα συμπέρασμα μέσα από τις θλιβερές του ιστορίας. Πολλές φορές η θλίψη που αφήνει το διάβασμα του Τσέχωφ είναι ακριβώς θλίψη από την άγνοια μας, από τα άγνωστα και τα ανεξήγητα που μας περιβάλλουν και μας καταδυναστεύουν. Πολύ συχνά αυτό είναι το θέμα του. Ένα από τα μεγάλα του διηγήματα ( " Νυχτερινά Φώτα", 1888) έτσι θα τελειώσει δίνοντας άλλη μια αφορμή να τον πουν αθεράπευτο πεσιμιστή: " Τίποτα δεν μπορείς να καταλάβεις σ' αυτόν τον κόσμο!". Γυρίζοντας από τη Σαχαλίνη θα γράψει ένα από τα συνταραχτικότερα διηγήματά του, τον "Γκούσεφ". Είναι ένας Ρώσος φαντάρος, απλός εργατικός μουζίκος, χεροδύναμος μια φορά αλλά τώρα βαριά άρρωστος και πάει πίσω στην πατρίδα να πεθάνει, αφού υπηρέτησε κάμποσα χρόνια στην Άπω Ανατολή. Τον έχουν στο θάλαμο των ασθενών, μαζί με τον άλλο ήρωα του αφηγήματος, τον Πάβελ Ιβάνιτς, πλασμένον από την πιο αντιπαθητική στον Τσέχωφ ανθρώπινη πάστα. Αυτός τα ξέρει όλα. Βλέπει τους άλλους από ψηλά, ξέρει όλες τις κρυφές - και κατά κανόνα ταπεινές και πονηρές τους σκέψεις. Για όλα έχει κάτι να πει, όλο για τις σκοτεινές κι απαράδεκτες πλευρές τους και δε φοβάται να πει κατάμουτρα την αλήθεια. Όπως λέει ο ίδιος, τα πάντα τα βλέπει "συνειδητά", σαν ένα αητός ή γεράκι που πετάει πάνω από τη γη κι όλα τα καταλαβαίνει..." Είμαι η ενσαρκωμένη διαμαρτυρία. Βλέπω την αυθαιρεσία - διαμαρτύρομαι, βλέπω τον τελώνη και τον φαρισαίο - διαμαρτύρομαι, βλέπω τους χοίρους να θριαμβολογούν - διαμαρτύρομαι" κ.λ.π. Την άλλη μέρα θα πεθάνει. Τον τυλίγουν στο καραβόπανο και τον πετάνε στον ωκεανό. Θα πεθάνει κι ο καλόγνωμος Γκούσεφ - και θα τον πετάξουν κι αυτόν στη θάλασσα. Η περιγραφή αυτής της σκηνής είναι από τα δυνατότερα κομμάτια που διαβάζουμε στον Τσέχωφ - όπως και όλο το κλείσιμο του διηγήματος. Οι εικόνες περνάν γοργά κι ανάγλυφα, χαράζονται στη μνήμη σα δικές μας οπτικές και ψυχικές εμπειρίες. Κι αφού το πτώμα το πετάξουν στη θάλασσα, ο Τσέχωφ μάς βάζει στο χέρι από ένα μηχάνημα λήψης να παρακολουθήσουμε και τ' αποκεί και πέρα:
" Ο ναύτης της υπηρεσίας, ανασηκώνει την άκρη της σανίδας. Ο Γκούσεφ γλιστρά από τη σανίδα, πετά με το κεφάλι κάτω, ύστερα στον αέρα γυρίζει ανάποδα και - μπλουμ! Τον σκεπάζει ο αφρός, για κάποιες στιγμές φαίνεται σα να τον τύλιξε ένας σωρός δαντέλες, ακόμα μια στιγμή και χάνεται μες στα κύματα.
Πάει γοργά στα βάθη. Θα φτάσει άραγε; Μέχρι το βυθό, όπως λένε, είναι τέσσερα βέρστια. Αφού διανύσει οχτώ - δέκα οργιές, αρχίζει να πηγαίνει σιγανότερα και σιγανότερα, λικνίζεται αργά σα να το σκέφτεται, ώσπου τον παίρνει το ρεύμα και πάει πια στο πλάι μάλλον παρά στο βυθό.
Μα να, ένα κοπάδι ψάρια βγαίνουν μπροστά του, ένα σύννεφο ψάρια, απ' αυτά που τα λένε " λοστρόμους". Βλέπουν τον σκοτεινόν όγκο και σταματούν απορημένα, ξαφνικά δίνουν μια, γυρίζουν πίσω, χάνονται. Δεν έχουν περάσει τρία λεφτά και πάλι σα σαΐτες πετάν ίσα - πάνω στον Γκούσεφ - κάνουν διάφορα ζιγκ - ζαγκ, σπαθίζουν το νερό γύρω του...
Ύστερα φαίνεται ένας άλλος μαυρειδερός όγκος. Είναι ένα θεριόψαρο. Μεγαλόπρεπα κι ανόρεχτα, σα να μην πρόσεξε τον Γκούσεφ, περνάει από κάτω του - το κουφάρι αφήνεται στη ράχη του ψαριού. Ξαφνικά ο καρχαρίας γυρίζει με την κοιλιά απάνω, παίζει μες στο διάφανο θερμό νερό, ανοίγοντας οκνηρά τις μασέλες του όπου αστράφτουν δυό σειρές δόντια. Οι " λοστρόμοι" γιομάτοι περιέργεια περιμένουν ακούνητοι να δουν τι θα γίνει πιο πέρα. Αφού παίξει κάμποσο με το πτώμα ο καρχαρίας ανοίγει αργά τη μασέλα του, τραβά μαλακά μια με τα δόντια του και το καραβόπανο σκίζεται στα δυό πέρα - πέρα, από το κεφάλι ως τα πόδια. Ένα από τα σιδερένια βαρίδια τινάζεται από μέσα τρομάζοντας τους "λοστρόμους" κι αφού χτυπήσει στο πλευρό του καρχαρία πάει γοργά στον πάτο.
Κι απάνω αυτή τη στιγμή, εκεί που δύει ο ήλιος, μαζεύονται θυμωνιά τα σύννεφα - ένα τους μοιάζει με αψίδα θριάμβου, το άλλο λιοντάρι, το τρίτο ψαλίδι.
...Μέσα από τα σύννεφα προβάλει μια φαρδιά πράσινη αχτίδα κι υψώνεται ως απάνω στην κορφή τ' ουρανού, σε λίγο δίπλα της πλαγιάζει άλλη μαβιά, ύστερα χρυσή, ύστερα ρόδινη...Ο ουρανός παίρνει ένα απαλό μαβί χρώμα. Κάτω από τούτη την επιβλητική όψη τ' ουρανού ο ωκεανός για μια στιγμή σα να σκοτεινιάζει, μα αμέσως σχεδόν βλέπουμε να παίρνει απαλά, γελαστά χρώματα, κάτι χρώματα τρελά που στην ανθρώπινη γλώσσα είναι δύσκολο να τους βρεις ονόματα".
Συχνά ο Τσέχωφ μάς φέρνει σε τέτοιες συναντήσεις όπου η ανθρώπινη γλώσσα, ο νους, σταματά - και είναι ζήτημα αν σ' άλλο συγγραφέα νιώθουμε τόσο βαθιά την ανθρώπινη φρίκη κι απόγνωση όσο μέσα από τις σιωπηλές νύξεις του Τσέχωφ. Υπάρχουν πράγματα που ο άνθρωπος δεν τα ξέρει και δε θα τα μάθει, δε θα μπορέσει να τα πει ίσως ποτέ - αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα που οφείλει να τα ξέρει και οφείλει να τα πει - και σ' αυτό ο Τσέχωφ έρχεται όσο λίγοι, θερμά και διακριτικά, να ενθαρρύνει και να βοηθήσει. Και πρώτο και σπουδαιότερο το θέμα της ελευθερίας από τους άλλους ανθρώπους. Το σπούδασε επανειλημμένα. Είναι το θέμα του. Κι αν ως τώρα στα πολλά και διάφορα διηγήματα των πρώτων χρόνων μπορούμε εκ των υστέρων να διαπιστώνουμε έμμεσες μόνο σχέσεις με τη μεγάλη αυτή έγνοια του Τσέχωφ, τα όσα γράφει τώρα και θα γράψει αργότερα, η πρόζα και το θέατρό του, είναι, δίχως εξαίρεση, συνεχιζόμενες σπουδές στο μέγα πρόβλημα της ηθικής ακεραιότητας του ανθρώπου, της λύτρωσής του από τα λογής δεσμά που ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του ή αφήνει τους άλλους να του τα επιβάλουν. Αυτό που με ιδιαίτερη επιμονή θα επιδιώξει ο Τσέχωφ είναι η λύτρωση από τη Ρουτίνα.
Μπορεί να πει κανείς ότι μ' αυτό το κεντρικό συμπέρασμα βγαίνει από τον πυρετό των αναζητήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Και με τις πολύ σοβαρές του καταχτήσεις στο θέμα της μορφής, στη γλώσσα και στα είδη με τα οποία θα έμπαινε στη μεγάλη λογοτεχνία της πατρίδας του - τη κλασική τσεχωφική νουβέλα και την πρωτότυπη δημιουργία του στο θέατρο..."
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχωφ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981
Η ηθική προβληματολογία του Τολστόη είναι κρίσιμη σ' αυτή την ιστορία - τουλάχιστον στις αφετηρίες της. Φωτίζονται οι ψυχικές σχέσεις ενός ζευγαριού διανοούμενων ενώ συνειδητοποιούν το ψέμα που έχει εισχωρήσει στη ζωή τους και τη δηλητηριάζει - πώς κάτω από την επίδραση αυτής της αποκάλυψης, που κάνει πρώτη η γυναίκα, τα πρόσωπα φωτίζονται αλλιώς, βαθμολογούνται αλλιώς, και οι καινούριες εμπειρίες φέρνουν σε μια τραγική κατάληξη - το θάνατο του νεογέννητου παιδιού τους. Όταν έστειλε το διήγημα στον Πλεσέγιεφ, στο περιοδικό " Αγγελιαφόρος του Βορρά", του έλεγε σε γράμμα του:
" Φοβάμαι όποιον ψάχνει ανάμεσα στις αράδες να βρει κάποια κατεύθυνση και με θέλει σώνει και καλά φιλελεύθερο ή συντηρητικό. Εγώ όμως δεν είμαι ούτε φιλελεύθερος, ούτε συντηρητικός, ούτε προοδευτικός, ούτε καλόγερος, ούτε αδιάφορος. Ένα μόνο θα ήθελα - να είμαι ελεύθερος καλλιτέχνης και λυπάμαι που ο θεός δεν μου έδωσε τη δύναμη να γίνω. Μισώ το ψέμα και τη βία σ' όλες τις μορφές τους...Ο φαρισαϊσμός, η πνευματική φτώχεια κι ο δεσποτισμός βασιλεύουν όχι μόνο μέσα στα σπίτια των εμπόρων και στα κρατητήρια· τα βλέπω αυτά και μέσα στην επιστήμη, στη λογοτεχνία, μέσα στη νεολαία...Γι' αυτόν το λόγο δεν τρέφω καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια ούτε στους χωροφύλακες, ούτε στους χασάπηδες, ούτε στους επιστήμονες, ούτε στους συγγραφείς, ούτε στη νεολαία. Τις φίρμες και τις ετικέτες τις θεωρώ προκαταλήψεις. Τα άγια των αγίων για μένα είναι το ανθρώπινο σώμα, η υγεία, ο νους, το ταλέντο, η έμπνευση, η αγάπη και η απόλυτη ελευθερία, ελευθερία από τη βία και το ψέμα, μ' όποια μορφή κι αν εκδηλώνονται αυτά τα δύο. Να το πρόγραμμα που θ' ακολουθούσα αν ήμουν μεγάλος καλλιτέχνης".
Στο γράμμα του ο Πλεσέγιεφ τού θέτει το ερώτημα:
" Αντόν Πάβλοβιτς, μήπως έχετε κι εσείς μέσα σας τον φόβο ότι μπορούν να σας πάρουν για φιλελεύθερο;"
Την έννοια " φιλελεύθερος " αυτή την εποχή μπορεί να την επεκτείνει κανείς ως τους δημοκράτες και τους επαναστάτες.
Απάντηση:
" Αυτό που μου λέτε με παρακινεί να σκύψω να δω τα σπλάχνα μου. Μου φαίνεται, περισσότερους λόγους θα έχει κανείς να με κατηγορήσει για κοιλιόδουλο, μεθύστακα, ανέμυαλο, άκαρδο κι ό,τι άλλο, όχι όμως να μου πει ότι προσπαθώ να φαίνομαι ή να μη φαίνομαι...Ποτέ μου δεν κρύφτηκα".
Αυτή η συζήτηση θα συνεχιστεί πότε από αφορμή ένα διήγημα, πότε για το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα. Σε άλλο γράμμα του, τον Απρίλη του 1889, γίνεται πάλι λόγος για το μυθιστόρημα ( λογαριάζει να το αφιερώσει στον Πλεσέγιεφ). Εκεί διατυπώνει τη σκέψη του για την ελευθερία ( από τον καταναγκασμό, από τις προκαταλήψεις, από τη βαρβαρότητα, από το διάβολο...) που έχουμε αναφέρει αρχή - αρχή. Αυτός πια θα είναι ο ηθικός κώδικας του Τσέχωφ, η ιδεολογία του και η κοσμοθεωρία του: περισσότερη ελευθερία, απόλυτη ελευθερία. Όλα όσα έγραψε έκτοτε κρατιούνται από αυτή τη φράση- για καμιά άλλη ανώτερη αρχή στον Τσέχωφ δεν μπορεί να γίνει λόγος. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα έχουν αποσαφηνιστεί - η συναίσθηση για όσα δεν ξέρει και δεν μπορεί να ξέρει είναι πολύ έντονη και πολλές φορές έρχεται σαν ένα συμπέρασμα μέσα από τις θλιβερές του ιστορίας. Πολλές φορές η θλίψη που αφήνει το διάβασμα του Τσέχωφ είναι ακριβώς θλίψη από την άγνοια μας, από τα άγνωστα και τα ανεξήγητα που μας περιβάλλουν και μας καταδυναστεύουν. Πολύ συχνά αυτό είναι το θέμα του. Ένα από τα μεγάλα του διηγήματα ( " Νυχτερινά Φώτα", 1888) έτσι θα τελειώσει δίνοντας άλλη μια αφορμή να τον πουν αθεράπευτο πεσιμιστή: " Τίποτα δεν μπορείς να καταλάβεις σ' αυτόν τον κόσμο!". Γυρίζοντας από τη Σαχαλίνη θα γράψει ένα από τα συνταραχτικότερα διηγήματά του, τον "Γκούσεφ". Είναι ένας Ρώσος φαντάρος, απλός εργατικός μουζίκος, χεροδύναμος μια φορά αλλά τώρα βαριά άρρωστος και πάει πίσω στην πατρίδα να πεθάνει, αφού υπηρέτησε κάμποσα χρόνια στην Άπω Ανατολή. Τον έχουν στο θάλαμο των ασθενών, μαζί με τον άλλο ήρωα του αφηγήματος, τον Πάβελ Ιβάνιτς, πλασμένον από την πιο αντιπαθητική στον Τσέχωφ ανθρώπινη πάστα. Αυτός τα ξέρει όλα. Βλέπει τους άλλους από ψηλά, ξέρει όλες τις κρυφές - και κατά κανόνα ταπεινές και πονηρές τους σκέψεις. Για όλα έχει κάτι να πει, όλο για τις σκοτεινές κι απαράδεκτες πλευρές τους και δε φοβάται να πει κατάμουτρα την αλήθεια. Όπως λέει ο ίδιος, τα πάντα τα βλέπει "συνειδητά", σαν ένα αητός ή γεράκι που πετάει πάνω από τη γη κι όλα τα καταλαβαίνει..." Είμαι η ενσαρκωμένη διαμαρτυρία. Βλέπω την αυθαιρεσία - διαμαρτύρομαι, βλέπω τον τελώνη και τον φαρισαίο - διαμαρτύρομαι, βλέπω τους χοίρους να θριαμβολογούν - διαμαρτύρομαι" κ.λ.π. Την άλλη μέρα θα πεθάνει. Τον τυλίγουν στο καραβόπανο και τον πετάνε στον ωκεανό. Θα πεθάνει κι ο καλόγνωμος Γκούσεφ - και θα τον πετάξουν κι αυτόν στη θάλασσα. Η περιγραφή αυτής της σκηνής είναι από τα δυνατότερα κομμάτια που διαβάζουμε στον Τσέχωφ - όπως και όλο το κλείσιμο του διηγήματος. Οι εικόνες περνάν γοργά κι ανάγλυφα, χαράζονται στη μνήμη σα δικές μας οπτικές και ψυχικές εμπειρίες. Κι αφού το πτώμα το πετάξουν στη θάλασσα, ο Τσέχωφ μάς βάζει στο χέρι από ένα μηχάνημα λήψης να παρακολουθήσουμε και τ' αποκεί και πέρα:
" Ο ναύτης της υπηρεσίας, ανασηκώνει την άκρη της σανίδας. Ο Γκούσεφ γλιστρά από τη σανίδα, πετά με το κεφάλι κάτω, ύστερα στον αέρα γυρίζει ανάποδα και - μπλουμ! Τον σκεπάζει ο αφρός, για κάποιες στιγμές φαίνεται σα να τον τύλιξε ένας σωρός δαντέλες, ακόμα μια στιγμή και χάνεται μες στα κύματα.
Πάει γοργά στα βάθη. Θα φτάσει άραγε; Μέχρι το βυθό, όπως λένε, είναι τέσσερα βέρστια. Αφού διανύσει οχτώ - δέκα οργιές, αρχίζει να πηγαίνει σιγανότερα και σιγανότερα, λικνίζεται αργά σα να το σκέφτεται, ώσπου τον παίρνει το ρεύμα και πάει πια στο πλάι μάλλον παρά στο βυθό.
Μα να, ένα κοπάδι ψάρια βγαίνουν μπροστά του, ένα σύννεφο ψάρια, απ' αυτά που τα λένε " λοστρόμους". Βλέπουν τον σκοτεινόν όγκο και σταματούν απορημένα, ξαφνικά δίνουν μια, γυρίζουν πίσω, χάνονται. Δεν έχουν περάσει τρία λεφτά και πάλι σα σαΐτες πετάν ίσα - πάνω στον Γκούσεφ - κάνουν διάφορα ζιγκ - ζαγκ, σπαθίζουν το νερό γύρω του...
Ύστερα φαίνεται ένας άλλος μαυρειδερός όγκος. Είναι ένα θεριόψαρο. Μεγαλόπρεπα κι ανόρεχτα, σα να μην πρόσεξε τον Γκούσεφ, περνάει από κάτω του - το κουφάρι αφήνεται στη ράχη του ψαριού. Ξαφνικά ο καρχαρίας γυρίζει με την κοιλιά απάνω, παίζει μες στο διάφανο θερμό νερό, ανοίγοντας οκνηρά τις μασέλες του όπου αστράφτουν δυό σειρές δόντια. Οι " λοστρόμοι" γιομάτοι περιέργεια περιμένουν ακούνητοι να δουν τι θα γίνει πιο πέρα. Αφού παίξει κάμποσο με το πτώμα ο καρχαρίας ανοίγει αργά τη μασέλα του, τραβά μαλακά μια με τα δόντια του και το καραβόπανο σκίζεται στα δυό πέρα - πέρα, από το κεφάλι ως τα πόδια. Ένα από τα σιδερένια βαρίδια τινάζεται από μέσα τρομάζοντας τους "λοστρόμους" κι αφού χτυπήσει στο πλευρό του καρχαρία πάει γοργά στον πάτο.
Κι απάνω αυτή τη στιγμή, εκεί που δύει ο ήλιος, μαζεύονται θυμωνιά τα σύννεφα - ένα τους μοιάζει με αψίδα θριάμβου, το άλλο λιοντάρι, το τρίτο ψαλίδι.
...Μέσα από τα σύννεφα προβάλει μια φαρδιά πράσινη αχτίδα κι υψώνεται ως απάνω στην κορφή τ' ουρανού, σε λίγο δίπλα της πλαγιάζει άλλη μαβιά, ύστερα χρυσή, ύστερα ρόδινη...Ο ουρανός παίρνει ένα απαλό μαβί χρώμα. Κάτω από τούτη την επιβλητική όψη τ' ουρανού ο ωκεανός για μια στιγμή σα να σκοτεινιάζει, μα αμέσως σχεδόν βλέπουμε να παίρνει απαλά, γελαστά χρώματα, κάτι χρώματα τρελά που στην ανθρώπινη γλώσσα είναι δύσκολο να τους βρεις ονόματα".
Συχνά ο Τσέχωφ μάς φέρνει σε τέτοιες συναντήσεις όπου η ανθρώπινη γλώσσα, ο νους, σταματά - και είναι ζήτημα αν σ' άλλο συγγραφέα νιώθουμε τόσο βαθιά την ανθρώπινη φρίκη κι απόγνωση όσο μέσα από τις σιωπηλές νύξεις του Τσέχωφ. Υπάρχουν πράγματα που ο άνθρωπος δεν τα ξέρει και δε θα τα μάθει, δε θα μπορέσει να τα πει ίσως ποτέ - αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα που οφείλει να τα ξέρει και οφείλει να τα πει - και σ' αυτό ο Τσέχωφ έρχεται όσο λίγοι, θερμά και διακριτικά, να ενθαρρύνει και να βοηθήσει. Και πρώτο και σπουδαιότερο το θέμα της ελευθερίας από τους άλλους ανθρώπους. Το σπούδασε επανειλημμένα. Είναι το θέμα του. Κι αν ως τώρα στα πολλά και διάφορα διηγήματα των πρώτων χρόνων μπορούμε εκ των υστέρων να διαπιστώνουμε έμμεσες μόνο σχέσεις με τη μεγάλη αυτή έγνοια του Τσέχωφ, τα όσα γράφει τώρα και θα γράψει αργότερα, η πρόζα και το θέατρό του, είναι, δίχως εξαίρεση, συνεχιζόμενες σπουδές στο μέγα πρόβλημα της ηθικής ακεραιότητας του ανθρώπου, της λύτρωσής του από τα λογής δεσμά που ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του ή αφήνει τους άλλους να του τα επιβάλουν. Αυτό που με ιδιαίτερη επιμονή θα επιδιώξει ο Τσέχωφ είναι η λύτρωση από τη Ρουτίνα.
Μπορεί να πει κανείς ότι μ' αυτό το κεντρικό συμπέρασμα βγαίνει από τον πυρετό των αναζητήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Και με τις πολύ σοβαρές του καταχτήσεις στο θέμα της μορφής, στη γλώσσα και στα είδη με τα οποία θα έμπαινε στη μεγάλη λογοτεχνία της πατρίδας του - τη κλασική τσεχωφική νουβέλα και την πρωτότυπη δημιουργία του στο θέατρο..."
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Περισσότερη ελευθερία. Ο Τσέχωφ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου