Υπήρχε κάποτε μια πόλη στην καρδιά της Αμερικής όπου κάθε είδος ζωής έμοιαζε να συνυπάρχει αρμονικά με το περιβάλλον. Η πόλη βρισκόταν ανάμεσα σε εύφορα τετραγωνισμένα αγροκτήματα απ' τη μια μεριά και σε χωράφια με σπαρτά και λόφους γεμάτους οπωροφόρα δέντρα απ' την άλλη. Την άνοιξη, ο αέρας έφερνε πάνω απ' τα πράσινα χωράφια άσπρα σύννεφα από τα λουλούδια των δέντρων αυτών. Το φθινόπωρο, οι βαλανιδιές, οι σημύδες κι οι νεροπλάτανοι έπαιρναν τέτοια χρώματα, που έμοιαζαν σαν φωτιές που λαμπύριζαν μέσα στο πράσινο φόντο των πεύκων. Οι αλεπούδες τότε, ούρλιαζαν πάνω στους λόφους και τα ελάφια περνούσαν ήσυχα μέσα απ' τα χωράφια μισοκρυμμένα απ' την πρωινή φθινοπωρινή ομίχλη.
Στο μήκος των δρόμων φύτρωναν δάφνες, πικροδάφνες και σημύδες, φτέρες κι αγριολούλουδα που υπήρχαν σχεδόν όλο το χρόνο κι ήταν χάρμα οφθαλμών για τους ταξιδιώτες. Ακόμα και το χειμώνα οι άκρες των δρόμων ήταν τόποι ομορφιάς, γιατί έρχονταν αμέτρητα πουλιά να φάνε τους καρπούς και τις κορφές απ' τα ξερά χόρτα που ξεπρόβαλλαν μέσα απ' το χιόνι. Η εξοχή αυτή φημιζόταν στ' αλήθεια για την αφθονία και την ποικιλία των πουλιών της, κι όταν την άνοιξη και το φθινόπωρο περνούσαν τα κύματα των μεταναστευτικών πουλιών, οι άνθρωποι έρχονταν από πολύ μακριά για να τα δουν. Άλλοι έρχονταν για να ψαρέψουν στα ποτάμια που κατέβαιναν απ' τους λόφους και που τα νερά τους ήταν δροσερά και κρυστάλλινα και σχημάτιζαν μικρές σκιερές λίμνες γεμάτες από πέστροφες. Έτσι είχαν τα πράγματα, απ' την εποχή που, πριν πολλά χρόνια, ήρθαν οι πρώτοι άποικοι, έφτιαξαν τα σπίτια τους, έσκαψαν τα πηγάδια τους, κι έχτισαν τους αχυρώνες τους.
Ύστερα κάποια παράξενη αρρώστια έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή κι όλα άρχισαν ν' αλλάζουν. Κάποια κατάρα έπεσε πάνω στην πόλη: περίεργες επιδημίες σάρωναν τα κοπάδια απ' τα κοτόπουλα· τα μοσχάρια και τα πρόβατα αρρώσταιναν και πέθαιναν. Παντού υπήρχε η σκιά του θανάτου. Οι αγρότες μιλούσαν για αρρώστιες που χτυπούσαν τις οικογένειές τους. Στην πόλη οι γιατροί δεν ήξεραν τι να κάνουν μ' αυτές τις καινούργιες αρρώστιες που εμφανίζονταν στους ασθενείς τους. Είχαν κι αρκετούς ξαφνικούς κι ανεξήγητους θανάτους όχι μόνο ενηλίκων αλλά και παιδιών· εκεί που έπαιζαν, τα' βρισκε η αρρώστια και πέθαιναν μέσα σε λίγες ώρες.
Υπήρχε μια ασυνήθιστη ησυχία. Τα πουλιά, για παράδειγμα - τι είχαν γίνει; Πολλοί άνθρωποι μιλούσαν γι αυτά, ανήσυχοι και απορημένοι. Τα κοτέτσια στις αυλές ήταν έρημα. Τα λίγα πουλιά που έβλεπε κανείς εδώ κι εκεί ήταν ετοιμοθάνατα· έτρεμαν πολύ και δεν μπορούσαν να πετάξουν. Ήταν μια άνοιξη χωρίς φωνές. Τα πρωινά κάποτε πάλλονταν από τους ήχους της συναυλίας των κοκκινολαίμηδων, των περιστεριών, της κίσσας, του τροχίλου κι από δεκάδες άλλες φωνές την αυγή· τώρα δεν ακουγόταν τίποτα και μονάχα η σιωπή βασίλευε πάνω απ' τα χωράφια και μέσα στα δάση και στα έλη.
Στ' αγροκτήματα οι κότες κλωσσούσαν, αλλά δεν έβγαιναν κοτοπουλάκια απ' τ' αυγά. Οι αγρότες παραπονιούνταν ότι δεν μπορούσαν να θρέψουν καθόλου γουρούνια - τα νεογέννητα ήταν πολύ μικρά και ζούσαν μόνο λίγες μέρες. Οι μηλιές άρχισαν ν' ανθίζουν αλλά δεν ακουγόταν κανένα βουητό από μέλισσες, κι έτσι δεν θα γινόταν η γονιμοποίηση και δεν θα' καναν καρπούς.
Στην άκρη των δρόμων που ήταν κάποτε τόσο όμορφες υπήρχε μονάχα ξερή και μαραμένη βλάστηση, σα να' χε περάσει κάποια φωτιά. Κι αυτά τα δέντρα ήταν σιωπηλά, εγκαταλειμμένα από κάθε ζωή. Ακόμα και τα ποτάμια ήταν νεκρά. Οι ψαράδες δεν τα επισκέπτονταν πια γιατί όλα τα ψάρια είχαν πεθάνει.
Στα πεζοδρόμια, κάτω απ' τα υπόστεγα κι ανάμεσα απ' τα κεραμίδια στις στέγες, υπήρχαν ακόμα τα ίχνη μιας άσπρης κοκκώδους σκόνης· πριν από μερικές βδομάδες είχε πέσει σαν το χιόνι πάνω στις στέγες και στις πρασινάδες, πάνω στους αγρούς και στα ποτάμια.
Καμιά κατάρα, καμιά εχθρική ενέργεια δεν είχε σταματήσει την ανανέωση της ζωής σ' αυτόν τον δυστυχισμένο κόσμο. Οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι.
Η πόλη αυτή δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά υπάρχουν χιλιάδες παρόμοιες πόλεις στην Αμερική ή αλλού στον κόσμο. Δεν ξέρω καμιά πόλη που να έχει πάθει όλες αυτές τις δυστυχίες που περιγράφω. Κι όμως, η καθεμιά απ' τις καταστροφές αυτές έχει συμβεί στην πραγματικότητα κάπου, και πολλές αληθινές κοινότητες έχουν υποφέρει από ένα σημαντικό αριθμό τέτοιων καταστάσεων. Μια φρικτή απειλή πλανιέται πάνω απ' τα κεφάλια μας που δεν καταλάβαμε πώς ήρθε, κι αυτή η φανταστική τραγωδία μπορεί εύκολα να γίνει μια πραγματικότητα που όλοι θα γνωρίσουμε...
Ράκελ Κάρσον, Σιωπηλή Άνοιξη, μετρφ. Λ. Κανδηλίδη, Κάκτος 1981
Στο μήκος των δρόμων φύτρωναν δάφνες, πικροδάφνες και σημύδες, φτέρες κι αγριολούλουδα που υπήρχαν σχεδόν όλο το χρόνο κι ήταν χάρμα οφθαλμών για τους ταξιδιώτες. Ακόμα και το χειμώνα οι άκρες των δρόμων ήταν τόποι ομορφιάς, γιατί έρχονταν αμέτρητα πουλιά να φάνε τους καρπούς και τις κορφές απ' τα ξερά χόρτα που ξεπρόβαλλαν μέσα απ' το χιόνι. Η εξοχή αυτή φημιζόταν στ' αλήθεια για την αφθονία και την ποικιλία των πουλιών της, κι όταν την άνοιξη και το φθινόπωρο περνούσαν τα κύματα των μεταναστευτικών πουλιών, οι άνθρωποι έρχονταν από πολύ μακριά για να τα δουν. Άλλοι έρχονταν για να ψαρέψουν στα ποτάμια που κατέβαιναν απ' τους λόφους και που τα νερά τους ήταν δροσερά και κρυστάλλινα και σχημάτιζαν μικρές σκιερές λίμνες γεμάτες από πέστροφες. Έτσι είχαν τα πράγματα, απ' την εποχή που, πριν πολλά χρόνια, ήρθαν οι πρώτοι άποικοι, έφτιαξαν τα σπίτια τους, έσκαψαν τα πηγάδια τους, κι έχτισαν τους αχυρώνες τους.
Ύστερα κάποια παράξενη αρρώστια έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή κι όλα άρχισαν ν' αλλάζουν. Κάποια κατάρα έπεσε πάνω στην πόλη: περίεργες επιδημίες σάρωναν τα κοπάδια απ' τα κοτόπουλα· τα μοσχάρια και τα πρόβατα αρρώσταιναν και πέθαιναν. Παντού υπήρχε η σκιά του θανάτου. Οι αγρότες μιλούσαν για αρρώστιες που χτυπούσαν τις οικογένειές τους. Στην πόλη οι γιατροί δεν ήξεραν τι να κάνουν μ' αυτές τις καινούργιες αρρώστιες που εμφανίζονταν στους ασθενείς τους. Είχαν κι αρκετούς ξαφνικούς κι ανεξήγητους θανάτους όχι μόνο ενηλίκων αλλά και παιδιών· εκεί που έπαιζαν, τα' βρισκε η αρρώστια και πέθαιναν μέσα σε λίγες ώρες.
Υπήρχε μια ασυνήθιστη ησυχία. Τα πουλιά, για παράδειγμα - τι είχαν γίνει; Πολλοί άνθρωποι μιλούσαν γι αυτά, ανήσυχοι και απορημένοι. Τα κοτέτσια στις αυλές ήταν έρημα. Τα λίγα πουλιά που έβλεπε κανείς εδώ κι εκεί ήταν ετοιμοθάνατα· έτρεμαν πολύ και δεν μπορούσαν να πετάξουν. Ήταν μια άνοιξη χωρίς φωνές. Τα πρωινά κάποτε πάλλονταν από τους ήχους της συναυλίας των κοκκινολαίμηδων, των περιστεριών, της κίσσας, του τροχίλου κι από δεκάδες άλλες φωνές την αυγή· τώρα δεν ακουγόταν τίποτα και μονάχα η σιωπή βασίλευε πάνω απ' τα χωράφια και μέσα στα δάση και στα έλη.
Στ' αγροκτήματα οι κότες κλωσσούσαν, αλλά δεν έβγαιναν κοτοπουλάκια απ' τ' αυγά. Οι αγρότες παραπονιούνταν ότι δεν μπορούσαν να θρέψουν καθόλου γουρούνια - τα νεογέννητα ήταν πολύ μικρά και ζούσαν μόνο λίγες μέρες. Οι μηλιές άρχισαν ν' ανθίζουν αλλά δεν ακουγόταν κανένα βουητό από μέλισσες, κι έτσι δεν θα γινόταν η γονιμοποίηση και δεν θα' καναν καρπούς.
Στην άκρη των δρόμων που ήταν κάποτε τόσο όμορφες υπήρχε μονάχα ξερή και μαραμένη βλάστηση, σα να' χε περάσει κάποια φωτιά. Κι αυτά τα δέντρα ήταν σιωπηλά, εγκαταλειμμένα από κάθε ζωή. Ακόμα και τα ποτάμια ήταν νεκρά. Οι ψαράδες δεν τα επισκέπτονταν πια γιατί όλα τα ψάρια είχαν πεθάνει.
Στα πεζοδρόμια, κάτω απ' τα υπόστεγα κι ανάμεσα απ' τα κεραμίδια στις στέγες, υπήρχαν ακόμα τα ίχνη μιας άσπρης κοκκώδους σκόνης· πριν από μερικές βδομάδες είχε πέσει σαν το χιόνι πάνω στις στέγες και στις πρασινάδες, πάνω στους αγρούς και στα ποτάμια.
Καμιά κατάρα, καμιά εχθρική ενέργεια δεν είχε σταματήσει την ανανέωση της ζωής σ' αυτόν τον δυστυχισμένο κόσμο. Οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι.
Η πόλη αυτή δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά υπάρχουν χιλιάδες παρόμοιες πόλεις στην Αμερική ή αλλού στον κόσμο. Δεν ξέρω καμιά πόλη που να έχει πάθει όλες αυτές τις δυστυχίες που περιγράφω. Κι όμως, η καθεμιά απ' τις καταστροφές αυτές έχει συμβεί στην πραγματικότητα κάπου, και πολλές αληθινές κοινότητες έχουν υποφέρει από ένα σημαντικό αριθμό τέτοιων καταστάσεων. Μια φρικτή απειλή πλανιέται πάνω απ' τα κεφάλια μας που δεν καταλάβαμε πώς ήρθε, κι αυτή η φανταστική τραγωδία μπορεί εύκολα να γίνει μια πραγματικότητα που όλοι θα γνωρίσουμε...
Ράκελ Κάρσον, Σιωπηλή Άνοιξη, μετρφ. Λ. Κανδηλίδη, Κάκτος 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου