Σκυφτοί περάσανε…
Σκυφτοί περάσανε και φύγανε, δειλοί, μ’ έναν ίσκιο στα μάτια
Ούτε ένα μαντίλι ανεμίσανε —ξέραμε το χαιρετισμό τους—
Η σκόνη μπήκε στα σπίτια μας από τα πέταλα των αλόγων
Φτάνουνε τόσο μικρές οι εποχές που δεν έχουν τον καιρό να φωτίσουν τη σιωπή μας.
Είναι που όλοι οι χειμώνες περάσανε και διαβαστήκαν όλα τα βιβλία
Σαν τις διαβατικές γυναίκες που παραλλάζουνε τ’ όνομα.
Εμείς πιστεύουμε εκεί που ένας άλλος θα τ’ απόδιωχνε σαν ένα όνειρο κακό
Σα μια νεροποντή που τον βρήκε στη μέση του κάμπου
Σα μια φρικτή περιπέτεια που ξεβιδώνει το λογικό του
Η μνήμη τους είναι το πόδι που νοσταλγεί ο ανάπηρος
Είναι η σπασμένη θερμάστρα στο γεναριάτικο δωμάτιο
Είναι τα φύλλα που στοιβάζονται και ξεθωριάζουν στο συρτάρι.
Ακούοντας τα παιδιά να τραγουδούν στο δρόμο ξένοιαστα
Σκεφτόμουν αν αυτό στ’ αλήθεια είναι η προϋπόθεση της γαλήνης
Μιας κάποιας ανάπαυλας με μόνη την ευθύνη της αδιαφορίας
Ή μήπως όταν οι στρατιώτες επιστρέφουνε με τελευταίαν ελπίδα
Ένα λευκό σεντόνι χωρίς αίμα, όταν ο ταξιδιώτης
Ακούει τα μακρυσμένα βήματα του γέρικου πιστού του σκύλου.
Όμως μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής
Δεν προφταίνουμε ν’ αγαπήσουμε έναν άνθρωπο κι ύστερα τον χάνουμε
Πεθαίνει μια μέρα και μαθαίνεις το θάνατό του απ’ τις εφημερίδες
Φεύγει —«τέλειωσαν όλα»— κι εσύ δεν έχεις ακόμα γνωρίσει την αρχή
Ψάχνεις μια θύμηση μαζί του (…το τελευταίο βράδυ που βρεθήκαμε στο καφενείο Φ…)
Δεν ξέρεις ποια ζωή σ’ αξίζει και ταξιδεύεις άσκοπα.
Α! πώς ψεύτισαν όλα! Αφήσανε στους δρόμους τα χαλάσματα δεν τα προσέχει πια κανείς
Σέρνονται τα παιδιά ξυπόλυτα ούτε που τα γνωρίζουν οι μανάδες
Στους τάφους τα λουλούδια μαραθήκανε και τα σαπίζει η βροχή
Τα σπίτια χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Δείχνουνε τις πληγές στα στήθια τους και ζητιανεύουν τα κορίτσια
Τα κάρα βούλιαξαν στη λάσπη και πεθάναν οι αμαξάδες
Κι οι μαστροποί ποιητές βουβοί τρέμαν τις νύχτες στα κατώφλια.
Μια μέρα φτάνουν όλα χωρίς την αρμονία της διαλογής
Αξίζει τέλος να σταθείς τύψη με τύψη
—Και, Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στο ανέκφραστο
Κι είχα μέσα μου ακόμα τόσες εικόνες που ζητούσα
Φυλαχτά τόσων πολύτιμων κρυφών αναδρομών—
Δεν το ’ξερα πως ήμουν πλασμένος νά ’ρθω μια μέρα
Πίσω στα σκονισμένα μονοπάτια να κοιτάξω κατάματα
Τη φλεγόμενη πόλη τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Να κλάψω κι εγώ για τους ανθρώπους που δε γνώρισα
Για τις πικρές γυναίκες που δε φίλησα ποτέ μου
Για τα σπασμένα χέρια των παιδιών που με κλοτσούσαν
Να κάτσω στην πιο μαύρη πέτρα και να σκεπάσω
Το μαραμένο μου πρόσωπο με λιπόσαρκα χέρια
Να μάθω ξένα ονόματα και ξένες προσευχές
Να κρατήσω σφιχτά στα χέρια μου λίγο χώμα θυσίας.
(Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύμηση επάνω;
Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θάλασσα της λησμονιάς;)
Άκουγα πάλι τη φωνή σου όταν γυρνούσα χτες από το πληκτικό νοσοκομείο
Ανάμεσα στα βρόμικα πανιά και στα νερά τα μουχλιασμένα
Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύουν την πτώση σου
Τα ξίφη διασταυρώνονται σε ματωμένες αστραπές
Ο θάνατος είναι κι αυτός μια περασμένη αφήγηση
Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.
«Με μια κατάμαυρη σκιά…». Κι εγώ σκεφτόμουν
Πεδιάδες με μαύρα άλογα και πλοία λευκά στη θάλασσα
Κι εγώ σκεφτόμουν μια φευγαλέα μορφή που μου ’χε γνέψει
Δεν ξέρω αν σ’ ένα χαμένο μου όνειρο ή στα παιδικά μου χρόνια.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου