Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης, Ενθύμημα


Μέσ' από έρημους δρόμους βρέθηκα κάποτε στην γκρίζα συνοικία των χαμένων καιρών, στάθηκα σ' ένα καφενείο, ήπια κονιάκ, απ' τη μεριά του ήλιου κάθονταν δυό γέροι, δε με θυμήθηκαν, τα χείλη τους τρεμόπαιζαν σα να μουρμούριζαν κάποιο μυστικό που μόλις είχαν μάθει και που θα το ξεχνούσαν σε λίγο για πάντα κι αυτό
εδώ γεννήθηκα, ανάμεσα σε πολύτεκνες οικογένειες που κοιμόντουσαν όλοι στο πάτωμα, τα χέρια των αγοριών ψαχούλευαν τα κορίτσια σα να ξεφύλλιζαν το πρώτο τους αναγνωστικό - συνοικία των μικρών διαβόλων που πέθαιναν αναμάρτητοι στα 5 ή στα 17 τους χρόνια
σκοτεινά μικρομάγαζα όπου γυναίκες αγόραζαν φουρκέτες, οι άντρες καπνό και τα παιδιά όνειρο σε χρωματιστά χαρτάκια
στο δρόμο προς το σταθμό ύποπτα ξενοδοχεία, όπου οι καμαριέρες άκουγαν τόσους ερωτικούς στεναγμούς που ξεχνούσαν να γεράσουν
τ' αγόρια τραγουδούσαν  στις γωνιές - λαρυγγισμοί παιδιών που δεν θα υπήρχαν του χρόνου
οι γυναίκες τ' απογέματα έβγαιναν στις ξώπορτες κι άκουγαν τη ρομβία ή μιλούσαν για κάποιο ταξίδι  τους, νιόνυφες, στην Τήνο 
θυμάμαι τα βράδια που γυρίζοντας από μια σταυροφορία στο άγνωστο προφταίναμε πάντα το τέλος του δείπνου: φακές ή τηγανητά αυγά - σα δυό μικρά ηλιοτρόπια
κι ύστερα ο θόρυβος απ' το πλύσιμο των πιάτων έφτανε σβησμένος μες στον ύπνο μας σαν ένα σύντομο χαίρε της ατέλειωτης μέρας
θυμάμαι τα χειμωνιάτικα απογέματα μ' ένα χιόνι από παλιά παραμύθια
θυμάμαι τ' ανοιξιάτικα πρωινά που οι ραπτομηχανές κελάρυζαν σα ρυάκια
κι αργότερα, έφηβος, χορεύαμε στις αυλές, φωνογράφος με χερούλι, γρατζουνισμένα ταγκό, κι όπως σφίγγαμε πάνω μας τα κορίτσια, εκείνα κοίταζαν σα μαρμαρωμένα το κενό ή μας έσπρωχναν κι έφευγαν πανικόβλητα -
αμέτρητες σελίδες που δε γράφτηκαν ποτέ - ποιος ποιητής θα σε τραγουδήσει, φτωχή λυπημένη συνοικία, ή ποιος θα μιλήσει για κείνα τ' άλλα που συμβαίνουν λίγο πιο εκεί απ' την πραγματική ζωή
ω, αν μπορούσα να ξαναρχίσω απ' την οδό Κεραμέων, τότε που περιδιάβαζα κάτω απ' τις πιπεριές μ' έναν Σοπενάουερ στην τσέπη
σ' εκείνον το ρομαντικό ρόλο που "έπαιζα" τότε, ανακαλύπτω τώρα ότι υπήρξε ο πιο αληθινός εαυτός μου
απ' το λόφο φυσούσε έν' απαλό αεράκι που σου' φερνε δάκρυα κι ουρανός την άνοιξη ήταν τόσο γαλάζιος, που ήθελες να πεθάνεις
γιατί ο θάνατος είναι πάντα συνέχεια ενός μεγάλου ονείρου -
συνοικία με τις παιδικές ψείρες που δεν μας ταπείνωναν γιατί μας θύμιζαν τις ωραίες διηγήσεις του θείου που είχε κάνει αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία
με τα " Μικρά Μυστικά" των κοριτσιών, που εξαφανίζονταν μυστηριωδώς μόλις γίνονταν γυναίκες
ή τον Ιούλιο Καίσαρα που διάβαινε καμιά φορά στο βάθος, ξεφεύγοντας το ανιαρό μάθημα της Ιστορίας
και τ' ωραίο κορίτσι της οδού Νηλέως που πλάγιαζα μαζί της έφηβος, όταν έμεινε έγκυος τη χτύπησα, εκείνη απελπισμένη πήγε σ' ένα σκιτζή γιατρό και πέθανε από αιμορραγία. Αλλά τώρα έρχεται κάθε νύχτα φέρνοντας μαζί της μια ολόκληρη χορωδία αγγέλων - ίσως γι' αυτό δεν μπορώ τις νύχτες να κοιμηθώ.
Συνοικία, που απ' τ' ανοιχτά παράθυρα των καπηλειών ερχόταν η μυρουδιά του κρασιού σαν θεία συγχώρεση.

Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
                      γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.

Τάσος Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987)
Γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου