Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Ο ουρανός ήταν μαύρος πάνω απ'τον Ευφράτη


Αρμένιοι πρόσφυγες
...Μπήκε η άνοιξη κι όλη η φύση βρισκόταν σ' έξαρση, όμως κανείς πια δεν είχε διάθεση ν' ασχοληθεί με την εναλλαγή των εποχών. Ο φόβος είχε πάλι κάνει την εμφάνισή του· τα χωράφια ήταν έρημα.
Διάφορες επίμονες φήμες, που διαδίδονταν στα κρυφά, σχολιάζονταν απ' όλους με μεγάλη ανησυχία. Όλοι μας θέλαμε να πιστέψουμε πως όλα όσα ακούγονταν δεν θ' αργούσαν ν' αποδειχτούν ψέματα, η ανάμνηση όμως όσων είχαν συμβεί στο παρελθόν ήταν αρκετά  ζωντανή στη μνήμη μας ώστε να φοβόμαστε νέες συμφορές. Δεν μας ανησυχούσε πια μόνο ο πόλεμος, που μαινόταν εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μόνο από κει που ζούσαμε. Όχι· αυτό που οι Αρμένιοι άκουγαν και πάλι ήταν η υπόκωφη, απρόβλεπτη, αναίτια βοή του μίσους. Σύντομα, αυτά που στην αρχή ήταν μόνο σημεία και υποψίες, έγιναν πράξεις, γεγονότα που δεν θα μπορούσαμε ούτε καν να διανοηθούμε προηγουμένως.
Να πώς είχε η κατάσταση: δύο με τρεις χιλιάδες νέοι Αρμένιοι της περιοχής, στρατολογημένοι και συγκεντρωμένοι χωριστά, δούλευαν εδώ και μερικές βδομάδες στα έργα κατασκευής ενός δρόμου ανάμεσα στο Περσένς και το Χαμπουσί. Προς το τέλος του Μάη, μεταφέρθηκαν όλοι στη Μεζιρέ όπου τους έκλεισαν  σ' ένα κτίριο που ονομαζόταν Γκαρμίρ Ρονάρ. Λίγο αργότερα διατάχθηκαν να ξεκινήσουν για το Τιγκράναγκερντ. Κάπου στη διαδρομή, είχαν χαθεί όλων τα ίχνη και ποτέ δεν μαθεύτηκε τι απέγιναν.
Αρμένιοι άμαχοι, οδηγούμενοι από ένοπλους Οθωμανούς στρατιώτες, περνώντας μέσα από το Χαρπούτ (Kharpert), σε μια φυλακή στην κοντινή Μεζιρέχ (Mezireh) σημερινή Ελαζίκ (Elazig), Απρίλιος 1915

Στο Μορενίγκ, τα πράγματα ήταν τώρα εντελώς διαφορετικά. Καθώς οι περισσότεροι άντρες - ακόμα κι οι νέοι κι οι έφηβοι - είχαν επιστρατευθεί, το χωριό έμοιαζε να έχει αδειάσει από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού του. Απ' την άλλη, είχε εγκατασταθεί ένα στρατιωτικό απόσπασμα και μαζί του ένα σωρό Τούρκοι - κάθε μέρα και περισσότεροι - που έρχονταν από την πόλη για να μείνουν στο χωριό, λες και είχαν σκοπό να καταλάβουν, όσο πιο γρήγορα γινόταν, τις κενές θέσεις...Τώρα ο Μαχμούτ αγά μπορούσε μπορούσε πια άφοβα να φέρεται αλαζονικά και να φανερώνει τα αληθινά του αισθήματα. Πραγματικά, δεν είχανε καμιά ευκαιρία, γι' αυτό. Οι χωριανοί, που ήταν τώρα κυρίως γέροι, γυναίκες και παιδιά, βρίσκονταν πια στο έλεος του, κάτι που άλλωστε ο Τούρκος αυτός πάντα επεδίωκε.
Μια μέρα, οι άπειρες μηχανορραφίες του προκάλεσαν την έρευνα της χωροφυλακής με κάποιο πρόσχημα, που τώρα πια δεν το θυμάμαι. Ήρθαν, λοιπόν,μια μέρα κάμποσοι χωροφύλακες με τέσσερις υπαξιωματικούς κι ένα αξιωματικό επικεφαλής. Η γειτονιά που τους είχαν υποδείξει ψάχτηκε πέρα ως πέρα, απ' άκρη σ' άκρη, από σπίτι σε σπίτι, και οι κάτοικοι ανακρίθηκαν μ' επιμονή. Οι Αρμένιοι όμως κατάφεραν, έξυπνοι και σεμνοί καθώς ήταν, να αντικρούσουν με τον καλύτερο τρόπο τις συκοφαντικές κατηγορίες εναντίον τους. Απέδειξαν στους χωροφύλακες ότι, νομοταγείς καθώς ήταν, δεν θα μπορούσε κανείς να τους προσάψει κάποια επιλήψιμη πράξη, και πως ό,τι έκανε ο Μαχμούντ αγά, το έκανε από προσωπική εμπάθεια. Τελικά οι χωροφύλακες έφυγαν όπως είχαν έρθει.
Δεν ήταν όμως το συμβάν αυτό ένα πρόσχημα για να επαναληφθούν παρόμοια επεισόδια στο μέλλον; Και πράγματι, πριν ακόμα περάσουν λίγες μέρες, οι χωροφύλακες ξαναγύρισαν, περισσότεροι αυτή τη φορά, και περικύκλωσαν όλο το χωριό. Αυτή τη φορά είχαν αυστηρή διαταγή να κατάσχουν όλα τα όπλα που τυχόν θα είχαν στην κατοχή τους οι κάτοικοι, χωρίς καμία εξαίρεση. Μας κατέστησαν σαφές ότι επρόκειτο για διαταγή που είχε δοθεί από πολύ ψηλά, από την κυβέρνηση, και τόνισαν ότι οι τυχόν παραβάτες θα τιμωρούνται αυστηρά.(...)

Κι όμως, οι χωροφύλακες δεν είχαν μείνει ικανοποιημένοι από τον αριθμό των όπλων που τους είχαν παραδοθεί. Με την πρόφαση πως ήταν σίγουροι ότι υπήρχαν κι άλλα κρυμμένα, άρχισαν να ψάχνουν συστηματικά σε σπίτια και κήπους. Πολύ γρήγορα, οι έρευνες ξεπέρασαν τα συνηθισμένα πλαίσια παρόμοιων μέτρων, και μεταβλήθηκαν σε ευκαιρία για ανοιχτή εκδήλωση μίσους , έκφρασης, περιφρόνησης και βιαιοπραγιών. Αν ένας χωροφύλακας αναγνώριζε κάποιον  που στο παρελθόν είχε διαφορές είτε με αυτόν είτε και με οποιονδήποτε άλλο Τούρκο, αυτός ο δύστυχος δεχόταν ξυλοδαρμούς, έχανε την περιουσία του και το σπίτι του ρήμαζε.
Ήρθε κάποτε κι η στιγμή όπου δεν είχε μείνει πια ούτε γωνιά που να μην έχει ερευνηθεί πέρα ως πέρα. Ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να υπάρχει άλλο όπλο κρυμμένο σ' ολόκληρο το χωριό. Κι όμως, οι χωροφύλακες συνέχιζαν με λύσσα· δεν έλεγαν να φύγουν. Η ανακάλυψη κάποιου όπλου που υποτίθεται ότι βρέθηκε κρυμμένο σε κάποιο απίθανο σημείο, δεν ήταν παρά το πρόσχημα για νέες ζημιές, πλιάτσικο και βιαιότητες. Κι ύστερα, μια και γι' αυτούς αυτό δεν ήταν παρά ένα απατηλό παιχνίδι που έπρεπε να τραβήξει όσο το δυνατό περισσότερο, οι χωροφύλακες επινόησαν απάνθρωπες κτηνωδίες. Κάνανε τάχα πως τάχα βρίσκανε μια σφαίρα που οι ίδιοι είχαν προηγουμένως αφήσει να πέσει, κι άρχιζαν να ψάχνουν μ' επιμονή και να ζητούν να τους παραδοθεί το αντίστοιχο όπλο. Έφτασαν μέχρι και να θάβουν όπλα και μετά να τα ξεθάβουν λίγο αργότερα, μπροστά έντρομα μάτια των ιδιοκτητών των χωραφιών όπου γίνονταν οι... αποκαλύψεις.
Το χειρότερο ήταν πως οι βαθμοφόροι άλλοτε ανέχονταν κι άλλοτε ακόμα συμμετείχαν σ' αυτές τις βρωμερές πράξεις που συχνά ξεπερνούσαν κάθε όριο. Για παράδειγμα, με πρόφαση ότι είχε βρεθεί κάποιο όπλο...μάζευαν την "υπεύθυνη" οικογένεια και βασάνιζαν τον πατέρα πρώτα κι ύστερα τη μάνα, μπροστά στα μάτια των παιδιών τους. Καψίματα σ' ολόκληρο το σώμα με πυρακτωμένο σίδερο, ξερίζωμα δοντιών, νυχιών...Δεν υπήρχε όριο στην απανθρωπιά και τη βαρβαρότητά τους. Ανείπωτη, απερίγραπτη ήταν η φρίκη των απαίσιων πράξεων τους(...)

Όταν οι χωροφύλακες όρμησαν στο σπίτι μας, ήμουν μόνος μου. Καθόμουν στη μέση του δωματίου. Αφού πρώτα έσπασαν ό,τι βρήκαν όρθιο, με πήραν και μ' έδεσαν, όπως κάνουν στα ζώα με το περιλαίμιο· από εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πως για τους ανθρώπους αυτούς η ζωή μου είχε λιγότερη αξία από εκείνη ενός ζώου. Κι όσο γι' αυτούς, μου έδωσαν την εντύπωση ότι ανήκαν σ' ένα είδος με το οποίο σίγουρα δεν είχα τίποτε το κοινό.
Όλοι οι όμηροι, νέοι, γέροι, ακόμα και άρρωστοι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της βρύσης, για να τους γίνει έλεγχος ταυτότητας. Την επιχείρηση διεύθυνε ένας έφεδρος αξιωματικός, υπό το βλέμμα κάμποσων Τούρκων. Πρώτα μπήκαν σε μια ομάδα τα αγόρια που ήταν μικρότερα από έντεκα χρονών. Μετά από κάποια σκέψη, αποφασίστηκε να τα στείλουν στα σπίτια τους, πίσω στις μητέρες τους. Οι υπόλοιποι, αφού τους έγινε ο σχετικός έλεγχος, παραδόθηκαν στους χωροφύλακες, που αμέσως τους έδεσαν. Ήταν σαν να σφράγιζε αυτή η πράξη οριστικά το πεπρωμένο τους...


Jacques der Alexanian, Ο ουρανός ήταν μαύρος πάνω απ' τον Ευφράτη. Η Τραγική Ιστορία των Αρμενίων, μετφρ. Γιώργος Φασουλάκης, " Νέα Σύνορα" - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1990

" Ξεριζωμένος από την πατρίδα του, ο Γκαζαρός βρήκε καταφύγιο στη Γαλλία, όπου κατάφερε σιγά σιγά να ξαναχτίσει τη ζωή του και να βρει την ευτυχία...
Αυτό που δεν μπόρεσε όμως ποτέ, ήταν να ξεχάσει πως το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς του, όπως άλλωστε και τα τρία τέταρτα των συμπατριωτών του έχασαν τη ζωή τους από τούρκικο μαχαίρι στη φοβερή σφαγή του 1915, στο ολοκαύτωμα των Αρμενίων.
Όλ' αυτά λοιπόν αποφάσισε να τα περιγράψει με τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια - και μαζί τους όλα τα γεγονότα που γνώρισε από κοντά ή από διηγήσεις άλλων - στις σελίδες ενός τετραδίου που για κάμποσα χρόνια κράτησε κρυμμένο από τα μάτια των ανθρώπων, ακόμα και των συγγενών του...
Μέσα από την αφήγηση της περιπλάνησης του, ο Γκαζαρός  μάς δίνει την απίστευτη, κι όμως τραγικά αληθινή, ιστορία μιας χώρας κι ενός λαού λησμονημένου" ( από το οπισθόφυλλο)

24 Απριλίου 1915 η έναρξη της Γενοκτονίας των Αρμενίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου