Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Αποχαιρετισμός στο Γιώργο Φαρσακίδη


Αποχαιρετούμε τον κομμουνιστή ζωγράφο, χαράκτη, λογοτέχνη και αγωνιστή Γιώργο Φαρσακίδη με το κείμενό του " Τ' άσπρα λουλούδια" από το βιβλίο του 
" Ποτέ τους δεν έγιναν είκοσι...", το αφιερωμένο
 " Στους φίλους και τα γειτονόπουλα του Ντεπώ, τους αξεδίψαστους της ζωής, που πέθαναν με το όραμα ενός κόσμου καλύτερου."
Ο Γιώργος Φαρσακίδης έφυγε σήμερα από τη ζωή γεμάτος όχι μόνο από χρόνια, αλλά από αγώνες και προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και στην τέχνη.



Τ' ΑΣΠΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Καλοκαιριάτικος ζεστός ο καιρός. Ο ήλιος πάει να δύσει σ' έναν ασυνέφιαστο, ολοκόκκινο ουρανό.
Καλού κακού αλλάξαμε μάντρα, βγάλαμε σκοπιές και ξαπλώσαμε πλάι στον καπετάνιο.
- Έλα, καπετάνιε, πες μας σαν παλιότερος κάτι.
- Να μας πεις, να μας πεις. Από γέροντα πάντα κάτι μαθαίνεις, άρχισαν τα πειράγματα.
- Σκάσε, Στελλάρα, που θα μας πεις γέροντα το λεβέντη τον καπετάνιο μας. Βρε μπουνταλά, μάτια δεν είχες να δεις πώς τον κοίταγαν στο πανηγύρι οι κοπελιές;
- Γιατί ρε παιδιά, τριανταπέντε χρονών άνθρωπος είναι, πώς να τον πω;
- Έλα, ρε νιάναρο, αν σου βαστά να παλέψουμε, τ' απαντάει γελώντας ο καπετάνιος, να σου μάθω να σέβεσαι τέτοια γεράματα.
- Να μας πεις πώς κατεβήκατε στην Κασσάνδρα.
- Για τις εκκαθαριστικές του Χολομώντα ν' ακούσουμε, συνηγορούν οι περισσότεροι.
- Τότε που απ' τη φευγάλα είχαν ανάψει οι φτέρνες σας να χτυπάνε τους κώλους, δε κρατήθηκε πάλι ο Στελλάρας, το πειραχτήρι.
- Εντάξει, παιδιά, για τον Χολομώντα αφού θέλετε. Για να σας πω και κάτι που μας συγκλόνισε όλους και που λίγοι το ξέρουνε. Ανοιξιάτικα, το λοιπόν, άρχισαν τις εκκαθαρίσεις στο Χολομώντα οι Βούλγαροι. Κατέβασαν δέκα πέντε χιλιάδες στρατό και προεξοφλούσαν το τέλος μας. Σε λίγες μέρες στη Χαλκιδική, παινευόταν μεθυσμένος ο στρατηγός τους, δε θα μείνει ρουθούνι αντάρτικο. Χτύπησαν τα παλιά μας λημέρια κι άρχισαν να χτενίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή τα βουνά. Εμείς το ρίξαμε στη φευγάλα, που λέει κι ο Στελλάρας και με δυό πορείες νυχτιάτικα πιάσαμε το Χολομώντα. Άρχισαν οι Βούλγαροι ν' ανεβαίνουν από Πολύγυρο κι Αρναία, όπου φύγει - φύγει εμείς, λουφάξαμε σε κάτι χαράδρες. Ξημέρωσε η μέρα και βλέπουμε μυρμηγκιά ο στρατός να μαυρίζει στις ράχες. Ε, είπαμε, ήρθε το τέλος, ρίξαμε μερικές τουφεκιές κι αντί για πίσω, βρήκαμε πέρασμα αφύλαχτο και χωθήκαμε στην εκκαθαρισθείσα περιοχή.
Την επομένη τ' απόγευμα μας πήραν χαμπάρι. Ανοίξαμε ντουφεκίδι, είχαμε ένα νεκρό κι άλλους δυο τραυματίες και...πού μας είδατε. Ραβνά, Ντουμπιά, Γεροπλάτανο. Πιάσαμε κάμπο, πιάσαμε θάλασσα, μέχρι και στ' Άγιον Όρος πέρασαν οι δικοί μας με βάρκα...
- Αμ πες μας καπετάνιο, πως σας χάρισαν οι καλόγεροι το Τιμιόξυλο  και γλιτώνατε!
- Εκεί να σ' είχα, Στελλάρα, πούχε κολλήσει τ' άντερο μας από την πείνα. Εκεί να σ' είχα να κελαηδάς κι όχι τώρα που καταβρόχθισες τον περίδρομο. Όσο για το πώς τη γλιτώναμε...Ας είναι καλά οι αντιφασίστες οι Βούλγαροι, που κάναν τα στραβά μάτια και ρίχναν στο βρόντο. Αν δεν ήταν αυτοί, δε θα καθόμουν τώρα να σας λέω ιστορίες.
- Εντάξει, καπετάνιο, συμπάθα με. Αλλά το' χω προσέξει, πως όταν σε τσιγκλάω λιγάκι, σπρεχάρεις πιο όμορφα.
- Που λέτε, την ένατη μέρα συνεχίζει χαμογελώντας ο καπετάνιος, μας είχαν στριμώξει στον Αρκουδόλακκο. Άγριο μέρος, το λέει και τ΄όνομα. Το καλό ήταν που πέσαμε σε μαντρί. Δικός μας, οργανωμένος ο τσέλιγκας. Έσφαξε κάτι τραγιά,ανάψαμε τις φωτιές και τα περάσαμε στη σούβλα να ψήνονται. Ε, ρε και να τρέχουν τα σάλια μας και να κόβουμε βόλτες γύρω γύρω σα λύκοι. Είχες και το Σερραίο, τον Κώτσο, να μας τσαμπουνά ότι σαν τα τινάξεις μ' αδειανό στομάχι κι είναι να πας στον παράδεισο, θα σου κλείσουν την πόρτα. Αν είναι έτσι, ρε Κώτσο, του λέμε, τότε ας ντερλικώσουμε. Τουλάχιστον να πάμε χορτάτοι!
- Από δω, μας λέει ο τσέλιγκας, έχουν περάσει οι Βούλγαροι. Ξέρουν πως ανάβω φωτιά να βράσω το γάλα, μονάχα που παραείναι το ντουμάνι μεγάλο και φοβάμαι μη μπούνε σε υποψίες.
- Κι εγώ το φοβάμαι, μας λέει ο Κίτσος, μη μας φέρει η τσίκνα απρόσκλητους μουσαφίρηδες. Άντε πάμε παιδιά να ρίξουμε μια ματιά, γιατί δε μας βλέπω καθόλου καλά σε τούτο το διαβολότοπο. Βγήκαμε εγώ κι άλλος ένας μαζί του, ελέγξαμε τις σκοπιές κι είπαμε να κοιτάξουμε κι απ' το ψήλωμα. Μόλις, το λοιπόν, ξεμυτίσαμε, πέσαμε σε περίπολο. Δυο φαντάροι με κατεβασμένα τα όπλα τους κι ένας αξιωματικός με κάτι άσπρα λουλούδια στο χέρι. Δε μας είχανε δει κι ήταν σαν να πηγαίναν σε γάμο. Τους ρίξαμε με τ' αυτόματο, κι ακούμε τον ένα να φωνάζει ελληνικά: Όχι, αδέρφια, μη μας σκοτώνετε, ήρθαμε να σώσουμε. Σταματήσαμε μα ήταν αργά. Ο αξιωματικός κι ο ένας φαντάρος ήταν νεκροί. Ο τρίτος που μίλησε, με θρυμματισμένο το γόνατο σύρθηκε κι είχε αγκαλιάσει το κορμί του νεκρού ανθυπολοχαγού. Μείναμε άφωνοι να τον κοιτάμε που σφάδαζε.
- Σκοτώσατε τους καλύτερους, έλεγε μέσα απ' τα αναφιλητά του. Ήταν αντιφασίστες, δικοί σας...
Δεν θέλαμε να πιστέψουμε το κακό που' χε γίνει. Ακόμα κι ο Κίτσος, που είναι πάντοτε ψύχραιμος, τα' χε χαμένα.
- Μας υποψιάζονταν, μας είχε βάλει στο μάτι ο φασίστας, ο ταγματάρχης, μας είπε ο φαντάρος. Βασίλη τον λέγανε. Άλλωστε, για να μας δοκιμάσει μας έστειλε και τους τρεις.
- Μα γιατί, βρε παιδί μου, δε βγάζατε ένα άσπρο μαντήλι, να καταλάβουμε;
- Θα το βγάζαμε, αλλά ξέραμε πως μας παρακολουθούν με τα κυάλια. Αντί για μαντήλι, ο υπολοχαγός μας είχε μαζέψει και κράταγε άσπρα λουλούδια.
Βούρκωσαν τα μάτια μου που τους έβλεπα έτσι θερισμένους σαν στάχια. Νέα παιδιά κι οι δυό τους, αμούστακα. Ο υπολοχαγός να κοιτάει τον ουρανό μ' ορθάνοιχτα μάτια και στα μισάνοιχτα δάκτυλα τ' απλωμένου χεριού του, πιτσιλισμένο με αίμα, το ματσάκι με τ' άσπρα λουλούδια. Έσκυψα, έτσι αυθόρμητα πάνω του, να' παιρνα ένα...
- Μη τα παίρνεις, με σταμάτησε ο Βασίλης. Θα τα βάλω μαζί του. Λέω πως ταιριάζουν άσπρα λουλούδια για το γάμο του με τη γη!...
Τον Βασίλη τον επιδέσαμε πρόχειρα.
- Θα' ρθεις μαζί μας; Τον ρώτησε ο Κίτσος.
- Όχι, μπρατίμια, αφήστε με εδώ. Σε λίγο θα ρθουν να με πάρουν. Μόνο βιαστείτε να φύγετε απ' το διάσελο που δεν έχει ενέδρα. Στα μαγέρικα που θα βρείτε στο πέρασμα είναι όλοι τους μιλημένοι.
Πραγματικά, περάσαμε τάγμα ολάκερο πλάι στις άμαξες. Κι οι φαντάροι τους, ξεμακρύναν επίτηδες, κάνοντας πως δεν μας είχανε δει.
Την επόμενη μέρα τα μάζεψαν. Έφυγε άπρακτος ο στρατός και τελειώσαν προς ώρας και τα δικά μας βάσανα.
Για λίγα λεπτά μείναμε όλοι αμίλητοι κι ύστερα:
- Καλά καπετάνιο, ήταν ανάγκη να ρίξετε;
- Δε μπορούσατε, δηλαδή, να τους πιάνατε ζωντανούς;
- Ο Βασίλης τι απόγινε, μάθατε;
- Και το κρέας; Τα τραγιά καπετάνιο, τ' αφήσατε;
- Ρωτάτε αν μπορούσαμε να μη ρίξουμε! Ίσως μπορούσε να ρισκάρει κανείς. Αλλά σκεφθείτε, οχτώ μερόνυχτα να σε κυνηγάει ο στρατός! Είμαστε σαν τ' αλαφιασμένα αγρίμια που αντικρύστηκαν με τους κυνηγούς. Κι είναι δύσκολο να μη ρίξεις πάνω στο ξάφνιασμα. Για τον Βασίλη δε ξέρω τι απόγινε. Όμως μάθαμε πως ο υπολοχαγός είχε σύνδεση με το τάγμα Ραφτούδη, όταν γίνονταν οι επιχειρήσεις στα Κρούσια κι είχε δώσει πληροφορίες πολύτιμες. Όσο για το κρέας, να σας πω. Μπας και δεν μπορέσει να κοιμηθεί με το να το σκέφτεται ο Στελλάρας. Τα τραγιά, όπως ήταν μισοψημένα τα πήραμε να τ' αποψήσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Ε, δεν θα το πιστέψετε. Το ένα τραγί που ήταν ακάλυπτο, τσίμπα - τσίμπα το μισόφαγαν στο δρόμο.
Ο καπετάν Βαγγέλης σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το ρολόι.
- Άντε παιδιά, λέω να ξαπλώσουμε, πέρασε η ώρα.

Γιώργος Φαρσακίδης, Ποτέ τους δεν έγιναν είκοσι..., Σκυτάλη, χ.χ. 2η έκδοση
Τα σχέδια είναι επίσης του Γιώργου Φαρσακίδη.

Και μια παλιότερη ανάρτηση για το Λεύκωμα του Γιώργου Φαρσακίδη , Μακρόνησος, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου