Ήρθε ο Αύγουστος -ένα καυτό καλοκαίρι με μοναδικό του στολίδι το όνομα του αυτοκράτορα. Κάτω από τον ήλιο αυτού του μήνα, κάηκε ό,τι δεν είχε την ανθεκτικότητα του κάκτου, του γαϊδουράγκαθου ή της μυρίκης. Τις μεσημβρινές ώρες η φασαρία των τζιτζικιών ήταν τόσο ανυπόφορη που οι γυναίκες της σιδερένιας πόλης έκλειναν τα αφτιά των παιδιών τους με αγιασμένο κερί, για να τα προφυλάξουν από τη δαιμονική μουσική που πίστευαν ότι ακουγόταν πίσω από τα τερετίσματα. Γυαλιστερές σαύρες έβγαιναν έρποντας εκείνες τις ώρες από ρωγμές τοίχων και σχισμές βράχων, για να γλείψουν τις μύγες πάνω από τις ζεστές πέτρες της πόλης. Φίδια λιάζονταν πάνω στις στέγες από σχιστόλιθο.
Μόνο μια φορά, όταν ο Πλούτων ο Γερμανός έψαχνε αρωματικά φυτά για τα βάμματά του, στα ερείπια ενός δρόμου ακατοίκητου εδώ και δεκαετίες ανακάλυψε αράχνες μεγάλες σαν γροθιές· τα δίχτυα τους ήταν τόσο γερά, που εκεί δεν αφανίζονταν μόνο τζιτζίκια, αλλά και πλοκείς και σιταρήθρες, που μόλις είχαν μάθει να πετάνε.
Η φρίκη απ' αυτά τα πρωτόφαντα έντομα δεν κράτησε πολύ, η σιδερένια πόλη, εξαντλημένη από τη γοργή εναλλαγή των εποχών και τον καύσωνα, άρχισε να συνηθίζει στις νέες αυτές πληγές και στις καταιγίδες του νέου κλίματος. Μόνο ο Τηρεύς εξοργίστηκε. Μια μέρα, καθώς σερνόταν στα τέσσερα πάνω στη στέγη του σφαγείου για να σκοτώσει φίδια με τον αναδευτήρα της φωτιάς, στην αυλή του διπλανού σπιτιού μαζεύτηκε ένα αλαλάζον μπουλούκι παιδιών και θαμώνων από το υπόγειο του Φινέως, ένα κοινό που τον παρακολουθούσε εκεί ψηλά και τον παρόξυνε· το ίδιο κοινό τον ακολουθούσε αργότερα από απόσταση ασφαλείας, καθώς εκείνος έτρεχε μέσα στα μολυσμένα από τις αράχνες χαλάσματα με ένα δαδί και το σκαληστήρι του, σκίζοντας ιστούς, βαρυφορτωμένους τζιτζίκια και πουλιά σε αποσύνθεση, και καίγοντας τις αράχνες με το δαδί του. Έπειτα, ενώ το πλήθος σφύριζε και επευφημούσε, ο παραγιός του Φινέως βούτηξε το δάχτυλο στο σκούρο πηχτό έκκριμα, που ξεχυνόταν κοχλαστό από τις κοιλιές των εντόμων, και ζωγράφισε σύμβολα στο μέτωπο και στα μάγουλα του.
Εκείνες τις ημέρες, δεν υπήρχε μάλλον τίποτε, που να αδυνατεί να το συνηθίσει η σιδερένια πόλη, μετά την πρώτη στιγμή τρόμου ή έκπληξης , όσο παράξενο κι αν ήταν, μέσα σε μια ώρα η πόλη έμοιαζε να αδιαφορεί ήδη για το νέο φαινόμενο(...)
(...) Η ζέστη του Αυγούστου είχε κάτσει πάνω στην πόλη σαν εφιάλτης, απ' το οποίο κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει, εφιάλτης που βάραινε ακόμα και τα ζωντανά και επιβράδυνε όλες τις κινήσεις της ζωής...( απόσπασμα)
Κρίστοφ Ρανσμάγερ, Έσχατος κόσμος, μετφρ. Τούλα Σιετή, Οδυσσέας, Αθήνα 1990
"...μια ιστορία δραματική και γοητευτική, ένα "μεταφυσικό θρίλερ" που φέρνει στο νου ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ του Έκκο. Ο ΕΣΧΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ είναι η εξιστόρηση ενός φανταστικού ταξιδιού σ' έναν κόσμο στα σύνορα διαφορετικών εποχών και μύθων, ένα βιβλίο ποιητικό για το τέλος του κόσμου, για το πέρασμα του χρόνου και την απώλεια της ποίησης..." ( από το σημείωμα της Τούλας Σιετή)
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου