Φ.ΓΚ.Λ.
" Ξύπνα, φίλε, τα βουνά ακόμα δεν ανασαίνουν. Ετοίμασε το σκελετό σου για το θάνατο..."
Πάνω από το χτίριο της " Διοίκησης", άστραψε φλόγα, ανάσα ψυχής...( Για όσους θα μπορούσαν να τη δουν ή καλύτερα να τη φανταστούν). Στους δρόμους και στο κτίριο άντρες με στολές, με σήματα και διακριτικά, με όπλα. Μπροστά στα όπλα στημένοι άνθρωποι διαμαρτύρονται, παραπονιούνται, βρίζουν, βλαστημούν, προκαλούν. Αποτέλεσμα: Τα όπλα εκτελούν το σκοπό που γι' αυτόν έγιναν.
Στριμωγμένοι, πατείσμε, πατώσε, μέσα σ' ένα δωμάτιο της " Διοίκησης" οι " ανεπιθύμητοι", οι " ύποπτοι", οι συλληφθέντες περιμένουν. Ένας όγκος από σφυγμούς και αίμα κυκλοφορεί αλαφιασμένο μέσα στις φλέβες των ανθρώπων που δε γίνεται να μετακινηθούν ούτε τρίχα. Και είναι τούτοι οι άνθρωποι καθηγητές και δάσκαλοι, εργάτες και νοικοκυραίοι, τσιγγάνοι, γεωργοί, ταυρομάχοι. Κι' ο ποιητής. Πανόραμα απαράδεκτο τούτη η στρίμωξη, " πανόραμα από ορθάνοιχτα μάτια, από πικρές φλογισμένες ψυχές..."
Καμιόνια κάθε τόσο φεύγουν από τη διοίκηση φορτωμένα ανθρώπους από αυτούς που κιόλας είπαμε. Ανθρώπους ορθούς για να χωρούν περισσότεροι, σφιγμένους μέσα στον κλοιό των φρουρών με τα όπλα που τους πάνε για τον "περίπατο". Που τους πάνε για τον " καφέ".
- Δώσε του τον "καφέ" και να μη με ξαναρωτήσεις για δαύτον.
'Ετσι θ' αποκριθεί από την άλλη μεριά του σύρματος αργότερα, ο στρατηγός στον αξιωματικό της " Διοίκησης". Ε, μα πια! Τον σκότισαν με τον ποιητή. Τον πράχτορα της Μόσχας. Κι' αυτό δεν το' βγαλε από το κεφάλι του, του το είπαν. Και είναι η πιο αποτελεσματική κατηγορία. Άσε το ποίημά του που μας είπαν από το ραδιόφωνό τους...Γιατί τέτοιους προδότες...Καφές! Να τελειώνουμε. Γιατί, μεγαλύτερο κακό κάνει αυτός με την πέννα του παρά οι άλλοι με τα ντουφέκια. Κλειδωμένος τώρα μέσα σ' ένα άλλο δωμάτιο της " Διοίκησης", μπροστά σ' ένα τραπέζι, ο ποιητής μόνος, ολομόναχος κάτι γράφει βιαστικά.
Η σκέψη του, σκοντάφτοντας στα γεγονότα, προσπαθεί να βρει την άκρη. Κι' όσο δεν τα καταφέρνει τόσο πιο αβάσταχτη γίνεται η λαχτάρα να ξεφύγει. Να ελευτερωθεί από τη λογική του. Να ξεφύγει από το κορμί του. Από το κορμί που τόσο μεγάλος είναι ο πόνος του ώστε: " να μη δέχεται μέσα του άλλο από τον ίσκιο της πιο μαύρης νύχτας. Σκοτάδι. Σκοτάδι και κρύο. Σκοτάδι παγερό σαν του ποταμού το νερό...". Μόνο η φλόγα. Ο παλμός της φλόγας θα μπορέσει να διαπεράσει το σκοτάδι...
Άλλο τσιγάρο ανάβει ο ποιητής από του προηγούμενου την κάφτρα. Ετούτο το άχρηστο το ρίχνει στα πόδια του. Το τρίβει με τη σόλα του παπουτσιού του. Το βαθύ, καστανό του βλέμμα μένει εκεί. Στα παπούτσια του. Στ' ακίνητα πόδια του. Ποτέ δεν μπόρεσε να τα υποφέρει έτσι ακίνητα. Μέσα στα παπούτσια τα πόδια του είναι νεκρά. Έτοιμα να χωθούν στη γη. Να ρίξουν ρίζες. Να γίνουν ένα με το χώμα.
Από καιρό, από πολύν καιρό, ούτε πια θυμάται από πότε, η σκέψη αυτή τον βασανίζει. Ακόμα και μέσα σε κόσμο σαν βρισκόταν, ακόμα και με τους φίλους. " Μην πας, Φεντερίκο, στη Γρανάδα. Έτσι που είναι τα πράματα, καλύτερα να μην πας..." Και το συλλογίστηκε, το συλλογίστηκε πολύ. Κι' όσο το συλλογιζόταν τόσο πιο επιτακτικά ένιωθε εκείνο το " κάλεσμα...". Αυτό που συχνά τον έκανε ν' ανατριχιάζει, κι' ακριβώς αυτή η αλλιώτικη ανατριχίλα τον τραβούσε σ' ένα θαμπωτικό βάραθρο που δεν ήταν δυνατόν ν' αποφύγει.
Τη φορά αυτή το " κάλεσμα" παρουσιάστηκε καμουφλαρισμένο με θύμησες από χρόνια με χαρές κι' ευχές, και φορτωμένο τραπέζι, με δικούς, με φίλους, με κιθάρες και κρασί, 18 Ιουλίου, του Αγίου Φεντερίκο. Τ' όνομα του πατέρα και το δικό του. Έπρεπε να γιορτάσει μαζί του, όπως πάντα. 18 Ιουλίου( 1936) μέρα σημαδιακή. Το κίνημα του στρατού στην Αφρική. Η κατάληψη της Σεβίλλιας από τους αντάρτες της Φάλαγγας. Το στρατηγείο τους εκεί.
" Μην πας, Φεντερίκο, στη Γρανάδα".
Όμως η Γρανάδα τον καλούσε ανένδοτη. Η Γρανάδα με τους δύο ποταμούς, ο ένας αίμα ο άλλος δάκρυα.
Η φλόγα, ανάσα ψυχής, στέλνει τους παλμούς της, παράκληση, να φτάσει στον ουρανό. Ο άνθρωπος μόνος, κλειδωμένος στο δωμάτιο της " Διοίκησης" σκέφτεται: Ποια η κατηγορία; Κι' αν είναι αυτή που άκουσε, εύκολα θ' αποδείξει το αντίθετο, με μάρτυρες, με πολλούς μάρτυρες. Όλοι οι φίλοι θα τρέξουν να τον σώσουν...Άσε που γι' αυτό θα φροντίσει οπωσδήποτε ο Λουίς. Και τ' αδέρφια του, ο Μιγέλ, ο Χοσέ. Τι ανώτεροι αξιωματικοί της Φάλαγγας είναι; Κι' ο Λουίς, έστω και απλός φαλαγγίτης, σίγουρα τώρα θα τρέχι. Δε θα τον αφήσει έτσι. Εξάλλου να, που κάποιος κιόλας θα μίλησε αφού τον έβγαλαν από τους πολλούς, τον έφεραν εδώ. Αν και ένιωθε πιο ζεστή, πιο υποφερτή την αγωνία του εκεί, μαζί με τους πολλούς που ήταν τόσο κοντά του, που αισθανόταν τις καρδιές τους να σφυροκοπούν μέσα στο δικό του αίμα. Εδώ τώρα, μόνος, κρυώνει. Κρυώνει αφόρητα. Τρέμει. Σα να του έβγαλαν τα ρούχα μαζί με το δέρμα του, κ' είναι όλος μια ανοιχτή πληγή και τρέμει απ' το κρύο ενώ είναι μήνας Αύγουστος.
Ωστόσο, όταν βοηθάει η λογική μπορεί κανείς να πει ότι: Αυτή η "ειδική μεταχείριση" κάτι σημαίνει. Στη χειρότερη περίπτωση ότι θα πάει για δίκη. Κι' εκεί θ' αποδείξει πως δεν έχει καμιά σχέση με τη Μόσχα, πως δεν έδωσε στο ραδιόφωνο κανένα του ποίημα. Θα το αποδείξει με μάρτυρες αξιόπιστους που θα έρθουν γι' αυτόν κι' από τους άλλους κι' από δικούς τους. Ίσως θα είναι φρόνιμο μόνο από δικούς τους, έτσι θα πεισθούν ευκολώτερα. Άνθρωποι σαν τον Λουίς, όχι ποιητές σαν κι' αυτόν, αλλά άνθρωποι κανονικοί σαν τον Μιγέλ, σαν τον Χοσέ, σαν και τόσους φίλους που αγαπάει.
Ένας άσκημος θόρυβος κόβει, μαχαίρι, ετούτους τους λογισμούς: Το καμιόνι. Τσίριγμα αφόρητο τα φρένα του. Κι' έπειτα κουβέντες, πατήματα, πόρτες, φασαρία...Κλείνει τ' αυτιά του. Μένει με το τσιγάρο κάμποσο να τρέμει ανάμεσα στα χείλια του. Ώσπου το φτήνει. Μηχανικά το πόδι του κάνει την κίνηση, το τσαλαπατάει.
Το καμιόνι...Αν δεν προλάβουν; Πρέπει να βιαστούν οι φίλοι. Να βιαστούν. Γιατί, " τα όνειρα σπαράζουν μπρος στον άσπρο τοίχο της πατρίδας". Γιατί," το αίμα των αδερφιών, κρύα, σκοτεινή, θλιβερή γλώσσα σχηματίζει λασπόλακκο αγωνίας..."
Μέσα σ' αυτό το λασπόλακκο κυλάει το καμιόνι. Κυλάει. Ώσπου ο κρότος της μηχανής του να πάψει ν' ακούγεται...Ξεβούλωσε τ' αυτιά του. Ανάβει άλλο τσιγάρο. Κοιτάζει τη φλόγα της φωτιάς πριν σβήσει. Την αφήνει κάμποσο να του ζεστάνει το βλέμμα. Να τον θαμπώσει, να τον κάνει να δακρύσει καθώς ένας τίτλος τινάχτηκε άξαφνα στο νου του: " Εισαγωγή στο θάνατο". Οι στίχοι της Νέας Υόρκης. Και ακολούθησαν λέξεις. Λέξεις πολλές που συνωστίζονται, που παρουσιάζουν έναν κόσμο αλλοπρόσαλλο, ένα συρφετό από ανθρώπους και χτυπητά ονόματα: Χιούδσον, Μπρούκλιν, Χάρλεμ..." Αχ, Χάρλεμ δεν υπάρχει αγωνία χειρότερη από τα καταπονημένα σου μάτια, από το φυλακισμένο βασιλιά σου μέσα στη στολή του θυρωρού...". Νέγροι, λευκοί, κ' οι " Αμερικάνες κοπέλες με παιδιά και μονέδες στην κοιλιά...Και τ' αγόρια ρουφούν το ουΐσκυ και καταπίνουν σπασμένα κομμάτια από καρδιές...". Και όλοι τρέχουν, τρέχουν, δούλοι των ντόλαρς...Συμφέροντα, πάθη. Πάθη αποκρουστικά μέσα στους τσιμεντένιους ουρανοξύστες, κάτω από τις σιδερένιες γέφυρες...
Λέξεις. Όλα τούτα λέξεις...Άλλο τσιγάρο. Κι' άλλο...Και τώρα; Τώρα ο συνωστισμός πήρε να διαλύεται, ο συρφετός να κατασταλάζει για ν' αφήσει καρφωμένες στην καρδιά του με πύρινα καρφιά ετούτες μονάχα τις λέξεις: " Βούρκος. Τσιμέντο. Σύρματα. Θάνατος.". Κρότος από σιδερικά στην πόρτα. Ο φρουρός ξεκλειδώνει. Με τ' όπλο στο χέρι.
- Έγραψες το χαρτί; Γι' αυτό έρχομαι...
Κάτι σαν οίκτος γυάλισε στο μάτι του, Το πρόσεξε, ενώ αμίλητος απλώνει το χαρτί που τον πρόσταξαν να γράψει όταν τον έφεραν εδώ. Το χαρτί λέει: " Αγαπητέ πατέρα, δώσε σε παρακαλώ χίλιες πεσέτες. Σε ασπάζομαι, Φεντερίκο".
Ο φρουρός παίρνει το χαρτί και δίχως πια να κοιτάξει τον κρατούμενο, βγήκε, κλείδωσε την πόρτα.
Και να, λίγη ελπίδα: Κάτι θα γίνει. Οι Ροσάλες, ο Μιγέλ, ο Χοσέ, ο Λουίς, ο αγαπημένος του ο Λουίς, δεν μπορεί, θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν. Ό,τι; Κι' ως πού άραγε να φτάνει αυτό το "ό,τι";
Ορίστε όμως που τον βοήθησαν ως εδώ. Το ό,τι θα φτάσει εκεί που πρέπει. Αχ, ανόητε, πολύ ανόητε άνθρωπε. Όταν σου είπαν πως μπορούσαν να σε βοηθήσουν να περάσεις στη ζώνη των άλλων, γιατί δεν τον θέλησες; Λίγα χιλιόμετρα κατά το βοριά βρίσκονται οι "άλλοι". Τώρα θα ήσουνα ελεύθερος. Ωστόσο, αφού βρίσκονται λίγα χιλιόμετρα από δω, τότε δεν αποκλείεται να έρθουν, ίσως και πολύ σύντομα. Γιατί όχι; Αφού κιόλας μας στέλνουν τις βόμβες τους...Μόνο που για κάθε βομβαρδισμό έχουμε από τούτη τη μεριά τ' αντίποινα. Και τ' αντίποινα αυτά είναι που οδηγούν τα καμιόνια στον άσπρο τοίχο του νεκροταφείου. Στον άσπρο τοίχο της πατρίδας. " Το αίμα των αδερφιών, κρύα, σκοτεινή γλώσσα σχηματίζει λασπόλακκο αγωνίας. Λασπόλακκο αγωνίας...Λασπόλακκο...". Όμως οι φίλοι; Πιστεύει στους φίλους. Αν δεν ήταν για τους φίλους, το έχει κιόλας πει πολλές φορές, ίσως δεν θα έγραφε, ίσως δε θα χαιρόταν τα χειροκροτήματα στις παραστάσεις των έργων του. " Έλα στο Μπουένος Άϋρες, Φεντερίκο. Πώς θα κάνω πρεμιέρα στο Σπίτι της Μπερνάντα δίχως εσένα;"
Σα να την ακούει τη ζεστή, λίγο βαρειά φωνή της πρωταγωνίστριας του της Μαργαρίτας: " Έλα μαζί μας...Έλα...Εδώ θα γίνει πόλεμος...Δεν έχουν θέση τα θέατρα...Έλα..."
Από παντού τον καλούσαν: Έλα. Όμως αυτός δεν μπόρεσε παρά να υπακούσει στο άλλο, ανώτατο κάλεσμα. " Φωνές θανάτου ηχήσαν δίπλα στο Γουαδαλκιβίρ...".
Κι' έφτασε στη Γρανάδα. Σε λίγες μέρες έγινε η πρώτη επιδρομή των φαλαγγιτών στο σπίτι. Έρευνα. Ανακάτωσαν τα χαρτιά του, τα μαγάρισαν με τα χέρια τους. Ως και μέσα στο πιάνο γύρευαν να βρουν "ενοχοποιητικά στοιχεία". Δε βρήκαν. Έφυγαν. Δεν τον πείραξαν. Είχαν όμως πιάσει το γαμπρό του, το δήμαρχο. Και δεν μπορούσε να μείνει κοντά στην Κόντσα, στα παιδιά, έπρεπε να φύγει. Να φύγει από το σπίτι το ταχύτερο. Όλοι του το είπαν. Την άλλη φορά που θα έρθουν δεν θα τον αφήσουν. Κ' η άλλη φορά μπορεί να είναι γρήγορα, πολύ γρήγορα. Πιο γρήγορα απ' ό,τι φαντάζονται.
Τότε σκέφτηκε τον Λουίς. Το φίλο του, τον ποιητή...Εκεί. Μόνο εκεί, στο σπίτι των Ροσάλες θα ήταν σίγουρος.
Μέρες αγωνίας. Μέρες ζεστασιάς. Εκεί στο πάνω πάτωμα, της θείας τους της Λουΐζας. Εκεί, μόνος με τη γλυκειά του δεσμοφυλακίνα, έτσι την είπε τη θεία Λουΐζα. Εκεί το καταφύγιο του, με την κουνιστή πολυθρόνα, την κονσόλα, το πιάνο, τα κουρτινάκια τα κολλαριστά να σκεπάζουν τα τζάμια. Δεν έβλεπε τον ουρανό της Γρανάδας, δεν ήταν η περίσταση ν' αντικρύσει τον ήλιο της που έτσι μέσ' από τα κουρτινάκια έριχνε ένα φως κιτρινόασπρο...Όχι, κίτρινο. Κίτρινο χολής...Και σαν έφευγε ο ήλιος τότε έμεναν άσπρα τα κουρτινάκια. Άσπρα. " Άσπρος ο τοίχος της πατρίδας..."
Διάβαζε τις εφημερίδες που του έφερναν. Εκεί, είδε πως σκότωσαν το γαμπρό του.
- Ω θεία Λουΐζα! Η Κόντσα...Τα παιδιά...
Ήθελε να κλάψει και τα δάκρυα στέγνωναν από την πύρα της αναστατωμένης του καρδιάς. Έκαναν τα πάντα η θεία Λουΐζα, η Εσπαράνθα, η αδελφή των Ροσάλες, για να τον παρηγορήσουν. Η Εσπαράνθα ερχόταν συχνά απάνω, του έφερνε φαγητό, λιχουδιές, κουβέντιαζε μαζί του. Τον παρακάλεσε κάποια μέρα κι' αυτή και η θεία Λουΐζα να παίξει πιάνο. Όχι. Δεν μπορούσε. Αργότερα. Άλλη φορά.
Τους άντρες σχεδόν δεν τους έβλεπε. Ο Μιγέλ, ο Χοσέ έλειπαν σ' επιχειρήσεις. Ο Λουίς πού και πού ανέβαινε. Αισιόδοξος ο Λουίς, μπόρα είναι, θα περάσει. Και γύριζε αλλού την κουβέντα. Στα έργα του, στο θέατρο, στις μεγάλες του επιτυχίες, στους κριτικούς. Θυμάται πως του είχε πει ακόμα και για το " χαμένο Παράδεισο", για το έπος που σχεδίαζε με ήρωα τον Αδάμ. Ο χαμένος Παράδεισος...Ύστερα από λίγες μέρες, ανέβηκε η Εσπεράνθα απάνω άσπρη, ίδια νεκρή.
- Σε γυρεύουν, Φεντερίκο.
Δε μίλησε. Την κοίταξε, αυτή αποκρίθηκε:
- Όχι. Δεν είναι κάτω ο Λουίς. Κάπου πήγε. Μα θα τον βρω. Έννοια σου. Θα τον βρω το ταχύτερο. Θα έρθει...Θα...
Τότε η θεία Λουΐζα τον έπιασε με το παγωμένο, τρεμάμενο χέρι της, τον τράβηξε εκεί δίπλα στο πιάνο μπροστά στο αγαλματάκι της Παναγιάς του Πόνου, γονάτισε. Γονάτισε κι' αυτός, προσευχήθηκαν. Κατόπι τον αγκάλιασε, τον φίλησε:
- Σύντομα θα ιδωθούμε πάλι, Φεντερίκο, αγάπη μου. Σύντομα...
Φόρεσε το σακκάκι του, έβαλε και γραβάτα, πήρε τσιγάρα, κατέβηκε με την Εσπαράνθα. Ο φαλαγγίτης:
- Έλα, σενιόρ Λόρκα. Θα πάμε μια στιγμή ως τη " Διοίκηση". Έχω κάτω τ' αυτοκίνητο.
Ψύχραιμος αποκρίθηκε:
- Και δεν πάμε με τα πόδια;
- Όχι. Όχι. Καλύτερα με τ' αυτοκίνητο.
Στη σύντομη διαδρομή, έτσι σα μέσα σε αστραπή, είδε φρουρούς στις γωνιές, στα πεζοδρόμια, είδε και κάτι πολίτες σταματημένους να κοιτάν τ' αυτοκίνητο. Ύστερα εκεί με τους πολλούς. Με την αγωνία και τη ζεστασιά τους...
Ένα καμιόνι έφυγε κιόλας. Θα φύγουν κι' άλλα. Θεέ, τι κάνουν οι Ροσάλες; Πού είναι ο Λουίς; Γιατί αργούν; Πέρασε μια μέρα...Μια νύχτα...Άλλη μέρα, κι' άλλη νύχτα γεμάτη κι' αυτή γρύλλους. Μα όχι. Απόψε δεν είναι πια γρύλλοι. Είναι σφυρίχτρες. Σφυρίχτρες που όσο πάνε πληθαίνουν, αφηνιάζουν στα σφυρίγματα. Του σκίζουν τ' αυτιά. Του σημαδεύουν την καρδιά, φαρμακερές σαΐτες, με το ανατριχοαστικό τους κάλεσμα.
Η νύχτα προχωρεί. Πέρα, βαθειά από τον ορίζοντα έρχεται ένα γαυγητό, κι' άλλο, κι' άλλο. Ώσπου ξεχείλισε ο ορίζοντας από παράπονο που υψώθηκε να καταγκρεμίσει τα ουράνια καθώς ανακατεύτηκε με τον πάταγο από το καμιόνι που πάλι έρχεται. Ζυγώνει. Τσιρίζουν τα φρένα του μπροστά στη "Διοίκηση". Βουλώνει τ' αυτιά του. Μένει έτσι ώσπου χάραξε. άλλη μια αυγή. Πρωί. Η πόρτα. Ο φρουρός.
- Ορίστε. Εδώ είναι.
Ανέλπιστη χαρά. Η Αγγελίνα, βαστάει καλαθάκι σκεπασμένο με λινή κεντητή πετσέτα.
- Σου έφερα αφέντη κάτι να φας.
- Είναι καλά όλοι στο σπίτι;
- Καλά είναι. Έλαβαν το σημείωμά σου. Μη φοβάσαι όλα θα διορθωθούν. Όλα...
Ο φρουρός πλησιάζει:
- Άνοιξε το καλάθι.
- Μα...
- Άνοιξέ το.Προτείνει τ' όπλο στη γυναίκα. Εξετάζει το καλάθι. Ανασκαλεύει με τα βρωμόχερά του το φαγητό. Κοτόπουλο. Ομελέτα. Τυρί. Ψωμί. Τσιγάρα.
- Επιτρέπεις; Ρωτάει μαλακά ο κρατούμενος.
Απλώνει το χέρι και παίρνει τα τσιγάρα.
- Άντε τώρα. Δίνε του.
Ο φρουρός σπρώχνει βάναυσα με τον υποκόπανο τη γυναίκα κι' αυτή φεύγει παραπατώντας σα μεθυσμένη. Η πόρτα έκλεισε. Έτριξε το κλειδί απ' έξω.
Καλός οιωνός. Καλός οιωνός. Η Αγγελίνα. Για να την αφήσουν να έρθει θα πει πως...Κοιτάζει το καλάθι με τα φαγητά. Σηκώνεται από την καρέκλα του, πιάνει την πετσέτα που ήταν πεταμένη πιο κει τη βαστά κάμποσο στα χέρια του, σαν κάτι πολύτιμο, κάτι ζωντανό. Τη φέρνει στο μάγουλό του, τη σφίγγει εκεί να προλάβει ένα δάκρυ. Τα χέρια του τρέμουν καθώς την απλώνει πάνω στο καλάθι, καθώς σκεπάζει προσεκτικά τα φαγητά. Έπειτα βγάζει τσιγάρο από το καινούργιο πακέτο, ενώ μια σκέψη που τώρα μόλις πλήγωσε το νου του, του ακινήτησε το χέρι με το τσιγάρο: Πώς έμαθαν ετούτοι ότι βρισκόμουν στους Ροσάλες;
Ερωτηματικό ύπουλο, ίδιο φίδι ζώνει το κορμί του. Όχι. Όχι οι φίλοι. Όχι. Γιατί αν παραδεχτούμε ακόμα και το χειρότερο, δε θα ήταν δυνατόν να ήθελαν οι Ροσάλες να εκτεθούν πως με έκρυβαν σπίτι τους. Δε γίνεται. Όχι, δε γίνεται. Τότε πώς; Πώς το έμαθαν; Ίσως φοβέρισαν κανέναν από τους δικούς μου; Ω, Θεέ...Όχι αυτό. Όχι. Πρέπει να ηρεμήσει. Ας έχει λίγη υπομονή. Κάποιος θα έρθει. Θα έρθουν. Θα μάθει...Να κιόλας που ήρθε η Αγγελίνα. Θα έρθουν...Και ήρθε. Λασπόλακκος αγωνίας. Λασπόλακκος αγωνίας. Ήρθε το καμιόνι.
Ο κάμπος με τις ελιές. Το καμιόνι στο δρόμο της Μεγάλης Πηγής. Αϊντάμαρ, έτσι την είπαν οι άραβες πριν από αιώνες: Πηγή των δακρύων.
Πέρ' από τις ελιές, πέρ' από τα δεντροπερίβολα, τα βουνά. Η Σιέρρα. Εδώ το Βίθναρ. Τα κτίρια της " Αποικίας" " Λα Κολώνια", όπως έλεγαν τα χτίρια από τότε που τα έπιασε ο στρατός. Τα χτίρια που άλλοτε ήταν παιδικές εξοχές. Ήταν εκεί κι' ο περίπατος των ήσυχων ανθρώπων. Τ' ακούσατε; " Ο περίπατος...!" Οι διαταγές εκτελούνται έστω και με καθυστέρηση. Την καθυστέρηση της αμφιβολίας, καθώς οι φίλοι τρέχουν, προσπαθούν, παρακαλούν: Μην το κάνετε αυτό. Σε βάρος σας θα είναι. Μη...
- Ε, πια μας σκότισαν με τον ποιητή τους! Δώστου τον καφέ το ταχύτερο. να ξεμπερδεύουμε. Ήρθε η φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος. Γιατί αν δεν το αποφάσιζαν στα γρήγορα, κι' αρκετά μάλιστα χασομέρησαν, μπορεί να προλάβαιναν τίποτα φίλοι, κι' έχει πολλούς...
Και τότε..." Στις πέντε την αυγή...Ήταν ακριβώς πέντε την αυγή όταν ήρθε ο παγωμένος ίδρος", εκεί, στον τάφο του Βίθναρ. Εκεί στο λάκκο που διατάχθηκε να σκάψει για τον εαυτό του ο ποιητής. " Δε θέλω...Δε θέλω να βλέπω χυμένο αίμα...". Ήταν πέντε ακριβώς σε όλα τα ρολόγια, όταν τα ντουφέκια εκτελέσανε τον προορισμό τους. Όταν η καμπύλη μιας κραυγής, ανάσα ψυχής, που λευτερώθηκε, τινάχτηκε από τις ελιές, πάνω από κήπους και δεντροπερίβολα και βουνοκορφές, για να υψωθεί στον κόσμο, φλόγα αλήθειας, με των λέξεων τον παλμό. Φλόγα θαμπωτική, ακόμα κι' αν κάποτε ο ήλιος γίνεται χολή, ακόμα κι' αν από τον τάφρο του Βίθναρ, ή όποιου Βίθναρ, πιάνει " μαύρο ουρανοδόξαρο" για ν' απλώσει τη φοβέρα τους στους ανθρώπους.
Ιουλίας Ιατρίδη, Στις πέντε την αυγή, Βιβλιοπωλείον της " Εστίας", Αθήνα 1981
Ένας άσκημος θόρυβος κόβει, μαχαίρι, ετούτους τους λογισμούς: Το καμιόνι. Τσίριγμα αφόρητο τα φρένα του. Κι' έπειτα κουβέντες, πατήματα, πόρτες, φασαρία...Κλείνει τ' αυτιά του. Μένει με το τσιγάρο κάμποσο να τρέμει ανάμεσα στα χείλια του. Ώσπου το φτήνει. Μηχανικά το πόδι του κάνει την κίνηση, το τσαλαπατάει.
Το καμιόνι...Αν δεν προλάβουν; Πρέπει να βιαστούν οι φίλοι. Να βιαστούν. Γιατί, " τα όνειρα σπαράζουν μπρος στον άσπρο τοίχο της πατρίδας". Γιατί," το αίμα των αδερφιών, κρύα, σκοτεινή, θλιβερή γλώσσα σχηματίζει λασπόλακκο αγωνίας..."
Μέσα σ' αυτό το λασπόλακκο κυλάει το καμιόνι. Κυλάει. Ώσπου ο κρότος της μηχανής του να πάψει ν' ακούγεται...Ξεβούλωσε τ' αυτιά του. Ανάβει άλλο τσιγάρο. Κοιτάζει τη φλόγα της φωτιάς πριν σβήσει. Την αφήνει κάμποσο να του ζεστάνει το βλέμμα. Να τον θαμπώσει, να τον κάνει να δακρύσει καθώς ένας τίτλος τινάχτηκε άξαφνα στο νου του: " Εισαγωγή στο θάνατο". Οι στίχοι της Νέας Υόρκης. Και ακολούθησαν λέξεις. Λέξεις πολλές που συνωστίζονται, που παρουσιάζουν έναν κόσμο αλλοπρόσαλλο, ένα συρφετό από ανθρώπους και χτυπητά ονόματα: Χιούδσον, Μπρούκλιν, Χάρλεμ..." Αχ, Χάρλεμ δεν υπάρχει αγωνία χειρότερη από τα καταπονημένα σου μάτια, από το φυλακισμένο βασιλιά σου μέσα στη στολή του θυρωρού...". Νέγροι, λευκοί, κ' οι " Αμερικάνες κοπέλες με παιδιά και μονέδες στην κοιλιά...Και τ' αγόρια ρουφούν το ουΐσκυ και καταπίνουν σπασμένα κομμάτια από καρδιές...". Και όλοι τρέχουν, τρέχουν, δούλοι των ντόλαρς...Συμφέροντα, πάθη. Πάθη αποκρουστικά μέσα στους τσιμεντένιους ουρανοξύστες, κάτω από τις σιδερένιες γέφυρες...
Λέξεις. Όλα τούτα λέξεις...Άλλο τσιγάρο. Κι' άλλο...Και τώρα; Τώρα ο συνωστισμός πήρε να διαλύεται, ο συρφετός να κατασταλάζει για ν' αφήσει καρφωμένες στην καρδιά του με πύρινα καρφιά ετούτες μονάχα τις λέξεις: " Βούρκος. Τσιμέντο. Σύρματα. Θάνατος.". Κρότος από σιδερικά στην πόρτα. Ο φρουρός ξεκλειδώνει. Με τ' όπλο στο χέρι.
- Έγραψες το χαρτί; Γι' αυτό έρχομαι...
Κάτι σαν οίκτος γυάλισε στο μάτι του, Το πρόσεξε, ενώ αμίλητος απλώνει το χαρτί που τον πρόσταξαν να γράψει όταν τον έφεραν εδώ. Το χαρτί λέει: " Αγαπητέ πατέρα, δώσε σε παρακαλώ χίλιες πεσέτες. Σε ασπάζομαι, Φεντερίκο".
Ο φρουρός παίρνει το χαρτί και δίχως πια να κοιτάξει τον κρατούμενο, βγήκε, κλείδωσε την πόρτα.
Και να, λίγη ελπίδα: Κάτι θα γίνει. Οι Ροσάλες, ο Μιγέλ, ο Χοσέ, ο Λουίς, ο αγαπημένος του ο Λουίς, δεν μπορεί, θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν. Ό,τι; Κι' ως πού άραγε να φτάνει αυτό το "ό,τι";
Ορίστε όμως που τον βοήθησαν ως εδώ. Το ό,τι θα φτάσει εκεί που πρέπει. Αχ, ανόητε, πολύ ανόητε άνθρωπε. Όταν σου είπαν πως μπορούσαν να σε βοηθήσουν να περάσεις στη ζώνη των άλλων, γιατί δεν τον θέλησες; Λίγα χιλιόμετρα κατά το βοριά βρίσκονται οι "άλλοι". Τώρα θα ήσουνα ελεύθερος. Ωστόσο, αφού βρίσκονται λίγα χιλιόμετρα από δω, τότε δεν αποκλείεται να έρθουν, ίσως και πολύ σύντομα. Γιατί όχι; Αφού κιόλας μας στέλνουν τις βόμβες τους...Μόνο που για κάθε βομβαρδισμό έχουμε από τούτη τη μεριά τ' αντίποινα. Και τ' αντίποινα αυτά είναι που οδηγούν τα καμιόνια στον άσπρο τοίχο του νεκροταφείου. Στον άσπρο τοίχο της πατρίδας. " Το αίμα των αδερφιών, κρύα, σκοτεινή γλώσσα σχηματίζει λασπόλακκο αγωνίας. Λασπόλακκο αγωνίας...Λασπόλακκο...". Όμως οι φίλοι; Πιστεύει στους φίλους. Αν δεν ήταν για τους φίλους, το έχει κιόλας πει πολλές φορές, ίσως δεν θα έγραφε, ίσως δε θα χαιρόταν τα χειροκροτήματα στις παραστάσεις των έργων του. " Έλα στο Μπουένος Άϋρες, Φεντερίκο. Πώς θα κάνω πρεμιέρα στο Σπίτι της Μπερνάντα δίχως εσένα;"
Σα να την ακούει τη ζεστή, λίγο βαρειά φωνή της πρωταγωνίστριας του της Μαργαρίτας: " Έλα μαζί μας...Έλα...Εδώ θα γίνει πόλεμος...Δεν έχουν θέση τα θέατρα...Έλα..."
Από παντού τον καλούσαν: Έλα. Όμως αυτός δεν μπόρεσε παρά να υπακούσει στο άλλο, ανώτατο κάλεσμα. " Φωνές θανάτου ηχήσαν δίπλα στο Γουαδαλκιβίρ...".
Κι' έφτασε στη Γρανάδα. Σε λίγες μέρες έγινε η πρώτη επιδρομή των φαλαγγιτών στο σπίτι. Έρευνα. Ανακάτωσαν τα χαρτιά του, τα μαγάρισαν με τα χέρια τους. Ως και μέσα στο πιάνο γύρευαν να βρουν "ενοχοποιητικά στοιχεία". Δε βρήκαν. Έφυγαν. Δεν τον πείραξαν. Είχαν όμως πιάσει το γαμπρό του, το δήμαρχο. Και δεν μπορούσε να μείνει κοντά στην Κόντσα, στα παιδιά, έπρεπε να φύγει. Να φύγει από το σπίτι το ταχύτερο. Όλοι του το είπαν. Την άλλη φορά που θα έρθουν δεν θα τον αφήσουν. Κ' η άλλη φορά μπορεί να είναι γρήγορα, πολύ γρήγορα. Πιο γρήγορα απ' ό,τι φαντάζονται.
Τότε σκέφτηκε τον Λουίς. Το φίλο του, τον ποιητή...Εκεί. Μόνο εκεί, στο σπίτι των Ροσάλες θα ήταν σίγουρος.
Μέρες αγωνίας. Μέρες ζεστασιάς. Εκεί στο πάνω πάτωμα, της θείας τους της Λουΐζας. Εκεί, μόνος με τη γλυκειά του δεσμοφυλακίνα, έτσι την είπε τη θεία Λουΐζα. Εκεί το καταφύγιο του, με την κουνιστή πολυθρόνα, την κονσόλα, το πιάνο, τα κουρτινάκια τα κολλαριστά να σκεπάζουν τα τζάμια. Δεν έβλεπε τον ουρανό της Γρανάδας, δεν ήταν η περίσταση ν' αντικρύσει τον ήλιο της που έτσι μέσ' από τα κουρτινάκια έριχνε ένα φως κιτρινόασπρο...Όχι, κίτρινο. Κίτρινο χολής...Και σαν έφευγε ο ήλιος τότε έμεναν άσπρα τα κουρτινάκια. Άσπρα. " Άσπρος ο τοίχος της πατρίδας..."
Διάβαζε τις εφημερίδες που του έφερναν. Εκεί, είδε πως σκότωσαν το γαμπρό του.
- Ω θεία Λουΐζα! Η Κόντσα...Τα παιδιά...
Ήθελε να κλάψει και τα δάκρυα στέγνωναν από την πύρα της αναστατωμένης του καρδιάς. Έκαναν τα πάντα η θεία Λουΐζα, η Εσπαράνθα, η αδελφή των Ροσάλες, για να τον παρηγορήσουν. Η Εσπαράνθα ερχόταν συχνά απάνω, του έφερνε φαγητό, λιχουδιές, κουβέντιαζε μαζί του. Τον παρακάλεσε κάποια μέρα κι' αυτή και η θεία Λουΐζα να παίξει πιάνο. Όχι. Δεν μπορούσε. Αργότερα. Άλλη φορά.
Τους άντρες σχεδόν δεν τους έβλεπε. Ο Μιγέλ, ο Χοσέ έλειπαν σ' επιχειρήσεις. Ο Λουίς πού και πού ανέβαινε. Αισιόδοξος ο Λουίς, μπόρα είναι, θα περάσει. Και γύριζε αλλού την κουβέντα. Στα έργα του, στο θέατρο, στις μεγάλες του επιτυχίες, στους κριτικούς. Θυμάται πως του είχε πει ακόμα και για το " χαμένο Παράδεισο", για το έπος που σχεδίαζε με ήρωα τον Αδάμ. Ο χαμένος Παράδεισος...Ύστερα από λίγες μέρες, ανέβηκε η Εσπεράνθα απάνω άσπρη, ίδια νεκρή.
- Σε γυρεύουν, Φεντερίκο.
Δε μίλησε. Την κοίταξε, αυτή αποκρίθηκε:
- Όχι. Δεν είναι κάτω ο Λουίς. Κάπου πήγε. Μα θα τον βρω. Έννοια σου. Θα τον βρω το ταχύτερο. Θα έρθει...Θα...
Τότε η θεία Λουΐζα τον έπιασε με το παγωμένο, τρεμάμενο χέρι της, τον τράβηξε εκεί δίπλα στο πιάνο μπροστά στο αγαλματάκι της Παναγιάς του Πόνου, γονάτισε. Γονάτισε κι' αυτός, προσευχήθηκαν. Κατόπι τον αγκάλιασε, τον φίλησε:
- Σύντομα θα ιδωθούμε πάλι, Φεντερίκο, αγάπη μου. Σύντομα...
Φόρεσε το σακκάκι του, έβαλε και γραβάτα, πήρε τσιγάρα, κατέβηκε με την Εσπαράνθα. Ο φαλαγγίτης:
- Έλα, σενιόρ Λόρκα. Θα πάμε μια στιγμή ως τη " Διοίκηση". Έχω κάτω τ' αυτοκίνητο.
Ψύχραιμος αποκρίθηκε:
- Και δεν πάμε με τα πόδια;
- Όχι. Όχι. Καλύτερα με τ' αυτοκίνητο.
Στη σύντομη διαδρομή, έτσι σα μέσα σε αστραπή, είδε φρουρούς στις γωνιές, στα πεζοδρόμια, είδε και κάτι πολίτες σταματημένους να κοιτάν τ' αυτοκίνητο. Ύστερα εκεί με τους πολλούς. Με την αγωνία και τη ζεστασιά τους...
Ένα καμιόνι έφυγε κιόλας. Θα φύγουν κι' άλλα. Θεέ, τι κάνουν οι Ροσάλες; Πού είναι ο Λουίς; Γιατί αργούν; Πέρασε μια μέρα...Μια νύχτα...Άλλη μέρα, κι' άλλη νύχτα γεμάτη κι' αυτή γρύλλους. Μα όχι. Απόψε δεν είναι πια γρύλλοι. Είναι σφυρίχτρες. Σφυρίχτρες που όσο πάνε πληθαίνουν, αφηνιάζουν στα σφυρίγματα. Του σκίζουν τ' αυτιά. Του σημαδεύουν την καρδιά, φαρμακερές σαΐτες, με το ανατριχοαστικό τους κάλεσμα.
Η νύχτα προχωρεί. Πέρα, βαθειά από τον ορίζοντα έρχεται ένα γαυγητό, κι' άλλο, κι' άλλο. Ώσπου ξεχείλισε ο ορίζοντας από παράπονο που υψώθηκε να καταγκρεμίσει τα ουράνια καθώς ανακατεύτηκε με τον πάταγο από το καμιόνι που πάλι έρχεται. Ζυγώνει. Τσιρίζουν τα φρένα του μπροστά στη "Διοίκηση". Βουλώνει τ' αυτιά του. Μένει έτσι ώσπου χάραξε. άλλη μια αυγή. Πρωί. Η πόρτα. Ο φρουρός.
- Ορίστε. Εδώ είναι.
Ανέλπιστη χαρά. Η Αγγελίνα, βαστάει καλαθάκι σκεπασμένο με λινή κεντητή πετσέτα.
- Σου έφερα αφέντη κάτι να φας.
- Είναι καλά όλοι στο σπίτι;
- Καλά είναι. Έλαβαν το σημείωμά σου. Μη φοβάσαι όλα θα διορθωθούν. Όλα...
Ο φρουρός πλησιάζει:
- Άνοιξε το καλάθι.
- Μα...
- Άνοιξέ το.Προτείνει τ' όπλο στη γυναίκα. Εξετάζει το καλάθι. Ανασκαλεύει με τα βρωμόχερά του το φαγητό. Κοτόπουλο. Ομελέτα. Τυρί. Ψωμί. Τσιγάρα.
- Επιτρέπεις; Ρωτάει μαλακά ο κρατούμενος.
Απλώνει το χέρι και παίρνει τα τσιγάρα.
- Άντε τώρα. Δίνε του.
Ο φρουρός σπρώχνει βάναυσα με τον υποκόπανο τη γυναίκα κι' αυτή φεύγει παραπατώντας σα μεθυσμένη. Η πόρτα έκλεισε. Έτριξε το κλειδί απ' έξω.
Καλός οιωνός. Καλός οιωνός. Η Αγγελίνα. Για να την αφήσουν να έρθει θα πει πως...Κοιτάζει το καλάθι με τα φαγητά. Σηκώνεται από την καρέκλα του, πιάνει την πετσέτα που ήταν πεταμένη πιο κει τη βαστά κάμποσο στα χέρια του, σαν κάτι πολύτιμο, κάτι ζωντανό. Τη φέρνει στο μάγουλό του, τη σφίγγει εκεί να προλάβει ένα δάκρυ. Τα χέρια του τρέμουν καθώς την απλώνει πάνω στο καλάθι, καθώς σκεπάζει προσεκτικά τα φαγητά. Έπειτα βγάζει τσιγάρο από το καινούργιο πακέτο, ενώ μια σκέψη που τώρα μόλις πλήγωσε το νου του, του ακινήτησε το χέρι με το τσιγάρο: Πώς έμαθαν ετούτοι ότι βρισκόμουν στους Ροσάλες;
Ερωτηματικό ύπουλο, ίδιο φίδι ζώνει το κορμί του. Όχι. Όχι οι φίλοι. Όχι. Γιατί αν παραδεχτούμε ακόμα και το χειρότερο, δε θα ήταν δυνατόν να ήθελαν οι Ροσάλες να εκτεθούν πως με έκρυβαν σπίτι τους. Δε γίνεται. Όχι, δε γίνεται. Τότε πώς; Πώς το έμαθαν; Ίσως φοβέρισαν κανέναν από τους δικούς μου; Ω, Θεέ...Όχι αυτό. Όχι. Πρέπει να ηρεμήσει. Ας έχει λίγη υπομονή. Κάποιος θα έρθει. Θα έρθουν. Θα μάθει...Να κιόλας που ήρθε η Αγγελίνα. Θα έρθουν...Και ήρθε. Λασπόλακκος αγωνίας. Λασπόλακκος αγωνίας. Ήρθε το καμιόνι.
Ο κάμπος με τις ελιές. Το καμιόνι στο δρόμο της Μεγάλης Πηγής. Αϊντάμαρ, έτσι την είπαν οι άραβες πριν από αιώνες: Πηγή των δακρύων.
Πέρ' από τις ελιές, πέρ' από τα δεντροπερίβολα, τα βουνά. Η Σιέρρα. Εδώ το Βίθναρ. Τα κτίρια της " Αποικίας" " Λα Κολώνια", όπως έλεγαν τα χτίρια από τότε που τα έπιασε ο στρατός. Τα χτίρια που άλλοτε ήταν παιδικές εξοχές. Ήταν εκεί κι' ο περίπατος των ήσυχων ανθρώπων. Τ' ακούσατε; " Ο περίπατος...!" Οι διαταγές εκτελούνται έστω και με καθυστέρηση. Την καθυστέρηση της αμφιβολίας, καθώς οι φίλοι τρέχουν, προσπαθούν, παρακαλούν: Μην το κάνετε αυτό. Σε βάρος σας θα είναι. Μη...
- Ε, πια μας σκότισαν με τον ποιητή τους! Δώστου τον καφέ το ταχύτερο. να ξεμπερδεύουμε. Ήρθε η φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος. Γιατί αν δεν το αποφάσιζαν στα γρήγορα, κι' αρκετά μάλιστα χασομέρησαν, μπορεί να προλάβαιναν τίποτα φίλοι, κι' έχει πολλούς...
Και τότε..." Στις πέντε την αυγή...Ήταν ακριβώς πέντε την αυγή όταν ήρθε ο παγωμένος ίδρος", εκεί, στον τάφο του Βίθναρ. Εκεί στο λάκκο που διατάχθηκε να σκάψει για τον εαυτό του ο ποιητής. " Δε θέλω...Δε θέλω να βλέπω χυμένο αίμα...". Ήταν πέντε ακριβώς σε όλα τα ρολόγια, όταν τα ντουφέκια εκτελέσανε τον προορισμό τους. Όταν η καμπύλη μιας κραυγής, ανάσα ψυχής, που λευτερώθηκε, τινάχτηκε από τις ελιές, πάνω από κήπους και δεντροπερίβολα και βουνοκορφές, για να υψωθεί στον κόσμο, φλόγα αλήθειας, με των λέξεων τον παλμό. Φλόγα θαμπωτική, ακόμα κι' αν κάποτε ο ήλιος γίνεται χολή, ακόμα κι' αν από τον τάφρο του Βίθναρ, ή όποιου Βίθναρ, πιάνει " μαύρο ουρανοδόξαρο" για ν' απλώσει τη φοβέρα τους στους ανθρώπους.
Ιουλίας Ιατρίδη, Στις πέντε την αυγή, Βιβλιοπωλείον της " Εστίας", Αθήνα 1981
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου