Έν’ απ’ τα πρώτα πρόσωπα που μαθαίνουν τα χωριατόπουλα, μαζί με την μάνα και τον τάτα, είναι κι η βάβω: έτσι λεν στα χωριά μας τη γιαγιά.
Η δική μου η βάβω είταν ψηλή και λιγόσαρκη, με πρόσωπο άσπρο σαν της λειτουργιάς, με μάτια πονετικά όπως στις εικόνες. Οι χειρονομίες της είχαν κάτι το σοβαρό και ήσυχο μαζί, τα λόγια της ανάδιναν ατάραχη πείρα και το βλέμμα της μέρευε την καρδιά σου, όσο κι αν είταν ταραγμένη. Με τον καιρό η πέτσα της φτένευε και φωτιζόταν, έτσι που χωρίς να χάσει τίποτε από τη φυσική της ζωντάνια έγινε στο τέλος σαν την όψη πόχουν οι άγιες ζωγραφιές. Και σήμερα που τη θυμάμαι, αχνή και σβησμένη στο πέρασμα των χρόνων, δεν την παραλλάζω σε τίποτε από τα γλυκά πονεμένα θώρια που κατοικούν σε παλιά ξωκλήσια, κρυμμένα σε παράμερες πλαγιές ή φουντωτές ραχούλες.
Εγώ έτυχε να’ μαι το πρώτο της αγγόνι και γι’ αυτό μ’ αγαπούσε πολύ. Με μεγάλωσε η ίδια περσότερο παρά η μάνα μου – είν’ αμαρτία τάχα να το πω; - καλύτερα από κείνη που μ’ έφερε στον κόσμο.
Οι γυναίκες στα χωριά το’ χουν σε καλό να’ ναι το πρωτογέννητο αγόρι, «παιδί» όπως το λεν. Κι εγώ γεννήθηκα Δευτέρα της Λαμπρής, άλλο χαϊρλίτικο.
- Αυτό κάτι θα γίνει μια μέρα, να με θυμάστε!, προφήτεψε απ’ την καλοσημαδιά η Γιάνναινα του Χρίστου, γειτόνισσα και συγγένισσά μας.
Είμουν άτυχος όμως, αυτό φάνηκε απ’ τα πρώτα μου χρόνια. Μπορεί όμως να’ μουν και τυχερός, αφού γλύτωνα απ’ τα κίντυνα· δεν ξέρω.
Μια μέρα που οι δικοί μου λείπανε στο πότισμα, στα ποτιστικά χωράφια που είταν γύρω απ’ το σπίτι, κι εμένα μ’ είχαν αφήσει να με κουνάει στη σαρμανίτσα η Λάμπρω του Γιάννη, κόρη της γειτόνισσας που ανάφερα πιο πριν, αυτή, κοπελίτσα μικρή, βαρέθηκε φαίνεται το ζαγκάνισμα και το σκούξιμο το δικό μου, μπορεί να μου’ δωσε καμία δυνατώτερη με το ποδάρι ή ν’ αναποδογύρισε από μόνη της η κούνια, όπως και να’ ναι, μ’ απαράτησε μπρούμυτα κι έγινε άφαντη απ’ το φόβο της. Όταν με βρήκαν ύστερα, κόντευα να σκάσω.
- Τη θερμιάρα, την κοψόχρονη! φοβέρισε η βάβω μου. Κόντεψε να μας χάσει το παιδί. Αν τη λάβω στα χέρια μου, θα την κρεμάσω απ’ το κλιτσί!
Αυτά είταν λόγια μονάχα, χωρίς κακία από μέσα, γιατί η Λάμπρω ήρθε και ξαναήρθε στο σπίτι μας, χωρίς να την πειράξει κανένας. Και ποιος θα την πείραζε, αφού η βάβω μου την είχε κόρη του αδερφού της;
Άλλη μια φορά μ’ είχανε πάρει οι δικοί μου κοντά τους σε κάτι χωράφια όπου σκάφταν ή σκαλίζαν. Και σε μια στιγμή που δε με πρόσεχαν, πήρα από καταγής πουρναρόφυλλα και τα’ βαλα στο στόμα μου. Σκάλωσαν στο λαιμό και τρόμαξαν να μου τα βγάλουν ακούγοντας το ρέψιμό μου.
Μα το χειρότερο είταν κάτι που μου παρουσιάστηκε στα πέντε χρόνια, κάτι σπειριά στο κεφάλι. Το σπίτι μας είταν από πάντα ανοιχτό και περνοδιάβαιναν μουσαφιραίοι. Μια βραδιά πέρασε κάποιος ξένος και γι’ ανταπόδοση της φιλοξενίας σύστησε στον πατέρα μου ένα γιατρικό, μια αλοιφή. Μου αλέιψαν τα σπειριά και πέρασαν μ’ εκείνη. Αλλά ύστερα με χτύπησε στ’ αφτί· με πονούσε και μάζευε.
- Δεν έπρεπε να κλείσουν τα σπεριά, είπε η βάβω. Αυτά είχαν το λογαριασμό τους, να βγει το χαλασμένο αίμα. Τώρα το φούντωσαν μέσα το κακό. Θεός να φυλάξει από χειρότερα. Το είπα γω, αλλά δε μ’ άκουσαν...
Αυτό το πλάγιο παράπονο είταν για τον πατέρα μου, που δεν άκουγε κανέναν, έκανε ό,τι του κατάβαζε, αγύριγο κεφάλι, αρβανίτικο.
- Είναι φάρα τριγιανταίικη, μου’ λεγε αργότερα η ίδια. Ένας Τριαντάτης, απ’ αυτούς που κάθονται πέρα στη Δάφνη, το’ χω ακουστά αφόντας είμουν μικρή, κάποτε πείσμωσε με τη γυναίκα του, δεν ξέρω σε τι, εκεί πόκαναν χωράφι, και χωρίς να χασομερήσει, έτσι που είταν καπνισμένος, λύνει απ’ τη ζέβλα το’ να καματερό και ζέφτει ο τρισκατάρατος τη νοικοκυρά του – αν έχει ακουστεί τέτιο ανάθεμα πουθενά!
- Κι όργωσε η γυναίκα του, βάβω ; ρώτησα με φρίκη.
- Μπόρειε να κάμει αλλιώς, παιδάκι μου; Θα την έθαφτε αδεκεί ζωντανή! Άπονοι άνθρωποι, καρδιά από στουρνάρι.
Κι η βάβω κουνούσε το κεφάλι της, καθώς θυμόταν εκείνα τα σκληρά χρόνια.
Είμουν αρκετά μεγάλος πια και καταλάβαινα τις ιστορίες που μου’ λεγε.
- Έχει καιρό που πέθανε η μάνα σου; τη ρώτησα μια μέρα.
- Δεν πέθανε, τη σκότωσαν.
- Τη σκότωσαν!, είπα με τρεμούλα και περιέργεια. Ποιος;
- Θέλεις να το μάθεις κι αυτό; Άκουσε.
Και μου διηγήθηκε πως μια μέρα, εκεί που σκάλιζαν η μάνα της κι οι αδερφάδες της, σε κάτι χωράφια όξω απ’ το χωριό, απάνω στο τραγούδι και την ξεγνιασιά τους, φανερώθηκε μπρος τους άντρας οργισμένος, μ’ άρματα στο χέρι, και δίχως να τις χαιρετίσει, δίχως να βγάλει άχνα, ξεκρεμάει το ντουφέκι του κι αρχινάει την παταριά...
- Τις σκότωσε όλες;
- Άφησε στον τόπο δυό και γλύτωσαν οι άλλες δυό. Μπορεί νάημουν κι εγώ θρακιασμένη εκείνη τη ημέρα, μα είχα δουλιές εδώ και δεν πήγα να τις βοηθήσω.
- Και τι του έφταιγαν του γρουσούζη;
Η βάβω κούνησε αλαφρά το κεφάλι της, μην ξέροντας πώς να το πει.
- Να ήθελε να πάρει την αδελφή μου και δεν του τη δίναν. Έβγαλε πως τον ξόμπλιαζαν τάχα, πως τον παραγκώμιαζαν και δε μπορούσε να σταθεί στο χωριό. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ξεμπέρδεψε τη μάνα μου και την αδερφή μου, εκείνη που δεν τον ήθελε γι’ άντρα της, διάβηκε την ίδια μέρα το ποτάμι και τρύπωσε στο ελληνικό.
- Και τι απόγινε ύστερα;
- Αλιά σ’ εκείνες που τις σκέπασε η μαύρη πλάκα. Αυτός έζησε και πρόκοψε πέρα στο Βραχώρι, αν έχεις ακουστά. Εκεί παντρεύτηκε , έκαμε και παιδιά.
Κοίταζα να ιδώ στο πρόσωπο της βάβως μου φλόγα οργής για το φονιά, μα δε φαινόταν τίποτ’ άλλο από ένα βουβό παράπονο για τις αδικοσκοτωμένες. Τα χρόνια πέρασαν και το απάλυναν, το’ καμαν πια καρτερία. Είταν γραφτό της τύχης, θέλημα Θεού. Ξαναπαίρνει ποτέ ψυχή ο πεθαμένος;...( απόσπασμα, τρισάγιο στον Γιώργο Κοτζιούλα, 29 Αυγούστου 1956)
Γιώργος Κοτζιούλας , Η βάβω η Θόδω, Διηγήματα και άλλα πεζά, Άπαντα τομ. 2, Δίφρος, Αθήνα 2013 , 2η έκδοση
Η βάβω η Θόδω, η γιαγιά του ποιητή, ήταν το πιο αγαπημένο πρόσωπο του από τα πρόσωπα του συγγενικού του κύκλου. Τη χαρακτηριστική προσωπικότητα και τ’ όνομά της τα συναντάμε συχνότατα στην ποίηση και στην πεζογραφία του Γ. Κοτζιούλα. Συγκινητική είναι η αφιέρωση της ποιητικής συλλογής « Σιγανή Φωτιά» ( Αθήνα 1938):
Στη βάβω μου τη Θόδω,
το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο στον κόσμο,
τη γυναίκα που μ’ άξηνε στα χέρια της
και που δεν ήξερε άλλο από το « Πάτερ ημών»,
αφιερώνω με σέβας αυτό το βιβλίο μου
που δεν επρόφτασε να τ’ ακούσει ζωντανή,
αναπαμένη από τα πρόπερσι,
τέλη του Χαμένου.
Το πεζογράφημα αυτό βρέθηκε στα κατάλοιπα του Γ. Κοτζιούλα. Γραμμένο με μολύβι σε 43 χειρόγραφες σελίδες, έχει ένα σχέδιο εξωφύλλου με τοποχρονολογία Αθήνα 1952 και μια λευκή σελίδα με την αφιέρωση Τρισάγιο στην ψυχή της. Το αφήγημα σταματάει απότομα στη σελίδα 43 είτε γιατί δεν συνεχίστηκε είτε γιατί δε βρέθηκε το χειρόγραφο μετά από αυτή τη σελίδα.
Η δική μου η βάβω είταν ψηλή και λιγόσαρκη, με πρόσωπο άσπρο σαν της λειτουργιάς, με μάτια πονετικά όπως στις εικόνες. Οι χειρονομίες της είχαν κάτι το σοβαρό και ήσυχο μαζί, τα λόγια της ανάδιναν ατάραχη πείρα και το βλέμμα της μέρευε την καρδιά σου, όσο κι αν είταν ταραγμένη. Με τον καιρό η πέτσα της φτένευε και φωτιζόταν, έτσι που χωρίς να χάσει τίποτε από τη φυσική της ζωντάνια έγινε στο τέλος σαν την όψη πόχουν οι άγιες ζωγραφιές. Και σήμερα που τη θυμάμαι, αχνή και σβησμένη στο πέρασμα των χρόνων, δεν την παραλλάζω σε τίποτε από τα γλυκά πονεμένα θώρια που κατοικούν σε παλιά ξωκλήσια, κρυμμένα σε παράμερες πλαγιές ή φουντωτές ραχούλες.
Εγώ έτυχε να’ μαι το πρώτο της αγγόνι και γι’ αυτό μ’ αγαπούσε πολύ. Με μεγάλωσε η ίδια περσότερο παρά η μάνα μου – είν’ αμαρτία τάχα να το πω; - καλύτερα από κείνη που μ’ έφερε στον κόσμο.
Οι γυναίκες στα χωριά το’ χουν σε καλό να’ ναι το πρωτογέννητο αγόρι, «παιδί» όπως το λεν. Κι εγώ γεννήθηκα Δευτέρα της Λαμπρής, άλλο χαϊρλίτικο.
- Αυτό κάτι θα γίνει μια μέρα, να με θυμάστε!, προφήτεψε απ’ την καλοσημαδιά η Γιάνναινα του Χρίστου, γειτόνισσα και συγγένισσά μας.
Είμουν άτυχος όμως, αυτό φάνηκε απ’ τα πρώτα μου χρόνια. Μπορεί όμως να’ μουν και τυχερός, αφού γλύτωνα απ’ τα κίντυνα· δεν ξέρω.
Μια μέρα που οι δικοί μου λείπανε στο πότισμα, στα ποτιστικά χωράφια που είταν γύρω απ’ το σπίτι, κι εμένα μ’ είχαν αφήσει να με κουνάει στη σαρμανίτσα η Λάμπρω του Γιάννη, κόρη της γειτόνισσας που ανάφερα πιο πριν, αυτή, κοπελίτσα μικρή, βαρέθηκε φαίνεται το ζαγκάνισμα και το σκούξιμο το δικό μου, μπορεί να μου’ δωσε καμία δυνατώτερη με το ποδάρι ή ν’ αναποδογύρισε από μόνη της η κούνια, όπως και να’ ναι, μ’ απαράτησε μπρούμυτα κι έγινε άφαντη απ’ το φόβο της. Όταν με βρήκαν ύστερα, κόντευα να σκάσω.
- Τη θερμιάρα, την κοψόχρονη! φοβέρισε η βάβω μου. Κόντεψε να μας χάσει το παιδί. Αν τη λάβω στα χέρια μου, θα την κρεμάσω απ’ το κλιτσί!
Αυτά είταν λόγια μονάχα, χωρίς κακία από μέσα, γιατί η Λάμπρω ήρθε και ξαναήρθε στο σπίτι μας, χωρίς να την πειράξει κανένας. Και ποιος θα την πείραζε, αφού η βάβω μου την είχε κόρη του αδερφού της;
Άλλη μια φορά μ’ είχανε πάρει οι δικοί μου κοντά τους σε κάτι χωράφια όπου σκάφταν ή σκαλίζαν. Και σε μια στιγμή που δε με πρόσεχαν, πήρα από καταγής πουρναρόφυλλα και τα’ βαλα στο στόμα μου. Σκάλωσαν στο λαιμό και τρόμαξαν να μου τα βγάλουν ακούγοντας το ρέψιμό μου.
Μα το χειρότερο είταν κάτι που μου παρουσιάστηκε στα πέντε χρόνια, κάτι σπειριά στο κεφάλι. Το σπίτι μας είταν από πάντα ανοιχτό και περνοδιάβαιναν μουσαφιραίοι. Μια βραδιά πέρασε κάποιος ξένος και γι’ ανταπόδοση της φιλοξενίας σύστησε στον πατέρα μου ένα γιατρικό, μια αλοιφή. Μου αλέιψαν τα σπειριά και πέρασαν μ’ εκείνη. Αλλά ύστερα με χτύπησε στ’ αφτί· με πονούσε και μάζευε.
- Δεν έπρεπε να κλείσουν τα σπεριά, είπε η βάβω. Αυτά είχαν το λογαριασμό τους, να βγει το χαλασμένο αίμα. Τώρα το φούντωσαν μέσα το κακό. Θεός να φυλάξει από χειρότερα. Το είπα γω, αλλά δε μ’ άκουσαν...
Αυτό το πλάγιο παράπονο είταν για τον πατέρα μου, που δεν άκουγε κανέναν, έκανε ό,τι του κατάβαζε, αγύριγο κεφάλι, αρβανίτικο.
- Είναι φάρα τριγιανταίικη, μου’ λεγε αργότερα η ίδια. Ένας Τριαντάτης, απ’ αυτούς που κάθονται πέρα στη Δάφνη, το’ χω ακουστά αφόντας είμουν μικρή, κάποτε πείσμωσε με τη γυναίκα του, δεν ξέρω σε τι, εκεί πόκαναν χωράφι, και χωρίς να χασομερήσει, έτσι που είταν καπνισμένος, λύνει απ’ τη ζέβλα το’ να καματερό και ζέφτει ο τρισκατάρατος τη νοικοκυρά του – αν έχει ακουστεί τέτιο ανάθεμα πουθενά!
- Κι όργωσε η γυναίκα του, βάβω ; ρώτησα με φρίκη.
- Μπόρειε να κάμει αλλιώς, παιδάκι μου; Θα την έθαφτε αδεκεί ζωντανή! Άπονοι άνθρωποι, καρδιά από στουρνάρι.
Κι η βάβω κουνούσε το κεφάλι της, καθώς θυμόταν εκείνα τα σκληρά χρόνια.
Είμουν αρκετά μεγάλος πια και καταλάβαινα τις ιστορίες που μου’ λεγε.
- Έχει καιρό που πέθανε η μάνα σου; τη ρώτησα μια μέρα.
- Δεν πέθανε, τη σκότωσαν.
- Τη σκότωσαν!, είπα με τρεμούλα και περιέργεια. Ποιος;
- Θέλεις να το μάθεις κι αυτό; Άκουσε.
Και μου διηγήθηκε πως μια μέρα, εκεί που σκάλιζαν η μάνα της κι οι αδερφάδες της, σε κάτι χωράφια όξω απ’ το χωριό, απάνω στο τραγούδι και την ξεγνιασιά τους, φανερώθηκε μπρος τους άντρας οργισμένος, μ’ άρματα στο χέρι, και δίχως να τις χαιρετίσει, δίχως να βγάλει άχνα, ξεκρεμάει το ντουφέκι του κι αρχινάει την παταριά...
- Τις σκότωσε όλες;
- Άφησε στον τόπο δυό και γλύτωσαν οι άλλες δυό. Μπορεί νάημουν κι εγώ θρακιασμένη εκείνη τη ημέρα, μα είχα δουλιές εδώ και δεν πήγα να τις βοηθήσω.
- Και τι του έφταιγαν του γρουσούζη;
Η βάβω κούνησε αλαφρά το κεφάλι της, μην ξέροντας πώς να το πει.
- Να ήθελε να πάρει την αδελφή μου και δεν του τη δίναν. Έβγαλε πως τον ξόμπλιαζαν τάχα, πως τον παραγκώμιαζαν και δε μπορούσε να σταθεί στο χωριό. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ξεμπέρδεψε τη μάνα μου και την αδερφή μου, εκείνη που δεν τον ήθελε γι’ άντρα της, διάβηκε την ίδια μέρα το ποτάμι και τρύπωσε στο ελληνικό.
- Και τι απόγινε ύστερα;
- Αλιά σ’ εκείνες που τις σκέπασε η μαύρη πλάκα. Αυτός έζησε και πρόκοψε πέρα στο Βραχώρι, αν έχεις ακουστά. Εκεί παντρεύτηκε , έκαμε και παιδιά.
Κοίταζα να ιδώ στο πρόσωπο της βάβως μου φλόγα οργής για το φονιά, μα δε φαινόταν τίποτ’ άλλο από ένα βουβό παράπονο για τις αδικοσκοτωμένες. Τα χρόνια πέρασαν και το απάλυναν, το’ καμαν πια καρτερία. Είταν γραφτό της τύχης, θέλημα Θεού. Ξαναπαίρνει ποτέ ψυχή ο πεθαμένος;...( απόσπασμα, τρισάγιο στον Γιώργο Κοτζιούλα, 29 Αυγούστου 1956)
Γιώργος Κοτζιούλας , Η βάβω η Θόδω, Διηγήματα και άλλα πεζά, Άπαντα τομ. 2, Δίφρος, Αθήνα 2013 , 2η έκδοση
Η βάβω η Θόδω, η γιαγιά του ποιητή, ήταν το πιο αγαπημένο πρόσωπο του από τα πρόσωπα του συγγενικού του κύκλου. Τη χαρακτηριστική προσωπικότητα και τ’ όνομά της τα συναντάμε συχνότατα στην ποίηση και στην πεζογραφία του Γ. Κοτζιούλα. Συγκινητική είναι η αφιέρωση της ποιητικής συλλογής « Σιγανή Φωτιά» ( Αθήνα 1938):
Στη βάβω μου τη Θόδω,
το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο στον κόσμο,
τη γυναίκα που μ’ άξηνε στα χέρια της
και που δεν ήξερε άλλο από το « Πάτερ ημών»,
αφιερώνω με σέβας αυτό το βιβλίο μου
που δεν επρόφτασε να τ’ ακούσει ζωντανή,
αναπαμένη από τα πρόπερσι,
τέλη του Χαμένου.
Το πεζογράφημα αυτό βρέθηκε στα κατάλοιπα του Γ. Κοτζιούλα. Γραμμένο με μολύβι σε 43 χειρόγραφες σελίδες, έχει ένα σχέδιο εξωφύλλου με τοποχρονολογία Αθήνα 1952 και μια λευκή σελίδα με την αφιέρωση Τρισάγιο στην ψυχή της. Το αφήγημα σταματάει απότομα στη σελίδα 43 είτε γιατί δεν συνεχίστηκε είτε γιατί δε βρέθηκε το χειρόγραφο μετά από αυτή τη σελίδα.
Η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου