Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ανθρωπάκος της βροχής



Είχε χαθεί από χρόνια στη βροχή.
Έβρεχε σ' όλο το μάκρος της πείρας του, σ' όλο το διάστημα της ζωής του. 
Τα μάτια του γίνηκαν ένα με τη βροχή και τ' αυτιά του δεν ξεχώριζαν τίποτ' άλλο απ' τον ήχο της.
Ώρες - ώρες λογάριαζε να βρει μια διέξοδο, ν' ανοίξει μια παρένθεση ήλιου για να στεγνώσει απ' τον παραδαρμό της βροχής.
Ο ουρανός του όμως ήταν μια ξεχειλισμένη θάλασσα κ' η γη του ένα σκοτεινό κι' απέραντο χάσμα.
Είχε χάσει τα ίχνη της ζωής του μέσα στο μάκρος της βροχής.
Βάδιζε και δεν πορευόταν γιατί ποτέ του δε μάκρυνε απ' το χώρο της βροχής.
Έβλεπε χωρίς να μιλάει, χωρίς να κατορθώνει να πείσει τον εαυτό του πως είδε άλλη συνέχεια απ' τη δύναμη της βροχής.
Κάποτε είχε αρχίσει να τραγουδάει κ' είδε πως τα λόγια του τραγουδιού του μίλαγαν για βροχή κι' η μουσική του κυλούσε με το ρυθμό της βροχής καθώς μια υγρή μελωδία που πλημμυρίζει τη φαντασία μ' απαίσια καταχνιά.
Νόμιζε πως ονειρευόταν ξεχασμένος σ' έναν ύπνο αιώνων κι' έβλεπε τον εαυτό του σαν μια μικρή χιονοστηβάδα που λυώνει μες στη βροχή.
Από τότε πίστεψε πως είχε πεθάνει, πως ήταν πνιγμένος σε μια μεγάλη θάλασσα και πως σάπιζε από καιρό μέσα στον άξενο πόντο.
Έβρεχε στο μυαλό του, σε κάθε βήμα και πράξη του · έβρεχε όλο έβρεχε στη ρημαγμένη ζωή του.
Ποτέ δεν κοιμόταν και νόμιζε πως κοιμόταν και την ώρα που πίστευε πως κοιμόταν αυτός χοροπήδαγε στο ρυθμό της βροχής.
Έβρεχε από τ' αστέρια, από τον ήλιο και το φεγγάρι κι' αυτός μουσκευόταν ως μέσα στα φυλλοκάρδια του που τ' άνοιωθε να σφαδάζουν σαν το μοσχάρι που ξάπλωσε στα χώματα το μαχαίρι.
Έβρεχε απ' τα μάτια των άλλων από τα πράσινα χείλη τους, από τη στυγνή καθημερινή και το συνεφιασμένο ξημέρωμα.
Έβρεχε χρόνια μπρος και χρόνια πίσω.
Από παιδάκι που συλλάβιζε τα βιβλία ζούσε με κατακλυσμό.
Είχε μουλιάσει καθώς ένα γερασμένο σφουγγάρι που σαπίζει στους βυθούς.
Φανταζόταν λοιπόν τον εαυτό του ένα μικρούλικο κοίτος γιομάτο σχισμές κι' ανοίγματα που κατακλύζεται απ' τα νερά.
Βούλιαζε κι' όλο βούλιαζε στη λασπωμένη γη που πατούσε κι' αισθανόταν πως βυθίζεται στον ακράτητο ωκεανό.
Κι' έβλεπε τότε' κει κάτω τους θεούς των ανθρώπων τουμπανιασμένους να τους τραβούν πέρα δώθε τα θαλάσσια ρεύματα.
Έτσι κατάντησε μια μαστιγωμένη συμφορά και έτρεχε σαν εφιάλτης κυνηγώντας τους εφιάλτες του.
Μια τελευταία του επιθυμία ήταν να μεταβάλει το καταραμένο χρώμα της βροχής.
Ονειρευόταν μια βροχή πράσινη, κόκκινη, γαλάζια, πορτοκαλιά. Μια βροχή με λαμπερά χρώματα όπως αυτά πούχε ακούσει να λένε για το ουράνιο τόξο όταν ξεπροβάλλει στον ουρανό μετά τη νεροποντή.
Έτσι θάλλαζεν όψη κι' ο κόσμος χρωματισμένος στα βάθη του ονείρου του.
Είχε σπαράξει να βλέπει τ' αγαπημένα του πρόσωπα να λυώνουν απ' τη βροχή κι' είχε αντικρύσει το θέαμα των ματιών τους να καθρεφτίζουν αθόρυβα την πίκρα του κόσμου.
Από τότε βιδώθηκε μια κακόηχη λέξη στο μυαλό του: α ν η μ π ο ρ ι ά· κ' η λέξηαυτή με το σκληρό της νόημα σχημάτισε μια ρυθμική φρίκη στα χείλη του.
Κάποτε βουβάθηκε για πάντα κι' όλο το μάκρος της συμφοράς σκεπάσθηκε σ' ένα μικρό - μικρό μνηματάκι. Σ' ένα λάκκο που δε χώραγε παρά μισό μπόι νερό.
Εκεί μέσα καταχωνιάστηκε όλος αυτός ο κατακλυσμός της συφοριασμένης ζωής του.
Όμως το κατάξερο χώμα που τον σκέπασε ήλθε σαν μι' αποκάλυψη σ' αυτά που ανιστορούμε, γιατί ξερό καθώς ήταν και πετρωμένο, φανέρωνε τη φοβερή α ν υ δ ρ ί α  σ' αυτούς τους απάνθρωπους και θηριώδεις τόπους της α ν ά γ κ η ς.
Το γεγονός είναι πως είχε χάσει τον εαυτό του κι' αισθανόταν στο σώμα του τους ραβδισμούς της ανάγκης σαν καθημερινό μαστίγωμα μιας ατέλειωτης βροχής.

Μήτσος Λυγίζος
Δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό Ηπειρωτικές σελίδες, φ.1 Σεπτέμβριος 1952

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου