Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Η πτώση και η άνοδος του κ. Γκρόσαπ


 ...Η οικονομική κρίση έμοιαζε με κάποια φυσική καταστροφή, κάτι σαν πλημμύρα, τυφώνα ή θύελλα, που αφάνιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Κάπως έτσι αποτυπώθηκε στο μυαλό του κοινού ανθρώπου. Όμως, αντίθετα με τη θύελλα, η κρίση δεν κόπαζε. Συνεχιζόταν χρόνο με το χρόνο, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, έπαιρνε όλο και νέες διαστάσεις, βάθαινε όλο και πιο πολύ, στερούσε δουλειές και στέγη, πετούσε εκατομμύρια αστέγους στους δρόμους· εξαπλώθηκε στη Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη, παγίδευσε ολόκληρες χώρες και ηπείρους, την περήφανη Αυτοκρατορία της Μ. Βρετανίας, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία, τα Βαλκάνια, ολόκληρη την Αφρική και την Ασία. Η παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε κατά 42%, ενώ το παγκόσμιο κατά 65%. Υπήρχαν 50.000.000 άνεργοι σε όλο τον κόσμο.
Όμως, ο Ερυθρός Σταυρός δεν έσπευσε σε βοήθεια όταν χτύπησε η κρίση. Δεν παρουσιάστηκαν οργανισμοί για να φροντίσουν τους αρρώστους και τους πεινασμένους, παρά το γεγονός ότι ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός τους ξεπερνούσε κατά πολύ όσους τραυμάτισε  ή άφησε άστεγους οποιοσδήποτε τυφώνας ή σεισμός. Στην αρχή ο κάθε άνθρωπος βρέθηκε μόνος, σιωπηλός μέσα στο σπίτι του· προσπαθούσε να κρύψει την ανεργία και τη φτώχεια του σα να ήταν κάποια ντροπιαστική αρρώστια. Αντίθετα με τον τυφώνα, οι καταστροφές της οικονομικής κρίσης δεν έγιναν άμεσα αντιληπτές, γιατί δεν κάλυπταν μια ορισμένη περιοχή. Αντίθετα, η κρίση βρισκόταν παντού και για πολύ καιρό δεν παρουσιαζόταν τίποτα το ασυνήθιστο. Πίσω, όμως, από τις κρύες και ανέκφραστες προσόψεις των λαϊκών πολυκατοικιών, των μονοκατοικιών και των διαμερισμάτων, κρυμμένοι από τη δημόσια θέα, άντρες και γυναίκες έδιναν τον αγώνα τους, μόνοι στην αρχή, θεωρώντας την καταστροφή σαν προσωπική τους ευθύνη, ενώ μέσα τους υψωνόταν ένας φοβερός πανικός.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πίτερ Γκρόσαπ*, ενός ψηλού, λεπτού 55χρονου άντρα, με λευκό, όλο γωνίες πρόσωπο, που δεν του άρεσε να μιλάει πολύ. Είχε δουλέψει ως ειδικευμένος επιπλοποιός επί 26 χρόνια στη βιομηχανία επίπλων "Τόντι" σε μια μεσοδυτική πόλη 300.000 κατοίκων. Μέχρι τη μέρα της απόλυσής του, στη 1.1.1930, αντιμετώπιζε τον εαυτό του και τη ζωή με ήρεμη ικανοποίηση. Αγαπούσε το σπίτι του, για το οποίο χρωστούσε μόνο 1.800 δολάρια από την πρώτη υποθήκη, αγαπούσε τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά του. Η 17χρονη Μέρι φοιτούσε στην Ακαδημία Sacred Heart και ο 19χρονος Τζορτζ τελείωνε τον πρώτο χρόνο στο πανεπιστήμιο της Πολιτείας.
Η καλύτερή του ώρα ήταν όταν καθόταν στην πολυθρόνα του μετά από το δείπνο. Δε μιλούσε πολύ. Άνοιγε την Daily Record και διάβαζε ακούγοντας ταυτόχρονα ραδιόφωνο. Του άρεσε ο Κάμερον στην " Ώρα του Ford". Τα λόγια του είχαν νόημα. Ένας άνθρωπος βγάζει όσα ακριβώς κερδίζει από τη δουλειά του. Στη ζωή δεν παίρνεις τίποτα περισσότερο απ' όσα προσφέρεις. Μετά από τέτοιες σκέψεις έριχνε μια ματιά στη Φάνι στην κουζίνα, που συνήθως φορούσε το γκρι πουλόβερ της. Εκείνη, όταν τελείωνε το πλύσιμο των πιάτων, καθόταν για λίγο δίπλα του στη μικρή δερμάτινη καρέκλα που ταίριαζε με την πολυθρόνα του. Μερικές φορές ο Πίτερ έπιανε τα σκληρά από τις δουλειές χέρια της και τα γύριζε για να δει το απλό δαχτυλίδι, τη βέρα που της είχε χαρίσει 21 χρόνια πριν. Του άρεσε αυτό το δαχτυλίδι.
Έτσι περνούσαν τα βράδια πριν απολυθεί, την Πρωτοχρονιά του 1930. 18 μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1931, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Ο κ. Γκρόσαπ καθόταν στην πολυθρόνα του όλη μέρα κι έφερνε τα γεγονότα στο μυαλό του για να δει που είχε κάνει λάθος. Ίσως αν είχε γίνει ηλεκτρολόγος μηχανικός ή κάποιο άλλο επάγγελμα του μέλλοντος, τα πράγματα να μην έπαιρναν αυτήν την τροπή.
Δεν ήταν και τόσο άσχημα στην αρχή. Κάποτε - κάποτε έβγαινε από το σπίτι ντυμένος με τα καλά του και περπατούσε γρήγορα, στητός και με πολυάσχολο ύφος σα να βιαζόταν να προλάβει κάποιο επαγγελματικό ραντεβού. Πάντοτε, όμως, κατέληγε στο πάρκο.
- Κάτι θα γίνει, έλεγε στη γυναίκα του, το λέει και ο ίδιος ο Πρόεδρος. Όταν απολύθηκε, είχε στη First National Bank 312,62 δολάρια. Ρευστοποίησε κι ένα ασφαλιστήριο 5.000 δολαρίων και πήρε 1.900 δολάρια. Αν δεν υπήρχαν  οι δόσεις της υποθήκης, που ήταν 58,50 δολάρια το μήνα, τα λεφτά θα κρατούσαν περισσότερο.
Με μεγάλη λύπη αποχωρίστηκε το ρολόι του και ακόμα έκανε τη γνώριμη κίνηση για να το αγγίξει. Αυτό τον έκανε να νιώθει ένα αίσθημα κενού, όμοιο με της τσέπης του όταν έβαζε το χέρι για να βρει κάτι που δεν ήταν στη θέση του. Το είχε δώσει μόνο για 15 δολάρια και η Φάνι είχε δώσει τη βέρα της για ακόμα λιγότερα.
- Προσπαθείς να με γελοιοποιήσεις, κι έβαλες ενέχυρο τη βέρα σου;! την ρώτησε. Θες να μου πεις ότι θα ήθελες να είχες παντρευτεί κάποιον άλλον;
Εκείνες τις μέρες γινόταν έξω φρενών με το παραμικρό, όπως όταν τον ρώτησε γιατί δεν πήγαινε βόλτα, και αυτός άρχισε να βρίζει λέγοντας πως δεν μπορούσε να μείνει κάποιος στο σπίτι του χωρίς ν' αρχίσουν να του λένε να φύγει.
Ίσως αν είχε διαλέξει να δουλέψει στο ραδιόφωνο, τα πράγματα να μην έρχονταν έτσι, σκέφτόταν ο κ. Γκρόσαπ ενώ καθόταν στην πολυθρόνα του και κοιτούσε τον απέναντι τοίχο. Άκουγε τη γυναίκα του που πηγαινοερχόταν στην κουζίνα κάνοντας μικρούς θορύβους σαν του ποντικού, σα να φοβόταν μήπως κάποιος δυνατότερος θόρυβος τον ενοχλήσει. Το σπίτι ήταν πολύ ήσυχο. Τα δύο παιδιά είχαν φύγει.
Ο Τζορτζ αναγκάστηκε να παρατήσει το πανεπιστήμιο. Πρώτα πήγε στο Σικάγο, μετά στο Σεν Λιούις και στο Ντάλας ψάχνοντας για δουλειά. Μακάρι η Φάνι να μην ανησυχούσε τόσο πολύ γι' αυτόν. Δε θα έπεφτε δα και από το τρένο. Την τελευταία φορά που είχαν νέα του, βρισκόταν στο Σαν Ντιέγκο, όπου είχε πάει με οτοστόπ από το Ντάλας. Του έλειπε η κόρη του, η Μέρι. Είχε παντρευτεί. Ο κ. Γκρόσαπ δε συμπαθούσε τον άντρα της. Μερικές φορές φοβόταν ότι είχε φύγει από το σπίτι μόνο και μόνο για να διευκολύνει την κατάσταση. Δεν υπήρχαν λεφτά και ο άντρας του σπιτιού καθόταν χωρίς να κάνει τίποτα.
Τους τελευταίους 6 μήνες έρχονταν ειδοποιήσεις από την τράπεζα για τις καθυστερημένες δόσεις της υποθήκης. Μέρα με τη μέρα. Μέρα με τη μέρα. Δεν άφηνε τον εαυτό του ν' αποτελειώσει τη σκέψη. Η Record φυσικά είχε δίκιο όταν έλεγε ότι κανένας άνθρωπος που πήγαινε  μπροστά, κανένας με εφευρετικό και τολμηρό πνεύμα δεν απευθυνόταν στην Πρόνοια.
Η χειρότερη εμπειρία του ήταν όταν πήγε στο Γραφείο Πρόνοιας της Περιφέρειας. Αναγκάστηκε να περιμένει στην ουρά μαζί με μαύρους, αλλοδαπούς και άλλους τόσο κουρελιασμένους, που δεν αποκλείεται να ήταν αλήτες. Εκείνος ήταν φορολογούμενος Αμερικανός πολίτης και δεν πίστευε στις ελεημοσύνες. Ήταν φυσικά μέλος της AFL, αλλά ούτε και σε αυτήν πίστευε. Τέλοσπάντων, ποτέ δε θα πήγαινε εκεί, αν δεν πεινούσε αυτός και η Φάνι.
Προσπάθησε να εξηγήσει στην κοινωνική λειτουργό ότι η δική του περίπτωση ήταν διαφορετική. Δεν ήταν αλήτης. Όταν μπορούσε να σταθεί ξανά στα πόδια του...τότε όμως η υπάλληλος χαμογέλασε κουρασμένα με φιλικό ύφος - που, ωστόσο, φάνηκε κοροϊδευτικό στον κ. Γκρόσαπ - και φώναξε:
- Ο επόμενος!
Ήταν δύσκολο να ζήσουν δύο άνθρωποι με 12 δολάρια το μήνα. Αν δανειζόταν χρήματα για να ξοφλήσει την υποθήκη; Τηλεφώνησε στην τράπεζα. Του είπαν ότι ήταν ήδη αργά. Η υπόθεση βρισκόταν στα δικαστήρια και αναμενόταν η απόφαση.
Η γυναίκα του στεκόταν στην πόρτα της κουζίνας. Έκανε πως δεν την είδε.
- Πίτερ, του είπε, πρέπει να σου μιλήσω.
Δε γύρισε να την κοιτάξει. Δεν είχαν τίποτα να να πουν.
- Πίτερ, πρέπει να κάνουμε κάτι!
- Να κάνουμε; Νομίζεις ότι κάθομαι γιατί μου αρέσει;
Ένα τρεμούλιασμα φάνηκε στο στόμα της κυρίας Γκρόσαπ.
- Πίτερ, ποτέ δε μου μιλούσες με αυτόν τον τρόπο.
Την κοίταξε. Εκείνη συνέχιζε να τον κοιτάει σταθερά.
- Μιλούσα με την κυρία Φλάερτι δίπλα. Λέει πως, αν πας στο Συμβούλιο Ανέργων στην οδό Σπίερ, δε θα μας κάνουν έξωση.
Ο κ. Γκρόσαπ δοκίμασε ειλικρινή έκπληξη.
- Να πάω σε αυτήν τη φωλιά των κομμουνιστών; Καλύτερα να πεθάνω!
- Η κυρία Φλάερτι είναι μέλος. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Ο σερίφης θα έρθει όπου να' ναι.
Μέσα στην έξαψη του, ο κύριος Γκρόσαπ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και στάθηκε με μεγαλοπρέπεια.
- Η Record λέει ότι αυτοί οι τύποι είναι κομμουνιστές! Μπορεί να μου πάρουν το σπίτι, είπε και η φωνή του έσπασε απότομα, αλλά εγώ δε ζητάω βοήθεια από κομμουνιστές!
Έφτασαν την επόμενη μέρα. Ο κύριος Γκρόσαπ δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ακόμα και όταν τα βαριά τους βήματα αντηχούσαν μέσα στο σπίτι, όταν κατέβασαν τα κρεβάτια κι έβγαλαν τον παλιό καναπέ στο δρόμο, ακόμα και τότε δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τον λήστευαν και ήταν μόνος. Δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει. Δεν υπήρχε Αστυνομία για να της τηλεφωνήσει, γιατί αυτή η ίδια τον πετούσε στο δρόμο. Ή τουλάχιστον οι βοηθοί του σερίφη.
Η κυρία Γκρόσαπ στεκόταν στην κουζίνα μαζεμένη σε μια γωνιά για να μην εμποδίζει, με πρόσωπο σοβαρό και γερασμένο. Ο κύριος Γκρόσαπ ακολουθούσε τους σερίφηδες σα σκιά μέσα - έξω, πιάνοντας τα έπιπλα που φοβόταν ότι θα πέσουν ή θα γρατσουνιστούν. Έξω στο δρόμο στάθηκε ζαλισμένος δίπλα στην περιουσία του, που κάποτε του έδινε δύναμη και σιγουριά, το ψυγείο, το Outwater Kent, τα κατσαρολικά, η φωτογραφία από το γάμο τους, την κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Τζορτζ με την ομάδα του μπέιζμπολ στο Γυμνάσιο, τα κρεβάτια και τα στρώματα όπου κοιμούνταν, τα πιάτα όπου έτρωγαν. Ένας σερίφης εξέταζε προσεκτικά τα καλά σεντόνια της κυρίας Γκρόσαπ. Οι γείτονες στέκονταν γύρω από τον κύριο Γκρόσαπ, αλλά εκείνος δεν ήταν σε θέση να νιώσει τη συμπόνια τους, ούτε και να καταλάβει τι συνέβαινε.
Δύο αστυνομικοί έβγαζαν από την πόρτα την πολυθρόνα του. Την κουβαλούσαν με κόπο και τα βήματά τους δεν ήταν σταθερά, ώσπου ο ένας παραπάτησε και, πριν προλάβει να τρέξει σε βοήθεια ο Γκρόσαπ, η πολυθρόνα σωριάστηκε στα σκαλιά.
- Θεέ μου! φώναξε ο Γκρόσαπ. Δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό!
Κατάλαβε ότι ο κύριος Φλάερτι τον τραβούσε από το μανίκι και προσπαθούσε κάτι να του πει, αλλά η οργή του ήταν τόσο έντονη, που δεν του απάντησε. Οι αστυνομικοί στέκονταν τώρα στη βεράντα και κοιτούσαν μια ομάδα από άντρες και γυναίκες που πλησίαζε. Ένας ψηλός μαύρος, προφανώς ο επικεφαλής, στεκόταν δίπλα στον κύριο Φλάερτι.
- Μα το Θεό! φώναξε ξανά ο κύριος Γκρόσαπ προσπαθώντας να ορθώσει την πολυθρόνα και να βάλει στη θέση του το μεγάλο δερμάτινο μαξιλάρι της: Δεν μπορείτε να μεταχειρίζεστε την περιουσία του άλλου με αυτόν τον τρόπο!
Κοίταξε γύρω του. Το πρόσωπό του έκανε σπασμούς. Ο κύριος Φλάερτι του  είπε:
- Είμαστε από το Συμβούλιο Ανέργων. Θέλουμε να βοηθήσουμε.
- Λοιπόν, μα το Θεό, αν θέλετε να βοηθήσετε, τότε κάντε κάτι!
Ο ψηλός μαύρος κοίταξε για μια στιγμή τους 5 αστυνομικούς στη βεράντα και μετά την ομάδα των 30 ανέργων.
- Πηγαίνετέ τα πίσω, είπε.
Στο λεπτό, μπροστά στα μάτια του κυρίου Γκρόσαπ, όλη η πολύτιμη περιουσία, η πολυθρόνα του, ακόμα και το μεγάλο ψυγείο, οι σανίδες του κρεβατιού, οι φωτογραφίες, τα πάντα, επέστρεφαν στο σπίτι. Οι γείτονες άρπαξαν κι εκείνοι κατασρολικά και στρώματα και, παραπατώντας, γελώντας δυνατά και φωνάζοντας με ενθουσιασμο, ανέβαιναν στη βεράντα κι έμπαιναν μέσα στο σπίτι. Πήγε να γίνει μια μικροσυμπλοκή με τους αστυνομικούς, αλλά με τη βοήθεια όλο και περισσότερων γειτόνων το εμπόδιο αυτό παρακάμφθηκε.
Ο κύριος Γκρόσαπ δεν κατάλαβε ποτέ πώς έγιναν όλ' αυτά. Ήταν σαν ένα όμορφο όνειρο. Είχε ξανά το σπίτι του. Είχε δύναμη. Είχε φίλους. Η πολυθρόνα του ήταν στη θέση της. Η γυναίκα του ξαφνικά ξανάνιωσε. Έφτασαν αστυνομικές ενισχύσεις, αλλά έφυγαν μόλις αντίκρισαν το πολυάριθμο πλήθος έξω από το σπίτι. Κάποιος στην κουζίνα έφτιαχνε καφέ και σάντουιτς.
Ήταν σα γιορτή. Όλοι φώναζαν και γελούσαν. Ο κύριος Γκρόσαπ έσφιξε τα χέρια τουλάχιστον 25 αντρών που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Ο μαύρος ηγέτης των ανέργων, ο Χιου Χέντερσον, μ' ένα σάντουιτς στο χέρι, έβγαλε λόγο στην μπροστινή βεράντα.
Σε λίγο ο κύριος Γκρόσαπ συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να βγάζει και αυτός λόγο.
- Μετά από μια ζωή σκληρής δουλειάς, είπε, να σου παίρνουν το σπίτι! Δεν είναι σωστό. Έβγαλαν την πολυθρόνα μου, τα πάντα, στο δρόμο. Δούλεψα σκληρά σε όλη μου τη ζωή. Δεν είναι σωστό.
Όλοι επιδοκίμασαν με φωνές. Μερικοί έφυγαν, αλλά οι περισσότεροι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι.
- Θα μείνουμε για λίγο , είπε ο κύριος Χέντερσον, για να σιγουρευτούμε ότι δε θα ξανάρθει η Αστυνομία.
Η μεγάλη ένταση, η αδυσώπητη μοναξιά εγκατέλειπαν σιγά - σιγά τον κύριο Γκρόσαπ. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο δυστυχισμένος ήταν. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτα μόνος του. Δεν ήξερε πόσοι άνθρωποι περνούσαν τα ίδια βάσανα με τα δικά του.
Κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Ένιωθε πως είχε βγει από τη φυλακή του απομονωμένου εαυτού του. Τώρα πια δεν καθόταν στο σπίτι όλη μέρα. Έρχονταν στιγμές, στις πικετοφορίες ή όταν μαχόταν με την Αστυνομία καθώς βοηθούσε να μεταφερθούν μέσα τα έπιπλα κάποιου άλλου, που παραξενευόταν για το πόσο κλειστός άνθρωπος υπήρξε κάποτε. Και δεν ήταν, φυσικά, διασκεδαστικό. Αναπτυσσόταν μέσα από τις αντιξοότητες και το ίδιο έκανε το μεγαλύτερο μέρος της χώρας.

*Αυτή η ιστορία βασίζεται σε αληθινή συνέντευξη. Για ευνόητους λόγους δε δίνεται το όνομα της πόλης ή η ακριβής θέση της. 


 Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μορέ, Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ. Από τον Εμφύλιο μέχρι το μακαρθισμό. Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα 2020,  μετάφραση Αθηνά Παναγοπούλου.

Ένα εξαιρετικό και πολύ ενδιαφέρον βιβλίο , γραμμένο με γλαφυρό τρόπο προσελκύει τον αναγνώστη από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, και δεν είναι  λίγες οι σελίδες. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν άγνωστα ιστορικά γεγονότα , πρόσωπα του συνδικαλιστικού κινήματος, απλούς και καθημερινούς ανθρώπους όχι μόνο στον αγώνα της επιβίωσης, αλλά στον αγώνα μιας καλύτερης ζωής , μιας καλύτερης Αμερικής, βασισμένοι  σε μια πολύ πλούσια βιβλιογραφία και πλήθος πηγών και μαρτυριών. 
Όπως σημειώνουν και οι ίδιοι στην εισαγωγή:
 " Η ιστορία της εργατικής τάξης της χώρας μας ακόμη δεν έχει ειπωθεί. Σε μεγάλο βαθμό είναι απούσα από τα διδακτικά εγχειρίδια και τη συμβατική ιστορία. Είναι κάτι παραπάνω από μια απαρίθμηση απεργιών, χαφιέδων και σκευωριών, οργάνωσης και οικοδόμησης συνδικάτων, αντρών και γυναικών που πέθαναν για μια καλύτερη ζωή σε μια καλύτερη Αμερική. Η αξία αυτού του βιβλίου, εκτός από το ότι ολοκληρώνεται μέσα σ' έναν τόμο, βρίσκεται στο ότι δεν περιορίζεται σ' ένα μόνο τομέα, αλλά μπαίνει στην καρδιά της ιστορίας του αμερικάνικου λαού. Από μια άποψη, το βιβλίο δεν είναι ή ιστορία της εργατικής τάξης μόνο, αλλά και η ιστορία του αμερικανικού λαού ιδωμένη από τη σκοπιά της εργατικής τάξης. Ακόμα, είναι η ιστορία του αμερικανικού μονοπωλίου: Δείχνει πώς η εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος αναπτύχθηκε ως μέρος της πάλης του αμερικανικού λαού ενάντια στην τυραννία των μονοπωλίων. Το μεγάλο άλμα προς το βιομηχανικό συνδικαλισμό ήταν η απάντηση στα τραστ και στον έλεγχο που ασκούσαν οι μεγάλες βιομηχανικές αυτοκρατορίες. Η εργατική τάξη γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα από την πάλη της με τα μονοπώλια...
Σε αυτό το βιβλίο περιέχεται η ιστορία των ανώνυμων αντρών και γυναικών που αποτέλεσαν την καρδιά του εργατικού κινήματος. Μεταφέρει την πάλη τους και στη σύγχρονη εποχή της κυριαρχίας των μεγάλων επιχειρήσεων"

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου