Gabriele Münter, Πρωινό με τα πουλιά, 1934. Εθνικό Μουσείο των Γυναικών στις Τέχνες. Ουάσινγκτον.
( ο πίνακας δανεισμένος από το εξαιρετικό ιστολόγιο Άννα Αγγελοπούλου )
Η κ. Μαρία αισθανόταν πολύ μόνη εκείνο το πρωινό. Ήταν τόσο ήσυχα όλα! Τα παιδιά στις δουλειές τους, τα εγγόνια της στο σχολείο, η κοπέλα που βοηθούσε στο σπίτι χαμένη στην κουζίνα. Ένοιωθε τη μοναξιά σαν τον κρύο αέρα να την ακουμπά και να την πονάει. Ήταν βλέπεις και οι μέρες, τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν, άλλη μια χρονιά χωρίς εκείνον! Ένα δάκρυ στάθηκε στην άκρη του ματιού.
" Συχώρα με Θεέ μου", σκέφτηκε, " στάθηκα ευλογημένη σ' αυτόν τον κόσμο! Ένα σπίτι γεμάτο αγάπη. Με αυτή ξεπεράσαμε κάθε δυσκολία, κάθε μπόρα. Με την αγάπη, με τη συνεννόηση, με το νοικοκυριό". Στάθηκε κοντά στο παράθυρο. Ένας μικρός κοκκινολαίμης, κρυωμένος, είχε καθίσει στη σιδεριά της βεράντας. Γλύκανε η καρδιά. Περιδιάβηκε με τη ματιά τον κήπο τους και χάρηκε την αστραφτερή του λευκότητα! Ο καιρός τούς είχε κάνει τη χάρη. Ένα απαλό, αφράτο χριστουγεννιάτικο χιόνι σκέπαζε τις πρασινάδες και τις βραγιές. Κι εκείνο το έλατο στη γωνιά, πανέμορφο, έγερνε τα βαρυφορτωμένα του κλαδιά κι έμοιαζε ευτυχισμένο. Σαν τα έλατα εκεί πάνω στην Πίνδο!
Δεν ήθελε πολύ ο νους και ξέφυγε, ταξίδεψε και πήγε εκεί ψηλά, στο πανέμορφο βλαχοχώρι της Πίνδου, το γεμάτο έλατα, οξιές και φλαμούρια. Θα' ναι γεμάτο χιόνια τώρα, σκέφτηκε, και το ποτάμι θα βογκά απ' τα πολλά νερά, και τα μπουχαριά όλα θα καπνίζουν!
" Κυρία, έχετε ένα γράμμα". Ούτε που είχε ακούσει την πόρτα που άνοιξε, ήταν τόσο όμορφο το ταξίδι εκεί ψηλά, εκεί βαθιά στην ψυχή της!
" Ευχαριστώ παιδί μου, άφησέ το εκεί".
Από κάποια εταιρεία θα είναι, σκέφτηκε, οι τυπικές ευχές των ημερών. Στάθηκε για λίγο ακόμη και χάρηκε τον κοκκινολαίμη που άφηνε τα ντελικάτα του πατήματα πάνω στο χιόνι , μέχρι που, μ' ένα ξαφνιασμένο φρουου, χάθηκε στον αέρα.
Γύρισε κοντά στο τζάκι και με την τσιμπίδα συνδαύλισε τα ξύλα που έκαιγαν εκεί. Πάνω στο τραπεζάκι είδε τον φάκελο. Της φάνηκε παράξενο, δεν έμοιαζε με τις συνηθισμένες ευχετήριες κάρτες. Κάθισε στην πολυθρόνα, φόρεσε τα γυαλιά της και τον πήρε στα χέρια. Κυρία Μαρία...Οδός...Εκάλη Αττικής Greece. Τον γύρισε από την άλλη μεριά και το ξενικό όνομα που διάβασε καθόλου δεν την βοήθησε. Από τον Καναδά; Αναρωτήθηκε. Κάτι, σαν ένα ελάχιστο φως, ακούμπησε τη σκέψη. Άνοιξε το φάκελο, μια μικρή φωτογραφία γλίστρησε από το διπλωμένο και καλογραμμένο επιστολόχαρτο. Ήταν εκεί, στο μεγάλο τοξωτό γεφύρι που αντάμωνε τους δυο μαχαλάδες του χωριού. Πέντε κορίτσια, πέντε ανοιξιάτικα χαμόγελα, με καρό φουστίτσες και τα άσπρα σοσονάκια, ν' αφήνουν τις μακριές τους κοτσίδες, που παίζανε με το αγέρι, να τις φιλά ο ήλιος. Η Αλεξάνδρα, η Μέλπω, η Μοσχούλα, η Λένη η αδερφή της κι εκείνη. Ένοιωσε στο πρόσωπό της το υγρό αεράκι από το ποτάμι να την ακουμπά, να τη γλυκαίνει. Θυμόταν, ναι θυμόταν! Ήταν Πάσχα, έτσι όπως είναι το Πάσχα εκεί ψηλά στην Πίνδο. Ίσα - ίσα που χλόιζαν τα φύλλα στα δέντρα, στα μουσκεμένα χασήλια τα πρώιμα λουλουδάκια, αυτά που αντέχουν τον κρύο καιρό, σκορπούσαν χρώματα, και τα γκουγκούτσια γέμιζαν τον κρυαδερό αέρα μυρωδιές. Το ποτάμι φουσκωμένο, με νερό από τα χιόνια που ακόμα έλιωναν, βογκούσε κι εκείνες έστελναν χαμόγελα στον ήλιο που λαμποκοπούσε και στον ξανθό νεαρό που τις φωτογράφιζε.
Ήταν κάποιες μέρες που είχε φτάσει στο χωριό τους. Γεννημένος στον Καναδά από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Καναδό, ήθελε, λέει, να φωτογραφίσει τη ζωή σ' αυτό το ορεινό βλαχοχώρι, τους ανθρώπους του, τις συνήθεις τους. Τον θυμόταν που τριγυρνούσε όλη μέρα και φωτογράφιζε, "έκλεβε" στιγμές των ανθρώπων και του τόπου και τις έκλεινε στη μηχανή του. Ώσπου, κάποια στιγμή, " έκλεψαν" και τη δική του καρδιά, και την κράτησαν εκεί στο βλαχοχώρι τα γαλάζια μάτια και οι ολόξανθες κοτσίδες της Αλεξάνδρας.
" Θέλω να σε πάρω μαζί μου στον Καναδά, της είπε, να σε παντρευτώ!"
" Στείλε το άλογό σου να με πάρει", του είπε εκείνη. Δεν έφτασε το άλογο, μα σε λίγο καιρό, αφότου έφυγε, έφτασε η πρόσκληση και τα εισιτήρια. Έτσι, η Αλεξάνδρα έφυγε για τον Καναδά. Από τότε είχαν συναντηθεί κάποια Καλοκαίρια στο χωριό και όλοι μιλούσαν για την τύχη της. Σώθηκε, λέγανε οι χωριανοί, και μαζί έσωσε και την οικογένειά της που ήταν από τις φτωχότερες στο χωριό.
Άνοιξε το καλογραμμένο γράμμα.
" Σεβαστή μας κ. Μαρία, η γιαγιά μας, η Αλεξάνδρα, μας μιλούσε πολύ για τη ζωή της στο χωριό, για το σπίτι τς, τις φιλενάδες της, τον τόπο που τόσο αγαπούσε και ποτέ δεν ξέχασε. Και κάθε χρόνο, σαν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μας έλεγε πάντα την ίδια ιστορία.
Μας έλεγε για κάποια Χριστούγεννα που τίποτε δεν είχαν στο σπίτι τους για να γιορτάσουν, ούτε καν λίγο ψωμί. Και τότε, φτάσατε εσείς μες τη νύχτα με τα χέρια γεμάτα και φέρατε τη χαρά και τη γιορτή στο φτωχό σπιτάκι τους. Φέτος, η γιαγιά μας δεν είναι στη ζωή για να μας πει την ίδια ιστορία, μα εμείς, που κρατάμε ζωντανή την παρουσία της μέσα στην καρδιά μας, την ξαναθυμηθήκαμε και θελήσαμε να τη μοιραστούμε μαζί σας. Έχουμε ακούσει τόσα πολλά, για τα παιχνίδια σας στα δάση και στα χειμαδιά, για τους χιονοσκέπαστους Χειμώνες και τα δροσερά Καλοκαίρια! Έχουμε δει τόσες φωτογραφίες, τόσες στιγμές, τόσες εικόνες, τόσα χαμόγελα. Είναι σαν να σας γνωρίζουμε! Είναι σαν να μιλάμε μαζί της. Σας ευχόμαστε..."
Άφησε τα τρεμάμενα χέρια της να ακουμπήσουν στα γόνατα μαζί και το γράμμα. Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε το κεφάλι της πίσω. Γέμισε το σπίτι με εκείνη την κρυαδερή ανάλαφρη καταχνιά, που σηκωνόταν από το ποτάμι και γέμιζε τον τόπο! Την πήρε μαζί του! Την πήρε εκεί ψηλά που κούρνιαζε το μικρό χωριό, σαν αετοφωλιά, στης Πίνδου τις απότομες κορφές. Τις έπιασε όλες από το χέρι και τρέξανε πέρα από το γεφύρι, ως κάτω στις ιτιές που ακουμπούσαν στα παγωμένα νερά. Άκουσαν το δυνατό τραγούδι των νερών που χόρευε πάνω στις μεγάλες πέτρες! Μάζεψαν γκουγκούτσια και χόρτασαν μοσχοβολιά, πήραν στην αγκαλιά τους μικρά αρνάκια κι άκουσαν κυπριά και κουδούνια να γεμίζουν τα βοσκοτόπια. Η σκέψη αγκάλιασε ξεχωριστά την Αλεξάντρα! Εκείνο το καθάριο πρόσωπο, το στεφανωμένο με τις χοντρές κοτσίδες, έτσι όπως τις δίπλωνε πάνω στο κεφάλι, ένα γέλιο ολόκληρη και μια χαρά που ξεχυνόταν στον δρόμο της νιότης. Με τον βουνήσιο αέρα στην περπατησιά της και την περηφάνια της ζωής που παλεύει ορθόκορμη, με το βλέμμα στης μέρας το ξημέρωμα.
Θυμάται. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, από το πρωί είχαν κάνει ένα σωρό δουλειές με την αδερφή της τη Λένη. Κουβάλησαν ξύλα, για να βάλει η μάνα τους τις γάστρες, έφεραν από τη βρύση νερό για τη λάτρα του σπιτιού και τα μαγειρέματα, βοήθησαν τη μάνα τους να φτιάξει τις τηγανίτες, πήγαν στους πιστικούς την πίτα, το ψωμί και τα άλλα καλούδια για τα Χριστούγεννα. Είχε θολώσει πια η μέρα κι εκείνες κοντά στο μπουχαρί ξεμπέρδευαν τα φρεσκολουσμένα ξανθοκόκκινα μαλλιά τους.
" Άντε κορίτσια, μαζέψτε γρήγορα τα μαλλιά σας κι ελάτε στο μαγειρειό".
" Πάλι μάνα;"
" Ακούστε να σας πω. Σήμερα δεν έμεινε μπουχαρί σ' όλο το χωριό να μην καπνίσει. Όλοι καλομαγείρευαν για την αυριανή. Μόνο στης καημένης της Στάθως στιγμή δεν κάπνισε. Τίποτε δεν θα έχουν για αύριο. Άντε Λένη, φέρε από το κατώγι ένα κομμάτι κρέας κι εσύ άναψε τη γάστρα. Θα φτιάξουμε πίτα, να τους την πάτε σαν περάσει η ώρα, μάτι να μην σας δει".
Άνοιξε τα πέτρα με σβελτάδα, μαγείρεψε το κρέας με μπόλικα κρεμμύδια και ρύζι και έφταιξε την πίτα παχιά, αφράτη και μοσχοβολιστή. Την έβαλε στη φωτιά και τη σκέπασε με την καυτή γάστρα.
Μέχρι να γίνει η πίτα, γέμισε ένα νταβά με τηγανίτες, ξεχώρισε δυο καρβέλια ψωμί, ένα πρόσφορο κι απ' την τσαντίλα, που κρεμόταν στη γωνιά, πήρε κι έβαλε φρσκοπηγμένο τυρί στο κλειδοπίνακο.
Σαν πέρασε η ώρα κι οι δρόμοι ερήμωσαν, τα δυο κορίτσια, κρατώντας το σινί με την πίτα και όλα τα φιλέματα, χτύπησαν την πόρτα της Στάθως. Δεν ήταν πρώτη φορά που το έκαναν αυτό. Τους άνοιξαν διστακτικά, το μισοσκόταδο έκρυψε της στιγμής τα συναισθήματα! Κι όταν αυτά είναι ζυμωμένα με τον βουνίσιο τον αέρα, ξέρουν να φυλάγονται καλά και ν' ανθίζουν μόνο στης μοναξιάς τις λέξεις.
Κοίταξε ξανά το γράμμα που τώρα το έβλεπε θολά.
" Σας ευχόμαστε καλά Χριστούγεννα και πάντα το σπίτι σας να είναι γεμάτο αγάπη και χαρά. Τα παιδιά και τα εγγόνια της Αλεξάνδρας".
Έκλεισε το γράμμα στα δυο της χέρια και δεν ήξερε αν αυτό που είχε γλιστρήσει μέσα της ήταν χαρά ή λύπη. Δεν ήξερε πώς να τα διαφεντέψει όλα τούτα που χίμηξαν κι έκαναν το νου και την καρδιά της άνω κάτω. Ένοιωθε την ίδια γλυκόπικρη γεύση, όπως κάθε φορά που έκανε το ταξίδι στους δρόμους του νου. Πήγε κοντά στο παράθυρο, ο κοκκινολαίμης ήταν ξανά εκεί. Άνοιξε το τζάμι και έτριψε ένα μπισκότο πάνω στο χιόνι, την κοίταξε με εμπιστοσύνη και χάρηκε τη λιχουδιά μαζί με πέντε -έξι σπουργιτάκια που έτρεξαν κοντά. Το φως της μέρας, που χόρευε στον χειμωνιάτικο κήπο, ξεδίψασε και γλύκανε τον κόμπο που είχε κάτσει στην καρδιά!
" Γλυκό ταξίδι στην ψυχή και στους καιρούς που βασίλεψαν, κρατώντας απ' το χέρι τις μικρές χαρές και μ' ένα δάκρυ αργυρό, σαν αστεράκι, να φωτάει το δρόμο".
Η Βούλα Λεοντίδη-Πλάτωνα γεννήθηκε στην Ζίτσα Ιωαννίνων και κατοικεί στα Ιωάννινα. Σπούδασε λογιστικά και για αρκετά χρόνια εργάστηκε στην Ε Λ ΕΠ Α Π Ιωαννίνων. Το πρωτόλειο βιβλίο της ήταν "Τα μικρά γιορτάζουν", μια συλλογή από ποιήματα για παιδιά Νηπιαγωγείου και Δημοτικού. Ακολούθησε το βιβλίο "Γεύσεις καρδιάς" με παραδοσιακές συνταγές, διατροφικά και λαογραφικά στοιχεία από την Ζίτσα Ιωαννίνων. Στην συνέχεια εξέδωσε σε βιβλίο με τον τίτλο "...και ζήσανε αυτοί καλά..." μερικά από τα λαϊκά παραμύθια που κατέγραψε στην περιοχή της ιδιαίτερης πατρίδας της. Το 2015 το διήγημά της "Ο κυρ-Γιώργης από το Αϊδίνι" βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Κατά καιρούς έχει κάνει πολλές δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά.
Ευχαριστώ πολύ για την όμορφη δημοσίευση του διηγήματός μου .
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εγώ σας ευχαριστώ που σταθήκατε στο ιστολόγιο μου και σχολιάσατε. Αγαπώ ιδιαίτερα τους ηπειρώτες και τις ηπειρώτισσες συγγραφείς και δημιουργούς, αν και δεν είμαι ηπειρώτισσα, και στηρίζω όπως μπορώ το έργο τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο βιβλίο σας με συγκίνησε.
Να είστε καλά και να μη σταματήσετε να γράφετε.