Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Παιδί όταν ήμουν, άκουσα πρώτη φορά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σ' ένα θερινό σινεμά του Καΐρου, το Saint James...

 Σαν σήμερα έφυγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Στη μνήμη του, αντί άλλων, ένα μικρό απόσπασμα από το άρθρο του συνθέτη Νίκου Ξυδάκη " Η Αθήνα τού οφείλει τη μουσική της", το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Καθημερινή στις 6 Ιουνίου 1999 και επαναδημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Άγρα το 2002 μαζί με "Τα τριαντάφυλλα της Μάρσα Ματρούχ"


Όπως λέει κάπου ο ίδιος, "δεν ξέρω να αναλύω τους ποιητές, γι' αυτό θα αρχίσω από τα προσωπικά μου".
Παιδί όταν ήμουν, άκουσα πρώτη φορά τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σ' ένα θερινό σινεμά του Καΐρου, το Saint James. Ήταν σ' έναν από τους πιο πολυσύχναστους και θορυβώδεις κεντρικούς δρόμους της πόλης. Η βεράντα του ήταν εστιατόριο. Υποφωτισμένο. Βράδυ, ανάμεσα σ' άσπρα τραπεζομάντιλα, στα φυτά και τη βαριά αρωματισμένη, την πηχτή, ζεστή, καλοκαιρινή και κοσμοπολίτική του Καΐρου ατμόσφαιρα. Η μουσική του ίσως της ταινίας Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο. Η φωνή του Ορφέα τραγουδάει " Είμαι άντρας...". Εμείς παιδιά, σχεδόν ανάσκελα, τα μάτια μας έπαιζαν αλλού. Διέσχιζαν τον ουρανό και τα άστρα του. Κάθε τόσο, η ευφορία της μουσικής του Χατζιδάκι μάς τύλιγε ξεχασμένους, παραδομένους όπως στη μουσική του Μότσαρτ και την προκλασική μουσική στο Πλανητάριο, ατενίζοντας γαλαξίες, πολιτείες αστρικές, τα μυστήρια του σύμπαντος κόσμου. Θα' ταν γύρω στο 1960. Μας συγκινούσε, τον τραγουδούσαμε πολύ. Η ολίγο εξωτική μας κοινότητα ονειρευότανε πλέον την επιστροφή της στην Αθήνα και την Ελλάδα. Είχε γευθεί ήδη αρκετά τους καρπούς, γλυκούς και πικρούς, του "αλλού". Τη μουσική του την ταύτιζα με την Αθήνα. Και πάντοτε είχα το αίσθημα ότι η Αθήνα τού οφείλει τη μουσική της. Πριν από εκείνον, η Αθήνα έμοιαζε πως δεν είχε μουσική δική της. Παρά μόνον σ' ένα μακρινό, σχεδόν μυθικό παρελθόν. " Μ' άσπρα πουλιά και σύννεφα τον ουρανό θα ντύσω..." " Αθήνα..." τραγουδούσαμε με το ίδιο πάθος και με μια " εκτός νόμου" σημασίας, όπως εδώ εκείνη την εποχή τραγουδούσε ο κόσμος το " Βράχο βράχο τον καημό μου" του Μίκη Θεοδωράκη. Δηλαδή τα ίδια παντού και πάντοτε.
Ένας γείτονάς μας αριστερός υποπτευότανε τη μουσική του όπως και την ευρωπαϊκή εν γένει, ότι περιείχε διαβρωτικά, αποικιακά στοιχεία. Επειδή άρεσε υπερβολικά σ' έναν ταγματάρχη Εγγλέζο που είχε ξεμείνει στο Κάιρο από τον " καιρό των Εγγλέζων". Τον αναγνωρίζαμε πάντα όταν ερχότανε σπίτι μας, γιατί από τις σκάλες ακόμα μισοσφύριζε  - μισοτραγουδούσε με τα σπασμένα ελληνικά του " Το φεγγάρι είναι κόκκινο, το ποτάμι είναι βαθύ...". Εγώ πάλι, μαγεμένος από το όνομα του Χατζιδάκι χωρίς να γνωρίζω γιατί, δεν πίστευα πως ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Άκουγα απορημένος αυτή τη μουσική. Την ένιωθα σαν ένα "ρήγμα". Ο κόσμος τότε λοξοπατώντας στα ταγκό και τα βαλς, σ' ένα σχεδόν ανεύθυνο κομψό ερωτικό ύφος, ζήταγε τραγούδια αγάπης. Το πρόσωπο της ευτυχίας. Στη χορευτική ατμόσφαιρα, μπλέκονταν  μαζί Ιταλοί, Μαλτέζοι, Γάλλοι, Αρμένιοι, ο Νείλος με το Λούβρο. Εμείς παιδιά νέοι, Καϊρινοί, Αλεξανδρινοί, από το Πόρτ Σάιντ, το Σουέζ, με πρόωρους χωρισμούς, αποχαιρετισμούς στις αποσκευές μας, κάτι σαν λυπημένοι, κάτι σαν χαρούμενοι. Νεοφώτιστοι του ταξιδιού....

κι είμαστε εμείς στο καράβι
με το καπέλο λίγο στραβά
που καπνίζαμε αμέριμνα
τάχα...

για να θυμηθώ και τον Στρατή Τσίρκα. 



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου