Οι δύο άντρες άφησαν το αυτοκίνητο πίσω από μια μάντρα και πήραν ν' ανηφορίζουν το στενό, κεντρικό δρόμο της συνοικίας. Τον έναν τον ξέρουμε κιόλας. Είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο άλλος - ένας συνομήλικός του μελαχρινός, λίγο φαλακρός, με "γραμμένο" μουστάκι και κάπως " αριστοκρατική" θωριά - είναι ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.
Έχει περάσει μισός χρόνος απ' τη βραδιά που έγινε η εκδήλωση στην αίθουσα " Ελευθερίου Βενιζέλου". Πρόβες, ηχογραφήσεις, ταξίδια, επαφές μ' ένα σωρό πρόσωπα, όλα αυτά θέλουν γερά νεύρα και εξαντλητική δουλειά. Ο Μίκης αισθάνεται έναν κλοιό που όσο πάει σφίγγει γύρω του. Κάθε λίγες μέρες ξεκλέβει λίγη ώρα. Γυρίζει τις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Βρίσκει ένα ήσυχο μέρος, χάνεται στις σκέψεις του. Συχνά παίρνει και κανένα φίλο μαζί του, πιάνουν την κουβέντα. Θυμούνται παλιότερες εποχές, ο κλοιός αρχίζει και χαλαρώνει, όπως όταν ρίξεις μια πέτρα στο νερό: οι κύκλοι απομακρύνονται, σβήνουν και το μυαλό ξαναείναι ήρεμο αντίκρυ στα πράγματα. Όπως απόψε. Τούτο το Σαββατόβραδο σε ποτίζει σαν φίνο κρασί. Η άνοιξη έχει μπει για καλά.
Οι δυο άντρες συνεχίζουν ν' ανηφορίζουν. Το σκηνικό γύρω τους είναι πάντα το ίδιο. Ισόγεια, χαμηλά σπίτια. Θυμίζουν νησιώτικους συνοικισμούς: το ένα σπίτι προσπαθεί να καλύψει το άλλο, λες κι από μέρα σε μέρα θα ξανάρθουν κουρσάροι από το πέλαγος. Μια τεράστια ταμπέλα κρέμεται, όπου κι αν κοιτάξεις: ΦΤΩΧΕΙΑ. Σπίτια, δρόμοι, άνθρωποι το φωνάζουν βουβά: ΦΤΩΧΕΙΑ. Από τη δεξιά μεριά έρχεται μια παράξενη μυρουδιά. Τα Λιπάσματα. Ένα μεγάλο βιομηχανικό συγκρότημα. Παράγει τζάμια, κρύσταλλα, μπουκάλια, τσιμέντο. Τα παπούτσια σου αρχίζουν να θαμπώνουν. Αν ο δρόμος σου είναι προς τα κει, θα χωθούν μέσα σε μια άσπρη σκόνη. Απ' τ' αριστερά, χαμηλά, είναι μια μικρή προβλήτα. Μερικά βαπόρια, ξένα. Ρωσικά, γερμανικά, ολλανδέζικα. Θα φορτώσουν...Τα Λιπάσματα. Η Δραπετσώνα. Τούτες οι συνοικίες, τόσο κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, τόσο κοντά στην Αθήνα, μα μπαίνοντας στην επικράτειά τους λες και περνάς τα σύνορα ενός άλλου κόσμου. Είσαι ένας τουρίστας σε ξένη χώρα. Η Αθήνα κι ο Πειραιάς είναι ξεχασμένη ιστορία...
Οι κάτοικοι εδώ μιλάνε την ίδια γλώσσα με σένα. Είναι φτωχοί, μα δε σου θυμίζουν τους κουρελήδες της Αυλής των Θαυμάτων. Όταν το πρωινό λεωφορείο τούς κατεβάσει στην Ακτή Τζελέπη, τους καταπίνει κι αυτούς ο Πειραιάς - το λιμάνι, οι πόρτες των εργοστασίων, των μαγαζιών, οι μοντέρνες πολυκατοικίες με τα εκατοντάδες γραφεία. Τους σκορπίζει σε χίλιες κατευθύνσεις το σιδερένιο ποτάμι, ο " ηλεκτρικός", και τους ξαναμαζεύει το βράδυ. Μέχρι εκείνη την ώρα είναι όμοιοι μ' όλους τους άλλους. Οι Έλληνες είναι ενιαίος λαός κι ας λένε ό,τι θέλουν οι εθνολόγοι. Οι αγρότες , οι ψαράδες, οι εργάτες, οι κάτοικοι των συνοικιών. Είναι όλοι τους φτωχοί. Κι οι φτωχοί είναι ίδιοι. Οι κάτοικοι της Δραπετσώνας όμως έχουν ένα ξεχωριστό "προνόμιο". Τούτες τις μέρες τούς γκρεμίζουν τα σπίτια.
Σε μια μεριά της συνοικίας είναι στοιβαγμένα τα παραπήγματα . Ανθρώπινα κλουβιά από λαμαρίνα, ξύλα, πισσόχαρτο. Κάποιο εργοστάσιο θέλει να επεκταθεί, κάποιος οικοπεδοφάγος να ωφεληθεί, το φιρμάνι βγήκε: " Θα σας χτίσουμε ωραία σπίτια. Μα πρώτα θα γκρεμίσουμε αυτά. Μέχρι τότε πάρτε αυτά τα λίγα λεφτά. Τόσο εκτίμησαν την αξία τους οι ειδικοί". Και πού θα πάτε; Θα δούμε! Ας αρχίσει το γκρέμισμα!" Οι κουρσάροι ήρθαν!
Ο Μίκης σκέφτεται όλα αυτά κι ανηφορίζει. Κοιτάζει το μακρόστενο, ψηλό τοίχο που χάνεται προς τα πάνω...Τούτο το εργοστάσιο βγάζει τόσο τσιμέντο, που θα χτιζόντουσαν στ' αλήθεια ωραία σπίτια. Στο ίδιο ακριβώς μέρος. Όμως τα πλοία περιμένουν να φορτώσουν. Ρωσικά, γερμανικά, ολλανδέζικα. Το τσιμέντο φεύγει γι' αλλού.
Ένα από τα πρώτα τραγούδια του Μίκη που κυκλοφόρησαν σε δίσκο μετά τον Επιτάφιο είναι και η " Δραπετσώνα". Τους στίχους τούς έχει γράψει ο Τάσος Λειβαδίτης. Ένα τραγούδι γι' αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους, που αναγκάζονται κι εγκαταλείπουν τον τόπο όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Που τους ξερίζωσαν οι "ειδικοί". Σαν σεισμός. Ένα πρωί, στέλνοντάς τους ένα μικρό χαρτί με λίγες λέξεις και πολλές σφραγίδες: κυβερνητική απόφαση.
Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά
εγώ κι εκείνη όνειρα, φιλιά.
Το' δερνε ο αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκαπαντοχή.
Αχ! Το σπιτάκι μας κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου και πάμε, αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.
Μόλις κυκλοφόρησε η " Δραπετσώνα", έγινε αμέσως σύμβολο όλων εκείνων που ζουν στις γειτονιές της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων. Έγινε η φωνή αυτών των " φτωχών αγίων", που περιμένουν καρτερικά μια αλλαγή στο ριζικό τους. Καθώς όμως οι ήχοι του μπουζουκιού κομματιάζουν την ηρεμία μέσα στη μικρή ταβέρνα, και καθώς ο εργάτης σηκώνεται να χορέψει το ζεϊμπέκικο, βγάζει μαζί του τραγουδιστή μακρόσυρτη, παραπονεμένη κραυγή. Η " Δραπετσώνα" γίνεται ξαφνικά σύμβολο πάλης και αισιοδοξίας. Κι ο βασανισμένος άνθρωπος που χορεύει, κι άλλοι που τον παρακολουθούν αμίλητοι, αρχίζουν να βλέπουν καθαρά το μοναδικό δρόμο που θ' αλλάξει το ριζικό τους. Πρέπει να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σ' αυτό το μεράδι γης που τους ανήκει.
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά.
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός,
κάθε παράθυρό του κι ουρανός.
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώνουν τα παιδιά.
Αχ! Το σπιτάκι μας κι αυτό είχε καρδιά.
Έχουν κάτσει σ' ένα καφενεδάκι που έχει βγάλει δυο - τρία τραπέζια στο πεζοδρόμιο. Το βράδυ κατηφορίζει πια χωρίς να βιάζεται, είναι Απρίλης. Παραγγέλνουν.
" Δεν κοιτάς εκείνους τους στίχους που σου έδωσα;" λέει ο Λειβαδίτης στον Μίκη.
Ο Μίκης διαβάζει δυο χειρόγραφα. Τίτλος του πρώτου τραγουδιού: " Σαββατόβραδο"...
Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη
παίζουν τον έρωτα κρυφά στις μάντρες τα παιδιά.
Σάββατο βράδυ μου έμορφο, ίδιο Χριστός Ανέστη
κι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά.
Πάει κι απόψε τ' όμορφο, τ' όμορφο τ' απόβραδο
από Δευτέρα πάλι πίκρα και σκοτάδι
αχ, να' ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο.[...]
Τις περισσότερες φορές συνθέτει πάνω σε στίχους που του γράφουν ειδικά φίλοι του ποιητές. Είναι δύσκολο να βρεις μέσα στις ποιητικές ανθολογίες κάτι που να είναι έτοιμο για τραγούδι. Ο ίδιος μπορεί να γράψει μουσική ακόμα και σε πεζό κείμενο! Όμως το τραγούδι έχει τους δικούς του νόμους. Κι ακόμα πρέπει να' χει λόγια απλά, εύληπτα.
Πριν λίγες μέρες αυτό ακριβώς το θέμα είχε θίξει ένας φοιτητής της Νομικής σε μια μεγάλη συζήτηση που έγινε - γύρω από τη μουσική του - στο " Νέο Θέατρο".
Ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου απάντησε καταφατικά. Ο Θεοδωράκης όμως είχε σοβαρές αντιρρήσεις.
" Τα μέσα", είπε, " προκειμένου για λαϊκό τραγούδι πρέπει να είναι πολύ καθαρά, πολύ ουσιαστικά, χωρίς "σάλτσες", γιατί το λαϊκό τραγούδι βασίζεται μόνο στην μελωδία. Ο Επιτάφιος του Ρίτσου είναι εμπνευσμένος από το μανιάτικο μοιρολόι, γι' αυτό είναι κατάλληλος για τραγούδι".
Ο Χριστοδούλου και πάλι επέμεινε: το λαϊκό τραγούδι πρέπει να μπορέσει να εκφράσει ένα " συνθετότερο κοίταγμα ζωής" και να μην αρκείται σε στιγμιότυπα, όσο καίρια κι αν είναι.
" Όπως εγώ δέχομαι το διχασμό ανάμεσα στο λαϊκό και το έντεχνο", του απάντησε ο Θεοδωράκης, " πρέπει να δεχτείτε κι εσείς οι ποιητές ότι πρέπει, διατηρώντας την προσωπικότητά σας, να εμπνευσθείτε και να κάνετε γνήσιο λαϊκό τραγούδι. 'Ενα σύνθετο, μεγάλο ποίημα μπορεί να γίνει συμφωνικό, όχι όμως και λαϊκό τραγούδι".
Ένας από τους πιο στενούς του συνεργάτες είναι κι ο Τάσος Λειβαδίτης. Πριν λίγο καιρό, μαζί με το συγγραφέα Κώστα Κοτζιά, έγραψε το σενάριο της ταινίας Συνοικία το Όνειρο. Ο Μίκης θα γράψει τη μουσική. Το δεύτερο απ' τα χειρόγραφα που κρατάει είναι ένα τραγούδι γι' αυτή την ταινία. Η Συνοικία το Όνειρο είναι ο Ασύρματος, μια από τις πολλές Δραπετσώνες της Ελλάδας.
Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου.
[...]
Οι συμφορές αμέτρητες, δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά, σαν της βροχής τις στάλες.
Ξεχάστηκε με το διάβασμα. Ο καφές έχει κρυώσει. Η πικρή του γεύση τον ξαναφέρνει στο παρόν. Ανάβει τσιγάρο, χαμογελάει. Αυτή είναι η μοναδική κριτική του για τους στίχους, κι ο άλλος τον κοιτάζει ικανοποιημένος. Μετά ξαναγυρίζει κι εκείνος σ' αυτό που γράφει.
Εδώ και λίγες μέρες η πρωινή εφημερίδα Αυγή εγκαινίασε μια έρευνα πάνω στο λαϊκό τραγούδι. Τα ερωτήματα είναι τα εξής: " Τι γνώμη έχετε για το σύγχρονο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, για το ρεμπέτικο; Έχει καμιά σχέση με τα παλιά λαϊκά τραγούδια; Και για το μπουζούκι τι λέτε;" Όσοι έχουν μέχρι στιγμής απαντήσει - γνωστά ονόματα της τέχνης όλοι τους - έχουν μοιραστεί στις δύο αντίθετες θέσεις. Το ρεμπέτικο είναι τραγούδι της παρακμής, λένε οι μεν. Το ρεμπέτικο είναι το μόνο τραγούδι που εκφράζει υγιώς τους Έλληνες, λένε οι άλλοι. Η μετριοπάθεια έχει καταργηθεί. Ο Λειβαδίτης είναι με τους δεύτερους. Τώρα ξανακοιτάζει το μισοτελειωμένο χειρόγραφο. Έχει μπροστά του το καλύτερο επιχείρημα: το πρόσωπο της Δραπετσώνας.
Στο μεταξύ ο Μίκης σηκώθηκε για μια μικρή βόλτα. Λίγο πιο κάτω κάποιοι νεαροί τον αναγνώρισαν. Άρχισαν να τον δείχνουν, πήγαν καταπάνω του. Τους καλησπέρισε, τους είπε δυο κουβέντες. Μετά όμως βιάστηκε να φτάσει στην πρώτη γωνία και, στρίβοντας, άρχισε σχεδόν να τρέχει. Δεν πέρασε μισό λεπτό και σ' εκείνη τη γωνιά είχε μαζευτεί όλη γειτονιά. Οι νεαροί καμάρωναν.
" Είδαμε το Μίκη Θεοδωράκη!"
" Ο Μίκης Θεοδωράκης! Μας χαιρέτησε!"
" Είναι μόνος του. Πήγε προς τα κει!"
Βγήκαν οι γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά. Τα πιτσιρίκια άρχισαν να φωνάζουν αυτό το άγνωστο όνομα. Για να το λένε οι μεγάλοι, κάτι σπουδαίο θα' ταν. Βγήκαν κι οι γριές. Μια ομάδα από κοπέλες έτρεξαν να προλάβουν να τον δουν. Άφαντος. Τα' βαλαν με τ' αγόρια...
...Είχε απομακρυνθεί πολύ. Δεν σκεφτόταν πια την ώρα. Η κουλούρα γύρω από τα βουνά - πρώτα σαν αναμμένο σίδερο, μετά πιο κόκκινη, μετά μοβ - χάθηκε. Νύχτωσε ξαφνικά. Στα σπίτια άναψαν τα ηλεκτρικά, τα παιδιά μαζεύτηκαν και τώρα οι θόρυβοι που' ρχονταν στ' αυτιά ήταν άλλοι: η φωνή κάποιου άντρα που έδειχνε πως επιστρέφει, η σειρήνα κάποιου καραβιού που έλεγε το ίδιο. Τραγούδια από ραδιόφωνα στη "διαπασών" διασταυρώνονταν βγαίνοντας απ' τ' ανοιχτά παράθυρα. Όλα αυτά μακριά, σποραδικά, μεγάλωναν την ησυχία. Είχε φτάσει σε κάτι εγκαταστάσεις της Shell. Τα σπίτια εδώ ήταν ακροβολισμένα· δυο μέτρα πιο κει η απόλυτη ερημιά. Ήταν πια πολύ μόνος. Σκέφτηκε τη Μυρτώ. Είναι ακόμα στο Παρίσι. Γεννήθηκε ο Γιώργος, το δεύτερο τους παιδί.
Θέλησε να κάνει έναν απολογισμό των τελευταίων μηνών: "κέρδη" και " ζημίες". Με τη μουσική του γεννήθηκε ένας ανεμοστρόβιλος. Μεγαλώνει και προχωράει. Τον στριφογυρίζει μαζί του, τον ταξιδεύει σε μέρη που ποτέ δεν τα είχε προβλέψει. Σ' αυτή την τρελή προέλαση - καθώς οι δίσκοι πουλιούνται κατά χιλιάδες - ο ίδιος αναγκάζεται κι αφήνει πίσω του σχέδια, πρόσωπα, τόπους. Συχνά αναθεωρεί τις ίδιες του τις αποφάσεις. Το χέρι του συνηθίζει στο σπαθί του Μεγαλέξαντρου. Πολλά ερωτήματα περιμένουν αμέσως το "ναι" ή το "όχι". Κι όλα δείχνουν πως είμαστε ακόμα στην αρχή. Τι θα φέρουν τα χρόνια που είναι μπροστά; Είναι έτοιμος να φτάσει ως το τέρμα; Αυτή η επανάσταση είναι αληθινή, αφού εκπλήσσει τον ίδιο, τον εμπνευστή της.
Το χέρι του Λειβαδίτη έτρεχε πάνω στο χαρτί, επιτέλους θα ξεμπέρδευε μ' αυτό το μπελά. Είχε παραγγείλει κι άλλο καφέ. Το τσιμέντο γύρω απ' το τραπεζάκι του καφενείου είχε γεμίσει αποτσίγαρα. Έβαλε τ' αναποδογυρισμένα χειρόγραφα στη σειρά κι άρχισε να διαβάζει, διορθώνοντας και πάλι πού και πού καμιά λέξη:
" ...Το θέμα του λαϊκού τραγουδιού προσωπικά έχω την τύχη να το βλέπω από περισσότερες μεριές: τόσα σαν άνθρωπος που το αγάπησε και συχνά το τραγούδησε, όσο και σαν ποιητής που σκοπεύει να το υπηρετήσει. Θ' αρχίσω μ' ένα περιστατικό που μου διηγήθηκε ένας φίλος μου, μαζί με πολλά άλλα, όταν γύρισε από τη Μέση Ανατολη το 1945..." " Ήμουν στο νοσοκομείο τότε - όχι τίποτα σπουδαίο, κάτι εντερικά από τις πολλές κονσέρβες. Στο διπλανό κρεβάτι ήταν ένας Σουδανέζος κι από την άλλη μεριά ένας από το Ισραήλ. Τρόπος επικοινωνίας: κάτι σπασμένα αγγλικά, κάμποσες χειρονομίες κι αυτή η συγγένεια που σου δίνει η πίκρα στην ξενιτιά. Ένα βράδυ το Σουδανέζο θα τον έπιασε φαίνεται το μεράκι, γιατί εκεί που καθόμασταν αμίλητοι και σκεφτόταν ο καθένας τα δικά του, άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει. Είπε δυο - τρεις στροφές από ένα βαρύ και λυπημένο τραγούδι και σταμάτησε. Ύστερα γυρίζει απότομα προς το μέρος μου: " Δε μας λες κι εσύ κάνα τραγούδι, να δούμε πώς τραγουδάτε στην πατρίδα σου;" μου κάνει. Τα' χασα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να τους πω " Του Κίτσου η μάνα", μα εδώ που τα λέμε δεν τον καλόξερα. Εξάλλου, άνθρωπος της πόλης εγώ, δεν το' νιωθα μέσα στο αίμα μου. Άρχισα, λοιπόν, να τραγουδάω ένα ρεμπέτικο απ' αυτά που τραγουδούσαμε συχνά με την παρέα μου στην Αθήνα πριν φύγω. Όταν τέλειωσα, τι να σου πω. Είχαν μαζευτεί κι απ' τους άλλους θαλάμους στις πόρτες και άκουγαν κατασυγκινημένοι...""
Ο Μίκης γύρισε στο καφενείο, πήρε το φίλο του και κατηφόρισαν πάλι προς τα "σύνορα". Ο μοναχικός περίπατος δεν τον είχε ωφελήσει σε τίποτα. Γύρισε περισσότερο μπερδεμένος. Αφορμή στάθηκε εκείνο το σύνθημα στον τοίχο. Στη γωνιά ενός σπιτιού, καθώς τη φώτιζε η μικρή λάμπα του στύλου. ΕΛΑΣ - ΕΠ.. Δυο γράμματα ήταν ξεθωριασμένα. Ένα σύνθημα που έζησε δεκάξι χρόνια. Αυτός που το' γραψε μπορεί να σκοτώθηκε. Την ίδια ώρα ή αργότερα, στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ή ακόμα αργότερα, στην εξορία. Ή μπροστά σ' ένα εκτελεστικό απόσπασμα από έξι Έλληνες, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Μπορεί να σκοτώθηκε κι αυτός που κρατούσε τσίλιες. Όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι, όλοι αγαπημένοι, που δεν υπάρχουν πια. Αυτά τα συνθήματα είναι μια παράξενη προβολή από το παρελθόν. Άλλοτε τα προσέχουμε πολύ, άλλοτε τα προσπερνούμε. Τρεμοσβήνουν. Σαν τ' αστέρια που πεθαίνουν, αλλά το φως τους ταξιδεύει μέχρι εμάς για πολλά χρόνια ακόμα.
Όχι έτσι. Εδώ είναι διαφορετικά. Πάνω σ' αυτούς τους τοίχους, αυτή η πόλη , η χώρα ολόκληρη, έχει "δέσει" σαν καράβι και δεν μπορεί να φύγει για άλλα λιμάνια. Στοπ. ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ. Για να γυρίζει το μυαλό όλων δεκάξι χρόνια πίσω.
...Χρόνια της Κατοχής. 1943. Μόλις έφτασε απ' την επαρχία στην Αθήνα, τα μάτια του σταμάτησαν σ' αυτά τα συνθήματα. Πρώτα η λευτεριά, μετά η μουσική, η δουλειά. Για να' ρθει η ζωή, πρέπει να φύγει ο θάνατος. Για να φύγει ο θάνατος, πρέπει να δώσεις τη ζωή σου. Μια παράλογη στάση, για να 'ρθει ένας κόσμος πιο λογικός για όσους μείνουν. Για τα παιδιά, κυρίως γι' αυτά.
Το σύνθημα στον τοίχο έγραφε ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ. Τις ίδιες λέξεις έγραφε και το δίκοχο που του έδωσε να φορέσει για πρώτη φορά, σ' ένα σπίτι της Καλλιθέας, εκείνη η φοιτητριούλα της Ιατρικής. Η Μυρτώ Αλτίνογλου. ΕΛΑΣ - ΕΠΟΝ. Τίποτα δεν άλλαξε.
Ο φίλος του τού χτύπησε απότομα το τζάμι. Πώς δεν τον είδε να' ρχεται; Οι γιατροί λένε ότι τα όνειρα κρατούν μερικά δευτερόλεπτα. Και οι σκέψεις το ίδιο; Είχε κλείσει τα μάτια. Μπορεί και να' χε κοιμηθεί. Έβαλε κι η " Ιζαμπέλα", το Μπόργκουαρντ που έφερε απ' το Παρίσι, κύλησε προς τα κάτω, στην άσφαλτο.
Κάθισε πιο βολικά κι έπιασε ένα τραγούδι στην τύχη. Τη " Συννεφιασμένη Κυριακή" του Τσιτσάνη, που την εποχή του εμφυλίου τραγουδήθηκε απ' όλους τους Έλληνες και στα δύο στρατόπεδα. Και τώρα τραγουδιέται απ' όλους. Τόσα χρόνια. Τίποτα δεν άλλαξε.
" Θες να σου το διαβάσω;" έκανε ο Λειβαδίτης. Και χωρίς να περιμένει απάντηση έβγαλε από την τσέπη τα χειρόγραφα.
"...που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου!" έκανε ο Μίκης και σταμάτησε να τραγουδάει. Οδηγούσε κι άκουγε το φίλο του καθώς του διάβαζε την απάντηση στην έρευνα της Αυγής.
Μετά μισή ώρα η " Ιζαμπέλα" περνούσε από τους στύλους του Ολυμπίου Διός κι έστριβε δεξιά, στη λεωφόρο Συγγρού. Είχε αφήσει το Λειβαδίτη στο σπίτι του, στην Αχαρνών. Πήγαινε κι αυτός στο σπίτι των πεθερικών του, στη Νέα Σμύρνη. Εκεί έμενε πάντα όταν ερχόταν απ' το Παρίσι. Στο μεγάλο εργοστάσιο μπίρας "Φιξ" τον σταμάτησε ο σηματοδότης. Ήταν περασμένες δέκα. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Στο Β' Πρόγραμμα είχε ένα "ημίωρο με λαϊκές επιτυχίες". Ακούστηκε η φωνή του Μπιθικώτση. Δεν ξαφνιάστηκε όπως τον πρώτο καιρό. Παντού έπαιζαν τραγούδια του! Στα μαγαζιά, τις ταβέρνες, στα τζουκμπόξ, στο ραδιόφωνο.
Με το Γρηγόρη Μπιθικώτση τον έδενε μια στενή, ιδιότυπη φιλί από παλιά. Τότε που τον πήγαν από την Ικαρία να κάνει το στρατιωτικό του σ' άλλον τόπο εξορίας, στη Μακρόνησο. Ήταν μέσα σ' ένα Τζέιμς και τους πήγαιναν - ήταν κι άλλοι πολλοί - στο Λαύριο, να τους φορτώσουν στο οπλιταγωγό. Ο Μίκης ήταν σε φοβερή κατάσταση, μισολιπόθυμος, το στόμα του καιγόταν από τη δίψα. Ένας άλλος, που είχε πιάσει φιλίες με τους φρουρούς, βρήκε ένα παγούρι με λίγο νερό και του το' δωσε. Κάτι τέτοιες στιγμές τις θυμάσαι πάντα. Εκείνος ο άγνωστος, ο λαϊκός τύπος που, χωρίς να του το ζητήσει, του' δωσε να πιει απ' το παγούρι, ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Θα γνωριστούν καλύτερα ύστερα, στη Μακρόνησο, και θα ξαναβρεθούν μετά από έντεκα ολόκληρα χρόνια, όταν ο Μίκης έψαχνε τον ιδανικό ερμηνευτή των τραγουδιών του. Τότε ήταν ακριβώς που ο Γρηγόρης ετοιμαζόταν να φύγει για τον Καναδά. Είχε απογοητευτεί, το λαϊκό τραγούδι περνούσε κρίση, δύσκολα έβρισκαν δουλειά οι επαγγελματίες του είδους. Ο Μίκης τον βρήκε, έκανε αγώνα να τον μεταπείσει. Μα ο άλλος δίσταζε . Είχε οικογένεια. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πηγάζει η αισιοδοξία του Μίκη. Έμεινε για να ηχογραφήσουν τον Επιτάφιο. Ακολούθησε η πρώτη μεγάλη συναυλία στο θέατρο " Κεντρικό". Ο Μπιθικώτσης έπαθε τρακ. Τόσα χρόνια λαϊκός τραγουδιστής, μα δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιο κοινό, σε τέτοιες σάλες. Όλα μπροστά στα μάτια του ήρθαν τα πάνω κάτω, έφυγε στα παρασκήνια. Τα υπόλοιπα τραγούδια τα τραγούδησε ο Μίκης, που το θυμάται τώρα και γελάει.
Στο σηματοδότη άναψε το πράσινο. Δυνάμωσε την ένταση στο ραδιόφωνο.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
περιστεράκι στον ουρανό...
Η μάνα σου είναι τρελή
και σε κλειδώνει μοναχή.
Σαν θέλω να' μπω στην κάμαρη σου
μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μάς βλέπ' η νύχτα,
μας βλέπουν τ' άστρα κι η χαραυγή...
Στον κινηματογράφο " Λουΐζα", στη Συγγρού, τα τραπεζάκι του διπλανού ζαχαροπλαστείου, απλωμένα στο φαρδύ πεζοδρόμιο, ήταν γεμάτα. Οι Αθηναίοι έτρωγαν το πρώτο τους παγωτό.
Η φωνή Μπιθικώτση ακούστηκε δυνατότερα, καθώς ένα Ι.Χ. τον προσπέρασε μ' ανοιχτά παράθυρα.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ
βαρκούλα στο Σαρωνικό...
Η μάνα σου είναι τρελή...
Από τη " Λουΐζα" δυο δρόμους πιο πάνω, παράλληλα στη λεωφόρο Συγγρού, είναι η οδός Κωνσταντινουπόλεως. Στο διώροφο σπίτι, στον αριθμό 39, πήγε και σταμάτησε το αυτοκίνητο. Η πόρτα του κήπου ήταν ανοιχτή. Στον πάνω όροφο δεν υπήρχε φως. Ανέβηκε τα τρία σκαλιά της μικρής βεράντας, ξεκλείδωσε και μπήκε στο σπίτι...
Από το βιβλίο του Φώντα Λάδη, Μίκης Θεοδωράκης. Το χρονικό μιας επανάστασης 1960 - 1967. Η Ιστορία της γενιάς το 1-1-4 και των Λαμπράκηδων, Εξάντας, Αθήνα 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου