Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

Τα παιδιά του Σπάρτακου

 "Τα παιδιά του Σπάρτακου" είναι ένα μυθιστόρημα που ξεκίνησε να γράφει η Διδώ Σωτηρίου από το 1962, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ και γι' αυτό δεν είχε εκδοθεί. Εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2011 σε ημιτελή μορφή με την επιμέλεια της Έρης Σταυροπούλου , η οποία το προλογίζει εκτενώς αναφερόμενη στις περιπέτειες των ανθρώπων και στις περιπέτειες των βιβλίων. Γράφει ανάμεσα στα άλλα ότι: 
" Το μυθιστόρημα το είχε προαναγγείλει η Σωτηρίου ήδη από το 1962: " Γράφω διάφορα και σχεδιάζω ένα μυθιστόρημα, την " Κόρη του Σπάρτακου", που θα έχει για ηρωίδα μια σύγχρονη Θρακιώτισσα εργάτρια". 
Ένα μικρό απόσπασμα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Δέντρο το 1991 με τον οριστικό τίτλο " Τα παιδιά του Σπάρτακου" και με την επισήμανση ότι προέρχεται από ανέκδοτο μυθιστόρημα.
Εκτός όμως από αυτά τα λιγοστά στοιχεία το μυθιστόρημα "αναδύθηκε" αποσπασματικά από την αφάνεια με την εύρεση αρχικά ενός μικρού μέρους μαζί με άλλα χειρόγραφα στο πατάρι του σπιτιού της Σωτηρίου στα Άνω Ιλίσια. Παράλληλα, η δωρεά από την αδελφή της Έλλη Παππά και τον ανηψιό της Νίκο Μπελογιάννη του μέρους του αρχείου της Σωτηρίου, που είχε σωθεί, στο Ε.Λ.Ι.Α. - ΜΙΕΤ( Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης) και κατόπιν η ταξινόμησή του από την υπεύθυνη των Αρχείων Λογοτεχνίας του Ε.Λ.Ι.Α. κ. Σοφία Μπόρα έφερε στην επιφάνεια όλο το υπάρχον υλικό του μυθιστορήματος...
Πράγματι, Τα παιδιά του Σπάρτακου δεν έχουν σωθεί στην τελική επεξεργασμένη μορφή τους...
Συνυπολογίζοντας, λοιπόν, το υπάρχον όχι ολοκληρωμένο κείμενο και το σχέδιο του μυθιστορήματος, προκύπτει ότι θα ήταν ένα πολυπρόσωπο έργο, που η ιστορία του θα διαδραματιζόταν αρχικά στη Θράκη και πιο συγκεκριμένα στο Σουφλί και κατόπιν στην Αθήνα, ενώ θα διαρκούσε από τις αρχές του 2ου αιώνα ως την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο. Ο κύριος θεματικός ειρμός του ήταν η συνδικαλιστική και αντιστασιακή δράση που ανέπτυσσαν αρκετοί ήρωες. Ας μη θεωρηθεί, όμως, ότι έχουμε μόνο ένα μυθιστόρημα με θέση, για να προβληθεί μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Τα παιδιά του Σπάρτακου είναι...έργο που προβάλλει τα τραγικά υπαρκτά προβλήματα του τόπου το πρώτο μισό του 2ου αι. Αν μάλιστα προσέξουμε τα λόγια ορισμένων προσώπων...βλέπουμε ότι ...εδώ διαγράφεται η επιθυμία για μια ήρεμη καθημερινή ζωή με την υπέρβαση των πολιτικών αντιθέσεων...
...με Τα παιδιά του Σπάρτακου θέλησε, όπως φανερώνει και ο τίτλος, να αφηγηθεί μια ιστορία από την πορεία του αριστερού εργατικού κινήματος στη χώρα μας. Γι' αυτό και διάλεξε τον Σπάρτακο ως παγκόσμια γνωστό σύμβολο εξέγερσης και ακατάβλητης μαχητικότητας. Ακόμη, αξιοποιώντας τη θρακιώτικη καταγωγή του Σπάρτακου, έστρεψε πολύ νωρίς την προσοχή της σε μια πόλη της Θράκης, το Σουφλί, που δεν είχε απασχολήσει τους λογοτέχνες μας, όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη ή τα Γιάννενα. Ο συγκεκριμένος χώρος δεν σχετιζόταν μόνο με τους εργατικούς αγώνες των σηροτρόφων - θέμα ελάχιστα γνωστό στο πλατύ αναγνωστικό κοινό -, αλλά πρόβαλλε, επίσης, έναν ιδιότυπο "κοσμοπολιτισμό", στην πραγματικότητα την αναγκαία λεπτή ισορροπία συνύπαρξης των χριστιανών με τους μωαμεθανούς κατοίκους του, καθώς και με τους βόρειους και ανατολικούς γείτονές του. Αυτόν τον " κοσμοπολιτισμό" αλλά και τους κινδύνους της κακής γειτονίας γνώριζε πολύ καλά η Σωτηρίου από τη ζωή της στη Μικρά Ασία.
Τέλος, η μετέπειτα μεταφορά της δράσης στην Αθήνα της επέτρεπε να αναπτύξει νέα επιμέρους θέματα, που δεν προβάλλει σε άλλα  βιβλία της...
Επιπλέον, στο έργο προτείνεται και μια διαφορετική αναγωγή του συμβόλου του Σπάρτακου. Όπως η επανάσταση εκείνου και των ταπεινών και καταφρονεμένων συντρόφων του πνίγηκε στο αίμα, αφού όμως πρώτα συγκλόνισε την τεράστια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ανάλογα και ο αγώνας των αριστερών μπορεί να έληξε με τις διώξεις τους στο τέλος του Εμφυλίου, έγινε όμως ορόσημο της νεότερης ελληνικής ιστορίας..."

Το κασόνι και τα τσοκαράκια της Βασιλιώς .... (φώτο: Δαμασκηνίδου Α.)
Η φωτογραφία από το σχολικό  ιστολόγιο Τα παιδιά του Σπάρτακου


 " Μιλάει η Βασιλιώ, σήμερα"

Δυο λόγια να προστέσω, λέω κι εγώ, σ' αυτήν εδώ την ιστορία, μιας και αναφέρθηκε και το δικό μου όνομα. Μια για τα εγκαύματα που μου' καναν σα δούλευα μικρό παιδί στο μεταξουργείο του Χακίμη. Και δεύτερη στις θύμισες του μακαρίτη του πατέρα μου, όταν  μίλησε για τη φυλάκισή μου τότε στον Εμφύλιο. Το μόνο που λησμόνησε να πει ήταν ότι τόσο εγώ όσο και η Χρύσα, δυο φορές καταδικαστήκαμε σε θάνατο και δυο φορές γλιτώσαμε κατά λάθος κι όχι με δικιά μας υποχώρηση.
Ο καημένος ο πατέρας ως τη στερνή πνοή του δεν κατάλαβε το φταίχτη για όσα τράβηξε η φαμελιά του και οι συνάνθρωποί μας. Και δεν είναι ο μόνος πως νόμιζε πως ήταν από Θεού να' χει ο αγρότης κλειστά μάτια κι αυτιά...
Μη νομίσετε πως μεγαλοπιάνουμαι και ξέρω καλά τον κόσμο. Δεν ήμουνα ποτέ καύχημα για κανέναν. Δεν ήξερα να λέω τι σκέφτομαι. Ό,τι ένιωθα το καταχώνιαζα στα βάθη της ψυχής μου. Κι όταν βγήκα από τη φυλακή μετά είκοσι χρόνια, ώριμη πια γυναίκα, σε τίποτα και πουθενά δεν αναδείχτηκα. Έμεινα μια εργάτρια μέσα σε χιλιάδες άλλες. Ούτε που αξιώθηκα να παντρευτώ και να αποκτήσω παιδιά. Τα χρόνια της νιότης μου τα' χε καταπιεί η φυλακή. Οι συναγωνιστές μου κείνη την εποχή μού αναγνωρίζανε αυταπάρνηση και ηρωισμό, γιατί πιστά πάντα υπηρέτησα πατρίδα και λαό.
Όμως τα χρόνια εκείνα η αυταπάρνηση κι ο ηρωισμός πέρσευαν. Τόσο πέρσευαν που κανέναν δεν εντυπωσιάζανε. Άμα τύχαινε κουβέντα και για μένα, οι συχωριανοί μας λέγανε " Η Βασιλιώ; Α, το καημένο τράβηξε κι αυτό του Χριστού τα πάθη..."
Ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό πως μ' αδικήσανε και πως θ' άξιζε να πούνε κάτι καλύτερο. Ανήκα στους ανθρώπους που - όπως έλεγε κι ο άμοιρος ο πατέρας μου - δεν ήταν κεφαλές. Ήταν χέρια που δουλεύουν και πόδια που περπατούν όπου τα διατάξουν. Μόνο που εγώ δεν περπάτηξα όπως θέλανε κείνοι που μας κυβερνούσαν. Εγώ υπάκουσα στους άλλους που είχαν την τιμή να καταστρώνουν τα σκέδια για να πάει μπροστά η υπόθεση της απελευθέρωσης της πατρίδας και του ανθρώπου από τυράγνιες, φτώχεια και καταπίεση.
Όπως κάθε απλός στρατιώτης έτσι κι εγώ δεν ξέταζα και δεν έκανα κρίσεις ακόμα κι όταν βάδιζα στο θάνατο. Το τονίζω, γιατί η αδερφή μου, η Χρύσα, έρχεται σήμερα και λέει πως τούτη η τυφλή μας υπακοή δεν ήταν προτέρημα και πως το μόνο που διαφέραμε απ' τον πατέρα ήταν που στη θέση του Θεού βάζαμε άλλους "αλάθητους, παντογνώστες και παντοδύναμους". Πικραίνουμαι να την ακούω και συχνά ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου και καβγαδίζουμε άπρεπα. Όμως ας μην μπερδευτούμε τώρα μ' αυτά τα...οικογενειακά μας. Εκείνο που θ' άξιζε να σας ιστορήσω είναι πώς μου κάψανε το λαιμό τότες που δούλευα στο εργοστάσιο. νομίζω πως αυτό το μικρό περιστατικό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, μα και της μάνας μου και του Νεόφυτου κι όλης της οικογένειας μας που σταυρώθηκαν.
Όταν πρωτομπήκα στο εργοστάσιο ήμουνα τόσο μικρή που για να φτάνω στον πάγκο της δουλειάς πατούσα πάνω σε κασόνι. Ωστόσο πρέπει πως θα τα κατάφερνα, για να με κρατάει το αφεντικό και να πλερώνει εκείνο το τιποτένιο μεροκάματο. ΄Ήμασταν βλέπετε μεγάλη και φτωχή φαμελιά και οι πενταροδεκάρες λογαριάζονταν κι αυτές.
Ξύπναγα πριν χαράξει η μέρα, όπως οι μεγάλοι, και με το πρώτο γκάρισμα του γαϊδάρου φορούσα τα τσοκαράκια κι έπαιρνα κι εγώ το μακρύ δρόμο που έφερνε στο εργοστάσιο. Μια φορά, θυμάμαι, ήταν Γενάρης και το γκατζόλι μας, άγνωστο γιατί, γκάριξε μέσα στο μεσονύχτι. Ρολόι δεν είχαμε κι από φόβο μην αργήσω, πήρα το δρόμο τρεχάλα όλο δέος, γιατί δε συνάντησα ψυχή, παρεκτός το άγριο σκοτάδι και το ξεροβόρι. Ο επιστάτης με πρόγκηξε που τον αγουροξύπνησα και μ' έστειλε όχι μονάχα στο διάολο, μα και να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου για να' ρθω την πρέπουσα ώρα.
Το περιστατικό με τα εγκαύματα έγινε λίγο αργότερα, τον Ιούλιο. Στο τμήμα που δούλευα βράζαν τα καζάνια του κουκουλιού κι ήταν σωστή κόλαση με τον ατμό και δυσκόλευες και ν' ανασάνεις και να δεις το διπλανό σου. Μια καυτή ομίχλη σε κύκλωνε. Θαρρούσες πως ζούσες εφιάλτη. Κείνη τη μέρα είχα φέρει μαζί μου μια κουκλίτσα που μόλις είχα φτιάξει μόνη μου. Ήταν μια τρυφερή μελιτζανούλα που της είχα βάλει μάτια από αρακά, μια φετούλα σφιχτή κι ολοκόκκινη ντομάτα για χείλη, δυο ξυλάκια για χέρια και ρούχο από τις χοντρές ίνες μετάξι που πετούσαν για άχρηστες οι τεχνίτρες.
Δεν την είχα χορτάσει τη Μελιτζανούλα μου κι ήθελα λίγο να παίξω μαζί της, να τη χαϊδέψω και να της πω να μην παραπονιέται με τη ζέστα και μου μαραθεί, γιατί μόλις θα σκολνούσαμε  θα την πήγαινα περίπατο στο ποτάμι, να την κολυμπήσω να δροσιστεί. Έλα όμως που πάνω στις τρυφερότητές μας, βγήκε μπροστά μου τ' αφεντικό.
Στη ζωή μου δεν είδα άνθρωπο πιο θυμωμένο. Οι αγριοφωνάρες και οι απειλές του με κάναν τόσο να σκιαχτώ, που κατουρήθηκα. Και να ήταν μόνο οι αγριοφωνάρες. Μέσα στη λύσσα του αρπάζει τη Μελιτζανούλα μου, την ποδοπατάει και την κάνει λιώμα. Κι ως δεν ξεθύμανε ούτε μ' αυτό, αρπάζει μια δέσμη ζεματιστό μετάξι και μου την περνάει στο λαιμό. Λαχτάρησα από τον πόνο κι ένιωσα σαν να καιγόμουνα μέσα σε φλόγες. Ο λαιμός μου φουσκάλιασε και πλήγιασε. Και πριν συνέλθω, κάτι άλλο όρμησε απ' τα κατάβαθα της ψυχής μου, η ταπείνωση, και μ' έκανε να πάρω δρόμο και τρέχοντας να κλαίω και να σπαράζω ως να φτάσω στη μάνα μου.
Συνήρθα, όχι με το λάδι και την ντομάτα που με παράλαβε, μα με το δικό της σπαραγμό και τις κατάρες που ξεστόμιζε για τον κακούργο που μας ξευτέλισε. Έτρεξε κι ο Νεόφυτος κι έσφιγγε κι αυτός τις γροθιές και τα δόντια του. Και παίρνοντάς με απόμερα μ' έπεισε να μην κλαίω, γιατί τα παιδιά του Σπάρτακου δεν κλαίνε, παλεύουνε για να μην υπάρχουνε Χακίμ, που ζεματάνε μικρά παιδιά.
Ύστερα καθώς καθίσαμε κι οι τρεις στο κατώφλι, η μάνα μας αναθυμήθηκε μια μια τις ταπεινώσεις και τα βάσανα της φτωχολογιάς. Μίλησε και για το θάνατο της μάνας της και του πατέρα της του Γιώργου, που σαν έπαιζε την γκάιντα του κλαίγανε κι οι πέτρες. Την ορφάνια και τη φτώχεια των αδελφιών της, που πήραν τις στράτες να τη χαρίσουνε σ' όποιον χριστιανό θα δεχόταν να την πάρει. Μίλησε και για τους Βαλκανικούς πολέμους και όσα ακολούθησαν, προσφυγιά, τρόμος, πείνα, θανατικό. Και τι δε μας ιστόρησε...
Όλα αυτά πρέπει πως, κρυμμένα στα κατάβαθα της ψυχής μου, δουλεύανε. Κι όταν βρέθηκα μπροστά στους ξένους στρατοδίκες της Κατοχής κι αργότερα στους ντόπιους, που μου ζήτησαν ν' αρνηθώ τις ιδέες μου, αν ήθελα να ζήσω, εγώ απάντησα: " Προτιμότερο ο θάνατος".
Ώρες ώρες, καθώς δουλεύω στο υφαντουργείο, σκέφτομαι τα σημερινά κορίτσια, που έχουνε αληθινές κουκλίτσες, που έχουν προσφάι και καθαρό ρούχο και που πολλά τα στέλνουν οι γονέοι τους στα σκολεία κι όχι στις φάμπρικες και που κανένας Χακίμης δεν τολμά να τα ζεματίσει, και λέω σπολάτη. Δεν πήγαν χαμένοι οι αγώνες μας.

Διδώ Σωτηρίου, Τα παιδιά του Σπάρτακου. Πρόλογος - Επιμέλεια: Έρη Σταυροπούλου, Κέδρος, Αθήνα 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου