Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Ο Βοριάς κ' η Νοτιά ( σ' ένα ρημονήσι)

 
Ο πίνακας  από εδώ

Φυσά ο κυρ Βοριάς, κι όλη η πλάση, που σώπαινε πριν, γίνεται βουερή. Βογγάνε τα δέντρα, σφυρίζουνε τα κλωνιά, σουσουρίζουνε τα ξάρτια και τάλμπουρα του καραβιού, μουγκρίζουνε τα κύματα. Για μια στιγμή λιγοστεύει η βουή, κ' ύστερα με μιας δυναμώνει και ρυάζεται ο άνεμος, σαν να πονά. Ο αγέρας μπαίνει σε κάθε κουφάλα της πέτρας, σε κάθε τρύπα του τοίχου και φωνάζει, κλαίγει, μουρμουρίζει. Θαρρείς πως όλα τα θουβά πήρανε φωνή. Κάθε δέντρο, αναλόγως τη σύσταση που έχουνε τα φύλλα του και τα κλωνάρια του, βγάζει το δικό του βόγγο. Αλλιώς κλαίνε οι πεύκες, αλλιώς βογγάνε οι εληές, αλλιώς φυσομανούνε οι πλάτανοι, αλλιώς  φωνάζουνε οι λεύκες, αλλιώς τα κυπαρίσσια, αλλιώς οι βαλανιδιές, αλλιώς τα καλάμια, αλλιώς τα πουρνάρια, αλλιώτικα οι οξυές, οι καρυδιές, οι καστανιές, οι μουριές, οι συκιές και τάλλα.
Απ' ολόκληρο το βουνό βγαίνει ένας αχός και σκορπά μακρυά, σαν να φωνάζουνε  κάποια πλάσματα πούναι κρυμμένα στα λαγκάδια του. Ο αγέρας είναι αναταραγμένος, ώρες - ώρες δροσερός, ώρες - ώρες ζεστός και βαρύς. Αποπάνω, ο ουρανός στέκεται θολός βαθυγάλαζος, που γίνεται πιο ανοιχτόχρωμος στα θεμέλια του, πάνω από τις κορφές των βουνών. Ο ήλιος λαμποκοπά, χωρίς να τον αποσκιάσει  κανένα σύννεφο. Ο αγέρας σκουπίζει ολοένα τον γυάλινο θόλο τουρανού, σαν το βλέφαρο που σκουπίζει ακατάπαυστα το κρύσταλλο του ματιού.
Τα ψηλά δέντρα γέρνουνε τις κορφές τους και πάλι τις ανασηκώνουνε βαριά. Τα μικρότερα παίζουνε τα κλαδιά τους σαν να χορεύουνε, μα ώρες - ώρες τα κακόμοιρα καμπουριάζουνε σαν να ζητάνε έλεος από τον άγριο άνεμο που τα δέρνει.
Το γυμνό πετρόβουνο ρουχαλίζει βουβά κ' εκείνο από τον βοριά. Οι πέτρες κ' οι βράχοι του βγάζουνε ένα μουγκό αχολόγημα, μαζί με τα ξεράγκαθα και τ' αγριοχόρταρα. Ο αγέρας μυρίζει τριμμένη στουρναρόπετρα. Ο μισογκρεμισμένος πύργος που στέκεται στηνκορφή του έρημος, γίνεται πιο άγριος με τη φουρτούνα. Οι παληές και σκουριασμένες πέτρες του σφυρίζουνε. Τα μπιντένια του, που τάχει καταφαγωμένα η πολυκαιρία, ο άνεμος, η βροχή κι ο ήλιος, ουρλιάζουνε άγρια. Ο βοριάς πέφτει μέσα στο χάλασμα και βροντά απάνω στους χαλασμένους τοίχους και μουγκρίζει μέσα στις τρύπες που απομείνανε από τα σαπισμένα δοκάρια σαν τις ματότρυπες στο νεκροκέφαλο. Κουνιούνται και βογγάνε τα ασπαλάθια που έχουνε φυτρώσει απάνω στο κάστρο, μαζί με καμμιά αγριοσυκιά ή κανένα πρίνο που είναι ριζωμένος στα γέρικα σπλάχνα του. Έρχεται ώρα που ο αγέρας γίνεται θηριό αβάσταχτο, και τόση βροντή και σαματά κάνει απάνω στο χάλασμα, που θαρρείς πως θα το γκρεμνίσει· σου φαίνεται πως λυγάνε οι γωνιές των τειχιών του. Μα αυτοί οι δυό αντίμαχοι είναι συνηθισμένοι σ' αυτόν τον πόλεμο, που βαστά χίλια χρόνια. Ο αγέρας κοσκινίζει το λίγο χώμα και τις μικρές πέτρες που πέφτουνε από τους τοίχους και τις σκορπά μαζί με τις μαύρες κοπριές των γιδιών, που ανεβαίνουνε να βοσκήσουνε καμμιά φορά ως εδώ απάνω. 
Πέρα, κάτω, κατά τον Βοριά, ξεχωρίζει ένα κομμάτι θάλασσα πίσω από τα ξερά χαμόβουνα. Το χρώμα της είναι σαν γαλαζόπετρα. Η αρμύρα της μυρίζει ως εδώ απάνω, μιαν ώρα μακρυά.
Σαν τα κλωσσόπουλα που βλέπουνε τον ίσκιο του αητού και τρέχουνε τρομαγμένα και τρυπώνουνε όπου βρούνε, έτσι και τα πλεούμενα τρυπώνουνε στα λιμάνια, σαν ακούσουνε τον βοριά να κατεβαίνει. Κατεβαίνει πολλές φορές, καλωσυνάτος και χαρούμενος. Μα είναι κι άλλες φορές που κατεβαίνει θυμωμένος και καραμουντζωμένος. Τότες η θάλασσα μελανιάζει από το φόβο της, και τα νερά της σπρώχνονται από τον άνεμο και κάνουνε βαθειά αυλάκια, που κυλιούνται παφλάζοντας κι αφρίζοντας κατά τη νοτιά. Από το ατελείωτο πέλαγο ακούγεται ένα αχολόγημα ακοίμητο. Οι κάβοι που κυττάζουνε κατά τον βοριά είναι απόγκρεμνοι και καταφαγωμένοι απ' αυτόν τον φοβερό στρατό των κυμάτων που χτυπάνε κι αναπηδάνε οι αφροί τους ως το φρύδι του μαύρου βράχου που είναι ριζωμένος στην άβυσσο.
Όλη τη μέρα ο ήλιος καίγει την έρημη θάλασσα και τις βουβές πέτρες, κι ο βοριάς σαλαγά τα αγριεμένα πρόβατά του που δεν σώνονται ποτέ, κι ακούγεται ο φοβερός ρούφουλας, σαν να μην έπαψε από τότε που έγινε ο κόσμος.
Την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος, αγριεύει πιο πολύ η αναταραγμένη άβυσσος, και γίνεται σαν νάναι ατσάλι λυωμένο. Οι άσπροι αφροί που ημερεύανε λίγο τη θάλασσα, με το βασίλεμα γίνουνται κόκκινοι και βυσσινοί. Και σαν βουτήξει ο ήλιος μέσα στα νερά, σταχτώνουνε κι αυτοί απάνω στις μελανές και σκοτεινές σπηλιές των κυμάτων. Με το χάσιμο του ήλιου, μονομιάς η φουρτούνα δυναμώνει, ο βόγγος, τα ουρλιάσματα κ' η ταραχή γίνουνται φοβερά. Όσο σκοτεινιάζει, τόσο πιο άγρια μουγκρίζουνε τα πνεύματα της καταιγίδας. Η ψυχρή νύχτα σκεπάζει την ταραγμένη άβυσσο. Άραγε ο ήλιος θα ξαναβγεί να δώσει ελπίδα στον φοβισμένον  άνθρωπο;

* * *

Πόσα θυμάμαι σαν φυσά νοτιά, αυτός ο ογρός και χλιαρός καιρός που δίνει στην πλάση μιαν ιδιαίτερη όψη, ολότελα διαφορετική από το βοριά κι από τους άλλους καιρούς! Όλα τα τυλίγει μέσα σε μιαν αντάρα, βουνά και πολιτείες. Μια δυναμώνει, μια λασκάρει. Για μια στιγμή φουρτουνιάζει και φέρνει ένα σκοτάδι μελανό, που λες και νύχτωσε μέρα - μεσημέρι και σε λίγο ξανοίγει πάλι και βγάζει ήλιο χαρά Θεού. Και πάλι ξαναφρεσκάρει και ρίχνει καμμιά μπόρα και πάλι κόβει κι έτσι ολοένα φουρτουνιάζει και βάζει αγέρα, μέρες πολλές. Ενώ ο βοριάς είναι στρωτός και σίγουρος καιρός, κι όσο περνάνε οι μέρες, τόσο στρώνει. Η νοτιά φυσά μ' ένα δικό της φύσημα κ' έχει μια βουή δυνατή και ξεσυρμένη. Άξαφνα δεν ακούγεται ολότελα, και λες πως μπουνατσάρισε κ' έπεσε ο αγέρας, και γίνεται σιωπή ολότελη και σε μια στιγμή πιάνει άξαφνα και βογγά σαν να θέλει να πάρει τη σκεπή. Έτσι φυσά η νοτιά, μπουρίνια - μπουρίνια, για τούτο τη λένε και παλαβονοτιά. Κι όσο περνάνε οι μέρες τόσο σκυλιάζει, ενώ ο βοριάς τ' ανάποδο, όσο περνάνε οι μέρες τόσο στρώνει. Γι' αυτό λένε οι θαλασσινοί:

Γέρο βοριά αρμένιζε 
και νότο παλληκάρι

Και δεν είναι μονάχα αυτά τα συνήθεια της νοτιάς, αλλά κ' η όψη που δίνει στην πλάση είναι αλλιώτικη· την σκεπα΄ζει με μυστήριο. Το φως της μέρας πότε σταχτί, πότε κιτρινωπό, πότε χωματένιο, κατά την ώρα. Τα βουνά είναι ανταριασμένα, και μια φαίνουνται μια χάνουνται. Τα δέντρα ανεμαλλιάζουνται. Τα σύννεφα τρέχουνε γλήγορα και γέρνουνε τα κεφάλια τους κατά τον βοριά κι ολοένα βγαίνουνε καινούρια σύννεφα πίσω από τα βουνά και φουσκώνουνε σαν αφροί. Άλλα πάλι τυλίγουνται σαν το μαλλί της ρόκας, και κολλάνε απάνω στις πλαγιές των βουνών από τη νοτινή μεριά. Ο ουρανός αλλάζει όψη κάθε τόσο. Για μια στιγμή σκίζουνται τα σύννεφα και βγαίνει σαν δοξαριά η θολή αχτίδα του ήλιου, και πάλι σφαλάνε οι σκισμάδες κ' οι τρύπες που ανοίγουνε τα σύννεφα, κι ο ουρανός γίνεται μαλακός  σαν χάλκωμα. Η θάλασσα παίρνει όψη αλλιώτικη· τα νερά μελανιάζουνε, και πέρα το πέλαγο το σκεπάζει μια θολούρα που χάνεται. Απάνω από τη θολούρα στέκεται ολόγυρα ένα φως σαν το θαμπό γυαλί, σαν το συντέφι. Το πέλαγο βγάζει ένα βογγητό βραχνιασμένο σαν να ρουχαλίζει. Οι θάλασσες ανακαμαριάζουνε βαριά, και κει που χυπάνε στα βράχια τα νερά είναι θολά κ' οι βράχοι σταχτιοί. Από ψηλά ακούγεται το βογγητό του πελάγου, σαν νάναι κανένα κοπάδι από βουβάλια. Σαγανάκια χυμίζουνε κάθε τόσο και μελανιάζουνε τη θάλασσα. Ώρες - ώρες βγαίνει από μια θυρίδα τ' ουρανού ένας ήλιος σπανός κι ασπροκίτρινος και πέφτει απάνω σε μια μεριά της θάλασσας και σε κανένα κάβο που στέκεται έρημος πέρα μακρυά, ενώ από την άλλη μπάντα το πέλαγο είναι μαύρο και μπορινιασμένο. Σαν αρμενίζεις με τη νοτιά, πρέπει νάχεις το νου σου και τη σκότα στα χέρια, γιατί πέφτει άξαφνα μαζεμένος ο αγέρας σε μια στιγμή, και τα παίρνει κάτω όλα, πανιά κι αντένες. Ο αγέρας είναι ακατάστατος, πότε έρχεται από δω, πότε από κει. Στρώνει για μια στιγμή κ' ύστερα σκυλιάζει μονομιάς, που μπορεί ν' αναποδογυρίσει τη βάρκα, όσο να ορτσάρεις.
Αναλόγως τον καιρό, είναι και τα αισθήματα που έχει μέσα του ο άνθρωπος. Ο βοριάς είναι καθαρός και σαν φυσά, όλα μιλάνε καθαρά. Με τη νοτιά περισκεπάζεται ο κόσμος από μυστήριο. Το φως είναι καφεκίτρινο. Από τα παληά τα χτίρια πέφτουνε κομμάτια σουβάδες· όλες οι τρύπες σφυρίζουνε απάνω στα χτίρια.
Θυμάμαι στα μικρά μου χρόνια πόσες φορές βρέθηκα στη θάλασσα με νοτιά μπουρινιασμένη. Τη μια, είχα σκαρώσει μια βάρκα μαζί μ' έναν καραβομαραγκό. Την πολεμούσαμε από το καλοκαίρι. Κόψαμε όλα τα στραβόξυλα από τα δέντρα πούχε το βουνό μας, στήσαμε τις πόστες, τα ποδοστάματα, βάλαμε το σοτρόπι. Εγώ μάθαινα. Μάστορας ήτανε ο Στρατής ο Μπεκός, ένας καλός και πράος άνθρωπος. Σκαρώσαμε μια βάρκα έμορφη σαν την κοπέλλα και τη βάψαμε με μεράκι. Ζωγράφισα και δυό γοργόνες στα μάγουλα κ' έγραψα και τ' όνομά της " Αγία Παρασκευή". Πίσω, απάνω στον τάκο, έγραψα ένα τραγούδι:

Όποιος δεν είναι μερακλής
πρέπει για να πεθάνει,
γιατί σε τούτον τον ντουνιά
τον τόπο μόνο πιάνει.

Και μολαταύτα, εμείς οι δυό μερακλήδες κοντέψαμε να πνιγούμε κιόλας, με όλο το μεράκι μας. Τη βάρκα τη ρίξαμε στη θ΄άλασσα στις 27 Οκτωβρίου ανήμερα τ' αγίου Νέστορα. Φυσούσε νοτιά, και μ' όλο που ήτανε παλληκάρι, γιατί είχε πάρει μια μέρα πριν, τ' αγίου Δημητρίου, σαν πήγαμε ανοιχτά, κατέβασε ένα μπουρίνι που έλεγες πως είναι Δευτέρα Παρουσία. Η βάρκα μπατάρησε και γέμισε νερά η μισή. Καλά που προφτάξαμε και λασκάραμε τη σκότα. Εκεί που παλεύαμε να μαϊνάρουμε τα πανιά, έρχεται ένα ανεμοβρόχι με χαλάζι και μας σάστισε. Μετά πολλά, πήραμε κάτω την αντένα, κι αρμενίζαμε με το φλόκο. Οι θάλασσες μάς καβαλικεύανε από την πρύμη και βγάζανε φωτιές. Εγώ ήμουνα στο τιμόνι και γίνηκα πάπια. Ο Θεός βοήθησε και δεν εβγήκε το τιμόνι από τα βελόνια, έτσι που μας σφεντόνιζε στον αγέρα η θάλασσα, κ' έβγαινε η πλώρη, μαζί μ' έναν σκύλο που έτρεμε και χτυπούσανε τα κατασάγονά του. Η βάρκα δεν είχε κουβέρτα και γέμισε νερά. Φάγαμε θάλασσα, φάγαμε χαλάζι, μα φτάξαμε στην πολιτεία. Με το δρόμο που είχε η βάρκα, πετάχτηκε ολάκερη στη στερηά, μ' όλο που ήτανε βαρειά από το νερό, σαν νάτανε φορτωμένη. Ο Μπεκός κόντεψε να πεθάνει, γιατί πούντιασε από το μούσκεμα. Εγώ δεν έπαθα, που μπροστά του ήμουνα ωμός και καλομαθημένος. Αυτή η βάρκα ως το τέλος βγήκε γουρσούζικη· ύστερα από έναν χρόνο βούλιαξε, και πνίγηκε μια θειά μου, ένα μυστήριο, γιατί την κουμαντάριζε ένας γεροθαλασσινός εβδομήντα χρονών, ο καπετάν Νικολός ο Αρθούνας· πνίγηκε κι αυτός.
Άλλη φορά μάς έκλεισε η νοτιά σε κάποιο ρημονήσι. Είμαστε τρεις. Άμα είδαμε πως δε θα μπορούσαμε να πιάσουμε στη στερηά, πήγαμε κι αράξαμε σ' αυτό το ξερονήσι, ως να περάσει το μπουρίνι. Μα ο καιρός χειροτέρεψε και τόσο πολύ φουρτούνιασε, που τη νύχτα τη βάρκα μας την έκανε κομμάτια, μ' όλο που είχαμε φουντάρει δυό σίδερα. Είμαστε τρυπωμένοι σε μια σπηλιά και τρώγαμε ό,τι είχαμε παρμένο από τη βάρκα. Νερό πίναμε από τις κουφάλες που ήτανε μαζεμένο από τη βροχή. Πέρασε μια μέρα, περάσανε δυό: βροχή κι αγέρας. Αγριευτήκαμε τόσο πολύ, που σιγά - σιγά δε μιλούσαμε ολότελα, ενώ στην αρχή λέγαμε ιστορίες και παραμύθια να περάσουμε την ώρα μας. Το νησί είχε απάνω μονάχα σκοίνα και λίγα ψωρόπευκα. Στο τέλος τρώγαμε χοχλύδια της θάλασσας, σαλιγκάρια κι εληές που είχαμε ένα μεγάλο σακκούλι γεμάτο. Στις τέσσερις μέρες καλοσύνεψε. Από μακρυά είδαμε δυό - τρεις ψαρόβαρκες, μα δεν ήρθανε κοντά μας. Απάνω στο ξερονήσι δεν είχε τίποτα κανωμένο από άνθρωπο, εξόν από μια παληόβαρκα σαραβαλιασμένη, ξεροσκασμένη από λιοπύρια του καλοκαιριού. Οι αρμοί ήτανε ανοιχτοί και φεγγίζανε. Δεν είχε όχι κουπί, μα μήτε σκαρμό. Πιάσαμε και φράξαμε τους αρμούς με φούντες των πευκών και με φύκια, και κόψαμε και τρία - τέσσερα κλαδιά για να κάνουμε κουπιά, εξόν από τους μπάγκους της δικής μας βάρκας που βρεθήκανε, ενώ τα κουπιά της χαθήκανε. Η απελπισία κάνει τον άνθρωπο να αποφασίσει πράγματα απίστευτα. Μπήκαμε λοιπόν μέσα σε κείνη τη βάρκα, που μόλις τη ρίξαμε στη θάλασσα γέμισε νερά. Κατά καλή μας τύχη βρέθηκε ένας τενεκές από την άλλη βάρκα, κι ολοένα ξαγκουλούσαμε με τον τενεκέ. Και μολαταύτα δεν πνιγήκαμε. Ο καιρός γύρισε στο βοριά και πηγαίναμε πρύμα, βοηθούσαμε κ' εμείς, άλλος με τα κλαδιά, άλλος με τους μπάγκους. Εφτά ως οχτώ μίλια περάσαμε με κείνον τον σκυλοπνίχτη και βγήκαμε γεροί στη Μυτιλήνη, στα μέρη του Μανταμάδου, και γλυτώσαμε με τη βοήθεια του Θεού.
Η νότια έχει μεγαλοπρέπεια στ' Άγιον Όρος. Βρέθηκα μια φορά τέτοιον καιρό στα Καψοκαλύβια, που είναι μια σκήτη χτισμένη απάνω σ' ΄έναν από τους πολλούς κάβους που κυττάζουνε κατά τη νοτιά. Σαν πάρει λοιπόν νοτιά, οι θάλασσες ξεκινάνε από την Αλεξάντρεια και περνάνε χιλιάδες μίλια ως να φτάξουνε στο Όρος. Μπροστά στα Καψοκαλύβια είναι ένα μικρό ξερονήσι του Αγίου Χριστοφόρου κι από κάτω από τη σκήτη ο βράχος είναι γεμάτος σπηλιές. Σαν πάρει λοιπόν όστρια και φουρτουνιάσει, οι θάλασσες είναι σαν βουνά, και πάνε και σπάνε μέσα σ' αυτές τις σπηλιές, κι ολόγυρα η άγρια ακρογιαλιά ασπρίζει από τον αφρό. Με κείνο το μπουκάρισμα που κάνει η θάλασσα μέσα στις σπηλιές, τη νύχτα κοιμάσαι και νοιώθεις βουβά πως σειέται η στερηά, τόση δύναμη έχουνε τα νερά, που θέλουνε να κρεπάρουνε τα θεόχτιστα βράχια. Τη μέρα το θέαμα που παρουσιάζεται στα μάτια εκεινού που κυττάζει από πάνω, είναι άγριο και γεμάτο μεγαλοπρέπεια. Οι θάλασσες που έρχουνται από το πέλαγο, ανακαμαριάζουνε και χτυπιούνται με το αντιμάμαλο που σηκώνεται από τα κοφτά βράχια και που τις δίνει στήθος και πετιούνται τα νερά σ' ένα μεγάλο ύψος, βγάζοντας μια τέτοια βροντερή βουή που δεν μπορείς ν' ακούσεις τίποτα. Το μπάσο ξερονήσι τ' Αγίου Χριστοφόρου λούζεται μέσα στον αφρό· οι θάλασσες περνάνε αποπάνω του και το κανταποντίζουνε.


Φώτης Κόντογλου, Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες. Πρόλογος - Εισαγωγή - Επιμέλεια: Ι.Μ. Χατζηφώτη, Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 1981, 2η έκδοση

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου