Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

25 Μαρτίου 1942

" Έλληνες που θέλετε ελεύθερη Ελλάδα! Η φετεινή 25 Μαρτίου επέτειος της επανάστασης των πατέρων σας, σας καλεί στον αγώνα. ΕΝΩΘΕΙΤΕ ΟΛΟΙ, άσχετα από τις αντιλήψεις σας, στις γραμμές του ΕΑΜ. ΑΓΩΝΙΣΤΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΨΩΜΙ ΠΟΥ ΣΑΣ ΚΛΕΒΟΥΝ, ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΣΤΕΡΟΥΝ".
 Χαρακτικό της Λουκίας Μαγγιώρου, από το λεύκωμα "Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά"

  Οι λαϊκές εκδηλώσεις άρχισαν από την παραμονή. Οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, στεφάνωσαν τον ανδριάντα  του Ρήγα και έψαλαν γονατιστοί τον Εθνικό Ύμνο. Σε συνέχεια πήγαν ομαδικά στην πλατεία των Φιλικών και στεφάνωσαν τον ανδριάντα του Ε. Ξάνθου. Εκεί τους επιτέθηκαν οι Ιταλοί φασίστες για να τους διαλύσουν. Οι φοιτητές αντιστάθηκαν.
   Στις 25 Μάρτη στους δρόμους της πρωτεύουσας κατέβηκαν χιλιάδες πατριώτες για να τιμήσουν την εθνική επέτειο. Οι διαδηλωτές με τους ανάπηρους στις πρώτες γραμμές, κατευθύνθηκαν προς το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, κρατώντας υψωμένες ελληνικές σημαίες και ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο. Στο δρόμο πατριώτες της πρωτεύουσας τους έδιναν σημαίες και τους έραιναν με λουλούδια. Η Αθήνα ζούσε μια από τις αθάνατες μέρες της .
    Στην Πλατεία Συντάγματος οι διαδηλωτές δέχτηκαν την επίθεση των κατακτητών και ιδιαίτερα  των έφιππων τμημάτων της ιταλικής καραμπινερίας, που, βλέποντας ότι δεν πετύχαιναν το σκοπό τους  με τα κλομπς και τους υποκοπάνους, άρχιασαν να πυροβολούν στο ψαχνό. Οι συγκρούσεις κράτησαν αρκετή ώρα και πολλοί πατριώτες τραυματίστηκαν. Ένα μέρος όμως από τους διαδηλωτές  έφθασε στο σημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κατέθεσε στεφάνια και ανθοδέσμες. Χιλιάδες πατριώτες στάθηκαν ακλόνητοι, αντιπάλεψαν με πεισμα τους κατακτητές .
    Στις εκδηλώσεις της 24 και 25 Μάρτη του 1942 πήραν μέρος πλατειές μάζες, που προέρχονταν απ'όλα τα λαϊκά στρώματα και αυτό έδειχνε ότι οι οργανώσεις του ΕΑΜ σημείωναν σοβαρά βήματα στην οργάνωση και κινητοποίηση του λαού.
     Οι πρώτες κινητοποιήσεις , με κορύφωμα τις εκδηλώσεις της 24 και 25  του Μάρτη, έδωσαν θάρρος στο λαό, κι άνοιξαν το δρόμο για τις κατοπινές μεγάλες εκδηλώσεις, που εγκαινιάστηκαν με την πανελλαδική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων"
(Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940- 1945, Δοκίμιο, γ΄έκδοση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978)
"Ας παρακολουθήσουμε την αφήγηση του Πέτρου Ανταίου: στις 25 Μαρτίου την προκαθορισμένη ώρα, ομάδες φοιτητών συρρέουν στο Πεδίο του Αρεως. Εκεί, τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής που φθάνουν πρώτα αντιλαμβάνονται ότι μπροστά στο άγαλμα του Κωνσταντίνου έχουν παραταχθεί σειρές αστυφυλάκων, ενώ ένα τεθωρακισμένο εποπτεύει το χώρο. Η επιτροπή ειδοποιεί μέσω των συνδέσμων της ότι το σχέδιο αλλάζει και καλεί τους χίλιους περίπου φοιτητές που βρίσκονταν στους γύρω δρόμους να κατευθυνθούν προς την πλατεία Εξαρχείων. Εκεί, ο Κ. Λιναρδάτος απευθύνεται στους συγκεντρωμένους ανεβασμένος πάνω σ' ένα κασόνι και τους προτρέπει, εκ μέρους του ΕΑΜ Νέων, να ακολουθήσουν το παράδειγμα των αγωνιστών του '21. Σύνδεσμος μοτοσικλετιστής επικοινωνεί με την κεντρική οργανωτική επιτροπή και μεταφέρει το σύνθημα να πορευτεί η διαδήλωση προς την πλατεία Κολωνακίου. Η διαδήλωση ξεκινά τραγουδώντας το «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά...», αφού τα τραγούδια της Αντίστασης δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί. Στο δρόμο, ο κόσμος υποδέχεται με ενθουσιασμό τους νέους και μια γυναίκα δίνει στον φοιτητή Διονύση Παπαδόπουλο μια σημαία. Καθώς η διαδήλωση ανεβαίνει τη Σόλωνος, οι γραμμές της πυκνώνουν. Σε λίγο, οι διαδηλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με πυκνές σειρές αστυφυλάκων. Ακολουθεί συμπλοκή. Η διαδήλωση, με τη σημαία μπροστά, φτάνει στην πλατεία Κολωνακίου. Στους συγκεντρωμένους απευθύνεται εδώ εκ μέρους του ΕΑΜ Νέων ο φοιτητής της Νομικής Νίκος Καμβύσης. Οι διαδηλωτές ψάλλουν τον Εθνικό Υμνο και μια φοιτήτρια στεφανώνει τον Ξάνθο. Αίφνης, στους φοιτητές επιτίθενται καραμπινιέροι πυροβολώντας και χτυπώντας τους με υποκόπανους και σπαθιά. Εκείνοι αντιστέκονται και καταφέρνουν να σώσουν τη σημαία που περνά από χέρι σε χέρι. Ξανασυγκεντρώνονται στη Δεξαμενή κι εκεί δέχονται ιταλικά πυρά από τον Λυκαβηττό. Οι νέοι κατευθύνονται τώρα προς το Πανεπιστήμιο και στεφανώνουν τον Ρήγα και τον Γρηγόριο Ε'. Εδώ αντιμετωπίζουν Ιταλούς και Γερμανούς (Π. Ανταίος, «Συμβολή στην Ιστορία της ΕΠΟΝ», τ. Α/1, σ. 189-199).

Στην πρώτη αυτή μαχητική διαδήλωση, που υπήρξε το προανάκρουσμα όσων θα ακολουθούσαν, δεν συμμετείχαν μόνον οι ΕΑΜικές οργανώσεις. Η ανάμνησή της είναι έντονη και στις αφηγήσεις μελών της Πανελλήνιας Ενώσεως Αγωνιζομένων Νέων (ΠΕΑΝ), στην οποία εξάλλου ανήκε και ο «σημαιοφόρος» Διονύσης Παπαδόπουλος (εκτελέστηκε το 1943 για το σαμποτάζ στην ΕΣΠΟ). «Στην πρώτη σειρά ήταν οι κοπέλες», αναφέρει στη μαρτυρία του ο Π. Μ. Μιχαηλίδης. Και παρακάτω: «Δεν μου πήγαινε να τρέξω μπροστά στους Ιταλούς. Εκείνη η Αλβανία δεν με άφηνε να το βάλω στα πόδια» («Αγαθουπόλεως 7», Εστία 1991, σ. 42-43). 


 Γράφει η Μέλπω Αξιώτη στο μυθιστόρημά της Εικοστός Αιώνας:

 "...Είχε έρθει ύστερα ο Μάρτης. Ήρθε κι εκείνη η μέρα. Αποβραδίς καθένας κοιμήθηκε μονάχος του, την άλλη μέρα βρέθηκαν πολλοί μαζί. Ήταν διαδήλωση. Η πρώτη διαδήλωση. Ήρθανε παρέες παρέες. Όπως πάνε στη λειτουργιά. Πούθε εκινήσανε, πώς χωριστήκανε, εκείνο δεν το 'δε κανείς. Σπάθες κι αλόγατα παραμονεύανε κι εχθροί τρομεροί με πολυβόλα. Κλείσανε τα μαγαζιά. Δεν τα 'κλεισαν κυβερνήσεις, δε λάβανε κρατική εντολή, τα 'κλεισαν εκείνοι μονάχοι. Δεν κρέμονταν σημαίες. Έβλεπε η Πολυξένη τον ουρανό, τα σύννεφα, και μια ανθρώπινη μάζα να κινιέται στη γη, σαν χωράφι ανθισμένο, σαν ντάλιες στη βιτρίνα, πού και πού ξάστραφτε ένα χρώμα, πού και πού εμάζευε, σαν φυσαρμόνικα. Πέσανε οι πρώτες πιστολιές. Τότε κινήθηκε απ' τη μάζα ένα τμήμα κι έτρεξε. Πέσανε προκηρύξεις, όπως πέφτουνε τα φύλλα στους κήπους το φθινόπωρο. Ο πρώτος ήλιος της χρονιάς φώτισε μια σημαία. Μια μόνη σημαία που έτρεχε. Όλος ο κόσμος γύρω προσήλωσε το μάτι του στο χέρι που τη σήκωνε. Του 'λειπαν τα δυο δάχτυλα. Ένας δίπλα μουρμούρισε: Οι εξόριστοι, οι εξόριστοι!». Έτρεχε η Πολυξένη μαζί μ' όλους που τρέχανε, έβλεπε τη σημαία, τα δάχτυλα που ελείπανε, ήτανε ο Αιμίλιος. Πέφτανε οι πιστολιές. «Οι εξόριστοι, οι εξόριστοι!» είπανε πάλι δίπλα της. Έβλεπε η Πολυξένη τα κορμιά που κυλήσανε, έβλεπε τον Αιμίλιο, γέμιζε το ένα μάτι της με χαρά, το άλλο τρόμο, πέρναγαν τότε δίπλα σε ζαχαροπλαστείο, μύριζε βανίλια άλλοτε, και τώρα μύρισε αίμα ο τόπος.
Φ. Ζαχαρίου: «Διαδήλωση, 25/3/1942»

         Σήκωσαν τους πρώτους νεκρούς. Δεν ήξερες ποιοι σου έδεναν, άγνωστοι, τις πληγές σου. Ήτανε μες στο πλήθος κι ανάπηροι που τρέχανε, ήτανε και κουτσοί με τόσες κουτσαμάρες, που ποτέ δεν ταιριάζουνε, στο ρυθμό ούτε στο βλέμμα, και τώρα ταίριαζαν κι αυτοί μέσα στο ίδιο κύμα. Έτρεχε η Πολυξένη, γύριζε δίπλα κι έβλεπε. Είχαν έρθει εκείνοι οι παλιοί, οι γνώριμοί της, απ' τα λασπόσπιτα, απ' τα τέρματα, όσοι κάνανε τον πόλεμο, και τώρα τη διαδήλωση, όσοι είχανε λογαριασμούς από τη Μικρασία, όσοι είχανε δολοφονημένους από δέκα πολέμους πατέρες, παιδάκια με δίχως βρακί, φοιτητές χωρίς θρανίο, κοπέλες με διπλή καρδιά, κι απάνω απ' όλους έβλεπε η Πολυξένη έναν Αιμίλιο, μια δική της αγάπη που σκόνταφτε, μα έμενε ορθός.
         Πέσανε ομοβροντίες, φώναξαν κάτι που έμοιαζε με «Λευτεριά» κι εσκόρπισαν. Κρύφτηκε η Πολυξένη στα σοκάκια κι έφευγε. Oι δρόμοι είχαν γίνει φιλικοί εκείνη τη μέρα. Oι διαβάτες, δικοί σου. Τρίξανε πάλι οι μεντεσέδες του νεκροτομείου κι εμπήκαν πάλι πτώματα. Τα πρώτα της Αντίστασης. Τα προηγούμενα ήτανε της Πείνας. Άρχιζε καινούρια σειρά.
          Όταν σκόρπισε η διαδήλωση, έφυγαν, μα δε χώρισαν. Δε χάθηκαν όπως τότε, σ' εκείνη την κηδεία  που ήταν σαν το θέατρο που σκολά, και σκορπίζεις. Ήταν τώρα δεμένοι με κλωστές ψιλές, στέρεες. Πόσοι την ίδια ώρα, σ' άλλα μέρη, σ' άλλη γη...
         Κοντά πριν φτάσει σπίτι της, ήταν μέρα λιακάδα, ίσως η πρώτη της χρονιάς, κι ένας μεγάλος στρατηγός έβγαζε τρεις σκύλους περίπατο. Περπάταγαν μαζί, μπρος αυτός, πίσω εκείνοι. Κοίταξε η Πολυξένη με τα δυο τρύπια μάτια της από δόξα και θάνατο, κι είδε την πρώτη απόσταση της εποχής που χώριζε τους εχθρούς απ' τους φίλους.
         Σκεφτότανε τώρα, ανάσκελα, στης φυλακής τα σίδερα, με το σπασμένο χέρι της:
         «Τι καιρός, πόσα χρόνια, και να μην έχει τελειωμό!».
Μ. Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, Κέδρος


Οδυσσέας Ελύτης , Άξιον Εστί, Τρίτο Ανάγνωσμα, Η Μεγάλη Έξοδος





2 σχόλια :

Θωμάς είπε...

Μοναδικός ο τρόπος που κατάφερες να συνδυάσεις τις δύο επετείους -μία είναι άλλωστε η Ιστορία- και να μας δείξεις τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται ο Ελύτης.
Σκέφτηκα και κάτι άλλο όμως. Πως ο ελληνικός λαός διέγραψε γρήγορα από τη μνήμη του οτιδήποτε διέπραξαν οι Ιταλοί καραμπινιέροι ως κατακτητές. Έτσι κι αλλιώς σε σχέση με τις θηριωδίες των Γερμανών φαίνονται σήμερα "πταίσματα". Το γράφει στο ημερολόγιό του και ο Θεοτοκάς. Πως ενώ τα πρώτα δύο χρόνια της κατοχής ο ελληνικός λαός "βυσσοδομούσε" εναντίον των Ιταλών, μόλις τους είδε πεσμένους, τους λυπήθηκε και τους πρόσφερε μάλιστα την αλληλεγγύη του.

sofia είπε...

Ευχαριστώ Θωμά για τα καλά λόγια.
Ο ελληνικός λαός έχει ένα προβληματάκι με τη μνήμη του. Ξεχνά πολύ εύκολα.
Οι Ιταλοί θεωρούνταν στην πλειονότητά τους αντιφασίστες που αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν το Μουσολίνι. Όταν συνθηκολόγησαν, αρκετοί από αυτούς έφυγαν στο βουνό και συνεργάστηκαν με τον ΕΛΑΣ.Νομίζω ότι οι Γερμανοί τους φέρθηκαν πολύ άσχημα.(των Ιταλών)
Εμένα το πρόβλημα μου είναι άλλο. Πρώτον ότι οι Ιταλοί έκαναν φοβερά πράγματα ως κατακτητές στα Δωδεκάνησα για τα οποία πολύ λίγα γνωρίζουμε και δεύτερον ότι πολύ εύκολα ξεχνάμε την άσχημη συμπεριφορά των Ευρωπαίων κατά τη διάρκεια του πολέμου(Γερμνανοί, Ιταλοί) αλλά και μετά(Άγγλοι)και τους θεωρούμε συνεργάτες ενώ είμαστε "κολλημένοι" με τους Τούρκους. Νομίζω ότι έχει να κάνει με την προπαγάνδα που ακολούθησε τον πόλεμο, με το πώς διδάσκεται η ιστορία και με τα κόμπλεξ που έχουμε ως λαός. Πάντα θέλαμε να ανήκουμε στη Δύση ενώ η ιστορία μάς πάει πιο πολύ προς την Ανατολή.

Καλό απόγευμα