"...Λοιπόν , το στερέωμα είναι αγάπη.
Ποτέ δε θα πέσει..."
Γυρνώ τραγουδώντας.
Στα πόδια μου σκόνη απ' όλα τα έθνη. Απ' όλους
τους πόνους.
Στην κόμη μου στάχτη. Μισανοίγω την πόρτα.
Στο βάθος, το τζάκι. Και δίπλα η μητέρα μου.
Τινάζεται όρθια, ξαφνιάζεται, τρέχει.
Διπλώνω τα χέρια μου γύρω στους ώμους της.
Ρίχνω το μέτωπο πάνω στο στήθος της.
"...Δος μου μια τούφα χλόης...
να κοιμηθώ..."
Δος μου τ' άγιο σου χέρι ,
να γράψω ένα ποίημα. Όχι με λέξεις.
Όχι πια λέξεις! Μ' ένα μου φίλημα.
Πάρε τώρα τα κουρασμένα μου δάκτυλα,
κρέμασέ τα στον τοίχο να στεγνώσουνε. Κοίταξε.
Στάζουν έρημο, αγέρα, λύπη και θάλασσα.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα Ποιήματα, τ.2, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, β΄έκδοση
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο φως για να βλέπω και ν' αγαπώ
το βρίσκω παντού: Στο λίγο ψωμί,
στου βουνού τη γυμνότητα, στο λουλούδι της γλάστρας,
στο νερό της πηγής, στο γιομάτο ευγένεια
αεράκι που έρχεται και θωπεύει την κούραση
των χεριών μου, στο λίγο εχέμυθο φως
στου σπιτιού μου τη νύχτα, στην παρουσία
του άλλου ανθρώπου που προχωρεί
στο αντικρινό πεζοδρόμιο, στο άξαφνο
έγχρωμο βεγγαλικό της φωνής
ενός παιδιού που δεν φαίνεται.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
κ.κ.