Η Μέλπω καθότανε πλάι στη λάμπα την παραμονή κι αποτελίωνε μια παντούφλα.
Πού και πού σταματούσε τις βελονιές της για ν ΄αφουγκραστεί. Κανένα μπαστούνι, που σερνότανε έξω στα χαλίκια του δρόμου. Κανένα μεθυσμένο που διάβαινε τραγουδώντας νανέ - νανέ - να.
Έξω η βροχή έπεφτε ολοένα. Η γης είχε χορτάσει καλά νερό και το περισευούμενο κατέβαινε προς την πόλη, στα χαμηλώματα, κάνοντας ποταμάκια.
Μπροστά στο παράθυρο, κι ως τη μέση της κάμαρας, τα σανίδια ήτανε μουσκεμένα από τα νερά που μπήκανε τη νύχτα σαν γύρισε ο καιρός. Τα κουφώματα δε σμίγανε πια καλά.
Η Μέλπω έφερε το μαγκάλι και το έβαλε εκεί, ίσως στεγνώσει λίγο η κάμαρα. Κάθισε κι αυτή για το συντρόφιασμα της φωτιάς.
Όμως το μαγκάλι σε λίγο στάχτωσε, γίνηκε σαν καταραμένο και η Μέλπω παραδομένη στο φτιάσιμο της παντούφλας το ξέχασε.
Η λάμπα φώτιζε κιτρινιάρικα. Τα μάτιας της κουραζόντανε. Καίγανε γύρο στα ματόφυλλα και συχνά τα έκλεινε για λίγο, μα πετιόνταν και ξανάρχιζε τις βελονιές με ζέση.
Έτσι που καθότανε με το ζερβί πλευρό στη ράχη της καρέκλας έγερνε. Έγερνε ασυναίσθητα για να ζυγώσει το φως. Σαν κουραζότανε ανασηκωνότανε πάλι, νοιώθοντας τη ράχη της πονεμένη.
Συλλογίστηκε σαν τι ώρα να ήτανε. Η βροχή τρακάλιζε στις πλάκες της αυλής. Ένα σκυλί βρεχάμενο έκλαιγε.Ακούμπησε τη δουλειά της πάνω στα γόνατα και πάσκισε να πάρει μια στάση πιο αναπαυτική.
Ακούμπησε τον αγκώνα στη ράχη της καρέκλας και το κεφάλι της στην παλάμη.
- Νάμουνα στο κρεβάτι μου, αποθύμησε.
Ο ήσκιος της γράφουνταν πάνω στον τοίχο μεγάλος. Νύσταζε , όμως θα καθότανε κει να περιμένει αυτό το σακάτικο παιδί, το νοικάρη τους. Αυτός έρχεται πάντα νωρίς. Μα απόψε είναι παραμονή Χριστούγεννα. Κι αυτός το κατά δύναμη θα κάνει παραμονή.
Η Μέλπω θαρρεί και τον βλέπει ν΄ανηφορίζει με τα δεκανίκια του μέσα σε τέτοια βροχή .
Ου! χωρίς άλλο θα μούλιαζε. Αυτός δεν μπορεί να τρέξει. Συλλογιέται τον εαυτό της. Πωςς να μην μπορεί να τρέξει . Πως να μην μπορεί να πηγαίνει με το κορμί της ίσιο εδώ και κει, λαφριά και γρήγορα.
Σηκώνεται ορθή και τεντώνεται ολοΐσια. Ξενυστάζει` βάνει τα χέρια της, πίσω στο κεφάλι, μπλεγμένα και κοιτά τη σκιά της λιγερή και σωστή πάνω στον άσπρο ασβεστωμένο τοίχο. Πάει κοντά στο καθρεφτάκι που κρέμεται στον τοίχο και κοιτάζεται. Τα μάτια της είνε πρισμένα από τη δουλειά κοντά στο φως. Έπειτα λιγάει σαν ένα άδειο ταφταδένιο ρούχο και κάθεται χάμω.
Βάνει το κεφάλι της στο ψαθί της καρέκλας. Συγκρυάζεται. Τυλίγεται καλά στο ρούχο της και χώνει το κεφάλι της στην αμασκάλη. Τα μάτια της τα κάλυψεν ο ύπνος στη στιγμή. Από πέρα κάποιος έρχεται. Στην αρχή δεν τον γνωρίζει. Μα καθώς ζυγώνει τον ξεχωρίζει και τον καμαρώνει. Αυτός πάει τραγουδώντας δυνατά με καλή φωνή.
Πάνω από το δεξί του αυτί φορεί ένα γαρούφαλο άλικο, που ταιριάζει ωραία στα μαύρα του μαλλιά. Καθώς περνά της γελά. Τραβά κατά τη θάλασσα που είνε κυματισμένη και βουΐζει δυνατά.
Κι αυτός όλο τραγουδά παράφωνα, μα το τραγούδι του είνε γεμάτο δύναμη και χαρά.
Αυτή τον κοιτά και γελά. Συλλογιέται πως κι έτσι παράφωνο το τραγούδι πάλι όμορφο είναι. Κι αφουγκράζεται το συνταίριασμα της θαλασοβοής και του τραγουδιού.
Μα όσο αυτός μακραίνει, όλα τα κύματα, που σαλεύανε αφριστά, μικρά κατά την ακρογιαλιά, ανεβαίνουν και τη ζυγώνουν. Κι όλα γίνονται μικρά χέρια που κουνιούνται γύρω της.
Την αγγίζουν. Τη χαϊδεύουν. Κι όλο έρχονται καινούργια να την τριγυρίσουν. Μικρά, μεγάλα, τραχειά, ματωμένα και κουρασμένα, σα να θεν κάπου ν΄ ακουμπήσουν ν ΄αναπαυτούν.
Η Μέλπω τρομάζει. Βάνει μια δυνατή φωνή και ξυπνά. Και θυμάται μιαν άλλη παραμονή χειρότερη από τούτη. Αυτή κι η μάνα της άναντρες γυναίκες, μονάχες και οι δυο, βρισκόντανε στο σπίτι άγνοιαστες από θεό κι ανθρώπους.
Είχε βρέξει από μέρες κι η γη ήτανε χορτάτη από νερό. Όξω φύσαγε παγωνιά. Το δειλινό σηκώθηκε η μάνα της και βγήκε τυλιγμένη σ΄ένα ρούχο. Η Μέλπω σαν την είδε να φεύγει πήγε και κοίταξε κάτω από το τζάκι. Τα ξύλα είχαν σωθεί. Ούτε αγκύλι δεν είχαν. Μπήκε πάλι στην κάμαρα και κάθισε. Μπρος τον καναπέ έχασκε το μαγκάλι, θλιβερό, με την κρύα στάχτη του. Η μάνα της έλεγε, πως κι αυτό καλό κάνει.
Δεν ήταν πολλές ημέρες που είχε σηκωθεί η Μέλπω από αρρώστεια. Σημμαζεύτηκε στον καναπέ κι άκουε τον αέρα, που ερχούντανε ίσια από το πέλαγος, ανεμπόδιστα κι έπεφτε πάνω στο σπίτι. Έκλεινε τα μάτια της κι ακουγε πότε μαζύ και πότε ξέχωρα, τον καθένα, όλους τους θορύβους, που γινότανε στο σπίτι από τον αέρα.
Ώρες θαρρούσε πως ταξιδεύει και το φουρτουνιασμένο πέλαγος σκουντρά πάνω στο καράβι να το καταπονέσει. Ώρες πάλι έλεγε, πως ήταν παιδί στην κούνια του και τη νανούριζαν από μακριά με παράξενα νανουρίσματα. Ωστόσο η ώρα περνούσε και η μάνα της δεν φάνηκε.
Σηκώθηκε έρξε ένα ρούχο και βγήκε ανήσυχη.
Τράβηξε ψηλά. Διάβηκε μέσα από τον πυκνό ελαιώνα και πήρε το μονοπάτι προς το γειτονικό χωριό.
Τα πόδια της μουσκέψανε σε λίγο και τα ένιωσε παγωμένα. Ο αέρας ήταν παγερός. Ο ουρανός ακούμπαγε άχρωμος πάνω στις μικρές γειτονικές βουνοκορφές. Όλα τα πάντα είχανε συμαζωχτεί θαρρείς, είχανε κρυφτεί να φυλαχτούνε από το χειμωνιάτικο δαρμό.
Αυτή πήγαινε, κοιτάζοντας ολόγυρα. Δεν φαινούτανε ψυχή. Το μονοπάτι έστριβε ζερβά ακουμπώντας στο βουνό. Ανέβαινε λιγερά και σκαλωτά αφίνοντας δεξά ένα ρέμα μικρό με κάνε δυο λευκάρια γυμνά εδώ και εκεί.
Στρίβοντας είδε τη μάνα της. Καθότανε πάνω σε μια πέτρα, στη ρίζα ενού αγριόπρινου. Με τον αγκώνα ακουμπιστό στο γόνατο, με το κεφάλι στη φούχτα έκλαιγε μ΄αναφυλλητά δυνατά.
Τα ψαρά τσουλούφια της ξαναιμίζονταν γύρω στο μελαχροινό κουρασμένο της πρόσωπο.
Πήγε κοντά και κείνη την ένιωσε.
- Γιατί βγήκες; τ ΄ήθελες και βγήκες; Θ΄αρωστήσεις ξανά.
- Καλά τα κατάλαβα και βγήκα, είπε η κόρη.
Ζύγωσε καλά. Τα χέρια της μάνας ήτανε γραντζουνισμένα και ματωμένα. Στα πόδια της κείτονταν δυο τρία ξεριζώματα από ασκίσες και πρινόκλαδα. Κοίταξε πάνουθε τον πρίνο. Σαν να είχεν ανθίσει. Εδώ και κει μέσα στα λουλουδιαστά αγκαθόφυλλά του κρατούσε κάμποσες στάλες αίμα από τα χέρια της μάνας της. Έσκυψε και την έπιασε από τον αγκώνα. - Άντε , πάμε τώρα να φύγουμε.
Αυτά συλλογιέται η Μέλπω και σηκώνεται` μπαίνει αθόρυβα μέσα στην άλλη κάμαρα, που κοιμάται η μάνα της. Κάνει τόπο και γέρνει συμμαζευτά κοντά της. Κείνη τήνε νοιώθει μέσα στον ύπνο της. Λίγο λίγο φέρνει τα χέρια της και τ΄ακουμπά στο μαύρο κεφάλι της κοπέλας της. Μένουν εκεί και κοιμούνται δυο τυραγνισμένα χέρια. Είναι σαν να νοιάζονται να την αποσκεπάσουν και στον ύπνο τους από κάθε κακό.
Η Μέλπω κλείνει τα μάτια και κοιτά πάλι μιαν ατέλιωτη παρέλαση από χέρια.
Χέρια άσπρα , αφράτα, αδούλευτα και μοσκοβολημένα. Κι άλλα πολλά χέρια κοκαλιασμένα από το κράτημα της βελόνας. Ροζιασμένα από το ψαλίδι, πληγωμένα από τα πλυσίματα και τις λογιών χοντροδουλιές.
Όλα σαν παραπονεμένα κι αποκαμωμένα` όλα σαν ν΄αναδίνουν μια κραυγή πίκρας.
Και είνε τούτα τα δικά μας χέρια συλλογιέται. Τα τραχειά και παραμορφωμένα χέρια της μεγάλης εργατιάς. Να οι σκυφτοί συλλογισμένοι μαστόροι. Τα γνωστικά χεροδύναμα παλληκάρια , τα μικρά δουλευτάρικα παιδιά. Οι γέροι που μόνο στη γης θα δουν αναπαμό.
Όλοι τούτοι οι απλοί αγράμματοι και λιγόλογοι ανθρώποι. Αυτοί με την αξιωσύνη τους φτιάνουν τη ζωή με τ΄αγαθά της και τις ομορφιές της. Μα να που οι ίδιοι στέκουν παράμερα, ντροπιάρηδες και σεμνοί. Στερημένοι άδικα τη χαρά του κόπου τους. Εκείνου που μια στιγμή ήταν η αναλαμπή της ψυχής τους. Μόνο τα χέρια μιλάνε. Λένε την ιστορία τους. Κειδά καθώς ακουμπάν άπραγα και ειρηνικά.
Μαρία Κλωνάρη , Ήμεροι Άνθρωποι, Διηγήματα, Εκδόσεις Πηγής Αθήνα 1953
( πρόλογος Γ. Βαλέτα)
Πού και πού σταματούσε τις βελονιές της για ν ΄αφουγκραστεί. Κανένα μπαστούνι, που σερνότανε έξω στα χαλίκια του δρόμου. Κανένα μεθυσμένο που διάβαινε τραγουδώντας νανέ - νανέ - να.
Έξω η βροχή έπεφτε ολοένα. Η γης είχε χορτάσει καλά νερό και το περισευούμενο κατέβαινε προς την πόλη, στα χαμηλώματα, κάνοντας ποταμάκια.
Μπροστά στο παράθυρο, κι ως τη μέση της κάμαρας, τα σανίδια ήτανε μουσκεμένα από τα νερά που μπήκανε τη νύχτα σαν γύρισε ο καιρός. Τα κουφώματα δε σμίγανε πια καλά.
Η Μέλπω έφερε το μαγκάλι και το έβαλε εκεί, ίσως στεγνώσει λίγο η κάμαρα. Κάθισε κι αυτή για το συντρόφιασμα της φωτιάς.
Όμως το μαγκάλι σε λίγο στάχτωσε, γίνηκε σαν καταραμένο και η Μέλπω παραδομένη στο φτιάσιμο της παντούφλας το ξέχασε.
Η λάμπα φώτιζε κιτρινιάρικα. Τα μάτιας της κουραζόντανε. Καίγανε γύρο στα ματόφυλλα και συχνά τα έκλεινε για λίγο, μα πετιόνταν και ξανάρχιζε τις βελονιές με ζέση.
Έτσι που καθότανε με το ζερβί πλευρό στη ράχη της καρέκλας έγερνε. Έγερνε ασυναίσθητα για να ζυγώσει το φως. Σαν κουραζότανε ανασηκωνότανε πάλι, νοιώθοντας τη ράχη της πονεμένη.
Συλλογίστηκε σαν τι ώρα να ήτανε. Η βροχή τρακάλιζε στις πλάκες της αυλής. Ένα σκυλί βρεχάμενο έκλαιγε.Ακούμπησε τη δουλειά της πάνω στα γόνατα και πάσκισε να πάρει μια στάση πιο αναπαυτική.
Ακούμπησε τον αγκώνα στη ράχη της καρέκλας και το κεφάλι της στην παλάμη.
- Νάμουνα στο κρεβάτι μου, αποθύμησε.
Ο ήσκιος της γράφουνταν πάνω στον τοίχο μεγάλος. Νύσταζε , όμως θα καθότανε κει να περιμένει αυτό το σακάτικο παιδί, το νοικάρη τους. Αυτός έρχεται πάντα νωρίς. Μα απόψε είναι παραμονή Χριστούγεννα. Κι αυτός το κατά δύναμη θα κάνει παραμονή.
Η Μέλπω θαρρεί και τον βλέπει ν΄ανηφορίζει με τα δεκανίκια του μέσα σε τέτοια βροχή .
Ου! χωρίς άλλο θα μούλιαζε. Αυτός δεν μπορεί να τρέξει. Συλλογιέται τον εαυτό της. Πωςς να μην μπορεί να τρέξει . Πως να μην μπορεί να πηγαίνει με το κορμί της ίσιο εδώ και κει, λαφριά και γρήγορα.
Σηκώνεται ορθή και τεντώνεται ολοΐσια. Ξενυστάζει` βάνει τα χέρια της, πίσω στο κεφάλι, μπλεγμένα και κοιτά τη σκιά της λιγερή και σωστή πάνω στον άσπρο ασβεστωμένο τοίχο. Πάει κοντά στο καθρεφτάκι που κρέμεται στον τοίχο και κοιτάζεται. Τα μάτια της είνε πρισμένα από τη δουλειά κοντά στο φως. Έπειτα λιγάει σαν ένα άδειο ταφταδένιο ρούχο και κάθεται χάμω.
Βάνει το κεφάλι της στο ψαθί της καρέκλας. Συγκρυάζεται. Τυλίγεται καλά στο ρούχο της και χώνει το κεφάλι της στην αμασκάλη. Τα μάτια της τα κάλυψεν ο ύπνος στη στιγμή. Από πέρα κάποιος έρχεται. Στην αρχή δεν τον γνωρίζει. Μα καθώς ζυγώνει τον ξεχωρίζει και τον καμαρώνει. Αυτός πάει τραγουδώντας δυνατά με καλή φωνή.
Πάνω από το δεξί του αυτί φορεί ένα γαρούφαλο άλικο, που ταιριάζει ωραία στα μαύρα του μαλλιά. Καθώς περνά της γελά. Τραβά κατά τη θάλασσα που είνε κυματισμένη και βουΐζει δυνατά.
Κι αυτός όλο τραγουδά παράφωνα, μα το τραγούδι του είνε γεμάτο δύναμη και χαρά.
Αυτή τον κοιτά και γελά. Συλλογιέται πως κι έτσι παράφωνο το τραγούδι πάλι όμορφο είναι. Κι αφουγκράζεται το συνταίριασμα της θαλασοβοής και του τραγουδιού.
Μα όσο αυτός μακραίνει, όλα τα κύματα, που σαλεύανε αφριστά, μικρά κατά την ακρογιαλιά, ανεβαίνουν και τη ζυγώνουν. Κι όλα γίνονται μικρά χέρια που κουνιούνται γύρω της.
Την αγγίζουν. Τη χαϊδεύουν. Κι όλο έρχονται καινούργια να την τριγυρίσουν. Μικρά, μεγάλα, τραχειά, ματωμένα και κουρασμένα, σα να θεν κάπου ν΄ ακουμπήσουν ν ΄αναπαυτούν.
Η Μέλπω τρομάζει. Βάνει μια δυνατή φωνή και ξυπνά. Και θυμάται μιαν άλλη παραμονή χειρότερη από τούτη. Αυτή κι η μάνα της άναντρες γυναίκες, μονάχες και οι δυο, βρισκόντανε στο σπίτι άγνοιαστες από θεό κι ανθρώπους.
Είχε βρέξει από μέρες κι η γη ήτανε χορτάτη από νερό. Όξω φύσαγε παγωνιά. Το δειλινό σηκώθηκε η μάνα της και βγήκε τυλιγμένη σ΄ένα ρούχο. Η Μέλπω σαν την είδε να φεύγει πήγε και κοίταξε κάτω από το τζάκι. Τα ξύλα είχαν σωθεί. Ούτε αγκύλι δεν είχαν. Μπήκε πάλι στην κάμαρα και κάθισε. Μπρος τον καναπέ έχασκε το μαγκάλι, θλιβερό, με την κρύα στάχτη του. Η μάνα της έλεγε, πως κι αυτό καλό κάνει.
Δεν ήταν πολλές ημέρες που είχε σηκωθεί η Μέλπω από αρρώστεια. Σημμαζεύτηκε στον καναπέ κι άκουε τον αέρα, που ερχούντανε ίσια από το πέλαγος, ανεμπόδιστα κι έπεφτε πάνω στο σπίτι. Έκλεινε τα μάτια της κι ακουγε πότε μαζύ και πότε ξέχωρα, τον καθένα, όλους τους θορύβους, που γινότανε στο σπίτι από τον αέρα.
Ώρες θαρρούσε πως ταξιδεύει και το φουρτουνιασμένο πέλαγος σκουντρά πάνω στο καράβι να το καταπονέσει. Ώρες πάλι έλεγε, πως ήταν παιδί στην κούνια του και τη νανούριζαν από μακριά με παράξενα νανουρίσματα. Ωστόσο η ώρα περνούσε και η μάνα της δεν φάνηκε.
Σηκώθηκε έρξε ένα ρούχο και βγήκε ανήσυχη.
Τράβηξε ψηλά. Διάβηκε μέσα από τον πυκνό ελαιώνα και πήρε το μονοπάτι προς το γειτονικό χωριό.
Τα πόδια της μουσκέψανε σε λίγο και τα ένιωσε παγωμένα. Ο αέρας ήταν παγερός. Ο ουρανός ακούμπαγε άχρωμος πάνω στις μικρές γειτονικές βουνοκορφές. Όλα τα πάντα είχανε συμαζωχτεί θαρρείς, είχανε κρυφτεί να φυλαχτούνε από το χειμωνιάτικο δαρμό.
Αυτή πήγαινε, κοιτάζοντας ολόγυρα. Δεν φαινούτανε ψυχή. Το μονοπάτι έστριβε ζερβά ακουμπώντας στο βουνό. Ανέβαινε λιγερά και σκαλωτά αφίνοντας δεξά ένα ρέμα μικρό με κάνε δυο λευκάρια γυμνά εδώ και εκεί.
Στρίβοντας είδε τη μάνα της. Καθότανε πάνω σε μια πέτρα, στη ρίζα ενού αγριόπρινου. Με τον αγκώνα ακουμπιστό στο γόνατο, με το κεφάλι στη φούχτα έκλαιγε μ΄αναφυλλητά δυνατά.
Τα ψαρά τσουλούφια της ξαναιμίζονταν γύρω στο μελαχροινό κουρασμένο της πρόσωπο.
Πήγε κοντά και κείνη την ένιωσε.
- Γιατί βγήκες; τ ΄ήθελες και βγήκες; Θ΄αρωστήσεις ξανά.
- Καλά τα κατάλαβα και βγήκα, είπε η κόρη.
Ζύγωσε καλά. Τα χέρια της μάνας ήτανε γραντζουνισμένα και ματωμένα. Στα πόδια της κείτονταν δυο τρία ξεριζώματα από ασκίσες και πρινόκλαδα. Κοίταξε πάνουθε τον πρίνο. Σαν να είχεν ανθίσει. Εδώ και κει μέσα στα λουλουδιαστά αγκαθόφυλλά του κρατούσε κάμποσες στάλες αίμα από τα χέρια της μάνας της. Έσκυψε και την έπιασε από τον αγκώνα. - Άντε , πάμε τώρα να φύγουμε.
Αυτά συλλογιέται η Μέλπω και σηκώνεται` μπαίνει αθόρυβα μέσα στην άλλη κάμαρα, που κοιμάται η μάνα της. Κάνει τόπο και γέρνει συμμαζευτά κοντά της. Κείνη τήνε νοιώθει μέσα στον ύπνο της. Λίγο λίγο φέρνει τα χέρια της και τ΄ακουμπά στο μαύρο κεφάλι της κοπέλας της. Μένουν εκεί και κοιμούνται δυο τυραγνισμένα χέρια. Είναι σαν να νοιάζονται να την αποσκεπάσουν και στον ύπνο τους από κάθε κακό.
Η Μέλπω κλείνει τα μάτια και κοιτά πάλι μιαν ατέλιωτη παρέλαση από χέρια.
Χέρια άσπρα , αφράτα, αδούλευτα και μοσκοβολημένα. Κι άλλα πολλά χέρια κοκαλιασμένα από το κράτημα της βελόνας. Ροζιασμένα από το ψαλίδι, πληγωμένα από τα πλυσίματα και τις λογιών χοντροδουλιές.
Όλα σαν παραπονεμένα κι αποκαμωμένα` όλα σαν ν΄αναδίνουν μια κραυγή πίκρας.
Και είνε τούτα τα δικά μας χέρια συλλογιέται. Τα τραχειά και παραμορφωμένα χέρια της μεγάλης εργατιάς. Να οι σκυφτοί συλλογισμένοι μαστόροι. Τα γνωστικά χεροδύναμα παλληκάρια , τα μικρά δουλευτάρικα παιδιά. Οι γέροι που μόνο στη γης θα δουν αναπαμό.
Όλοι τούτοι οι απλοί αγράμματοι και λιγόλογοι ανθρώποι. Αυτοί με την αξιωσύνη τους φτιάνουν τη ζωή με τ΄αγαθά της και τις ομορφιές της. Μα να που οι ίδιοι στέκουν παράμερα, ντροπιάρηδες και σεμνοί. Στερημένοι άδικα τη χαρά του κόπου τους. Εκείνου που μια στιγμή ήταν η αναλαμπή της ψυχής τους. Μόνο τα χέρια μιλάνε. Λένε την ιστορία τους. Κειδά καθώς ακουμπάν άπραγα και ειρηνικά.
Μαρία Κλωνάρη , Ήμεροι Άνθρωποι, Διηγήματα, Εκδόσεις Πηγής Αθήνα 1953
( πρόλογος Γ. Βαλέτα)
«Και είνε τούτα τα δικά μας χέρια συλλογιέται.»
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη ανάρτηση. Μπράβο βρε Σοφία! Πόσες και πόσες φορές εσύ κι αν μας έδειξες εδώ, πως δεν είναι απαραίτητο τα χέρια να είναι γεμάτα από ρόζους για να τα νιώθουμε «δικά μας»…
Χρόνια Πολλά κυρία μου!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλενίτσα!!!!!!
Για μένα έχουν ιδιαίτερη σημασία τα χέρια που σκληρά έχουν δουλέψει και σκληρά έχουν παλέψει.Τι θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς τα χέρια του; Ίσως κάποια μέρα βρουν τη δικαίωση που αξίζουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ
Να'σαι καλά
Χρόνια Πολλά Ελενίτσα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα΄σαι καλά