Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Αγάπησα έναν γλάρο...(μνήμη Μενέλαου Λουντέμη)


    Αυτό ήταν το μικρό τρυφερό παραμύθι του μόνου της ωραίου έρωτα. Και τόλεγε με μεγάλα νεανικά μάτια μεθυσμένα απ΄το ωραίο κρασί που το κερνά με περίσσια απλοχεριά η ζωή σε μια δική της πελατεία, που τη διαλέγει η ίδια. 

    Ήταν ένα νέο κορίτσι, μια χαρούμενη νεοφώτιστη σε μια θρησκεία που την πιστεύουν μόνο τα κόκκινα στόματα. Μια θρησκεία που τη γράφουν κάτι παράξενοι 
" Ευαγγελιστές", που περνούν απ΄τη ζωή μας σα μικροί επίγειοι θεοί, και χάνονται αγνοημένοι μέσα στη βουερή ματαιότητα του κόσμου, που τους λένε  π ο ι η τ έ ς και δεν τους αγαπούν διόλου.

     Αγάπησα ένα γλάρο...
     Τι ωραία που ήταν τότε που τον γνώρισε κείνο το γλάρο!...
      Και πόσο ήταν όμορφος ο κόσμος! Πόσο ήταν όμορφος ο γλάρος κι ο γιαλός!

     Ήταν ντυμένος στα κάτασπρα - μα και τι δεν ήταν κάτασπρο κείνο το καλοκαίρι; Οι στέγες, οι αφροί, οι καβοκολόνες, το καράβι που είχε αράξει στο λιμάνι ( το καράβι που έφερε το " γλάρο").

     Να κάθεσαι ξενούλα στο νησί και να μην περιμένεις κανέναν. Να γεννηθείς για την αγάπη κι η αγάπη να μην έρχεται. Μα νάρχεται ένας γλάρος και νάναι αυτός η αγάπη κι εσύ να μην το ξέρεις . Να κάθεσαι εκεί στην ερημιά του μακρυνού κάβου και να βλέπεις το ξενικό καράβι καθώς είναι φουνταρισμένο παράμερα στ' ανοιχτά, και να μην υποψιάζασαι ότι το καράβι αυτό έφερε κ ε ί ν ο που περίμενες...

     Σε μια στιγμή μια μικρή βάρκα, άσπρη σαν το καράβι, ξεπλεύρισε κι ένας με τάσπρα έλαμνε κατακεί. Ήταν σαν κάτασπρος γλάρος. Φαίνεται πως θα την έβλεπε από ώρα με τα κυάλια. Ήταν ένας ηλιοψημένος θαλασσολάτης με ψηλή κορμοστασιά που τραβούσε ξεκούραστα το κουπί, ξεκούραστα σα νάπαιζε. Ήρθε  κι άραξε μια πιθαμή μακρυά απ΄τα πόδια της κι είπε "καλησπέρα".

    Κείνη τον κύτταξε με σαστισμένα μάτια κι έκανε να φύγει μα δε μπόρεσε.
- Καλησπέρα...είπε πάλι κείνος.
  " Φύγετε" είπαν ανήσυχα τα μάτια της - μα δεν ήθελε.
   Κείνος έστρωσε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του.
- Καλησπέρα....είπε ξανά. Ω, μα αυτός δεν είναι γλάρος, είναι π α π α γ ά λ ο ς ! σκέφτηκε μέσα της τρομαγμένη. Κι έκανε πάλι να φύγει - και πάλι δεν μπόρεσε.
   Μα δεν ήταν παπαγάλος, γιατί ξανάνοιξε το στόμα του, και τώρα είπε άλλη λέξη:
- Θέλετε να σας πάω στ΄αντικρυνό νησάκι;
  Κείνη γύρισε το κεφάλι της κατά τη στεριά σα να μπορούσε νάταν το νησάκι στεριανό.
- Θέλετε λοιπόν;
   Τότε πια δε βάστηξε. Του μίλησε.
- Πώς παίρνετε το θάρρος;
  Έκανε πως δεν πρόσεξε το θυμό της.
- Είναι απάνω του ένα ωραίο δεντράκι. Είναι τόσος καιρός που δεν έχω δει δέντρο...
- Ποιος σας εμποδίζει; Να πάτε...
 - Είναι τόσο όμορφο το δέντρο...που δεν κάνει να το βλέπει κανείς μόνος του. Έπειτα...είναι ένα δέντρο του δικού σας τόπου, και θα δυσκολευτώ ναπιάσω γνωριμιά μαζί του.
  Δεν του απάντησε. Στάθηκε και τον κυττούσε τώρα ήμερα με μαλακό μετανιωμένο βλέμμα.
- Είστε ξένος;
  Τα μάτια του γέμισαν φως. Άπλωσε το χέρι του κι έδειξε τη θάλασσα. Κάτω απ΄το φως το νύχι του απλωμένου δάχτυλου άστραφτε σα μαργαριτάρι.
- Μ' έφερε κείνο...
  Το βαπόρι λεύκαζε κάτω απ΄τον άπλετο ήλιο.
- Θέλετε;...τη ρωτά τώρα πιο γλυκά.
  Μέσα στα μάτια του κοριτσιού πάλευαν ακόμη κάτι υγρές αμφιβολίες.
- Καλά...

    Κάτω από ένα φαλακρό βράχο μιλήσανε για τις πατρίδες τους. Η δική της ήταν η μεγάλη πολιτεία της Αττικής...Κι η δική του μια άλλη μεγάλη πολιτεία στα μάκρη του κόσμου. Μα - τι παράδοξο!- ήταν κι αυτός οπαδός κείνης της θρησκείας. Θέλανε πολύ κι οι δυο να μιλήσουν για κείνη τη θρησκεία, μα δεν ξαίρανε τη γλώσσα της γιατί αυτή η θρησκεία έχει μια παράξενη δική της γλώσσα. Βάζει τους πιστούς της και μιλούνε με τα μάτια, με τα μάγουλα και με κάτι ματσάκια λουλούδια. Πού όμως να βρεθούνε σε κείνον τον ξερότοπο τα ματσάκια; Καθόντουσαν αμίλητοι κι ήσαν πολύ λυπημένοι που ο τόπος ήταν στεγνός και δεν φύτρωναν τέτοια λόγια. Μάταια έψαχναν τα μάτια τους ν' ανακαλύψουν καμμιά ερωτική γλωσσίτσα(καμμιά ανεμώνα, κάνα φτωχολούλουδο, κανένα θυμαράκι). Τίποτα.

     Μα - άμα το βάλει πείσμα κείνη η θρησκεία!- ξαφνικά τα μάτια του κοριτσιού νά σου και ξετρυπώνουν σε μια βραχοσκισμή μια τουφίτσα πρασινάδα.
- Κυττάξτε!
  Ένα ζευγάρι ζυγά μάτια κόλλησαν πάνω στο σεμνό φυτό μ΄έκσταση...
  Μα ήταν τόσο ψηλά! ( Ω! τι ήταν αυτό για ένα γλάρο;)
- Να σας το κόψω;
- Αχ, ναι...
*
...Χειμώνιασε. Όχι ο καιρός. Χειμώνιασε ο κόσμος. Μπόρες σκέπασαν τ΄αμέριμνα κεφάλια των ανθρώπων, τρικυμίες βρυχήθηκαν μέσα στα στέρνα τους. Το κάτασπρο καράβι σηκώθηκε ένα πρωινό κι έφυγε ξελογιασμένο. Το "γλάρο" που αντιστάθηκε τον πήραν δεμένο. Τι έτρεξε; Α...Ό,τι τρέχει κάθε τόσο. Κάτι άνθρωποι άπονοι, στεγνοί, από κείνους που δεν πιστεύουν ποτέ σε κείνη τη θρησκεία, αρπάζουν από τα χέρια των πιστών τα λουλούδια, τους βάζουν χατζάρια και τους στέλνουν να γεμίσουνε τον κόσμο αίματα.

   Να ένας τέτοιος αιματηρός χειμώνας ξεκίνησε καπνανταριασμένος από έναν αγριωπό τόπο κι απλώθηκε και σκέπασε τη σφαίρα. Και σκέπασε και τούτο το κάτασπρο νησί και πήρε απ΄το στόμα των ανθρώπων του το ψωμί και το γέλιο. Κείνοι οι άνθρωποι του αγριωπού τόπου ήταν αχόρταστοι. Θερίσανε, φάγανε, αλέσανε, πιλατέψανε όλες τις φυλές, κατάπιανε ολόκληρη τη σφαίρα και πάλι αχόρταστοι απόμεναν. Το νησί, το λίγο προσφάι και τα λιγοστά πλεούμενα που είχε, τάδωκε χαράτσι και κατόπι ξαπλώθηκε να παθάνει. Ξαπλώθηκε να πεθάνει ο μαλακός και θεοσεβούμενος κόσμος του, οι νιοί του κι οι νιές του. Ξαπλώθηκε να πεθάνει και το ξενικό κορίτσι το αποκλεισμένο.

    Τα μάτια των ανθρώπων χώθηκαν μες στις λακούβες τους κι άλλο δεν έβλεπαν παρά το χάρο.

    Α! πόσο είχε μείνει μακρυά το λευκό καλοκαίρι...Τώρα βοριάδες φυσάνε πάνου απ΄τα νεκρά σπίτια, τώρα σίφουνες σαρώνουνε τους πεντάρφανους δρόμους. Τώρα οι χάροι μπαινοβγαίνουν απ΄τις ορθάνοιχτες πόρτες και τα παράθυρα και θερίζουνε δεξια-ζερβά χωρίς να λογιάζουνε και να μετράνε.

     Πίσω από ένα βουρκωμένο τζάμι, εκεί κάτου στο ακρωτήρι, σε μια αδειανή κάμαρα ένα ανάλαφρο κορμί αδειάζει απ΄τη ζωή του. Μ ό ν ο. Η ερημιά, ο τρόμος, η πείνα...Κι ένας γλάρος που δε θαρχότανε πριν απ΄το θάνατο. Μέρες τώρα ήταν παραδομένη στο γλυκό μισοΰπνι του θανάτου.

   ....Ένα πρωινό , πάνω στη στέγη έγινε ένας μικρός φτερωτός πόλεμος.

      Ένα νηστικό πουλί ανέβηκε απ΄τη θάλασσα για να κουρσέψει το μικρό νοικοκυριό του σπουργιτιού της στέγης: κάτι λιγοστούς σπόρους, κάτι σπειράκια φακή. Πάλαιψε απελπισμένα, δε λιγοκάρδισε. Με το σαματά το μικρό πουλίσιο κελάρι αναποδογύρισε κι οι σπόροι χύθηκαν. Μα κάτου απ΄τη φωληά ήταν η παλάμη του κοριτσιού και τα σπειριά χύθηκαν μέσα ( δώρα ενός καθυστερημένου Θεού. Το κορίτσι από μέρες τώρα δεν είχε ανάγκη από τίποτα...)

     Τώρα απ΄την τρυπίτσα της στέγης που τη δημιούργησε μια λεηλασία κι ένας μικρός θάνατος, ο ουρανός ραντίζει τη μικρή κάμαρα. Ποτίζει το νεκρό κοριτσίσιο ανθό και τους σπόρους της φούχτας του.
                        ................................................

    Μια μέρα με ήλιο, όταν σταμάτησαν πια οι καπνοί κι άνοιξαν οι δρόμοι, ο άσπρος αγαπημένος "γλάρος" πήγε κι ακούμπησε πάνω στο πρεβάζι. Μέσα στο μικρό δώμα κοίτονταν τα τελευταία ψίχουλα απ΄ό,τι κάποτε είχε τόσο πολύ αγαπήσει. Μα μέσα στη στάχτη της ωραίας άλλοτε φλόγας έθαλλε μια μικρή ζωή, λίγη φτωχική χλόη μέσα στη φούχτα του κοριτσιού, μικρό ανθισμένο κηπάκι.

     Κείνη τη στιγμή ένα ζευγάρι σκουλήκια σταμάτησε κάτω απ΄το βράχο του κοριτσίσιου χεριού. Ήταν κι αυτό το ζευγάρι φλομωμένο από κείνη τη θρησκεία. Έμενε με κομπιασμένη μιλιά, γιατί αυτή η θρησκεία μιλάει με τα μάτια, με κάτι ματσάκια. Μα πού να βρεθούνε σ΄αυτό το κοιμητήρι τέτοιες "γλώσσες"; Όμως άμα το βάλει πείσμα κείνη η θρησκεία ! - μέσα απ΄τα κοριτσίσια δάχτυλα - απ΄τη μικρή βραχοσκισμή - φάνηκε η μικρή τουφίτσα της ανθισμένης φακής.
- Κυττάξτε!
   Ήταν λίγο ψηλά...(ω! για έναν εραστή!)
- Να σας το κόψω; 
- Αχ...ναι!

  Μενέλαος Λουντέμης , Βουρκωμένες Μέρες(Διηγήματα), Δωρικός , Αθήνα 1977 , 9η έκδοση


  


4 σχόλια :

  1. ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΛΟΥΝΤΕΜΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟ 1956

    «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα,
    αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα.
    Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους,
    για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς.
    Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα,
    μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου.
    Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας
    και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν.
    Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».

    Οταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού και της γυναίκας του ο πρόεδρος παρατηρεί:
    «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ».

    Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο.
    Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ».
    Αλλωστε το γράφει και στο «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα»: «Ζωντανός θα πει περήφανος»!

    ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ ΣΟΦΙΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Στίχοι: Μενέλαος Λουντέμης


    http://www.youtube.com/watch?v=Eh2nb_ALN1I


    http://www.youtube.com/watch?v=_RKt7AUo3_o&feature=related


    κ.κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. «Ζωντανός θα πει περήφανος»! μας βοηθάει να αντέχουμε.

    Σε ευχαριστώ Ανεμόεσσα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας έρωτας...
    Ο λυρικός,ο ευαίσθητος και ο ερωτικός Λουντέμης

    Σε ευχαριστώ κ.κ

    ΑπάντησηΔιαγραφή